φωτο Σπύρος Μελετζής : Η οικογένεια Σαλαγιάννη (στ' Άγραφα) |
Ο βασιλιάς του βουνού και του λόγγου. Ο άρχοντας της φύσης. Ο πιστός της ερωμένος που ξέρει ως και το τελευταίο της τσαλιμάκι.
Ζει κοντά στις δροσερές βρυσούλες και στις φωληές των αγριοπουλιών. Απ' το τραγίσιο καπί περνά κι η χιονούρα του κουτσοφλέβαρου και η μαγιάτικη δροσιά. Έχει ελατόκλαρα για στρώμα την πέτρα για προσκέφαλο και σκέπασμα την κάπα.
Ευτυχισμένος; Δυστυχισμένος; Να μια περίπτωση που δεν ορκίζεσαι πως μπορείς να δώσεις τη σωστή απάντηση.
Ας πάμε λοιπόν για λιγο κοντά του στα ψηλά βουνά εκεί που περνάει τον καιρό του μακριά απ' τη μασκαρεμένη και ακατανόητη γι αυτόν εθιμοτυπία.
Ανοιχτόκαρδος. Με το γέλιο στο στόμα, με το αστείο και το κέφι. Τον ανταμώνεις στο διάσελο και σε σταυρώνεις ντε και καλά διψασμένος για κόσμο να του πεις δυό κουβέντες. Δε μπορείς να τ' αρνηθείς. Τον πόνο της ερημιάς κουβαλάει μαζί του! Ακουμπά την κοντόκαπα στην τούφα και ξαπλώνει, δα σε πολυθρόνα, βγάνει την καπνοσακούλα με τα ροκόφυλλα. Τυλίγει μια τσιγάρα. Τραβάει βαθειά τον καπνό μ' ευχαρίστηση και σε κοιτάει με τα λαμπερά του μάτια.
-Τι χαμπέρια κουμπάρε;
Τον κοιτάς από τον τσαμπά ως τα νύχια. Ολογέλαστος. Κι όμως, το δείχνουν τα τρύπια γουρνοτσάρουχα, ο παλιοτροβάς με το καλαμποκίσιο ψωμί, τη μπομπότα, - που καλά καλά δεν τη χορταίνει- το κλουτσοτύρι, η χιλιομπαλωμένη πατατούκα του. Δυστυχισμένος; Δε μπορώ να το υποστηρίξω. Ίσως, για έναν που βλέπει τη ζωή παραόξω απ' το μαντρί και δε βλέπει τη δυστυχία παρά στη στερφογαλιά, τα πράματα νάναι αλλιώς. Ποιος ξέρει!
Στον Παρνασσό, μολογάει ένας φίλος μου γεωπόνος, όταν ρωτήθηκε ένας γέρο τσομπάνος από κάτι διανοούμενους που γυρίζανε στο βουνό "είσαι ευχαριστημένος παππού" αυτός ξένοιαστος απάντησε: Τι μου λείπει, σάματις δεν έχω να φάω, για δεν έχω να πιώ, για δεν έχω να κοιμηθώ!
Αυτός ζει πάντως περισσότερα χρόνια από σένα αναγνώστη μου, αναπνέοντας τουλάχιστο καθαρό αέρα.... Παληό κόκκαλο λένε... Στέριο κόκκαλο...
Φυλάει ζα δικά του ή ξένα. Μολογάνε για τσοπαναρέους των μεγαλοτσελιγκάδων πως ειναι πάππου προσπάπ'...
Παιδεύεται όλη η φαμελιά τους μέρα-νύχτα. Άλλος στα γαλάρια. Άλλος για κλαρί και για κισσό. Άλλος τ' αποκομμένα. Τα μικρότερα παιδιά στο μπισίκι ή στην πρωτότυπη κούνια, ανάμεσα σε δυο δέντρα ή στ' ανάποδα γαϊδουροσάμαρο.
