"Αυτή, λοιπόν, τη μοίρα επιφύλαξε ο αγγλοαμερικάνικος ιμπεριαλισμός κι ο δοσιλογισμός στις Μάνες της Εθνικής μας Αντίστασης...."
Ο αείμνηστος Ευρυτάνας Γεωργούλας Μπέικος (Κλειτσός Ευρυτανίας 1919 - Μόσχα 1975), ένας σπουδαίος λαϊκός αγωνιστής και πρωτοεμπνευστής/συντάκτης του περίφημου "Κώδικα Ποσειδώνα" αυτής της εμβληματικής χάρτας της Λαϊκής Εξουσίας (βλ. εδώ και εδώ), σε μια προσωπική εξομολόγηση τότε στα "πέτρινα χρόνια" μέσα από το θάλαμο μελλοθανάτων του μοναρχοφασιστικού καθεστώτος.
Εκεί όπου, το 1949, βιώνει αρχικά την ξαφνική είδηση του θανάτου του πατέρα του, που έφυγε με το παράπονο της ήττας, και μεταγενέστερα (1953) το επισκεπτήριο-εξομολόγηση της μάνας του για τα απίστευτα δεινά και τους ηθικούς εξευτελισμούς που υπέστη η οικογένεια, σε συνάρτηση και με ένα σπαρακτικό γράμμα που του στέλνει λίγο αργότερα, τα Χριστούγεννα της ίδιας χρονιάς, με το βαθύ πόνο μα και την αδιόρατη ελπίδα της μάνας που προσμένει..
Αυτοί οι λαϊκοί αγωνιστές που ήταν... τίποτα γι' αυτούς και όλα για τους άλλους, πλήρωσαν με βαρύ τίμημα την επιλογή να παλεύουν για τον εξανθρωπισμό του ανθρώπου!
Το εξαιρετικό κείμενο εμπεριέχεται στο δίτομο έργο του ίδιου του Γεωργούλα Μπέικου, που κοσμεί και την προσωπική μας βιβλιοθήκη και φέρει τον τίτλο : "Η λαϊκή εξουσία στην Ελεύθερη Ελλάδα" (εκδ. Θεμέλιο 1979).
Ιδού το σχετικό απόσπασμα:
======================
"Ο γέρος μας πέθανε, ξεσπιτωμένος και φαρμακωμένος για την ήττα μας, το 1949 στη Λάρισα. Ήμουνα στο θάλαμο μελλοθανάτων τότε στη Λαμία. Τρεις μήνες πεθαμένος ο πατέρας, δε μου το γράψανε, δεν το ΄ξερα, έγραφα εγώ στον πεθαμένο!
Και μια μέρα ήρθε στην απομόνωση ο Γιωργαλής ο Κουτσοπάνος.
Και πάνω στην κουβέντα απ' το παραθυράκι του υπόγειου μού λέει:
"Μωρέ σκατοτύχη, τώρα να πάει κι ο γέρος που ΄χε τόσες γνωριμιές!" - εννοούσε πολιτικά μέσα για να μην μ΄ εκτελέσουνε.
Σύξυλος εγώ.
-"Τ' είπες, βρε Γιωργαλή; Πέθανε ο πατέρας μου;"
Σύξυλος κι ο συγχωριανός μου, που δε φανταζότανε να μην το ξέρω, τρεις μήνες τώρα! Ας είναι!...
Ούτε να τον κλάψω δε γινότανε εκεί στο θάλαμο μελλοθανάτων...
Τόνε θάψανε στο νεκροταφείο της Λάρισας κι η μάνα μου πλήρωσε να φυλάνε τον τάφο. Τον Ιούνη του 1953 περνώντας μεταγωγή για τις φυλακές στα Τρίκαλα βρέθηκα στο Τμήμα Μεταγωγών στη Λάρισα, όταν, κατά σύμπτωση είχε έρθει κι η μάνα μου σ' αυτή την πόλη με σκοπό να ξεθάψει το γέρο και να πάρει τα κόκαλά του στο χωριό να τ' αποθέσει στο Κοιμητήρι. Έμαθε το πέρασμά μου, ήρθε στο τμήμα.
