Παρασκευή 22 Απριλίου 2016

Περί παπαγάλων!


Σὰν ἔμαθε τὴ λέξη καλησπέρα
ὁ παπαγάλος, εἶπε ξαφνικά:
«Εἶμαι σοφός, γνωρίζω ἑλληνικὰ
τί κάθομαι ἐδῶ πέρα!»

Τὴν πράσινη ζακέτα του φορεῖ
καὶ στὸ συνέδριο τῶν πουλιῶν πηγαίνει,
γιὰ νὰ τοὺς πεῖ μιὰ γνώμη φωτισμένη.
Παίρνει μιὰ στάση λίγο σοβαρή,
ξεροβήχει, κοιτάζει λίγο πέρα
καὶ τοὺς λέει: καλησπέρα!

Ὁ λόγος του θαυμάστηκε πολύ.
Τί διαβασμένος, λένε, ὁ παπαγάλος!
Θἆναι σοφὸς αὐτὸς πολὺ μεγάλος,
ἀφοῦ μπορεῖ κι ἀνθρώπινα μιλεῖ!

Ἀπ᾿ τὶς Ἰνδίες φερμένος, ποιὸς τὸ ξέρει
πόσα βιβλία μαζί του νἄχει φέρει,
μὲ τὶ σοφοὺς ἐμίλησε, καὶ πόσα
νὰ ξέρει στῶν γραμματικῶν τὴ γλώσσα!

«Κυρ-παπαγάλε, θἄχουμε τὴν τύχη
ν᾿ ἀκούσουμε τὶ λὲς καὶ πάρα πέρα;»
Ὁ παπαγάλος βήχει, ξεροβήχει,
μὰ τὶ νὰ πεῖ; Ξανάπε: καλησπέρα!

                                          (Του Ευρυτάνα λογοτέχνη Ζαχαρία Παπαντωνίου, 1877-1940)


ΥΓ: Αφιερωμένο στους… συνήθεις υποταγμένους «δια πραγματευτάδες» και ο νοών νοείτω!!!

Α! Και καλή "Ανάσταση"...


Σάββατο 16 Απριλίου 2016

Μια φωτογραφία ήταν αρκετή...



Ένα κείμενο του φίλου συμπατριώτη Σεραφείμ Τσιουγκρή


Αν μία φωτογραφία είναι χίλιες λέξεις, τότε η συγκεκριμένη (από ένα παλιό φιλμ τραβηγμένο σε κάποιο χωριουδάκι της Ευρυτανίας, όχι στο δικό μου) είναι η απόλυτη αποτύπωση μιας εποχής που έφυγε οριστικά. Είναι η αποτύπωση μιας ολόκληρης γενιάς που στα σκαμμένα από ρυτίδες πρόσωπα των γιαγιάδων βλέπει κανείς, χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία, την ιστορία της ορεινής Ελλάδας! Στο καθαρό και περήφανο βλέμμα τους συναντά τη ρουμελιώτικη λεβεντιά, που δε λύγισε ούτε κατ’ ελάχιστο στο διάβα δύσκολων χρόνων.

Τέτοιες φωτογραφίες όταν τυχαίνει και τις βλέπω, ξυπνάνε μέσα μου αλλόκοτα συναισθήματα που μπλέκονται μεταξύ τους σε έναν αέναο πόλεμο με το μυαλό, με τις σκέψεις, με τις αναμνήσεις. Είναι που μεγαλώνω; Είναι που ξέρω ότι δεν θα ξανασυναντήσω στις βόλτες μου στην Ευρυτανία…..τόσες γιαγιάδες μαζεμένες; Είναι που από μικρό παιδί ζούσα καθημερινά τέτοιες σκηνές; Κάθε φορά αυτή η  γλυκιά νοσταλγία κατακλύζει όλο τον εσωτερικό μου κόσμο! Δεν ξέρω τι είναι, μπορεί όλα τα παραπάνω μπορεί και τίποτα, σημασία έχει ότι κοιτώντας την εικόνα αυτή, ξαναβλέπω κάπου εκεί στην Ευρυτανία και το δικό μου χωριό -λουσμένο ένα απόγευμα στον ανοιξιάτικο ήλιο - και εμείς πιτσιρίκια να κατηφορίζουμε για το γήπεδο (ο θεός να το κάνει γήπεδο, ένα χωράφι δίπλα σε ρέμα ήταν!) για το απογευματινό μας παιχνίδι. Ακριβώς δίπλα στο «γήπεδο» βρίσκονταν και το σπίτι της κυρά-Γιάνναινας και μαζεμένες εκεί (κάπως έτσι όπως σε τούτη τη φωτογραφία) ήταν συγκεντρωμένες και εκείνες οι άλλες γιαγιάδες της δικής μου γειτονιάς: Η Γιάνναινα, η Μάρκαινα, η Μήτραινα, η Μητρούλα, η Γιώργαινα, ονόματα που προφανώς δεν λένε σε κανέναν τίποτα σήμερα, άλλα τότε στα χωριά, μετά που παντρευόταν τα κορίτσια, τις φωνάζανε ανάλογα με το όνομα του συζύγου!