φωτο: Κώστας Μπαλάφας |
Λένε πως τα χιλιοτραγουδισμένα βουνά, τα στολισμένα με έλατα και καταπράσινα χορτάρια, που τα ζωντανεύει η φλογέρα του τσοπάνη, τα κυπροκούδουνα των ζώων και τα γαυγίσματα των σκύλων είναι η μόνιμη πατρίδα των βλάχων. Μα τότε τι γίνεται η δεύτερη πατρίδα τους, τα ξεχειμαδιά, που περνάνε το μισό χρόνο; Α! Αυτό δεν το γράφουν στα χαρτιά τους και δε θέλουν να το θυμηθούν. Όσοι απ' τους βλάχους παίρνουν το μεγάλο δρόμο για τη Λειβαδιά, τη Θεσσαλία και τ' άλλα καμποχώρια της Ρούμελης που είναι τα ξεχειμαδιά, σ' ένα πολυήμερο και βασανισμένο ταξίδι.ε τις βροχές και το κυνηγητό των αγροφυλάκων, με γέρους ογδοντάρηδες και γυναίκες φορτωμένες "σέια", καμιά φορά τη σαρμανίτσα με το παιδί, το κάνουν ξώκαρδα, από ανάγκη. Ταιριάζει το τραγούδι τους εδώ:
.......................
Κι εκει που το χειμώνα στα χειμαδιά τους δερνει το δρολάπι, τους πνίγει η λασπούρα και ξεποδαριάζονται οι γυναίκες τους να πουλάνε χόρτα και ξύλα στην πόλη, αγναντεύουν απ' τον κάμπο τα ψηλά βουνά και λένε το τραγούδι:
................................
Λυώστε τα χιόνια γρήγορα να χορταριάσ' ο τόπος, να βγουν οι βλάχοι στα βουνά, να βγουν κι οι βλαχοπούλες..
φωτο: Σπύρος Μελετζής |
Τ' άι Γιωργιού, όταν η γη ντυθεί στα καταπράσινα, αρχίζει η επιστροφή.
Φιλόξενοι είναι οι βλάχοι, όσο δεν παίρνει. ο ξένιος Ζευς σ' έστειλε στο βουνήσιο τους κονάκι. Σαν τους επισκεφτείς εκεί, τρως άφθονο γάλα με ξύλινο χουλιάρι και μεγάλα κομμάτια χλωροτύρι κι αν είσαι της καρδιάς τους, σού σφάζουν και ψιμάδι. Δεν κάνει να μολογάς πως πέρασες απ' τη στάνη του δείνα και δε σε περιποιήθηκε. Έπειτα, σου λέγει ο βλάχος, βουνό το βουνό δε σμίγει, οι άνθρωποι σμίγουν. Στα βλάχικα κονάκια θα βρεις και θ' απολάψεις όλο το συγυριό του βλάχου. Θα φας και θα ξεμεσημεριάσεις και συ κάτω απ' το βαθύ ίσκιο του έλατου, έχοντας πλάι σου, κρεμασμένη στη φούρκα, την τσαντήλα με το τυρί και φύλακά σου άγρυπνο το σκύλο, ο οποίος όσο άγριος και θεριωμένος ήταν όταν σε πρωτοείδε, τόσο φίλο σε νοιώθει όταν φας στο κονάκι τ' αφεντικού του. Θα σε νανουρίζει το αργό κουδούνισμα του κοπαδιού που σταλίζει πιο πέρα στον παχύ τον έλατο κι αναχαράζει μέσα στο βράχο πούρχεται μυρωμένο κι ειδυλλιακό.
Το ειδύλλιο! Να κάτι που τραγούδησαν τόσοι και τόσοι. Η Γκόλφω κι ο Τάσος στέκουν σαν ιδανικές μορφές των νέων τσοπαναρέων πούναι γιομάτοι ζωή κι έρωτα. Το καϋμένο το τσοπανόπουλο:
Συνήθως ειναι κρυφά τα αισθήματα κι οι λαχτάρες τους. Σιγοκαίνε εκεί στις ισκιερές πλαγιές και στα χορταριασμένα γούπατα καθώς φυλάνε τα κοπάδια, αρχινάνε τ' αγνά ειδύλλια, τα τόσο ρωμαντικά:
Ύστερα κείνη η φλογερή με τους παθητικούς της καημούς και τα γκαρδιακά τ' αναστενάγματα. Περνά η ψυχή του τραγουδιστή μέσα από τις έξι τρύπες της.
