Τρίτη 25 Νοεμβρίου 2014

Γοργοπόταμος : λουφάζουν έντρομοι οι ξένοι λύκοι!

O θρυλικός πρωτοκαπετάνιος του ΕΛΑΣ Άρης Βελουχιώτης με αντάρτες συμμαχητές του στη Βίνιανη Ευρυτανίας
Από εδώ ξεκίνησαν, στις 22-11-1942, οι αντιστασιακές ομάδες για την ανατίναξη της γέφυρας του Γοργοπόταμου!



Βροντάει ο Όλυμπος, αστράφτει η Γκιώνα,
μουγκρίζουν τ’ Άγραφα, σείεται η στεριά.
Στ’ άρματα, στ’ άρματα, εμπρός στον αγώνα,
για τη χιλιάκριβη τη λευτεριά.

Ξαναζωντάνεψε τ’ αρματολίκι,
τα μπράτσα σίδερο, φλόγα η ψυχή,
λουφάζουν έντρομοι οι ξένοι οι λύκοι
στην εκδικήτρα μας αντρίκια ορμή.

Ο Γοργοπόταμος στην Αλαμάνα
στέλνει περήφανο χαιρετισμό,
μιας ανάστασης νέας χτυπά καμπάνα,
μηνάν τα όπλα μας το λυτρωμό.

Σπάμε την άτιμη την αλυσίδα
που μας εβάραινε θανατερά,
θέλουμε λεύτερη εμείς πατρίδα
και πανανθρώπινη τη λευτεριά.






ΥΓ: Στις 25 Νοέμβρη 1942, οι αντάρτες ανατινάζουν τη γέφυρα του Γοργοπόταμου καταφέρνοντας ένα ισχυρότατο πλήγμα στη ναζιστοφασιστική κατοχή.
Δεν λησμονούμε ότι η Ανταρτομάνα Ευρυτανία στάθηκε πάντα στην πρωτοπορία του απελευθερωτικού-λαοκρατικού αντιστασιακού κινήματος προσφέροντας τον ανθό της νεολαίας της στο μεγάλο αγώνα!

Κρατάμε τις ηρωικές μνήμες πολύτιμο οδηγό για να θυμόμαστε -και να διδασκόμαστε- ότι όταν οι λαοί τολμούν, τότε οι καταπιεστές δεν είναι παρά χάρτινες τίγρεις!




Τρίτη 11 Νοεμβρίου 2014

Αετέ του Βελουχίου δεν σε ξεχνάμε!



"ΕΪ ΤΟΤΕΣ ΑΡΗ τ' όνομά σου ποιος θα το ξεχάσει
γραμμένο πάνου σ' όλα μας τ' αλέτρια
απάνου σ' όλα τα σφυριά και σ' όλα τα δρεπάνια
απάνου σ' όλες τις καρδιές σ' όλα τα χείλη
απάνου στ' αναγνωμαστάρι της καλής γριούλας
που στ' ανοιχτό κατώφλι του καλοκαιριού σκυμμένη
φορώντας δυο μικρούς ήλιους για ματογυάλια της
θα συλλαβίζει κλαίγοντας, λεβέντη μας,
τον τίτλο τούτο γράμμα-γράμμα πούγραψες με το σπαθί σου
απάνου-απάνου στο τραγούδι της χαράς όλου του κόσμου:
              Λευτεριά για Θάνατος.

Και τότες Άρη όπως και τώρα ο ίσκιος σου
θα πέφτει το βραδάκι στο τραπέζι του δείπνου μας
και θα σπιθίζει κόκκινες φωτιές μες στα ποτήρια του κρασιού μας.

Τη νύχτα πάνου στην ταράτσα εκεί της Ρούμελης
θα σου κρατάμε πάντοτες το κέδρινο σκαμνί σου
θα σου κρατάμε απείραχτη τη θέση σου στην Άνοιξη
το ξύλινο κουτάλι σου και το παγούρι
θα σου φυλάμε και το πρώτο αχλάδι του καλοκαιριού
τον πρώτο γρύλλο στη γωνιά της θύμησης
και το πιο φρέσκο απ' τα τσαμπιά των άστρων.

Και στο καρφί της μέσα πόρτας κρεμασμένη πάντοτες
θα καρτεράει η αντάρτισσα φλοκάτα σου
συλλογισμένη μες στο νύχτιο αγιάζι
και πάντοτες απάνου εδώ στης Λευτεριάς τα γόνατα
ο μαύρος σκούφος σου θα στέκει αητός της Γκιώνας.

Και πάντα ο όρκος του λαού μας για το φως
για το ψωμί για το κρασί για την αγάπη
και για το δίκιο θάναι (μα τη Λευτεριά στο λέω)
- ναι, μα τον Άρη, σου το λέω, της λευτεριάς πρωτοχελίδονο -
όρκος του λαού μας θάναι -μα τον Άρη- : Ο ΑΡΗΣ."

