Μια παλιά εύθυμη ιστορία των χωριών μας που μας διηγείται η κυρά Λένη..
Τον
Ιούνιο στο όμορφο χωριό μας γίνονταν τα μούρα, τα κορόμηλα και τα κεράσια. Όλα
σκέτη γλύκα, μυρωμένα από την αγνή ευρυτανική γη μας!
Τι
κεράσια όμως ήταν εκείνα! Κατακόκκινα,
ζουμερά
και λαχταριστά! Τα παιδιά του χωριού συνήθιζαν να επισκέπτονται τις κερασιές,
να σκαρφαλώνουν στα δέντρα και να στήνουν τρικούβερτο τσιμπούσι! Σκανταλιάρικα όμως
σαν όλα τα παιδιά του κόσμου προτιμούσανε περισσότερο τις ξένες τις κερασιές! Βλέπετε
του γείτονα τα κεράσια είχαν άλλη νοστιμιά! Μάλιστα πιο πολύ μανία είχανε με
τις τροφαντές κερασιές του παπά που τις είχανε βάλει στο μάτι και κυριολεκτικά
τις ρήμαζαν! Για να λέμε όμως και του
στραβού το δίκιο οι παπάδες είχαν πάντα «το κατιτίς» παραπάνω, τι να ‘καναν λοιπόν
και τα δόλια τα φτωχόπαιδα, θέλοντας και μη… έμπαιναν στον πειρασμό!
Ο
παπάς αγανάχτησε και έτσι αποφάσισε να φυλάει τα βράδια τις κερασιές του. Έστησε
λοιπόν καραούλι και περίμενε τους… αμαρτωλούς επισκέπτες! Όσο και να
παραφύλαγαν οι μικροί διαόλοι, δεν γίνονταν τίποτα! Ο παπάς ήταν συνεχώς εκεί,
μπάστακας και με τη γκλίτσα παραδίπλα! Τα παιδιά… μαράζωσαν!
Τότε
δυό πονηρά αγόρια σκεφτήκανε τη λύση. Αποφάσισαν να τυλιχτούν με δυό άσπρα
σεντόνια. Πήραν και έναν σιδερένιο κουβά με αναμμένα κάρβουνα και παραφύλαξαν
από νωρίς, να δούνε πότε ο παπάς θα το κόψει στον ύπνο. Όταν κάποτε νύχτωσε για
τα καλά και ο άγιος ο άνθρωπος άρχισε να ροχαλίζει, οι δυό πιτσιρίκοι
ξεγλίστρησαν αθόρυβα και άρχισαν να σκαρφαλώνουν με προσοχή στην κερασιά του
παπά.
Έλα
όμως που μόλις άρχισαν να ανεβαίνουν στην κερασιά, ο παπάς ξύπνησε! Ακούει
σουρσίματα και αγουροξυπνημένος όπως ήταν τηράει το δέντρο. Βλέπει δυο άσπρες
σκιές μέσα στο σκοτάδι και απλώνοντας τη χερούκλα του αρπάζει τυχαία το πόδι
του ενός παιδιού που κρέμονταν ακόμη από την κερασιά.
Τότε
το παιδί φωνάζει δυνατά:
-Μιχαήλ,
ω Μιχαήλ!»
Ανταπαντά
ο άλλος πονηρός πιτσιρίκος:
-«Ω!
Τι θέλεις Γαβριήλ;»
-«Ο
παπάς των κερασίων με κρατά από τον πόδαν»
-«Ρίξε
πυρ εξ’ ουρανών και κατάκαυσον αυτόν»
Και…
τσααακ, ρίχνει το παιδί τον κουβά με τα αναμμένα κάρβουνα σύριζα στον παπά.
Παραλίγο ν’ αρπάξουν φωτιά τα ράσα του. Λαχτάρισε ο κακομοίρης και πιάνει την
πιλάλα! Τρέχοντας έντρομος ο παπάς φωνάζει αλλόφρονας: «Ω άγιοι άγγελοι, φάτε τα
κεράσια μου και δώστε και στον αφέντη Χριστό»!
Τι
να ‘καναν και.. τ’ αγγελούδια! Το ‘ριξαν στο φαί και μάλιστα με… άνωθεν άδεια!!!
Ρε τον παπά....τι του σκάρωσαν οι μικροί καλικάντζαροι!!!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΩραίο!!!!
Χαχαχαχαχα!! Καλό!!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΣτέκομαι σε αυτό...
ΑπάντησηΔιαγραφή'' Για να λέμε όμως και του στραβού το δίκιο οι παπάδες είχαν πάντα «το κατιτίς» παραπάνω, τι να ‘καναν λοιπόν και τα δόλια τα φτωχόπαιδα, θέλοντας και μη… έμπαιναν στον πειρασμό! ''
εεεε???