Οχτώ χρόνια είχα να την ιδώ.
-Δεν τον βρήκα τον πατέρα σου, μου είπε κλαίγοντας. Τον ξέχωσαν, τον πέταξαν! Άλλον, φρεσκοθαμμένο, βρήκαμε στον τόπο του. Ούτε τα κόκαλά του, παιδάκι μου, ν' αξιωθούν να γυρίσουν στο χωριό! Τέτοια μαγκούφα τύχη, δεν του άξιζε του μακαρίτη. Τον πέταξαν! Μούιτε παπάς του νεκροταφείου, μούιτε νεκροθάφτες ξέρουν να σου δώκουν απόκριση. Τι να κάμω κι εγώ δεν ξέρω. Έφυγε ζωντανός απ΄ το χωριό, να γυρνούσε, ας ήταν και μια κάσα κόκαλα! Ούτ' αυτό!...
Σκούπισε τα μάτια της. Εμένα μ΄ έπνιγε κόμπος, δεν μπορούσα να βγάλω λέξη. Τελικά την παρηγόρησα:
-"Υπομονή, μάνα! Εσύ να ΄σαι γερή. Αυτός πάει πια, ο Θεός ας τον σχωρέσει. Κακό, που δεν τον βρήκες, μα τίποτα δε διορθώνεται, μη χολοσκάς!"
-Θυμάσαι τι σου 'λεγα; Ένα κέδρινο παλούκι! Κι όχι μαρμαρένια πλάκα, που μου 'ταζες. Ένα κέδρινο παλούκι, να τον έβρισκα.... Ένα κέδρινο παλούκι. Κι είχε τέσσερα παιδιά, ο μακαρίτης! Και βιό που βόγγαε και την υπόληψή του. Και πάει πλανταγμένος. Ναι, ναι, πλανταγμένος, δε σου το 'πα. Δεν πέθανε έσκασε! Έσκασε απ' το κακό του.
-"Μυαλό, μωρέ, ήταν αυτό που το φόραγαν αυτά τα παιδιά;"- το 'λεγε και το ξανάλεγε μέρα νύχτα, Και τραντάζονταν από τα νεύρα του, δυό δε δύνονταν να τον κρατήσουν στο κρεβάτι, ήθελε να σκοτωθεί.
-"Να ξαρματωθούν, έλεγε, στα καλά καθούμενα, να τους πάρουν και το σουγιά οι κατσ' κοκλέφτες μια ζωή! Και να κάτσουν, μωρέ, να τους πιάσουν στο γιατάκι και να τους βάνουν στο σημαδόβολο (σκοποβολή, εδώ εννοούσε τις εκτελέσεις) οι Σαμαροκώτσηδες κι οι πάσα κερατάδες, ε, δεν το 'λεγα, δεν το 'βαζε ο νους!"
Κι έσκασε! Ήταν νοικοκύρης, να πάει σαν τουρκόγυφτος; Τι να πω τώρα στο χωριό; Δε θέλω να βάλουν οι π'τάνες άσπρη βαμπακέλα (μαντήλα σ΄ ένδειξη χαράς). Θα πω ότι τον βρήκα κι έβαλα τα κόκαλα στο Κοιμητήρι στη Λάρισα, έτσι θα πω. Καλύτερα έτσι να πω. Τον πόνο σου, παιδάκι μου, μην τον βγάζεις στο παζάρι, στον περιγελάν.
Τα 'λεγε αυτά η γριά και ποτάμι το κλάμα. Κι εγώ δεν είχα λόγια να της απαντήσω. Αισθανόμουνα ένοχος, βαριά ένοχος που δε δώσαμε σ' αυτούς τους γέρους τη χαρά της νίκης, που την περιμένανε, τήνε πιστέψανε, τη λαχταρούσανε, προσφέρανε ότι δυνότανε γι' αυτή...
