Τούτη η καλύβα-κονάκι
που βλέπετε ήταν το αυτοσχέδιο σπίτι των Σαρακατσάνων, των νομάδων ορεσίβιων
βοσκών που από αρχαιοτάτων χρόνων ζούσαν και περιδιάβαιναν τον ευρύτερο ορεινό
κορμό της Πίνδου με κύρια κοιτίδα τους τα δυσπρόσιτα Άγραφα.
Πως έφτιαχναν όμως αυτή
την καλύβα οι Σαρακατσαναίοι; Αφού πρώτα διάλεγαν το κατάλληλο σημείο για την
εγκατάσταση και το καθάριζαν καλά, κατόπιν έμπηγαν στο έδαφος έναν μικρό ξύλινο
πάσσαλο με μια διχάλα (“φουρκάκι”) όπου από εκεί θηλύκωναν μια τριχιά την οποία
και τέντωναν σε μια απόσταση- περίπου 20 πόδια. Στην άκρη αυτού του σχοινιού
έδεναν ένα μυτερό ξύλο που περιστρέφοντάς το στο χώμα χάραζαν την περίμετρο
ενός κύκλου που θα όριζε και τα «θεμέλια» της καλύβας (πέντε έξι μέτρα ήταν η διάμετρος).
Στη συνέχεια διάλεγαν γερά
ελατίσια κλαριά (“μπηχτάρια”), τα οποία φύτευαν ολόγυρα βαθιά μέσα στο χώμα και
έτσι κατασκεύαζαν τον περιμετρικό κάθετο σκελετό.
Σειρά είχε τώρα το
σκάρωμα της θολωτής στέγης του κονακιού, η επονομαζόμενη “κατσούλα”! Αρχικά έφτιαχναν
τη βάση, δηλ. ένα στρογγυλό στεφάνι από βίτσες. Εκεί επάνω έδεναν ψηλόκορμα
ευλύγιστα κλαριά, τόσα όσα και τα μπηχτάρια. Τούτα τα λύγιζαν όλα μαζί και τα
έδεναν στην κορφή τους, με αποτέλεσμα να έχουμε ένα ιδιόμορφο «τρούλο», τον
οποίο και σήκωναν με ένα μακρύ ξύλο σε ύψος περίπου 2,5 μέτρων. Τον κατακόρυφο
στύλο στήριξης τον κάρφωναν στο κέντρο της καλύβας. Σχεδόν πάντοτε στην εξωτερική
κορυφή του θόλου τοποθετούσαν έναν ξύλινο σταυρό για την «προστασία» ή κάποιο κλαράκι για το «γούρι», όπως όριζε η παλιά σαρακατσανέικη παράδοση!
Ακολουθούσε το “χάρτωμα”,
το δέσιμο όλου του σκελετού! Αυτόν, λοιπόν, τον έπλεκαν με απίστευτη μαεστρία, από
κάτω προς τα πάνω και γύρω- γύρω, χρησιμοποιώντας εύκαμπτες βέργες από λεπτόκλαρα,
τα λεγόμενα “λούρα”. Σχημάτιζαν έτσι αλλεπάλληλους ομόκεντρους κύκλους ως προς την
περιφέρεια της καλύβας, στεριώνοντας κατ’ αυτό τον τρόπο και με φυσικές δεσιές όλη
την κατασκευή που αποδεικνύονταν ιδιαίτερα ανθεκτική στους αέρηδες των βουνών.
Στο τελικό στάδιο είχαμε το σκέπασμα του σκελετού (“σάλωμα”)! Καλύπτονταν με ότι προστατευτικό
υλικό παρείχε ο τόπος, π.χ. άχυρα, διάφορα φυλλώματα όπως φτέρες, πυκνές στρώσεις
από θάμνους, καλάμια, ακόμη και με ελατολατσούδες! Κάθε ψηλότερη στρώση καβαλούσε τη
χαμηλότερη ούτως ώστε το νερό της βροχής να ρέει χωρίς να διεισδύει στο
εσωτερικό. Πολλές φορές πασάλειβαν την καλύβα και με ένα είδος αυτοσχέδιας
λάσπης που λειτουργούσε ως επιπλέον μόνωση! Αξίζει να αναφερθεί ότι στα διάφορα
στάδια της κατασκευής συμμετείχαν άντρες και γυναίκες.
Στο κονάκι τους οι
Σαρακατσάνοι άφηναν μονάχα ένα άνοιγμα, την πόρτα, η οποία τοποθετούνταν είτε προς
την ανατολή είτε προς το νότο. Η φωτιά έκαιγε πάντα στη μέση της εστίας και η
οικογένεια κοιμόταν συνήθως κατάχαμα, γύρω από τη φωτιά και με τα πόδια
στραμμένα σε αυτήν. Σε πολλές περιπτώσεις όμως σκάρωναν, σε απόσταση 30-40
πόντους από το χωμάτινο δάπεδο κάνα ντιβανοκρέβατο ή τραπεζοκάθισμα, ακόμα και
ξυλόραφα στα πλαϊνά. Το εικονοστάσι βέβαια ήταν πάντα σε… περίοπτη θέση! Τα
κονάκια έλαμπαν από περιποίηση και καθαριότητα πάντα με τη φροντίδα της άξιας και ικανής Σαρακατσάνισσας γυναίκας.
Κι’ όμως, σε τούτα τα ταπεινά
καλύβια έζησαν οικογένειες, μεγάλωσαν και σπούδασαν παιδιά που βγήκαν επιστήμονες!