Σάββατο 22 Δεκεμβρίου 2012

Η γιαγιά και τα παγανά!


Για τους μικρούς μας φίλους επιλέξαμε να παρουσιάσουμε ένα Χριστουγεννιάτικο Ευρυτανικό Παραμύθι. Λιτό, περιεκτικό και με συμβολισμούς τέτοιους που μόνο η σοφή λαϊκή μας παράδοση ξέρει να χαρίζει. Το παραμύθι αυτό, που μας διηγείται η γιαγιά Ελένη, δεν έχει δημοσιευθεί ποτέ ξανά και καταγράφεται για πρώτη φορά από το blog μας. Απευθύνεται και σε… μεγάλα παιδιά!!!

 “Μια φορά κι έναν καιρό σε ένα μικρό χωριουδάκι της Ευρυτανίας, σε ένα πέτρινο δίπατο σπίτι, ζούσε μια γιαγιά μόνη της. Καλόκαρδη γιαγιά, προκομμένη. Όλα στο σπιτικό της έλαμπαν από πάστρα και μοσχοβολούσαν από καθαριότητα. Τα βραδάκια άναβε το τζάκι της, έβαζε την ανέμη και μάζευε το νήμα σε κουβάρια. Συχνά έγνεθε και τη ρόκα της, άλλοτε πάλι έπλεκε με το βελονάκι της. Και έτσι με τα χρυσά της χέρια έφτιαχνε πανέμορφα πλεχτά, κουρτίνες, τραπεζομάντιλα και πολλά άλλα χρήσιμα πράγματα που τα μοίραζε σε όλο το χωριό.
Μια χειμωνιάτικη χιονισμένη μέρα ξεκίνησε να πάει στη βρύση του μαχαλά για να πάρει νερό. Γέμισε τη στάμνα της αλλά καθώς γυρνούσε, παραπάτησε και έπεσε κάτω. Θρυμματίστηκε η στάμνα, μα το χειρότερο ήταν ότι η γιαγιά έσπασε το χεράκι της. Πω, πω, τι να κάνει τώρα στην ηλικία της, που ήταν και μόνη της;
Εκείνες τις μέρες ήρθανε και τα Χριστούγεννα. Και καθώς η γιαγιά, ξεχασμένη απ’ όλους, καθόταν μόνη κι ανήμπορη δίπλα από το σβηστό της τζάκι και σκεφτότανε, νάσου και βλέπει μπροστά της έναν… νάνο! «Τι παράξενο», είπε από μέσα της η γιαγιά. Ήτανε τόσο μικρός, μια σταλιά ανθρωπάκι. Αλλά είχε κάτι παλάμες τεράστιες και κάτι πατούσες…σα να φόραγε 60 νούμερο παπούτσι!!! Ο νάνος, αφού κουβάλησε ξύλα κι άναψε το τζάκι της γιαγιάς, θρονιάστηκε δίπλα και δεν ξεκόλλαγε από το σπίτι. Καταπιάστηκε και με... τις δουλειές, μαγείρευε, έπλενε, αν και με τις ατσουμπαλιές του έκανε άνω κάτω τον τόπο. Μα τη γιαγιά δεν την ένοιαζε καθόλου, αρκεί που κάποιος ήτανε κοντά της, συντροφιά! Ο νάνος, ζαβολιάρης και πειραχτήρι καθώς ήτανε, έπιανε κάθε τόσο τη γιαγιά από το σπασμένο της χέρι, την ταρακούναγε και της έλεγε με τσιριχτή φωνή : «σε πονεί το χέρ’;»!
Μετά κανά δυό μέρες, η γιαγιά παρατήρησε ότι μαζί με το νάνο εμφανίστηκαν και κάτι πολύ μικρά κοριτσάκια με ολόξανθα μακριά μαλλιά και καταγάλανα ματάκια. Ερχόντουσαν κι αυτά έτσι ξαφνικά, της λέγανε ποιηματάκια και κρατώντας μια κρυστάλλινη κανάτα με νερό τραγουδούσαν: «Το νεράκι το νερό, το νερό το καθαρό, ο καλότυχος το πίνει, ο κακότυχος τ’ αφήνει»! Έτσι της γεμίζανε το ποτήρι με νερό και έπινε η γιαγιά. Και περνούσε όμορφα τις γιορτινές μέρες αντάμα με τούτα τα απρόσκλητα παράξενα πλάσματα!

Ώσπου ήρθανε τα Φώτα και οι Φωτισμοί. Ο παπάς του χωριού περνούσε από σπίτι σε σπίτι και με την αγιαστούρα του, ράντιζε παντού! Έτσι άγιασε και το σπίτι της γιαγιάς. Όμως από εκείνη τη στιγμή κι έπειτα, η γιαγιά δεν ξαναείδε τα ξωτικά της.... Και είπε με δάκρυα στα μάτια: «σας ευχαριστώ, του χρόνου σας περιμένω ξανά»!
Κι έτσι έζησε η γιαγιά καλά και εμείς καλύτερα.”


Υ.Γ. Διαβάστε ξανά και τα  "Χωριάτικα Χριστούγεννα"

Παρασκευή 7 Δεκεμβρίου 2012

Χρύσω μ', τιμή σου οι πληγές σου!


Ανηφορίζοντας από την παλιά Βίνιανη, την ξακουστή «πρωτεύουσα της Ελεύθερης Ελλάδας» (βλ.εδώ) με κατεύθυνση το πανέμορφο ορεινό χωριουδάκι της Χρύσως, νιώθεις να σε διαπερνά μια αίσθηση ξεχωριστή! Δεν είναι μόνο το δέος που εκπέμπει το τραχύ φυσικό τοπίο με αυτή την πανταχού παρούσα ανόθευτη ομορφιά των πανύψηλων Ευρυτανικών βουνών, αλλά πιότερο είναι εκείνη η μαγική περπατησιά της Ιστορίας που δρασκελίζει τούτο τον πολυθρύλητο τόπο και που αισθάνεσαι να σε ακολουθεί, βήμα-βήμα, σαν σκιά αόρατη!
Πριν τη Χρύσω στη θέση «Νημάτια» κάνουμε την πρώτη στάση μας. Εδώ που η ματιά ταξιδεύει ελεύθερη στις απέναντι αετίσιες βουνοκορφές και που τα λυγερόκορμα καταπράσινα ελάτια λογχίζουν τον πεντακάθαρο ουρανό, βρίσκεται το μνημείο των 7 ηρώων που εκτελέστηκαν από τους Ιταλούς φασίστες εκείνο τον ματωμένο Δεκέμβρη του 1942. Στον ιερό τούτο χώρο εναποθέτουμε λίγα αγριολούλουδα του βουνού, σαν ελάχιστη ένδειξη τιμής.       