Θυμάμαι σαν τώρα την κυρά Γιάννενα με το μπρίκι του ελληνικού καφέ στα χέρια να σερβίρει τις φίλες της και η μυρουδιά του καφέ να πλανάται στον αέρα έντονη, τόσο που από αυτό και μόνο καταλαβαίναμε ότι οι γιαγιάδες ήταν όλες εκεί για την καθιερωμένη απογευματινή τους σύναξη! Εμείς, παιχνίδι, φωνές, τρέξιμο, μια γειτονιά ανάστατη, αλλά αυτές εκεί ήρεμες να συζητάνε χαμηλόφωνα, ποιός ξέρει τι! Μία φορά που είπαμε να «παρακολουθήσουμε» την συζήτησή τους (μέρος του παιχνιδιού μας και αυτό!), θυμάμαι σαν τώρα, να κουβεντιάζουν για τους Ιταλούς που περάσανε από το χωριό, αλλά αυτοί, λέγανε, δεν έκαψαν τόσα σπίτια όπως οι Γερμανοί! Παράξενα πράγματα για εμάς τα παιδιά, ξένα, ασύλληπτα τότε, αφού δεν ξέραμε ακόμη τι περάσανε οι γιαγιάδες μας και πόσο δύσκολη ήταν ολάκερη η ζωή τους. Αργότερα μάθαμε! Ήταν ο κύριος λόγος που ακόμη και σήμερα έχω πάντα στο μυαλό μου αυτές τις γυναίκες και νοιώθω απέραντο σεβασμό. Θυμάμαι ακόμη το βλέμμα του θαυμασμού που ρίχνανε σε εμάς τα εγγόνια τους κάθε φορά που περνάγαμε από μπροστά τους τρέχοντας, αλλά και τις κατσάδες τους όταν κάναμε καμία ζαβολιά. Πιο αυστηρή η κυρά Γιάννενα, η γιαγιά του αδερφικού μου φίλου Θανάση. Η Γιάννενα ήταν μια ψηλή γυναίκα με κορμοστασιά λαμπάδα, βασανισμένη, που μεγάλωσε μόνη της τη φαμελιά της σε δύσκολες εποχές. Αυτή την γιαγιά την φοβόμασταν άσχετα εάν ποτέ της δεν είχε απλώσει χέρι πάνω μας ούτε καν στον εγγονό της. Η κάθε μία από αυτές τις δοκιμασμένες γυναίκες είχε και μια ιδιαίτερη ιστορία που αργότερα, όταν πια έμαθα, κατάλαβα πολλά και μου λύθηκε και εκείνη η παλιά μου απορία για το τι συζητούσαν κάθε απόγευμα στο δικό τους «απροσπέλαστο» χώρο!

Μια φωτογραφία, λοιπόν, σαν την παραπάνω, ήταν αρκετή για να χαθώ στις αναμνήσεις των παιδικών μου χρόνων, ήταν αρκετή για να καταλάβω ότι  η λεβεντιά που διακρίνεται σε αυτές τις γυναίκες με τα μαντήλια στα άσπρα τους μαλλιά και τις μαγκούρες στο χέρι, θα πρέπει να αποτελέσει φάρο ελπίδας στα σκοτάδια που μας βύθισαν ξένοι και ντόπιοι δυνάστες. Ας είναι ετούτη η φωτογραφία οδηγός για την δική μας γενιά αλλά και για τις μελλοντικές. Να ξεσηκωθούμε κάποτε, ν' αγωνιστούμε και εμείς για ν’ απαλλαγούμε από τη σύγχρονη τυραννία. Μόνο έτσι θα κάνουμε περήφανες τις γιαγιάδες μας και τους παππούδες μας, αφήνοντάς τους πια ήσυχους να συνεχίζουν την κουβεντούλα τους από εκεί που βρίσκονται…


Από το φίλο συμπατριώτη μας Σεραφείμ Τσιουγκρή  για το blog "Ευρυτάνας ιχνηλάτης"

Σάββατο 9 Απριλίου 2016

«Στη Νιάλα δείξατε πως δένεται το ατσάλι»!!!