Κι η μάνα μου συνέχισε:
-Κι εγώ τώρα στο χωριό σα δαυλί καμένο μοναχή... Θα πεθάνω και θα με φαν οι γάτες... Όσου να βρωμίσω να πάρουν είδηση οι γειτόνοι... Και μοιρολογάω κλαψοπούλι της νύχτας. Κάθουμαι κουκουβάγια κι αφουγκραίνουμαι τους αέρηδες να σκούζουν στα παραθυρόφυλλα... Που... τους διάλεγε ο μακαρίτης ο πατέρας σου.
...................................................................
Τα Χριστούγεννα της ίδιας χρονιάς πήρα ένα γράμμα της, τ' αντιγράφω:
"Μ΄ έφαγε η μοναξιά. Δεν την νταγιαντάω άλλο. Έλεγα θα 'ρχόσουν αυτά τα Χριστούγεννα. Δε βαστιέται η ερημιά. Δεν είμαι αυτή που ήξερες. Τι να σου γράψω που ρωτάς; Ότι δε θα προκάνεις; Ολούθε πονίδια έχω, Κι αδυνάτισα, πολύ αχάμνηνα! Δε βλέπω. Με πατερίτσες πάω, όπου πάω. Και ποιος να μου βάλει έναν κέδρο στον κεφάλι να βρεις το κιβούρι μου, σα γυρίσεις; Να μην πάω σαν τον πατέρα σου... Αγριεύει το μυαλό μου τη νύχτα. Κι ο ύπνος δε με πιάνει. Ανάβω ένα κερί στη μέση στην κάμαρη, το κολλάω στο πάτωμα. Για τους πεθαμένους μας. Και τους μοιρολογάω.
Τη μέρα πάω κούτσα-κούτσα στα χωράφια, για να ξεσκάω. Κι εκεί ξεραίνω τα έλατα και τα κλαριά με τα τραγούδια μου. Λέω τραγούδια για τους σκοτωμένους και μοιρολόγια για τους φυλακωμένους.
-"Μάνα, με τους πολλούς σου υγιούς, μην πολυκαμαρώνεις! Ο ένας θα πάει αρματωλός, ο άλλος θα γίνει κλέφτης. Τον τρίτο τον καλύτερο θα τόνε παρ' ο Χάρος..."
Θα κλείσω τα μάτια και θα πάω με την καρδιά καμένη... Δε μου το χρωστάει ο Θεός ούτε να σε ιδώ, ούτε να με ιδείς. Τι του καμα;
...Κι έλεγα πως θα 'ρχόσουν φέτο τα Χριστούγεννα... Δόλια μάνα βλέπεις..."
Η μάνα μου δεν ξέρει γράμματα. Υπαγορεύει. Κι ύστερα απαιτεί να της διαβάσεις τι έγραψες. Δε δέχεται να της αλλάξεις μήτε λέξη, δεν αντέχει τις ελληνικούρες.
Αυτή, λοιπόν, τη μοίρα επιφύλαξε ο αγγλοαμερικάνικος ιμπεριαλισμός κι ο δοσιλογισμός στις Μάνες της Εθνικής μας Αντίστασης. Τα εγγόνια τους χρωστούνε τον ό ρ κ ο της Εκδίκησης. Το ηφαίστειο του μίσους ας μη σιγήσει στις καρδιές τους. Η Νέμεση είναι θεά ελληνική. Κι αδερφή της Θέμιδας...."
ΟΠΟΙΟΣ ΛΑΟΣ ΕΙΝΑΙ ΑΠΟΚΟΜΜΕΝΟΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ
ΑπάντησηΔιαγραφήΕΙΝΑΙ ΚΑΤΑΔΙΚΑΣΜΕΝΟΣ ΝΑ ΖΕΙ ΣΑ ΣΚΛΑΒΟΣ ΧΩΡΙΣ ΑΚΤΙΝΑ ΑΙΣΙΟΔΟΞΙΑΣ.
ΜΠΡΑΒΟ ΙΧΝΗΛΑΤΗ!
" Οχτώ χρόνια είχα να την ιδώ.