«Καλώς ήλθατε στην όμορφη Χρύσω»!
Φτάνοντας στη Χρύσω, μένουμε έκθαμβοι καθώς αντικρίζουμε τα επιβλητικά στενά της Σούιλας στην είσοδο του χωριού. Γιγαντιαίοι κατακόρυφοι κοφτοί βράχοι ορθώνονται απειλητικά από πάνω μας, ενώ ο στενός δρομάκος περνά σύριζα σε μια βαθιά χαράδρα που στο βάθος της κυλά ο Χρυσιώτης ποταμός. Δυο πέτρινα τοξωτά γιοφύρια του 15ου αιώνα γεφυρώνουν το Χρυσιώτη στην είσοδο και την έξοδο του φαραγγιού. Αναμφισβήτητα πρόκειται για ένα φυσικό οχυρό τόπο που για αιώνες κλείνει προστατευτικά στην αγκαλιά του τη Χρύσω.
Ψηλά αριστερά μας, στο χείλος μιας βραχώδους εσοχής, κρέμεται, κυριολεκτικά μετέωρο, το μικρό ξωκλήσι του Αγίου Σεραφείμ.
Δεξιά μας, στην Κόκκινη Στράτα, αντικρίζουμε το παλιό πέτρινο «Επάνω Γεφύρι» που οδηγεί σε ένα μικρό μονοπάτι εκπάγλου κάλλους!
Η Χρύσω βρίσκεται στη βορειοδυτική Ευρυτανία (50 χλμ από το Καρπενήσι) και είναι φωλιασμένη ανάμεσα στα βουνά Καυκί και Κόψη-Προσηλιάκου. Ένα υπέροχο καταπράσινο κόσμημα στο περιδέραιο της Ευρυτανίας! Στο φυσικό της τοπίο κυριαρχούν τα έλατα αλλά και πολλά πλατάνια που φύονται ανάμεσα στις πολλές νερομάνες του χωριού.

Η ύπαρξη της Χρύσως χάνεται στα βάθη των αιώνων. Κανείς δεν ξέρει από πότε! Γνωρίζουμε ότι κάποτε ήταν μια μεγάλη κοινότητα. Ξεκινούσε από το Μέγδοβα ποταμό κι έφτανε κοντά στον Αγραφιώτη και από του Προσηλιάκου μέχρι πλησίον του Κερασοχωρίου. Στο χωριό δεσπόζει ο λόφος του Πυργακίου με την εκκλησία της Παναγιάς που διατηρεί περίτεχνο τέμπλο με χρονολογημένη επιγραφή του 1732 στην ελληνική και… αραβική γραφή!
Η εκκλησία των Αγίων Ταξιαρχών θεωρείται η παλαιότερη του χωριού. Η παράδοση λέει ότι κάποτε μόνασε εδώ μία γυναίκα, πρακτική γιατρός που παρασκεύαζε θεραπευτικά βότανα, η επονομαζόμενη Χρύσω, και ότι εξαιτίας αυτής ονομάστηκε έτσι το χωριό! Συναντάμε ακόμη τον Άγιο Δημήτριο, τον Αϊ Νικόλα, τον Άγιο Γεώργιο, τον Άγιο Αθανάσιο (μπαρουταποθήκη του αγώνα στα χρόνια της κατοχής), τον Προφήτη Ηλία, τους Αγίους Θεοδώρους και βέβαια τον Άγιο Σεραφείμ (το εκκλησάκι στο βράχο που προαναφέραμε) όπου σύμφωνα με τη θρησκευτική παράδοση μεταφέρθηκε από τον Πηνειό και φυλάσσονταν εδώ η κομμένη κεφαλή του αγίου Σεραφείμ! Στους πρόποδες του Πυργακίου βρίσκεται και η ιστορική εκκλησία της Αγίας Παρασκευής με τη μυστική υπόγεια στοά και τις σπάνιες τοιχογραφίες του 1612 που κατέστρεψαν οι φασίστες Ιταλοί επιδρομείς το Δεκέμβρη του 1942 όταν πυρπόλησαν το χωριό. Στην ευρύτερη περιοχή της Χρύσως απαντώνται, επίσης, και ερείπια παλιών μοναστηριών (Παλαιομονάστηρο, Παλιοκλήσι-Καλογερικό, Μοναστηράκι, Διάσελο). Η ύπαρξη τόσων εκκλησιών πιθανολογείται ότι οφείλεται στην παλιά συνήθεια να οικοδομούν οι διάφορες φάρες (οικογένειες) τους δικούς τους ξεχωριστούς ναούς ή στο γεγονός ότι ανυπόταχτοι καταδιωγμένοι από την Ήπειρο κατέφευγαν σε αυτό τον προστατευμένο τόπο και ως ένδειξη ευγνωμοσύνης έχτιζαν κατόπιν εκκλησίες!
Ευρήματα αποκαλύπτουν ότι παλιά στη Χρύσω πρέπει να υπήρχε βιοτεχνία κατασκευής κεραμιδιών! Το χωριό, που επί τουρκοκρατίας ανήκε στο αρματολίκι των Αγράφων, κάηκε ξανά: αυτό συνέβη στους προεπαναστατικούς χρόνους, στη δεύτερη δεκαετία του 19ου αιώνα, κατά τη διάρκεια συγκρούσεων μεταξύ του επαναστάτη κλέφτη  Λεπενιώτη (αδερφού του Κατσαντώνη) και του προδότη τουρκολάτρη Νίκου Θέου ο οποίος διατηρούσε πύργο στη Χρύσω. Ο κοτζαμπάσης Θέος ήταν αυτός που αργότερα (το 1812) δολοφόνησε ύπουλα το Λεπενιώτη στη Φουρνά με προτροπή του Αλή Πασά. Από τη Χρύσω «κι από ενός παπά το σπίτι», που λέει και το δημοτικό τραγούδι, ξεκίνησε και ο απεσταλμένος του Αλή στα Άγραφα Βεληγκέκας για ν’ ανεβεί στο Προσηλιάκο όταν τον προκάλεσε σε μάχη ο θρυλικός Κατσαντώνης, σύγκρουση που ανέδειξε νικητή τον Ευρυτάνα ήρωα μας. Μετά το θάνατο του Βεληγκέκα η σωρός του μεταφέρθηκε στη Χρύσω όπου θάφτηκε στη θέση «τουρκόμνημα» που σήμερα δεν υπάρχει πλέον. Στην επανάσταση του 1821 έλαβαν μέρος αρκετοί Χρυσιώτες οι οποίοι τιμήθηκαν και με αριστεία ανδρείας. Ένας από αυτούς ο Τριαντάφυλλος Φούκας έπεσε στη μάχη του Κεφαλόβρυσου το 1823 μαζί με το Μάρκο Μπότσαρη (βλ.εδώ ).
Παλιά οι Χρυσιώτες μετανάστευαν στην Πόλη και πολύ αργότερα στην Αμερική. Κάθε οικογένεια είχε, τότε, και από έναν τουλάχιστον ξενιτεμένο. Έτσι εισέρρεε συνάλλαγμα που βοήθησε στην κατοπινή ανάπτυξη του χωριού. Χτίστηκαν όμορφα σπίτια, έγιναν εμπορικά μαγαζάκια κι έτσι το χωριό ήκμαζε μέχρι το 1940. Μετά ήρθε ο πόλεμος και η κατοχή κι άλλαξαν πολλά.