(Απόσπασμα από το "Υστερόγραφο της δόξας - Άρης Βελουχιώτης" του Γιάννη Ρίτσου)





Παρασκευή 7 Νοεμβρίου 2014

«Κάψαν τα σπίτια τα ψηλά, του Καρπενησιού τα κάλλη…»

Το πυρπολημένο, από τους ναζί, Καρπενήσι- Ιστορική φωτογραφία του Σπύρου Μελετζή 

Στις 7/11/1943, και μετά από μεγάλες/συντονισμένες εκκαθαριστικές επιχειρήσεις, τα βάρβαρα χιτλερικά στίφη εισέβαλαν στο Καρπενήσι που αποτελούσε την καρδιά και την ψυχή του αντιστασιακού απελευθερωτικού κινήματος στη χώρα μας. Προηγουμένως όμως, οι αιμοδιψείς γερμανοί κατακτητές είχαν βρεθεί αντιμέτωποι με τους ατρόμητους ΕΛΑΣίτες αντάρτες οι οποίοι, αν και ανεπαρκώς εξοπλισμένοι, έπλητταν επί μία ολόκληρη εβδομάδα τις σιδερόφραχτες γερμανικές φάλαγγες με συνεχείς ενέδρες σε διάφορα μέτωπα, καθυστερώντας κατ’ αυτό τον τρόπο τον εχθρό ώστε να προλάβουν οι ΕΑΜικές οργανώσεις να εκκενώσουν την πόλη και τα χωριά και να φυγαδεύσουν με ασφάλεια τους αμάχους στα βουνά. Οι βάνδαλοι ναζί ξέσπασαν την εκδικητική τους μανία στο άδειο Καρπενήσι. Πυρπόλησαν την όμορφη πόλη μας μετατρέποντας σε στάχτη καλαίσθητα κτήρια, σπίτια, και ξενοδοχεία, ενώ έπληξαν και το πετρόχτιστο γυμνάσιο! Λεηλάτησαν τις περιουσίες των κατοίκων, ενώ σφαγίασαν και έκαψαν ζωντανούς κάποιους συμπατριώτες μας, κυρίως ηλικιωμένους και παιδιά, που δεν πρόλαβαν να διαφύγουν. 

Λίγους μήνες μετά -στις 9 Αυγούστου του 1944- χιλιάδες πάνοπλοι Γερμανοί φασίστες και αλητοδωσίλογοι συνεργάτες τους, θα μπουν και πάλι στο Καρπενήσι. Τούτη τη φορά θα ισοπεδώσουν εντελώς την πόλη καθώς και πάρα πολλά ευρυτανικά χωριά. Τα ανθρώπινα θύματα θα είναι πολύ περισσότερα και οι υλικές ζημιές ανυπολόγιστες. Παρά όμως το καταστροφικό τους έργο δεν κατόρθωσαν να υποτάξουν τον περήφανο τόπο μας και τον ηρωικό ευρυτανικό λαό! Σε λίγες ημέρες και κάτω από τα συντριπτικά χτυπήματα του ΕΛΑΣ οι θρασύδειλοι Γερμανοί φασίστες αποχώρησαν από τη μαρτυρική Ευρυτανία ντροπιασμένοι και με σημαντικές απώλειες. Οι κάτοικοι σε συνεργασία με τις αλληλέγγυες αντιστασιακές οργανώσεις αναλαμβάνουν άμεσα το έργο της ανοικοδόμησης! 

Μπορείτε να διαβάσετε ένα εκτενές αφιέρωμα στον “Ευρυτάνα ιχνηλάτη” κάνοντας κλικ ΕΔΩ . Επίσης, σχετικά με το ίδιο θέμα, μπορείτε να δείτε εδώ και εδώ

Με αφορμή τη μαύρη επέτειο της γερμανικής εισβολής στο Καρπενήσι, αυτή τη φορά επιλέξαμε κάτι διαφορετικό: δημοσιεύουμε ένα παλιό ποίημα, που με σπαραχτικό, πραγματικά, τρόπο αναφέρεται στην ολοσχερή καταστροφή που υπέστη ο τόπος και οι άνθρωποί μας από τους ναζί εγκληματίες. 
Το ποίημα γράφτηκε από τον παπά-Σπύρο Γεωργαλή και εμπεριέχονταν στην ποιητική συλλογή "Πνευματικός θησαυρός". 