ΑπάντησηΔιαγραφή-Δεν τον βρήκα τον πατέρα σου, μου είπε κλαίγοντας. Τον ξέχωσαν, τον πέταξαν! Άλλον, φρεσκοθαμμένο, βρήκαμε στον τόπο του. Ούτε τα κόκαλά του, παιδάκι μου, ν' αξιωθούν να γυρίσουν στο χωριό! Τέτοια μαγκούφα τύχη, δεν του άξιζε του μακαρίτη. Τον πέταξαν! "
Αυτοί ήταν...
" οι σωτήρες του έθνους "
που μας κυβερνούσαν κιόλας για πολλά χρόνια!!!!
"ξεραίνω τα έλατα και τα κλαριά"
ΑπάντησηΔιαγραφήΞεραθηκ' ο ντουνιάς ολόκληρος ιχνηλάτη...
Τι να πω........κάθε φορά μας συγκλονίζεις με τα θέματα που ανεβάζεις........ο επίλογος του ίδιου του Γιώργου Μπέικου είναι συνταρακτικός ...........Και το όλο στήσιμο του αφιερώματος με τις εικόνες που διάλεξες να το ντύσεις........σε ευχαριστούμε Ευρυτάνα ιχνηλάτη να είσαι καλά φίλε μας!!!!!!!!!!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΜια ακόμα τραγική ιστορία από τις συνέπειες του εμφυλίου.
ΑπάντησηΔιαγραφήΔυνατό κείμενο που εκτός από την τραγική κατάληξη των ηττημένων
καταδεικνύει το ήθος των νικητών:
Μέχρι και «άσπρη βαμπακέλα (μαντήλα σ’ ένδειξη χαράς)»!
Όσο διαβάζω παρόμοιες μαρτυρίες σφίγγεται ακόμα πιο πολύ η καρδιά μας, γιατί η εποχή μας δεν έχει να μας δείξει τίποτα καλύτερο και έχουμε "γιορτές"...
ΑπάντησηΔιαγραφήΦΙΛΤΑΤΕ ΕΥΡΥΤΑΝΑ ΙΧΝΗΛΑΤΗ ΣΥΓΧΑΡΗΤΗΡΙΑ ΓΙΑ ΑΥΤΗ ΤΗ ΣΥΓΚΙΝΗΤΙΚΗ ΑΝΑΡΤΗΣΗ ΠΟΥ ΡΑΓΙΖΕΙ ΚΑΡΔΙΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΟΥ ΔΡΑΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΒΑΣΑΝΙΣΜΕΝΗΣ ΜΗΤΕΡΑΣ ΤΗΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΜΑΣ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗΣ ΠΟΥ ΠΡΟΣΕΦΕΡΕ ΤΑ ΠΑΝΤΑ ΣΤΟΝ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΤΙΚΟ ΑΓΩΝΑ ΜΕ ΚΑΤΑΛΗΞΗ ΑΣΥΛΛΗΠΤΕΣ ΠΙΚΡΙΕΣ ΚΑΙ ΤΑΠΕΙΝΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΔΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΤΗΣ.
ΑπάντησηΔιαγραφήΣΤΗ ΜΕΤΑΠΟΛΕΜΙΚΗ ΕΛΛΑΔΑ ΕΙΔΑΜΕ ΤΟ ΠΑΡΑΔΟΞΟ ΝΑ ΑΝΤΑΜΟΙΒΟΝΤΑΙ ΟΙ ΠΡΟΔΟΤΕΣ ΚΑΙ ΟΙ ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ ΤΩΝ ΚΑΤΑΚΤΗΤΩΝ ΚΑΙ ΝΑ ΔΙΩΚΟΝΤΑΙ ΟΙ ΑΓΩΝΙΣΤΕΣ. ΤΕΤΟΙΕΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΑΓΑΠΗΤΕ ΕΥΡΥΤΑΝΑ ΑΠΟΤΕΛΟΥΝ ΜΙΑ ΗΘΙΚΗ ΔΙΚΑΙΩΣΗ ΓΙΑ ΤΗ ΜΝΗΜΗ ΑΥΤΩΝ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ ΚΑΙ ΟΠΩΣΔΗΠΟΤΕ ΕΝΑ ΣΗΜΑΝΤΙΚΟ ΜΑΘΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ ΕΚΕΙΝΟΥΣ ΠΟΥ ΕΝΔΕΧΟΜΕΝΩΣ ΝΑ ΜΗΝ ΓΝΩΡΙΖΟΥΝ ΤΙ ΣΥΝΕΒΗ ΕΚΕΙΝΗ ΤΗΝ ΤΑΡΑΧΩΔΗ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟ ΠΟΥ Ο ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΛΑΟΣ ΑΠΟΠΕΙΡΑΘΗΚΕ ΜΕ ΗΡΩΙΣΜΟ ΚΑΙ ΑΦΑΝΤΑΣΤΕΣ ΘΥΣΙΕΣ ΝΑ ΑΠΟΤΙΝΑΞΕΙ ΤΗΝ ΕΓΧΩΡΙΑ ΚΑΙ ΞΕΝΗ ΤΥΡΑΝΝΙΑ.