Θα περπατήσουμε στα πανέμορφα σοκάκια της Χρύσως, ταξιδεύοντας στο παρελθόν μέσα από το παρόν...   



Επιβλητική η μεγάλη πλακόστρωτη πλατεία, αποτελεί το σημείο αναφοράς όλου του χωριού. Παραδίπλα η εικόνα του έρημου πια σχολείου με το μνημείο στο προαύλιο του και τη μικρή παιδική χαρά, μας προκαλεί βαθιά συγκίνηση. Μονάχα δυό παιδάκια παίζουν πια εκεί. Τόση ομορφιά μα και τόση εγκατάλειψη σε τούτο τον υπέροχο τόπο! 


Παντού κυλούν νερά! Κρυσταλλένια, χωνευτικά νερά, εκλεκτής ποιότητας που υδροδοτούν το χωριό, ενώ παλιότερα κινούσαν και τους ξακουστούς νερόμυλους της Χρύσως. Μέσα από το μαγικό μας περίπατο στα σοκάκια θα καταλήξουμε στις 7 παλιές πετρόχτιστες βρύσες με τα οξύρυγχα τόξα, που παραπέμπουν σε αραβική τεχνοτροπία ή χτίσιμο της εποχής του Μυστρά. Εντυπωσιακές είναι και οι μεταγενέστερες «σκεπαστές βρύσες» (1900). Εδώ έρχονταν παλιότερα οι νύφες για να κάνουν ευχές και να πάρουν νερό για να… καταβρέξουν το γαμπρό, σύμφωνα με το τοπικό έθιμο!!! Διαβαίνουμε και το ξυλογέφυρο του Χρυσιώτη, μέσα στα δασιά πλατάνια και νιώθουμε σε όλο της το μεγαλείο τη μαγεία της Ευρυτανικής φύσης!  



«Καλώς ήλθατε στην όμορφη Χρύσω» γράφει η ταμπέλα ακριβώς στην είσοδο του χωριού. 

Δεν είναι όμως… η ταμπέλα που συνιστά το αληθινό καλωσόρισμα, αλλά εκείνη η θερμή/εγκάρδια υποδοχή των λιγοστών μόνιμων κατοίκων της Χρύσως που πραγματικά μας σκλαβώνει! Ηλικιωμένοι οι περισσότεροι, απόμαχοι πια βιοπαλαιστές της ζωής, εργάτες και αγρότες, με περηφάνεια και καθάριο βλέμμα. Ωραίοι άνθρωποι, λεβέντες και φιλόξενοι. 
Ανάμεσά τους ξεχωρίζουμε και κάποιους νεότερους καθώς και ένα ζευγάρι με δύο μικρά παιδάκια που κατοικούν μόνιμα στο χωριό. Εδώ θα γνωρίσουμε και το συνταξιούχο δάσκαλο Χαράλαμπο Μπετχαβά, που έζησε τότε σαν μικρό παιδί την τραγωδία της Χρύσως, ενώ συνέγραψε και ένα βιβλίο (“Η μάχη της Χρύσως-το χρονικό της θυσίας, Δεκέμβριος 1942”)! Από αυτό το βιβλίο, που ο αξιαγάπητος δάσκαλος μας δώρισε με μια ιδιόχειρη συγκινητική αφιέρωση, και που θα κοσμεί για πάντα τη βιβλιοθήκη μας, αντλήσαμε πολύτιμα ιστορικά στοιχεία για τη συγγραφή του παρόντος άρθρου μας, όπως επίσης και από καταγεγραμμένες διηγήσεις παλιών αγωνιστών, αλλά και των κατοίκων της Χρύσως με τους οποίους γίναμε μια μεγάλη παρέα εκείνο το φθινοπωρινό απόγευμα που επισκεφτήκαμε το χωριό.
Έτσι στο παλιό μικρό καφενεδάκι με συνοδειά το τσίπουρο και τους μεζέδες, η κουβέντα θ’ ανάψει και θα τραβήξει τη δική της διαδρομή στο χρόνο…

