Από την προσωπική μας βιβλιοθήκη επιλέξαμε το αγαπημένο βιβλίο των παιδικών μας χρόνων, "Τα ψηλά βουνά" του εξαίρετου Ευρυτάνα λογοτέχνη Ζαχαρία Παπαντωνίου, για να σας παρουσιάσουμε ένα όμορφο όσο και συγκινητικό απόσπασμα. Απολαύστε το...
==========
Ένας αγωγιάτης, αφού ήπιε στη βρύση, βάζοντας για κούπα τις χούφτες του, μουρμούρισε:
-«Να δροσιστεί η ψυχούλα σου !»
Τα παιδιά τον κοίταξαν, θέλοντας να μάθουν, για ποιον μιλεί.
Και κείνος που κατάλαβε την απορία τους, είπε:
-«Δεν τον ξέρω ποιος είναι, μα κείνος που την έκαμε αυτή τη βρύση, δροσισμένος να είναι σαν κι εμάς».
-«Εγώ τον θυμήθηκα είπε ο κυρ-Στέφανος. Ήμουν παιδί. Τον καιρό εκείνο έτρεχε δω πέρα λίγο νερό, μα πολύ λιγοστό, κόμπος. Οι διαβάτες έπεφταν μπρούμυτα για να πιουν, προσπαθώντας να φτιάσουν κάνουλα με κανένα χλωρόφυλλο. Πολλές φορές χανόταν το νερό ολότελα, γιατί το βύθιζαν οι βροχές και το χώμα που έπεφτε. Όλοι από τα γύρω χωριά είχαν ανάγκη από μια βρύση εδώ. Μα καθένας έλεγε: “ας τη φτιάξει άλλος”. Κάθε χωριό έλεγε: ” ας τη φτιάξει άλλο χωριό”.
Μια φορά πέρασε κι ένας ράφτης, πηγαίνοντας πανηγυριώτης στον Αϊ Λιά. Ήταν από μακρινό μέρος κι είχε ένα μικρό μαγαζί κάτω στη χώρα. Καθισμένος σταυροπόδι σ’ ένα ψηλό ράφι –έτσι δα, σαν να τον βλέπω τώρα- κεντούσε σεγκούνια και φέρμελες με μιαν αργή βελονιά. Είχε μεγάλη γενειάδα κάτασπρη, χυμένη στο στήθος και φορώντας τις μακριές του φουστανέλες καθημερινή και γιορτή, πεντακάθαρες.
Όταν γύρισε από τον Αϊ Λιά, είπε της γριάς γυναίκας του:
-“Γυναίκα εκεί πάνω που πήγαινα, είδα πως χρειάζεται μια βρύση. Εμείς άτεκνοι είμαστε, πολλά χρόνια δεν θα ζήσωμε. Λοιπόν το κομπόδεμά μας θα το δώσω για κείνη τη βρυσούλα, να δροσίζονται οι χριστιανοί”.
-“Αφέντη, ότι ορίσεις καλά ορισμένο”, είπε η γριά.
Με τα έξοδά του οι εργάτες έσκαψαν εκατό μέτρα μάκρος, μάζεψαν το σκορπισμένο νερό, το έβαλαν σε χτιστό κανάλι κι έχτισαν τη βρύση. Εκείνος αφού πρόφτασε να δει το καλό που έκαμε στους ανθρώπους, δεν ζήτησε τίποτε απ΄ αυτούς. Σε λίγον καιρό κοιμήθηκε στα χέρια του Θεού ευχαριστημένος και λησμονήθηκε....
Ύστερα θέριεψε εδώ το πλατάνι που βλέπετε. Η βρύση τρέχει από τριάντα χρόνια και θα τρέχει για καιρόν πολύ, όσο βρίσκονται κουρασμένοι διαβάτες».
Όταν τέλειωσε ο κυρ-Στέφανος, δεν είπε λέξη κανένας.
Μόνο η βρύση μιλούσε σ΄αυτή τη σιωπή. Έπιναν κι άκουγαν να τρέχει το δροσερό της νερό.
Η διήγηση είναι κάτι παραπάνω από συγκινητική. Και αυτό γιατί σήμερα στην κοινωνία που ζούμε μας λείπει πολύ η αγνή προσφορά για το σύνολο και όχι για τον ευατούλη μας.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕργα ταπεινων ανθρωπων
ΑπάντησηΔιαγραφήστεκουν ακλονητα στο χρονο !
Αιώνιο μνημόσυνο ανάμνησης......για το γέροντα.....που πρόσφερε στον παντοτινό διαβάτη δροσιά και ξαπόσταμα!!!!!!!!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΕυχαριστούμε πολύ! Χαιρόμαστε ιδιαίτερα όταν επισκέπτεστε και σχολιάζετε τις παλιές (και ολίγον "αδικημένες") αναρτήσεις μας!
ΑπάντησηΔιαγραφή