Εξαιρετικό και βαθιά συγκινητικό... Δεν πρέπει να λησμοναμε την ιστορία και τα δεινά των ανθρώπων που πάλεψαν για ιδεώδη και ελευθερίες που δυστυχώς ακόμα και σήμερα μοιάζουν αφηρημένες έννοιες...
ΑπάντησηΔιαγραφήΣυγκλονιστικό απόσπασμα! Κι αυτό το ερώτημα να πλανάται διαρκώς "άξιζαν τόσες θυσίες, τόσο αίμα που χύθηκε, τόσα βάσανα που πέρασαν αυτοί οι άνθρωποι;"
ΑπάντησηΔιαγραφήΔιάλεξες το πιο καίριο "γιορταστικό" κείμενο, Ευρυτάνα.
Υποκλίνομαι στο μεγαλείο αυτών των ανθρώπων και προσμένω στη Νέμεση να αποδώσει τη δικαίωση, να αναπαυθούν τόσες ψυχές ηρώων που "κοιμούνται ανήσυχα".
Τα σέβη μου!
Ευτυχώς Ευρυτάνα που το μπλογκ σου λειτουργεί σαν καμίνι ιστορίας και μνήμης. ΄Ετσι μπορούμε να διαβάζουμε και να μαθαίνουμε συγκλονιστικές ιστορίες μεγάλων ανθρώπων που τίμησαν το λαό μας και τον άνθρωπο.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕιλικρινά συγκλονισμένος από μια κάθε τέτοια αφήγηση.
Καλησπέρα αγαπητέ φίλε και καλές γιορτές.
Πωπω μας έσφαξε την καρδιά. Φρίκη. Τι να πω.
ΑπάντησηΔιαγραφήΗ μάνα του αγώνα:«Τη μέρα πάω κούτσα-κούτσα στα χωράφια, για να ξεσκάω. Κι εκεί ξεραίνω τα έλατα και τα κλαριά με τα τραγούδια μου. Λέω τραγούδια για τους σκοτωμένους και μοιρολόγια για τους φυλακωμένους».
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαι η πίκρα του πατέρα:"Μυαλό, μωρέ, ήταν αυτό που το φόραγαν αυτά τα παιδιά;"- το 'λεγε και το ξανάλεγε μέρα νύχτα, Και τραντάζονταν από τα νεύρα του, δυό δε δύνονταν να τον κρατήσουν στο κρεβάτι, ήθελε να σκοτωθεί.
-"Να ξαρματωθούν, έλεγε, στα καλά καθούμενα, να τους πάρουν και το σουγιά οι κατσ' κοκλέφτες μια ζωή! Και να κάτσουν, μωρέ, να τους πιάσουν στο γιατάκι και να τους βάνουν στο σημαδόβολο (σκοποβολή, εδώ εννοούσε τις εκτελέσεις) οι Σαμαροκώτσηδες κι οι πάσα κερατάδες, ε, δεν το 'λεγα, δεν το 'βαζε ο νους!".
Στο τέλος την απάντηση την δίνει ο Μπέικος: «Τα εγγόνια τους χρωστούνε τον ό ρ κ ο της Εκδίκησης. Το ηφαίστειο του μίσους ας μη σιγήσει στις καρδιές τους. Η Νέμεση είναι θεά ελληνική. Κι αδερφή της Θέμιδας...."