Η Κατοχή, η Αντίσταση και η Χρύσω.
Την Άνοιξη του 1942 η πείνα μαστίζει την απομονωμένη Χρύσω. Οι κάτοικοι θα υποφέρουν, αλλά δεν θα σταματήσουν να αγωνίζονται με αξιοπρέπεια για την επιβίωσή τους. Από τις αρχές του καλοκαιριού και μετά την πρώτη επίσημη εμφάνιση του ΕΛΑΣ στη Δομνίστα Ευρυτανίας, η φήμη και η δράση του αντάρτικου κινήματος εξαπλώνεται ραγδαία στον τόπο μας. Οι πρώτες αντάρτικες ομάδες υπό τους Νάκο Μπελή, Νικηταρά κ.ά. περνούν από το χωριό. Ο κόσμος ξεθαρρεύει, αντρειώνεται, νιώθει ότι δεν είναι μόνος.
Μαζί όμως μεγαλώνει και η ανησυχία των καταχτητών. Τρέμουν, βλέπετε, τον ξεσηκωμό των παραδοσιακά απείθαρχων Ευρυτάνων, απογόνων κλεφτών και επαναστατών. Το Σεπτέμβριο του ‘42 οι Ιταλοί φασίστες εξορμούν πάνοπλοι προς τα χωριά των Αγράφων για να ανακαλύψουν και να κατάσχουν κρυμμένα όπλα και φυσικά να επιδοθούν σε αρπαγές όπως συνήθιζαν. Στη διάρκεια αυτής της τρομοκρατικής επιχείρησης περνούν για πρώτη φορά και από τη Χρύσω έχοντας μαζί τους το δωσίλογο Κοροκίδα. Αυτός ήταν ένας πρώην αγροφύλακας από το Στένωμα, ο οποίος έκανε και ένα φεγγάρι μετανάστης στην Αμερική και γνώριζε και λίγα …καλυβοϊταλικά! Επρόκειτο για ένα κοινωνικό κατακάθι, ένα χαφιέ των κατακτητών και αλήτη πλιατσικολόγο που καμάρωνε ντυμένος με την ιταλική στολή. Ήταν βασικός υπεύθυνος για πολλές εγκληματικές πράξεις εναντίον του λαού της Ευρυτανίας σε όλη τη μαύρη περίοδο της ιταλογερμανικής κατοχής. Στο τέλος τον κρέμασαν οι ίδιοι οι φίλοι του οι Γερμανοί στο Αγρίνιο. Οι Ιταλοί φασίστες και ο προδότης Κοροκίδας φοβερίζουν τον κόσμο στη Χρύσω και κλεφτολογώντας συνεχίζουν το δρόμο τους για τ’ Αγραφιώτικα χωριά. 
Όμως στις αρχές του επόμενου μήνα περνά από το χωριό και μία συντεταγμένη φάλαγγα 100 ανταρτών. Τα ένοπλα παιδιά του λαού περιοδεύουν στα χωριά μιλώντας με ενθουσιασμό στους πάντα υπερήφανους και ζυμωμένους με την ιδέα της λευτεριάς Ευρυτάνες, καλώντας τους να ενταχθούν στο επαναστατικό απελευθερωτικό κίνημα. Οι πρώτοι νεαροί Χρυσιώτες ακολουθούν! Στη συνέχεια  πολλοί ακόμη χωριανοί θα πυκνώσουν τις τάξεις του θρυλικού ΕΛΑΣ. Σημειωτέον ότι στη Χρύσω υπήρχε, από παλιότερα, και μυστική οργάνωση του ΚΚΕ.
Δάσκαλος, τότε, στο χωριό ήταν ο Βασίλης Πριόβολος, ο οποίος και θα καταταγεί στον ΕΛΑΣ. Είναι ο μετέπειτα ξακουστός «καπετάν-Ερμής»! Από τη Χρύσω κατάγονταν και ο περίφημος «Λευτέρης Χρυσιώτης» ή «Κοκκινογένης» (Σπύρος Τσιλιγιάννης) ο οποίος ήταν ένας από τους πρώτους αντάρτες που ξεκίνησαν με τον Άρη από την καλύβα του Στεφανή στη Σπερχειάδα.
(Ο Λευτέρης Χρυσιώτης)

Χρυσιώτης ήταν και ο «Ανδρούτσος» (Παναγιώτης Καρανίκας) ένας από τους πιο διαλεχτούς «μαυροσκούφηδες» του Α. Βελουχιώτη. Χρυσιώτες  ήταν επίσης και οι: «Καραϊσκάκης» (Κ. Καρανίκας), «Έλατος» (Λάμπρος Μπετχαβάς), «Μαυρομιχάλης» (Δημήτρης Μαρούλης), «Νέστορας» (Κώστας Μαντής), «Θησέας» (Τάκης Σαρρής) κλπ. Πολλοί δοκιμασμένοι αγωνιστές από τη Χρύσω θα πλαισιώσουν αργότερα και το ΔΣΕ στο δεύτερο ξεσηκωμό! Στη Χρύσω είχαμε την τύχη να γνωρίσουμε και μια παλιά αντάρτισσα τη λεβέντισσα Μαργαρίτα Μαρούλη.
Το Νοέμβριο του 1942 αντάρτικες ομάδες συναντώνται στη Βίνιανη της Ευρυτανίας. Από εκεί θα ξεκινήσουν όλοι μαζί για να καταλήξουν τελικά στο Γοργοπόταμο όπου στις 25-11-1942 θα πραγματοποιηθεί η ανατίναξη της γέφυρας, κορυφαία αντιστασιακή ενέργεια σε όλη την κατεχόμενη Ευρώπη! Οπισθοφυλακή στην Ευρυτανία μένει ο Ερμής με μια επίλεκτη ομάδα ανταρτών.
Μετά το σαμποτάζ στο Γοργοπόταμο, οι φασίστες καταχτητές σκυλιάζουν. Ατιμασμένοι από τις ήττες τους στη Ρέκα, το Γοργοπόταμο και το Κρίκελλο,  αποφασίζουν να εξορμήσουν προς την ανταρτομάνα Ευρυτανία με στόχο να χτυπήσουν και να εξολοθρεύσουν τις διαρκώς αναπτυσσόμενες ΕΛΑΣίτικες αντιστασιακές εστίες. Έτσι λοιπόν στις αρχές του Δεκέμβρη του 1942 ξεκινούν δύο πολυπληθείς ιταλικές στρατιές πολλών χιλιάδων αντρών, από Καρπενήσι και Αγρίνιο ταυτόχρονα, με κατεύθυνση τα Άγραφα που ήταν το καταφύγιο των ανταρτών ώστε να πραγματοποιήσουν εκκαθαριστικές επιχειρήσεις εναντίον τους.