Με ιδιαίτερη συγκίνηση το blog "Ευρυτάνας ιχνηλάτης" παρουσιάζει μία συγκλονιστική μαρτυρία που αφορά την τραγωδία της Νιάλας Αγράφων που διαδραματίστηκε κατά τη διάρκεια του εμφυλίου το Πάσχα του 1947 (βλ. επίσης το πλήρες αφιέρωμα του "Ευρυτάνα ιχνηλάτη" καθώς και ένα σχετικό ντοκιμαντέρ)! Το σπουδαίο αυτό ντοκουμέντο ιχνηλατήσαμε από το αρχείο μας (σ.σ. περιοδικό «Εθνική Αντίσταση», έκδοση της ΠΕΑΕΑ , τ. 122, 2004) και προέρχεται από τον αξιωματικό του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας Β. Λαζαρίδη.

Ο Μακεδόνας αντάρτης Β. Λαζαρίδης βίωσε, ως μαχητής του 3ου Λόχου του “Ερμή”- Γ. Παπαϊωάννου, το γολγοθά των αγωνιστών στα “Ιμαλάια των Ευρυτανικών Αγράφων”! Εδώ μας περιγράφει την επίπονη μα επιτυχή προώθηση του τμήματός του από τη Νιάλα προς τη Σάικα Ευρυτανίας αμέσως μετά τα τραγικά γεγονότα. Eν συνεχεία, αναφέρεται στη συγκρότηση μιας επίλεκτης ομάδας διάσωσης από ψυχωμένους αντάρτες, όπου συμμετείχε και ο ίδιος, που από την επόμενη κιόλας ημέρα από το σκηνικό του θανάτου ανέλαβαν τη ριψοκίνδυνη αποστολή να επιστρέψουν στον τόπο του μαρτυρίου στη Νιάλα για να απεγκλωβίσουν τυχόν επιζώντες αιχμαλώτους συναγωνιστές τους, καθώς και οπλισμό. Οι επίλεκτοι αντάρτες, κατόρθωσαν, εντέλει, να διασώσουν το μοναδικό -μη συλληφθέντα- επιζώντα σύντροφό τους, ύστερα από μια περιπετειώδη πορεία.

Ιδού, λοιπόν, τι αποκαλύπτει ο Β. Λαζαρίδης -μετέπειτα πρόεδρος ΠΕΑΕΑ Αξιούπολης Κιλκίς- για όσα έζησε τότε στη Νιάλα των Αγράφων...


==========



13 Απρίλη 1947. Κυριακή του Πάσχα έγινε το μακελειό. Όσο πιο ψηλά σκαρφαλώνουμε (υψ. 1.700 – 2.184 μ.) στο κακοτράχαλο και ολισθηρό μονοπάτι θανάτου (προς τον αυχένα), πιο πέρα στη γυμνή βραχοβουνοσειρά (στις αετοφωλιές) της Νιάλας, η χιονοθύελλα γίνεται πολική. Η ορατότητα περιορισμένη, στιγμές στο απόλυτο μηδέν, ενώ η ένταση της καταιγιστικής χιονοθύελλας γίνεται πιο ασφυχτική. Μας πάγωσε ο τοπικός σύνδεσμος, ο Γιώργης (που ήξερε το δρομολόγιό μας). Πορεία προς τα που; Άγνωστο, μεταξύ άγνωστων τόπων.

Μειώνεται η ατμοσφαιρική πίεση και αυξάνεται η ανάγκη να εισπνεύσουμε περισσότερο αέρα. Ο τσουχτερός αέρας καίει τα ρουθούνια μας, που στάζουν μαύρο πηχτό αίμα. Καίει το πρόσωπο, προκαλεί καυστικό πόνο στα μάτια μας, καίει και πρήζει τα σωθικά μας, σφυρίζουν τα αυτιά μας.