«Τι είν’ το κακό που γίνεται, φέτος το καλοκαίρι,
στων Ευρυτάνων τα χωριά, στα δοξασμένα μέρη.
Ηχολογούν οι λαγκαδιές και τα βουνά μαυρίζουν
δεν είναι μαύρα σύννεφα, που τη δροσιά σκορπίζουν.

Σπίτια καίνε οι Γερμανοί, μαύρους καπνούς σηκώνουν
και τα στοιχειά της φύσεως, αρχίζουν να μαλώνουν.
Απ’ τα Σίδερα οι καπνοί, στη Χούνι οι λαμπάδες
και των βουνών τα έλατα, γεμίσανε φυγάδες.

Μπαρούτι, φλόγα και καπνοί, από τουφέκια βγαίνουν,
στο πέρασμά τους μονομιάς, έρημα καταντένουν.
Σκούζουν τ’ Αχελώου τα νερά, της Μέγδοβας αντάμα,
σμίγουν θολώνουν τα νερά, το βάζουνε στο κλάμα.

Εφτά πηγαίνανε μπροστά και δέκα στο πλευρό τους
κι άλλοι εφτακόσιοι πίσω τους δε χάνουν το καιρό τους.
Στη Χώρα βάζουνε φωτιά, καθένας με τουφέκι,
κάθε χωριό και διάσελο, ξεσπάει αστροπελέκι.

Δύο ξαδέρφια πήραν το στρατί, απ’ τα Λεπιανά και πάνε,
ανέβηκαν στο Τρίκορφο, τους Γερμανούς μετράνε.
Εφτακόσιοι ήταν δέκα επτά, στα Σίδερα διαβήκαν
και στης Φραγκίστας τα χωριά, με λύσσα εμπήκαν.

Χωρίς να χάσουνε στιγμή, πάλι φωτιές ανάβουν
και τα λιθόκτιστα χωριά, σε ερείπια τα θάφτουν.
Μαύρη καψάλα στην αυλή, ασβεσταριά στα σπίτια,
κοκκίνισαν οι στράτες του, σαν κεντητά σιρίτια.

Βίνιανη και Μαραθιά, όλα με φωτιά τα καίνε,
οι χωρικοί μέσ’ τα βουνά, τα βλέπουνε και κλαίνε.
Μαύρος καπνός σηκώνεται, τ’ άστρα θολωμένα
και στα γραμμένα τα χωριά, ξύλα, πέτρες, δαυλιά καμένα.

Αγκαλιασμένα πτώματα στις φτέρες και στα ξύλα,
έχουνε για σκέπασμα, του ρουπακιού τα φύλα.
Κορίτσια χάνουν τα προικιά, τα καταπίνει η φλόγα,
των βανδάλων η ορμή, των Γερμανών η μπόρα.

Ευρυτανοπούλες του χωριού, του Βελουχιού μανάδες,
φέτος μη χορέψετε, μη γίνετε νιφάδες.
Οι Γερμανοί επάτησαν κι αυτό το Καρπενήσι,
φτάνουνε στο πλάτανο, στου λιονταριού τη βρύση.

Κουμπούρια βγάζουνε φωτιά, τουφέκια τη λαμπάδα,
ολημερίς οι Γερμανοί, την πόλη καίνε αράδα.
Οι κάτοικοι τ’ αγνάντευαν απ’ του Βελουχιού τα ύψη
μοιρολογούν από καρδιά, με πόνο και με θλίψη.

Αγκομαχούν οι ρεματιές, του Καρπενησιού τα βράχια
αντιλαλούν οι ρεματιές, τα μαύρα καταράχια.
Τσιούκα, Βελούχι και Καυκή, να είστε ευλογημένα,
τον κόσμο τον φυλάξατε, βουνά μου αγαπημένα.

Οι Γερμανοί τελείωσαν, με φλόγα και με στάχτη,
με τουφεκιές αδιάκοπα, σαν τον καταρράχτη.
Κάψαν τα σπίτια τα ψηλά, του Καρπενησιού τα κάλλη,
φλόγα, αντάρα και καπνός, ανήμερα προβάλλει.

Μαύρη καπνιά χαλάσματα να κείτονται στο χώμα,
μας μαρτυρούν τη μοίρα τους, με της φωτιάς το χρώμα.
Πικρολογούνε τα πουλιά και χάνουν τη λαλιά τους
δε κελαηδούνε το πρωί, την ίδια τη φωλιά τους.

Τρομαγμένα πέταξαν, στα έλατα στα δάση,
την αγαπημένη τους φωλιά, την έχουνε ξεχάσει.
Παντού μαυρίλα, καπνός κι αντάρα,
φωνές, βρυχήματα βραχνά, που σκορπούν τρομάρα.

Ακούν κραυγές και ταραχή, αντάρα και τουφέκια,
αντιβουίσματα φοβέρα, κτυπούν ξύλα με πελέκια