Η μάχη στη Χρύσω – 28 ΕΛΑΣίτες εναντίον χιλιάδων Ιταλών φασιστών!!!
Ανήμερα του Αγίου Σεραφείμ της Κορώνης, στις 4 του Δεκέμβρη 1942, η φάλαγγα των Ιταλών του Καρπενησίου κινείται μέσω Στενώματος προς τη γέφυρα της Βίνιανης, ενώ η άλλη Ιταλική φάλαγγα που έρχεται από το Αγρίνιο οδεύει προς Φραγκίστα-Κεράσοβο. Ένα τμήμα ανταρτών του Αρχηγείου Ευρυτανίας του ΕΛΑΣ δυναμικότητας περίπου 100 αντρών με επικεφαλής τον Ερμή, βρίσκεται στο χωριό Στένωμα. Ειδοποιούνται, από τις ΕΑΜικές οργανώσεις των χωριών, για τον ερχομό των Ιταλών του Καρπενησίου και κινητοποιούνται αμέσως για την παρακολούθηση της εχθρικής φάλαγγας, με στόχο να την πλήξουν την κατάλληλη στιγμή και στο κατάλληλο σημείο ώστε να ανακόψουν το δρόμο της προς τα αγραφιώτικα χωριά. Οι Ιταλοί φτάνουν στα λιβάδια της Βίνιανης και καταλύουν εκεί, ενώ οι αντάρτες περνώντας τον ποταμό Μέγδοβα στρατοπεδεύουν πάνω από την παλιά Βίνιανη. Ετοιμάζονται πυρετωδώς για να χτυπήσουν, όμως δυστυχώς δεν έχουν σωστή πληροφόρηση για την άλλη ιταλική φάλαγγα εξ Αγρινίου η οποία βρίσκεται ήδη στο Κεράσοβο.
Στις 5 Δεκέμβρη 1942 οι αντάρτες ξεκινούν για να πιάσουν πρώτοι τα στενά της Χρύσως. Όμως οι Ιταλοί του Κεράσοβου προπορεύονται ήδη προς τη Χρύσω έχοντας μαζί τους 3 χωρικούς ως ομήρους (Μιχάλη Τριανταφυλλόπουλο, Βασίλη Γκαρίλα, Σπύρο Μεριγκούνη) και έναν αγροφύλακα (Ανδρέα Δερμάνη) τον οποίο πήραν δια της βίας για να τον χρησιμοποιήσουν ως οδηγό. Οι αντάρτες αντιλαμβάνονται την παρουσία της έτερης εχθρικής φάλαγγας και πραγματοποιώντας ελιγμό κινούνται παραποτάμια ακολουθώντας το Γαβρενίτη ποταμό. Όμως επειδή είναι Δεκέμβρης και τα φύλλα των πλατάνων έχουν πέσει, δεν καλύπτονται επαρκώς και έτσι κάποια στιγμή οι Ιταλοί τους παίρνουν είδηση και από την πλαγιά Νημάτια βάζουν δαιμονισμένα με όλμους και πολυβόλα εναντίον τους, ενώ ταυτόχρονα μεγάλη ιταλική δύναμη προσεγγίζει τη ρεματιά. Με αυτό τον τρόπο κατορθώνουν να κόψουν στη μέση την αντάρτικη δύναμη. Ο καπετάν-Ερμής που προπορεύεται με 28 αντάρτες ξεφεύγει και μέσω του Χρυσιώτη ποταμού προλαβαίνει να μπει πρώτος στα στενά της Σούιλας και να οχυρωθεί εκεί. Οι υπόλοιποι περίπου 70-80 μαχητές, που αποτελούν και τον κύριο κορμό, ελίσσονται διαφορετικά. Τούτοι δεν προλαβαίνουν να μπουν στα στενά και βαλλόμενοι συνεχώς από τα ιταλικά πυρά, αναγκάζονται εκ των πραγμάτων να ακολουθήσουν ξεχωριστή πορεία από αυτή του Ερμή και έτσι μέσω του Γαβρενίτη ποταμού καταλήγουν στον Άγιο Δημήτριο. Σε όλη αυτή την επιχείρηση οι Ιταλοί προλαβαίνουν να αιχμαλωτίσουν πέντε αντάρτες που προστίθενται στους ομήρους που είχαν ήδη μαζί τους.
Ο καπετάν-Ερμής όμως δεν πτοείται. Έστω και μόνο με… τους 28 συντρόφους που έχει μαζί του (ανάμεσά τους βρίσκονται και κάποιοι Χρυσιώτες) είναι αποφασισμένος να μην αφήσει τους χιλιάδες Ιταλούς να περάσουν!!! Έτσι οι λιγοστοί μα ψυχωμένοι ΕΛΑΣίτες πιάνουν τα στενά στην έξοδο του χωριού. Ταμπουρώνονται στα βράχια και περιμένουν... Μετά από κάποιες ώρες οι Ιταλοί φτάνουν στα Σούιλα. Ανυποψίαστοι για το τι τους περιμένει μπαίνουν στην επικίνδυνη στενωπό. Όπως προαναφέραμε, αυτή ήταν και η μόνη αναγκαστική δίοδος για τους καταχτητές.
Τα στενά της Σούιλας στη Χρύσω)