Στο παχύ μουστάκι του λοχαγού μας Ερμή κρέμονται κρύσταλλα από τα παγωμένα χνώτα του. Τα όπλα μας πάγωσαν, αχρηστεύτηκαν και αυτά. Μυρμήγκιασαν τα χέρια και τα πόδια μας. Τα γόνατα δύσκολα κάμπτονται και η μετακίνησή μας στην ανατολική ράχη (από τον καταυλισμό προς τη βάση του Ποταμού Αγραφιώτη) γίνεται τσουλιθρίζοντας.

Εδώ, για να ζεσταθούμε, βάλαμε φωτιά στο κονάκι. Άλαλοι επί 45 λεπτά, η επικοινωνία μας γίνεται στη νοηματική γλώσσα, γιατί γνάθοι και γλώσσα έχουν ξυλιάσει, τη στιγμή που το δέρμα του προσώπου μας θρύβεται σαν τραχανάς.

«Επίγεια κόλαση» πλάκωσε τον 3ο Λόχο του Ερμή, του Τάγματος Σοφιανού του ΔΣΕ, αλλά και τους φαντάρους της άλλης πλευράς και τους άοπλους καταδιωκόμενους πολίτες (άνδρες, γυναίκες, παιδιά).

Ήμασταν ζωντανοί. Παγώναμε, μελανιάζαμε, σαν να βγαίναμε από τον τάφο, ξαναζωντανεύαμε. Ήμασταν 73 Μακεδόνες αντάρτες και μείναμε 53. Ήταν πάνω από 70 φαντάροι (του Τάγματος Αλευρά της 72ης Ταξιαρχίας του Συνταγματάρχη Γ. Λάμαρη), σε 21 στρατιωτικά αντίσκηνα. «Καρβούνιασαν», δεν έμεινε ζωντανός κανείς και μαζί με τους άοπλους (σύμφωνα μ’ αυτά που είδαμε, αλλά και με τα ραπόρτα του Ν.Ν. 4, 5,6, 10, 11 και 12 στις 13-22/4/47 του Γ. Λάμαρη προς το ΓΕΣ) ανέρχονται σε 250-300 «καρβουνιασμένα κορμιά».

Το σούρουπο, οι εναπομείναντες 53 παγόπληκτοι αντάρτες του Λόχου μας, του Ερμή, παραπατώντας, φτάσαμε και διανυχτερεύσαμε στα κονάκια Σάικας. Εδώ μας φιλοξένησε η συναγωνίστρια Θειάκο Στυλιανή, με ξυνόγαλο και λακασιάτ.




14 Απρίλη 1947. Ξημερώματα της δεύτερης μέρας του Πάσχα. Ο λοχαγός μας Ερμής επέλεξε 15 αντάρτες, από τους πιο γεροδεμένους και ατρόμητους, για τους οποίους ήταν σίγουρος ότι θα αντέξουν και θα υπερνικήσουν, οπωσδήποτε, τη λυσσασμένη πολική παγωνιά και ότι απρόοπτο τους προκύψει.

Σκοπός του λοχαγού ήταν να πάρουμε τους 6 αντάρτες του Λόχου μας, οι οποίοι μπήκαν στο 7ο στρατιωτικό αντίσκηνο με τους φαντάρους (εδώ έγινε κάτι το πρωτάκουστο στην τρίχρονη εποποιία του ΔΣΕ, η συναδέλφωση μεταξύ ανταρτών και φαντάρων, έστω και προσωρινή) και να φορτωθούμε με πολεμικό υλικό.

Επικεφαλής μας, ο επίτροπος του Λόχου μας, ο Κοσμάς Κιούρτογλου (από την Έδεσσα). Την ομάδα αποτελούσαν ακόμα: Ο Τηλέμαχος, επιτελής του Λόχου μας (από το Κιλκίς). Ο Θανάσης Μπέτος, σύνδεσμος του Λόχου μας (από την Κάρπη Ν. Κιλκίς). Ο Επαμεινώνδας (από το Νομό Πέλλας). Ο γράφων, ομαδάρχης (από τη Γοργόπη Ν. Κιλκίς), και άλλοι 9 μαχητές μας. Ο Ερμής, λόγω υγείας, έμεινε με τους υπόλοιπους στα κονάκια της Σάικας.