***
Ζήλευα το μπάρμπα - Μάρκο, τον τσέλιγκα του χωριού μου που μ' όλα τα 89 του χρόνια, όταν ανεβαίναμε, απ' το χτισμένο στο πιο απομακρυσμένο σημείο του χωριού σπίτι του, το μεγάλο ανήφορο για την "παλιόστρουγκα", δεν ήθελε πουθενά να σταθεί και δεν αγκομαχούσε καθόλου κι ας κρατούσε στον ώμο του τον τρουβά με δυο κουλούρες ψωμί καλαμποκίσιο.
φωτο: Κώστας Μπαλάφας |
Αυτά λέγονταν το 1938. Ο μπάρμπα Μάρκος πέθανε στα 1940. Για κακή μας μοίρα, η προφητεία του βγήκε σωστή.Μου μολόγαγε πως δω και 70 χρόνια που ήταν τσοπανόπουλο, ένας γιατρός στον Καρβασαρά τον είχε αποφασίσει, του βρήκε δυο-τρεις αρρώστειες και σύστησε στους δικούς του να τον πάνε στην Αθήνα. Μα αυτός δε δέχτηκε και τράβηξε για τα βουνά του. "Μι τ' βουήθεια τ' Θιού κι τα κρύα νερά, μου έλεγε, πέρασα τα χρουνάκια μ' μια χαρά. Τώρα κλαίου ισάς τα παιδιά μ'. Προυχτές κοίταγα τμ'μπλάτ' απ' τ' αρνί κι είδα αίματα, πουλλά αίματα, τρανή φουρτούνα νάρχιτι. Να βαλ' ο Θιός του χέρ' τ' κι να σας λ'π'θεί".
Τον κλαίει με μαύρα δάκρυα η γυναίκα. Γιατί όχι; Τόση γνή αγάπη, μια ζωή καιρό. Οι χαρές και οι λύπες τους ήταν κοινές.
Ένας κόσμος γνος σαν τ' αγριοτριαντάφυλλα και τ' αμάραντα που βγαίνουν στ' απάτητα λαγούμια.
Γι αυτό κι ο πόθος του ποιητή δυνατός:
Πόθος που κορυφώνεται στη δραματική επίκληση:
(Ήταν ένα ηθογραφικό πορτρέτο από τον αείμνηστο Ευρυτάνα συγγραφέα Δημοσθένη Γ. Γούλα (1916-1990). Εμπεριέχεται στο σπάνιο βιβλίο του "Οι χωριανοί μου" -εκδ. Στέφανος Δ. Βασιλόπουλος, Αθήνα 1978 -ανατύπωση της πρώτης έκδοσης του 1953- που κοσμεί την προσωπική μας βιβλιοθήκη).
Υ.Γ. Η επιλογή των συνοδευτικών εικόνων έγινε από τον "Ευρυτάνα ιχνηλάτη".
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλό μήνα σε όλες και όλους.
Ηθελα νάμουν τσέλιγκας, νάμουν κ' ένας σκουτέρης,
ΑπάντησηΔιαγραφήνα πάω να ζήσω στο μαντρί, στην ερημιά, στα δάσα,
νάχω κοπάδι πρόβατα, νάχω κοπάδι γίδια,
κ' ένα σωρό μαντρόσκυλα, νάχω και βοσκοτόπια,
το καλοκαίρι στα βουνά, και τον χειμώ στους κάμπους.
Νάχω από πάλιουραν βορό και στρούγγα από ροδάμι,
νάχω και σε ψηλήν κορφή καλύβα από ρουπάκια,
νάχω με τα βοσκόπουλα σε κάθε σκάρον γλέντι,
νάχω φλογέρα να λαλώ, ν' αντιλαλούν οι κάμποι,
νάχω και κόρη όμορφη, στεφανωτήν μου νάχω,
να μου βοηθάει στο σάλαγο, να μου βοηθάει στα γρέκια,
κι όντας θα τα σταλίζουμε τα δειλινά στους ίσκιους,
στης ρεματιάς τη χλωρασιά μαζί της να πλαγιάζω,
να με κοιμίζει με φιλιά στους δροσερούς της κόρφους.
Κώστας Κρυστάλλης
Τα ηθογραφικά πορτραίτα του Γούλα είναι αριστουργήματα!!!!
ΑπάντησηΔιαγραφήAναπνευσα καθαρο αερα, αγνοτητα, φυση, ανθρωπια.