Μπράβο Ιχνηλάτη συνέχισε να γράφεις την ιστορία αυτών των βουνών που κρύβουν αγώνα, πίκρα και ελπίδα
Αχ Ευρυτάνα Ιχνηλάτη..αχ..
ΑπάντησηΔιαγραφήΣυγκλονιστικό κείμενο,δεν υπάρχουν λόγια,κάθε ανάλυση μειώνει την αξία του γράμματος .Πολλά μπράβο στον Ευρυτάνα Ιχνηλάτη που ανέδειξε αυτό το γράμμα και στη προσπάθεια του να διατηρηθεί η Ιστορική και συλλογική μνήμη,μέσα από την ανάσυρση σπάνιου υλικού ,πολύτιμο εφόδιο για τους αγωνιστές του σήμερα και του μέλλοντος ,μα και ελάχιστος φόρος τιμής στους σπουδαίους αγωνιστές του τότε και της αυταπάρνησης που επέδειξαν,πραγματικός φάρος για το σήμερα.
ΑπάντησηΔιαγραφή...Κι έλεγα πως θα 'ρχόσουν φέτο τα Χριστούγεννα... Δόλια μάνα βλέπεις..." Φορτισμένη συναισθηματικά, μα με περισσότερο "φως" στην ψυχή θα κοιμηθώ απόψε.. Να είσαι καλά φίλε Ευρυτάνα και καλό ξημέρωμα 🌼
ΑπάντησηΔιαγραφήΔεν υπάρχουν λόγια να εκφράσουν τι αισθάνομαι διαβάζοντας το παραπάνω κείμενο.Απλά σιωπώ και χάνομαι στις περιγραφές του και αναρωτιέμαι πότε αυτός ο λαός θα πάρει αυτά που δικαιούται και του αξίζουν.....μακάρι σύντομα
ΑπάντησηΔιαγραφήΠόσες ιστορίες τέτοιες υπάρχουν τραγικό
ΑπάντησηΔιαγραφή
ΑπάντησηΔιαγραφήΟι αγώνες και τα βιώματα του ευρυτανικού λαού θα βρίσκουν πάντα μια φιλόξενη θέση σε αυτό το ιστολόγιο.
Ευχαριστούμε για τις επισκέψεις, τις αναδημοσιεύσεις και τα σχόλια.
Από μικρό παιδί έζησα τους
ΑπάντησηΔιαγραφήκατατρεγμούς και τα κυνηγητά από το ακροδεξιό καθεστώς στην Πατρίδα μας Παρά τα όσα έχουν συμβεί ψηλά το κεφάλι αμετανόητοι επαναστάτες κομμουνιστές ψηλά τις καρδιές.
Ραγίζει καρδιές ο πόνος της μάνας και μετά σκέφτεσαι, γιατί να νικάει το άδικο, γιατί τόσος πόνος. Μου θύμησες τη μανούλα μου Ιχνηλάτη, ήταν ένας άγγελος, αλλά με δύναμη ψυχής και θάρρος. Άντεξε πολλά εκείνα τα δύσκολα χρόνια όπως πολλές άλλες μανάδες ηρωικών αγωνιστών.
ΑπάντησηΔιαγραφήΝα είσαι καλά Ευρυτάνα, να μην ξεχνάμε και κυρίως τα παιδιά μας και τα εγγόνια μας να γνωρίζουν τα ιστορικά γεγονότα και να δώσουν με τη σειρά τους αγώνα.
Συγκλονιστικό κείμενο!