Μπροστά πηγαίνει ο καβαλάρης επικεφαλής αξιωματικός τους και ακολουθούν τα πάνοπλα πεζοπόρα τμήματα. Όταν η εχθρική εμπροσθοφυλακή φτάνει στην Κόκκινη Στράτα, ο καπετάν-Ερμής δίνει το σύνθημα της επίθεσης. Οι Ιταλοί καταχτητές δέχονται ξαφνικό καταιγισμό πυρών. Οι πρώτοι μακελεύονται επιτόπου από τα αντάρτικα βόλια. Αρχικά προσπαθούν να ανταποδώσουν, αλλά ο αιφνιδιασμός είναι απόλυτα επιτυχημένος αφού οι ΕΛΑΣίτες τους χτυπούν ανελέητα από διάφορες κατευθύνσεις. Έντρομοι οι κοκορόφτεροι φασίστες πηδούν από τα βράχια μέσα στη ρεματιά και στα νερά του ποταμού. Άλλοι απ΄ αυτούς, θρασύδειλοι όπως είναι, προσπαθούν να καλυφθούν βάζοντας ασπίδα τους δυστυχείς ομήρους. Οι αντάρτες προσέχουν που χτυπάνε κι έτσι κανείς όμηρος δεν παθαίνει τίποτε, στη διάρκεια της μάχης. Μάλιστα μέσα στο πανδαιμόνιο κατορθώνουν να αποδράσουν ο αγροφύλακας Δερμάρης και ο ένας όμηρος ο Μεριγκούνης. Ένας ξέφρενος πανικός έχει απλωθεί σε ολόκληρη την ιταλική φάλαγγα. Χιλιάδες ιταλοί οπισθοχωρούν κακήν κακώς προς τα πίσω ποδοπατώντας ο ένας τον άλλον!! Η Χρύσω δεν πατιέται από τον εχθρό με μάχη! Οι Ιταλοί βάλλονται συνεχώς, ακόμη και κατά τη διάρκεια της οπισθοχώρησής τους, ώσπου τα λίγα πυρομαχικά των ανταρτών του Ερμή εξαντλούνται.  6 νεκροί και πάνω από 20 τραυματίες Ιταλοί είναι οι εχθρικές απώλειες. Άλλες πληροφορίες (από την εφημερίδα «Μαχόμενη Ευρυτανία» αλλά και από χιλιοτραγουδισμένα αντάρτικα τραγούδια) ανεβάζουν τον αριθμό τους σε 40 ή και 50 και τους τραυματίες σε 100. Το βέβαιο είναι ότι οι Ιταλοί προσπάθησαν να αποσιωπήσουν το πραγματικό μέγεθος της ήττας τους για να αποφύγουν τον απόλυτο εξευτελισμό.
Βλέπετε, αρκούσαν μονάχα 28 παλικάρια-μαχητές της λευτεριάς για να τρέψουν σε άτακτη φυγή χιλιάδες Ιταλούς φασίστες!! Μάλιστα μέσα στην τρομάρα τους οι Ιταλοί εγκαταλείπουν στο πεδίο της μάχης και κάποιον από τους νεκρούς τους, έναν λοχαγό. Αυτόν θα τον βρουν ξαπλωμένο σε ένα φορείο την επομένη ημέρα κάποιοι ριψοκίνδυνοι Χρυσιώτες που θα κατέβουν στο σημείο της μάχης για να συλλέξουν οπλισμό και άλλα λάφυρα που είχαν εγκαταλείψει οι έντρομοι Ιταλοί. Άλλοι Ιταλοί θα θαφτούν από τους δικούς τους στα γύρω βουνά (το 1960 ένα Ιταλός παπάς θα έρθει στη Χρύσω εφοδιασμένος με χάρτη και θα πάρει τα οστά δύο ακόμη νεκρών συμπατριωτών του). Από τους ΕΛΑΣίτες δεν υπάρχουν νεκροί στη μάχη, δυστυχώς όμως υπάρχουν συλληφθέντες στα χέρια των Ιταλών. Οι αντάρτες του Ερμή μετά την επιτυχία τους θα ανηφορίσουν προς τον Άγιο Δημήτριο για να συναντηθούν με τους υπόλοιπους που είχαν διαφύγει κατά τη διάρκεια της πρώτης επίθεσης στο Γραβενίτη. Από εκεί θα λάβουν διαταγή να προωθηθούν προς το Καροπλέσι για άλλες πολεμικές επιχειρήσεις.
Ολόκληρο το ιταλικό σύνταγμα που οπισθοχώρησε τρομοκρατημένο, θα κατευθυνθεί προς τα Νημάτια. Οι Ιταλοί θα διανυκτερεύσουν εκεί τρέμοντας από το φόβο τους και μένοντας ξάγρυπνοι όλη τη νύχτα! «Μάτι δεν έκλεισαν» σύμφωνα με τις μαρτυρίες των αγωγιατών που είχαν μαζί τους!
Την επόμενη μέρα 6 Δεκέμβρη 1942, οι αφηνιασμένοι φασίστες ξεσπούν  τη δολοφονική τους μανία επάνω στους ομήρους χωρικούς και τους συλληφθέντες αντάρτες. Στη θέση Λογγά του Σαρρή βασανίζουν απάνθρωπα τους επτά αιχμαλώτους (σ.σ. ο Μεριγκούνης και ο Δερμάρης είχαν προλάβει να δραπετεύσουν). Στη συνέχεια αναγκάζουν τους βασανισμένους να σκάψουν μόνοι τους το λάκκο τους και τους εκτελούν εν ψυχρώ! Οι δολοφονημένοι ήρωες ήταν: Οι δύο όμηροι από το Κεράσοβο, Μιχάλης Τριανταφυλλόπουλος και Βασίλης Γκαρίλας, καθώς και οι 5 συλληφθέντες αντάρτες, Γιώργος Γκούβας, Δημήτρης Χειλάς, Γιώργος Χόντος, Δημήτρης Κακαβάς, και ένας άγνωστος Θεσσαλός μαχητής.
Οι Ιταλοί θα παραμείνουν για δυο ολόκληρα μερόνυχτα στα Νημάτια. Τρελαμένοι από το φόβο τους περιμένουν να έρθει προς ενίσχυσή τους και η άλλη φάλαγγα από το Καρπενήσι. Μόλις οι θρασύδειλοι φασίστες βεβαιώνονται ότι είναι πάλι σε θέση ισχύος, συγκροτούν τάγματα εφόδου, ρίχνουν όλμους από μακριά και ξεκινούν για τα αντίποινα του μίσους εναντίον της ηρωικής Χρύσως.
«Μέσ’ στην Ευρυτανία και μές΄στο Σουιλά
οι αντάρτες πολεμάνε μ’ ιταλικά σκυλιά.
Με δυό με τρεις χιλιάδες, αντάρτες εκατό
τρεις μέρες πολεμάνε χτυπάνε τον οχτρό.
Σκοτώσανε πενήντα, σκορπίσαν στα βουνά
και μπήκαν οι φασίστες και βάλανε φωτιά.
Μας κάψαν το χωριό μας τ’ ανήμερα θεριά,
μας κάψαν το σχολιό μας που σπούδαζαν παιδιά.
Μας κάψαν το χωριό μας το Χρύσω το χρυσό
που είναι δοξασμένο στον κόσμο ξακουστό.»