ΑπάντησηΔιαγραφήΌτι κ να γράψει κανείς σήμερα δε φτάνει να περιγράψει τη δύσκολη ζωή του τσέλιγκα! Στο Κρίκελλο έχουμε ακόμα την χαρά κ την τιμή να καλωσορίσουμε την Άνοιξη κ να χαιρετάμε τέτοιο καιρό τους τελευταίους βλάχους μας! Με πιάνει καημός μεγάλος σαν σκέπτομαι ότι σε λίγα χρόνια δεν θα μείνει κανένας!! Όλοι μας ψήνουμε... όλοι μας ψάχνουμε τυρί κ κρέας καθαρό! Λίγοι όμως γνωρίζουν κ δέχονται ν ανέβουν στον Γολγοθά της βλάχικης ζωής! Γι αυτό κ πολύς ο σεβασμός κ η αγάπη μας γι αυτούς. Γι αυτό κ το δικό μας ΜΠΡΑΒΟ! στον Ευρυτάνα Ιχνηλάτη, που άναψε κ πάλι λαμπάδα μεγάλη για τους νομάδες κτηνοτρόφους μας!
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλησπέρα "Ευρυτάνα". Καλό μήνα σε όλους μας και αντοχές πολλές καθώς θα τις χρειαστούμε.
ΑπάντησηΔιαγραφήΜια ακόμα αναφορά σου σε μια εμβληματική μορφή της ελληνικής φύσης αλλά και κοινωνίας.
Με τον δέοντα οφειλόμενο σεβασμό στην προσφορά και στο μόχθο του.
Κείμενο νοσταλγικό, διανθισμένο με ωραίους τραγουδισμένους στίχους. Οι φωτογραφίες συμπληρώνουν με τον καλύτερο τρόπο την εξαιρετική ανάρτηση.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕπισημαίνω την καταλυτική φράση τού κειμένου:
«Ευτυχισμένος; Δυστυχισμένος; Να μια περίπτωση που δεν ορκίζεσαι πως μπορείς να δώσεις τη σωστή απάντηση».
Με τη φράση αυτή, νιώθω να συνομιλεί μια παλιά μου ανάρτηση, πριν 10 χρόνια:
Μισθός 3
Ως υπάλληλος γραφείου είμαι μισθωτός,
έφτασα εξηνταδύο, χρόνος αρκετός,
σίγουρος για τη δουλειά μου, σίγουρος μισθός.
Το συμμαθητή μου βλέπω που ’γινε βοσκός,
δίχως να ’χει το μισθό του έζησε κι αυτός.
Έφαγε βροχές και χιόνια, μες στις ερημιές,
έμεινε μακριά απ’ τον κόσμο, έχασε γιορτές.
Δίχως να ’χει τμηματάρχες και διευθυντές,
υποθέσεις, αναθέσεις και προαγωγές,
χόρτασε ουράνια τόξα μες στις εξοχές.
Σε πλαγιές και σε αυχένες και σε στενωπούς,
έχυσε πολύν ιδρώτα όλους τους καιρούς.
Με τις χούφτες ήπιε κρύο καθαρό νερό,
χάρηκε το φως του ήλιου πάνω στο βουνό,
γλίτωσε λεωφορεία, μπλόκα και μετρό.
Κάθε μέρα στην τρεχάλα, κόπος διαρκής.
Νύχτες κάτω από τ’ άστρα, ύπνος ελαφρύς,
το πρωί αγώνας νέος ήρεμης ζωής,
κάπου-κάπου η φλογέρα με γλυκούς σκοπούς
έφερνε ισορροπία στους συλλογισμούς.
Έξω από τις πολιτείες έχασε μικρά.
Έξω από τις πολιτείες κέρδισε πολλά.
26-12-2011
http://arisalbis.blogspot.com/search/label/%CE%9C%CE%B9%CF%83%CE%B8%CF%8C%CF%82%203
ΑΥΤΟ ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΙΜΑ ΤΟΥΣ ΠΡΟΓΟΝΟΥΣ ΜΑΣ.
ΑπάντησηΔιαγραφήΜΠΡΑΒΟ ΣΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΧΝΗΛΑΤΗΣΗ.
ΑπάντησηΔιαγραφήΣας ευχαριστούμε για τις επισκέψεις και τα σχόλια.
Aπόλαυσα το κείμενο του Δημ.Γούλα, εξαιρετικό!!
ΑπάντησηΔιαγραφή