Τώρα σκαρφαλώναμε (χθες κατολισθήσαμε) τη γυμνή, ανατολική παγωμένη και ολισθηρή, σαν τζάμι, μακροράχη της Νιάλας, μέχρι το διάσελο του καταυλισμού με τα στρατιωτικά αντίσκηνα (υψ. 1.700 μ.), για δεύτερη φορά. Οι καιρικές συνθήκες ήταν «απόλυτη νηνεμία». Η Νιάλα με τον πανοραμικό γίγαντα Τσεκούρα (υψ. 2.184 μ.) ντυμένη στα παγωμένα χιόνια. Η χιονοθύελλα έχει κοπάσει. Σήμερα η Νιάλα συντροφιά με τον Τσεκούρα, προσπαθούν να μας πλήξουν με τη μέγιστη αντανάκλαση του παγωμένου και λαμπερού χιονιού, με το πάνιασμα των ματιών μας.

Μετά από 2-3 ώρες, σκαρφαλώνοντας και γλιστρώντας, πέφτοντας και ξανασηκώνοντας, επιτέλους φάνηκε μπροστά μας η θέση του καταυλισμού, η κύρια ενέδρα, όπου χθες μας περίμεναν για να μας θερίσουν.

Έκπληξη! Δεν υπάρχουν τα 21 στρατιωτικά αντίσκηνα, ούτε οι 6 παγόπληκτοι αντάρτες μας, ούτε ένας φαντάρος, ούτε οι σωρηδόν άοπλοι «καρβουνιασμένοι» οπλίτες μας. Δεν υπάρχουν οι 3 ομαδικοί όλμοι, τα 2 βαριά πολυβόλα «vikers», οπλοπολυβόλα. Ούτε μία σφαίρα. Φαίνονται μόνο οι ισοπεδωμένες και τετραγωνισμένες θέσεις αναφοράς των στρατιωτικών τους αντίσκηνων. Έμειναν μόνο ανεμοδαρμένα και παγωμένα παρδαλά κιλίμια αργαλειού, μαντίλες, τσεμπέρια, ξυλιασμένα και σκορπισμένα εδώ και εκεί, μισοσκεπασμένα με χιόνια.

Είδαμε 30-40 πτώματα πεταμένα στα κακοτράχαλα φαράγγια της δυτικής αντικλιτύς της Νιάλας, μια στοίβα πτώματα στην ανατολική ράχη της Νιάλας, όλα άταφα τα οποία, ασφαλώς, κατασπάραξαν τα αγρίμια και τα όρνια (μαρτυρίες των συνταξιούχων της Σάικας, Ηλίας Τραχαλιάς μαχητής του ΔΣΕ, Γιώργος Σουφλάς και Βαγγελιώ Γιάντσου, τσομπάνηδες, οι οποίοι μας είπαν: «κει σιαπάν στις ράχες, το Πάσχα 1947, πάγωσαν πάνω από 250, βρόμιζαν οι ράχες επί ένα μήνα»).

Προχωρώ ανυποψίαστος, με το αυτόματο χιαστί, και στα 25-30 μέτρα δυτικά του καταυλισμού, στην αντικλιτύ (παραπλεύρως της βραχοκοτρώνας), στο απυρόβλητο, πέφτω σ’ ένα ξεχασμένο μονοθέσιο στρατιωτικό αντίσκηνο, πλακωμένο με χιόνια.

Ξάφνου ακούω μια φωνούλα μέσα από το αντίσκηνο, χωρίς να βλέπω. Αστραπιαία παίρνω το αυτόματο στα χέρια και με το δάχτυλο στη σκανδάλη φωνάζω:

-«Μην κουνηθείς, μην πυροβολήσεις γιατί σε θέρισα».

Με την κάνη του αυτόματου ξεκουμπώνω το αντίσκηνο. Μόλις άνοιξα, να η έκπληξη! Ποιόν βλέπω; Ένα παλικάρι του Λόχου μας, τον Χρήστο Μανούδη (από τα Γιαννιτσά Πέλλας, τώρα κάτοικο Κριστώνης Κιλκίς). Ήταν από τους 6 μαχητές, οι οποίοι μπήκαν στο αντίσκηνο με τρεις φαντάρους ετοιμοθάνατους. Εδώ, σ’ αυτό το αντίσκηνο είχε γίνει η συμφιλίωση μεταξύ ανταρτών και φαντάρων. Ο Χρήστος Μανούδης ήταν ο μόνος αντάρτης, ο οποίος γλίτωσε από τους 5 υπόλοιπους αιχμαλώτους μαχητές του Λόχου μας.