 (Τα αντάρτικα τραγούδια», εκδόσεις Τετράδιο, Αθήνα 1975)


Μάνα η Χρύσω καίγεται…
Εν τω μεταξύ οι κάτοικοι της Χρύσως είχαν φροντίσει να βγάλουν «καραούλια» σε κομβικά σημεία της περιοχής για να παρακολουθούν τις εχθρικές κινήσεις προς το χωριό τους. Την κατάλληλη στιγμή τα καραούλια δίνουν σήμα ότι έρχονται οι φασίστες.
Οι κάτοικοι εκκενώνουν το χωριό και για να προστατέψουν τις οικογένειές τους καταφεύγουν στα γύρω βουνά, μέσα στις σπηλιές και στα πυκνά ελατοδάση. Το κρύο του Δεκέμβρη είναι τσουχτερό σε τούτα τα άγρια βουνά, αλλά προέχει φυσικά η σωτηρία του κόσμου από τις πολυπληθείς βάρβαρες φασιστικές ορδές που επελαύνουν. Οι Χρυσιώτες, παίρνουν μαζί τους ότι προλαβαίνουν, καμιά κουβέρτα, κάποιο πρόχειρο ρούχο, ότι μπορούσαν εκείνες τις δύσκολες ώρες.
Προηγουμένως προσπαθούν να κρύψουν και κάποιες λίγες προμήθειες, καλαμπόκια, σιτάρια, ότι είχαν και δεν είχαν, στους κήπους ή σε άλλες μικρές αυτοσχέδιες κρυψώνες μέσα στο χωριουδάκι τους. Τα ζώα τους, πρόβατα, γουρούνια, κότες, μένουν μαντρωμένα. Έτσι το βιός και τα φτωχά τους υπάρχοντα μένουν ξοπίσω, στο εγκαταλειμμένο χωριό. Που να προλάβουν κιόλας μέσα σε τέτοιες άγριες συνθήκες τρομοκρατίας να μετακινήσουν ολόκληρα νοικοκυριά. Όταν οι επερχόμενοι Ιταλοί έβλεπαν από μακριά κάποιους κατοίκους να μεταφέρουν πράγματα πάνω στα μουλάρια πυροβολούσαν αδίστακτα.
Στις 7 του Δεκέμβρη 1942 ένα από τα τάγματα εφόδου των Ιταλών εισβάλλει στο έρημο χωριό της Χρύσως. Μαζεύονται στο προαύλιο της εκκλησίας της Παναγιάς και ακούν το λόγο του επικεφαλής αξιωματικού τους. Μόλις αυτός τελειώνει, παίρνουν αναμμένα δαυλιά και βάζουν φωτιά σε τμήμα του χωριού, καίγοντας αρχικά 18 σπίτια, το σχολείο και δύο ιστορικές εκκλησίες, του Αγίου Νικολάου και της Αγίας Παρασκευής με τις σπάνιες τοιχογραφίες του 1612. Ψάχνουν μανιωδώς για να βρουν ανυπεράσπιστους ανθρώπους να βασανίσουν και να δολοφονήσουν κατά την προσφιλή ταχτική τους. Όμως οι Χρυσιώτες δεν έμειναν με σταυρωμένα χέρια, περιμένοντας το μοιραίο. Με την οργάνωση και τη συνεννόηση πρόλαβαν να κινητοποιηθούν και να αποδράσουν στα βουνά, γλιτώνοντας έτσι τις οικογένειές τους από πολύ βαρύτερο κόστος (ανθρώπινες ζωές).
Στη συνέχεια οι Ιταλοί αποσύρονται και πάλι στα Νημάτια. Από εκεί, και αφού πρώτα ενισχυθούν με τη φάλαγγα του Καρπενησίου, θα τραβήξουν όλοι μαζί  προς τα Αγραφιώτικα χωριά. Πάνω από 3000  καθάρματα του Μουσολίνι διαβαίνουν μέσα από τη Χρύσω. Σε αυτή την πορεία θα ολοκληρώσουν το καταστροφικό τους έργο. Σκορπίζονται μέσα στο χωριό, μπαίνουν στα σπίτια και τα λεηλατούν, σφάζουν και τρώνε τα ζώα των κατοίκων, ανιχνεύουν τις κρυψώνες, κλέβουν οτιδήποτε βρίσκουν μπροστά τους! Στο τέλος βάζουν φωτιά σε ολόκληρο το χωριό, κάνοντάς το στάχτη από άκρη σε άκρη. Από τα 90 όμορφα σπίτια της Χρύσως, που χτίστηκαν με τον κόπο και τις θυσίες ολόκληρων γενεών, απομένουν μονάχα 5. Κι’ αυτά τα πέντε γλίτωσαν χάρη στην ηρωική στάση μερικών Χρυσιωτών που έχοντας στο οπτικό τους πεδίο κάποιους Ιταλούς, δεν δίστασαν να τους πυροβολήσουν με κάνα δυό… γράδες που διέθεταν με αποτέλεσμα οι άνανδροι φασίστες να εγκαταλείψουν τα συγκεκριμένα σπιτάκια πριν προλάβουν να ολοκληρώσουν και εκεί το αποτρόπαιο έργο τους.
(Η Χρύσω στις φλόγες)