ΑΥΤΕΣ ΟΙ "ΚΛΟΠΕΣ" ΑΠΟΕΝΟΧΟΠΟΙΟΥΝΤΑΙ.
ΑπάντησηΔιαγραφήΧΕ, ΧΕ!
Χα,χα,χα κι ο ΄΄άγιος ΄΄ φοβέρα θέλει !Πολύ καλό !
ΑπάντησηΔιαγραφήΕνταξει μωρε,
ΑπάντησηΔιαγραφήοι πιτσιρικαδες απαλλοτριωσαν απο τον παππουλη μερος του παρελθοντος και μελλοντικου απαχθεντος πλουτου (βαπτισια, γαμους κτλ)
Σε ειδος!!
χαχαχαχα.
Πολύ ωραίο! Και οι εικόνες!
ΑπάντησηΔιαγραφήΧαχαχα! Βρε τα διαολάκια!
ΑπάντησηΔιαγραφήΚι αυτός ο παπάς, όλα δικά του τα ήθελε;
ΕΥΡΥΤΑΝΑ ΙΧΝΗΛΑΤΗ ΑΥΤΗ Η ΔΙΗΓΗΣΗ ΠΟΥ ΜΑΣ ΜΕΤΕΦΕΡΕΣ ΜΕ ΤΟΣΟ ΩΡΑΙΟ ΤΡΟΠΟ, ΕΚΤΟΣ ΟΤΙ ΜΑΣ ΕΚΑΝΕ ΝΑ ΕΥΘΥΜΗΣΟΥΜΕ, ΑΠΟΚΑΛΥΠΤΕΙ ΚΑΙ ΠΤΥΧΕΣ ΜΙΑΣ ΑΛΛΗΣ ΕΠΟΧΗΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΙΣ ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΖΩΗΣ, ΤΙΣ ΣΥΝΗΘΕΙΕΣ ΚΑΙ ΤΗ ΝΟΟΤΡΟΠΙΑ ΤΗΣ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΤΗΣ ΡΟΥΜΕΛΗΣ.
ΑπάντησηΔιαγραφήΝΑ ΕΙΣΑΙ ΚΑΛΑ ΦΙΛΕ.
Μια ακόμη τρυφερή δόση γέλιου!
ΑπάντησηΔιαγραφή΄Ομορφο όσο και η "πυζάμα" ;)
Ε.-
Απολαυστικότατο το παραμυθάκι σου καλέ μου φίλε.
ΑπάντησηΔιαγραφήΗ μεγαλη πλάκα γινεται οταν αυτές τις αστείες ιστοριες τις ακούς ζωντανά απο τους παλιούς, σε καμια αυλή η στους καφενέδες.
ΑπάντησηΔιαγραφήΝάσαι καλα, γέλασα με την ψυχη μου.!!
Να είσαι καλά φίλε μου Ευρυτάνα. Μ' έκανες και γέλασα με την όμορφη αυτή ιστοριούλα!!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΣας ευχαριστούμε παιδιά, να είμαστε όλοι καλά και... να σκάει και κανένα χαμόγελο στο χείλι μας!
ΑπάντησηΔιαγραφήΤέτοιες ιστορίες σαν αυτή της κυρίας Ελένης που μας παρουσίασε στο blog με πολλή γλαφυρότητα, θα πρέπει να διασώζονται σαν πολύτιμα κειμήλια της λαικής μας παράδοσης. Το περιστατικό είναι γεμάτο από χιούμορ και εξυπνάδα, αλλά μας αφήνει και ένα μήνυμα! Οτι όταν δεν μπορείς να έχεις έστω κάτι από αυτό που κατά βάση δικαιούσαι, τότε μπορείς και να το αποκτήσεις με ένα έξυπνο και αθώο τέχνασμα, γιατί και οι μικροί φτωχοί «αρχάγγελοι» δικαίως λαχτάρησαν να γευτούν λίγα από τα αγαθά που είχε στην κατοχή του ο εύπορος «αντιπρόσωπος» του Κυρίου. Συμπέρασμα, η άδικη απαγόρευση γεννά την ευρηματικότητα. Αθώοι οι «κατηγορούμενοι»!!!!!!!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΧαιρόμαστε ιδιαίτερα όταν επισκέπτεστε τις παλιές μας αναρτήσεις.
ΑπάντησηΔιαγραφήΆλλωστε οι διηγήσεις της κυρά Λένης είναι πάντα απολαυστικές. Παντός καιρού!