ΑπάντησηΔιαγραφήΟπως παντα εκπληκτικο κειμενο που ταραζει την ψυχη και τα λογικα και παλι θα ξαναπω ποτε επιτελους θα διδαξουν στα σχολεια την νεοτερη ιστορια να μαθουν τα παιδια μας τους αγωνες του Λαου μας για την Λευτερια την Δικαιοσυνη τον σεβασμο στον ανθρωπο και τον πονο χιλιαδων μαναδων......................ΕΥΛΟΓΗΜΕΝΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΣΕ ΟΛΟΥΣ ΜΕ ΥΓΕΙΑ ΑΓΑΠΗ ΚΑΙ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ
ΑπάντησηΔιαγραφήΠόσες οικογένειες έζησαν το ίδιο δράμα. Το μόνο που ζητούσαν ήταν να τους ανοίκει η γη, χωρίς ξένα αφεντικά στα κεφάλια τους
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαι τώρα ψέματα και υποσχέσεις για ευημερία που έρχεται, αλλά όχι για την πλειοψηφία του λαού μας.
«Άφατος ήτο η χαρά της Αχτίτσας, λαβούσης μετά τόσα έτη ειδήσεις περί του υιού της. Ως υπό τέφραν κοιμώμενος από τόσων ετών, ο σπινθήρ της μητρικής στοργής ανέθορεν εκ των σπλάχνων εις το πρόσωπόν της και η γεροντική, ρικνή και ερρυτιδωμένη όψις της ηγλαίσθη με ακτίνα νεότητος και καλλονής».
ΑπάντησηΔιαγραφήΜινύριζε ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης τα βάσανα των Μανάδων, τις φωτοστεφάνωνε στη στεφανοθήκη των Μαρτύρων, ξόμπλιαζε στα μοιρολόγια τους τη μητρική αγάπη.
Υμνούσε τις Μανάδες που δεν πήγαν στο σχολειό, που πρόστρεχαν στον γραμματιζούμενο του χωριού, ξεγύμνωναν τα σώψυχά τους για να τα κάνει γραφή στο ξενιτεμένο τους παιδί…
Δόλια Μάνα! Στέκεσαι κάτω απ’ τον Σταυρό, απ’ τον Γολγοθά ως τη Γάζα, χώνεις τα χέρια στα συντρίμμια, τρέχεις αλλοπαρμένη με το σπλάχνο σου αιμόφυρτο στους δρόμους της παραφροσύνης….
Ποιος δάσκαλος ψυχοπονιάρης θα βρεθεί να διδάξει στους μαθητές του πώς θα υφάνουν ένα γράμμα για τον «Ηρώδη» του 21ου αιώνα, δομημένο με της καρδιάς το στημόνι;
Ποιος θα του πει πως μια επιστολή δεν είναι μόνο κανόνες, προσφωνήσεις, κύριο θέμα, παραγραφοποιήσεις, λέξεις κλειδιά;…
Η επιστολή είναι γέννα με επιπλοκές, είναι ουρλιαχτό, είναι πληγή χάσκουσα, είναι «ανάθεμα» για τους σταυρωτήδες, είναι σύθρηνο που στρουγκιάζεται στον λαιμό, που σπάει το έρκος των οδόντων και κονταροχτυπιέται με της μοναξιάς τον γύπα τον γαμψώνυχο.
Ποιος σύγχρονος «Άγιος των Γραμμάτων» θα μιλήσει για σένα, σύγχρονη Εκάβη, θα σε στέψει τραγική ηρωίδα στου κόσμου το μυθιστόρημα; Να σε διαβάζουν οι «βολεμένοι» του φαίνεσθαι, οι ακκιζόμενοι στον καθρέφτη με τη «ζωή του τίποτα», να συναισθάνονται την υπ’ αυτών διαπραττόμενη Ύβρη, να ζητούν συγχώρεση και ν’ ανάβουν «ένα κερί στη μέση στην κάμαρη», ονοματίζοντας αυτούς που τους ρήμαξαν τις ζωές, που τους στέρησαν το δικαίωμα να γυρίσουν στα χωριά τους, ακόμα και «μέσα σ’ ένα κασελάκι». Να τους μινυρίζουν ένα μοιρολόι αιωνιόπλεχτο, να τ’ ακούνε οι ψυχές που βολοδέρνουν σε κατάξερα ασφοδέλια και να βρίσκουν, επιτέλους, τη γαλήνη στους ξάστερους λειμώνες του δικού τους ουρανού.
Ακευσώ