Σε όλη τη διαδρομή τους προς τα Άγραφα οι ιταλικές φάλαγγες συνοδεύονται και από κάποια πολεμικά αεροπλάνα. Στο Μάραθο, το χωριό του Κατσαντώνη, καίνε σπίτια και εκτελούν το Σπύρο Καλύβα. Στις 10 του Δεκέμβρη πυρπολούν το πανέμορφο ιστορικό χωριό των Αγράφων. Δεν αφήνουν όρθιο τίποτα!   
Στις 11 Δεκέμβρη επιστρέφουν και πάλι στη Χρύσω όπου εκεί τους περιμένει ένα ακόμη τμήμα μελανοχιτώνων Ιταλών φασιστών που έφτασε και αυτό από το Καρπενήσι για περαιτέρω ενίσχυση καθώς είχαν τηλεγραφήσει ότι τους είχαν χτυπήσει στα Άγραφα. Στρατοπεδεύουν όλη τη μέρα στο χωριό προβαίνοντας σε νέες λεηλασίες και καταστροφές, ισοπεδώνοντας έτσι εντελώς ότι είχε απομείνει από τις προηγούμενες επιδρομές τους. Η Χρύσω καιγόταν και δεινοπαθούσε για πολλές ημέρες!
Την επομένη 12 Δεκεμβρίου οι Ιταλοί αποχωρούν αφήνοντας πίσω τους "κρανίου τόπο"!
Οι κάτοικοι της Χρύσως επιστρέφουν στο χωριό τους. Ο όλεθρος, και η ολοκληρωτική καταστροφή είναι η εφιαλτική εικόνα που θα αντικρίσουν. Μαύροι καπνοί, στάχτες και ερείπια είναι ότι απέμεινε από το αλλοτινό όμορφο χωριό τους. Σπίτια, μαγαζάκια, εκκλησίες, το σχολειό, όλα αποκαϊδια! Πυρπόλησαν ακόμη και τις αχυρώνες! Δεν απέμεινε «πέτρα πάνω στην πέτρα». Οι σύγχρονοι Νέρωνες του Μουσολίνι επιδόθηκαν σε ένα άνευ προηγουμένου όργιο καταστροφής, φωτιάς και αρπαγής. Ξερίζωσαν και έκαψαν μέχρι και τις κρεβατίνες για να ζεσταίνονται στους καταυλισμούς που είχαν στήσει όλες εκείνες τις μέρες. Εικόνες φρίκης κυριαρχούν παντού: χαλάσματα καπνίζουν, ακαθαρσίες πνίγουν τα σοκάκια του χωριού, δέρματα από σφαγμένα ζώα κρέμονται από τους φράχτες, ενώ τα λίγα υπολείμματα που απέμειναν από το καλαμπόκι και το σιτάρι που κατάφεραν να ξετρυπώσουν οι βάνδαλοι, βρίσκονται σκορπισμένα μέσα στις λάσπες και τα ρέματα. Ως και τα καζάνια και τις κατσαρόλες είχαν τρυπήσει με τις ξιφολόγχες τους για να μην μπορούν να χρησιμοποιήσουν οτιδήποτε οι κάτοικοι όταν θα επέστρεφαν. Τι να φάνε τα παιδιά, που να στεγαστούν μες το καταχείμωνο οι γερόντοι και οι ξεσπιτωμένες οικογένειες; Τόση βαρβαρότητα και χυδαιότητα από το φασίστα καταχτητή!
«Των Χρυσιωτών τα ήσυχα σπιτάκια πάν’ και εκείνα
τα έκαψε τα γκρέμισε του Ιταλού η αξίνα
κι απ’ το χωριό το ολόμορφο ως μες΄το Καρπενήσι,
ο τύραννος χαλάσματα περνώντας έχει αφήσει.
Χρύσω μ’ αθάνατο χωριό, βάσταξε την ψυχή σου.
Να ζήσουν όλα σ’ τα παιδιά, Λευτέρης και Ερμής σου.
Οι αντάρτες μας τον πόνο σου τον έκαναν παντιέρα
Και με αυτή τους βάρβαρους θα διώξουνε μια μέρα.»
(Ανωνύμου)

Οι περήφανοι Χρυσιώτες δεν το έβαλαν κάτω! Μπορεί να μην είχαν ούτε κουτάλι, ούτε κατσαρόλι, μήτε ένα σπυρί φαγώσιμο. Μα είχαν «ψυχή βαθιά», είχαν περηφάνεια, λεβεντιά και πάνω απ’ όλα αλληλεγγύη μεταξύ τους. Έτσι βοηθώντας ο ένας τον άλλον, στεριώνουν με τα μισοκαμένα υλικά πρόχειρα παραπήγματα ακόμη και μέσα στα ερείπια. Μοιράζονται τα λίγα τρόφιμα που είχαν περισώσει, κάνουν διανομή στα ελάχιστα κηπευτικά. Οι ΕΑΜικές οργανώσεις αλληλεγγύης από τα διπλανά χωριά σημαίνουν αμέσως συναγερμό. Αποστέλλονται τρόφιμα, σκεύη, ότι μπορεί κι ότι έχει ο καθένας. Η καρδιά ολάκερης της Ευρυτανίας χτυπά στη Χρύσω.   
Επίσης ακόμη πιο πολλοί Χρυσιώτες εντάσσονται στο αντάρτικο πολεμώντας γενναία  κατά των ιταλογερμανών καταχτητών. Λίγες μέρες μετά την τραγωδία της Χρύσως, στις 18 Δεκεμβρίου 1942 ο Άρης Βελουχιώτης πετσοκόβει τους Ιταλούς στην περίφημη μάχη του Μικρού Χωριού. Με το τουφέκι του δίκιου κι όχι με κλάματα και μοιρολόγια ο λαός μας παίρνει την εκδίκησή του. Ο ΕΛΑΣ δυναμώνει, κυριαρχεί παντού και έτσι ελάχιστους μήνες αργότερα, στα τέλη Απριλίου του 1943, οι Ιταλοί εγκαταλείπουν το Καρπενήσι και αποσύρονται στη Λαμία. Η Ευρυτανία, πρώτη σε όλη την Ελλάδα, αναπνέει ελεύθερη!  
Η Χρύσω είναι το πρώτο χωριό της Ηπειρωτικής Ελλάδας που θα υποστεί την εκδικητική μανία των καταχτητών. Όμως οι πληγές της είναι τα αιώνια παράσημα τιμής στην τιτάνια μάχη του λαού μας για την πανάκριβη τη λευτεριά!
(Ο Ερμής)

Ο Δώρης Άνθης, ο αντάρτης ποιητής της Ευρυτανίας, θα γράψει…
«Ελάτι του Καρπενησιού, ψηλό ζωγραφιστό
προβάλλει ο καπετάν Ερμής απ΄ την Ευρυτανία
με χάρη και βουνού δροσιά, με μάτι απ’ τον αητό
της ομορφιάς και της βροντής ασύγκριτη αρμονία.

Που το γερό ντουφέκι του στη Χρύσου είχε βροντήξει
σαν λίγοι αντάρτες τσάκισαν το εχθρικό τ’ ασκέρι
κι είχαν ματώσει τα στενά και τα κορμιά είχαν κλείσει
κι ακόμα εκεί μονολογεί χαρούμενο τ’ αγέρι.

Κι η δόλια η Χρύσου αν πνίγηκε στη φλόγα, στον καπνό
ποτέ δε σβεί, δε χάνεται με τέτοια παλληκάρια.
Με τον Ερμή της θα χαρεί και πάντα φωτεινό