Στις 15 Απρίλη 1947, το Τάγμα μας έφτασε στα κονάκια Σάικας. Στον παρατεταμένο σε παράταξη Λόχο μας, ο ταγματάρχης μας Σοφιανός έδωσε διαταγή στάσης 20 λεπτών. Συγκινημένος, μάς ευχαρίστησε, και καμαρώνοντάς μας, είπε:

-«Μπράβο σας λεβέντες μου! Σας συγχαίρω ολόψυχα για την ανδρεία σας! Αυτή που εμπνέει πάντα τους μαχητές του ΔΣΕ!»

- «Ζήτωω..», αντιλάλησαν βουνοπλαγιές, φαράγγια και ρεματιές.

Το βράδυ φτάσαμε και διανυκτερεύσαμε στην Καστανιά Καρδίτσας. Το πρωί της επομένης, στη συγκέντρωση του Τάγματός μας, απευθυνόμενος στον 3ο Λόχο μας, του Ερμή, ο αρχηγός του ΔΣΕ Μάρκος Βαφειάδης, είπε:

-«Στη Νιάλα δείξατε πως δένεται το ατσάλι. Ήταν πραγματικός ηρωισμός όλων των μαχητών του Τάγματος Σοφιανού και ιδίως του 3ου Λόχου σας, με τον επιδέξιο λοχαγό σας, πολεμιστή Ερμή, γιατί παλεύατε ηρωικά, όχι μόνο την υπεροπλία του εχθρού μας, αλλά και τις δυνάμεις της άγριας φύσης. Τη χιονοθύελλα της Νιάλας».


Στο σημείο αυτό θέλω να θυμίσω και τη φράση του Ευριπίδη: «Είναι ευτυχής, όποιος μελετάει την Ιστορία, γιατί αυτός, ούτε τους πολίτες παρακινεί στην καταστροφή, ούτε ο ίδιος γίνεται άδικος!». Στην προκειμένη περίπτωση πάει γάντι στον ΔΣΕ.

(Β. Λαζαρίδης, Αξιωματικός του ΔΣΕ)


==========

ΥΓ: Η  μοναδικής αξίας μαρτυρία του μαχητή του ΔΣΕ αποτελεί ένα ανεκτίμητο ιστορικό κειμήλιο αφιερωμένο στην άσβεστη μνήμη των αγωνιστών που θυσιάστηκαν για ένα καινούργιο κόσμο δικαίου!


blog "Ευρυτάνας ιχνηλάτης"

Τρίτη 5 Απριλίου 2016

Ισότητα και Ελευθερία!

Ατενίζοντας τα ελεύθερα ευρυτανικά βουνά - Φωτο : "Ευρυτάνας ιχνηλάτης"



«Η Γη είναι η μητέρα όλων των ανθρώπων και όλοι οι άνθρωποι πρέπει να έχουν ίσα δικαιώματα. Καλύτερα να περιμένετε τα ποτάμια να κυλήσουν προς τα πίσω, παρά άνθρωπος που γεννήθηκε ελεύθερος να είναι ευχαριστημένος όταν φυλακιστεί και του στερήσουν την ελευθερία να πηγαίνει όπου θέλει.»

Ινδιάνικο
Joseph (Hinmaton Yalatkit / 1830-1904)
Αρχηγός των Nez Perce



Παρασκευή 1 Απριλίου 2016

Σ’ αυτόν τον αγνό, τον ξαναπλασμένο λαό του βουνού...

Στις κορφές του Βελουχιού - φωτο: Σπύρος Μελετζής

Ιχνηλατήσαμε μία σημαντική μαρτυρία για την Ευρυτανία της Αντίστασης η οποία προέρχεται από τον αλησμόνητο ΕΑΜίτη φωτογράφο Σπύρο Μελετζή (“Με τους αντάρτες στα βουνά”)! 

Καταγράφει το πως βίωσε ο ίδιος στα βουνά της Ευρυτανίας, όπου βρίσκονταν τότε, τη χαρμόσυνη είδηση της απελευθέρωσης της Αθήνας από τη χιτλερική σκλαβιά, κάνοντας ταυτόχρονα μία πολύ συγκινητική αναφορά στην αδάμαστη ψυχή και την απαράμιλλη προσφορά του αγνού ευρυτανικού λαού στο μεγάλο αγώνα!

Διατηρήθηκε η ορθογραφία του πρωτοτύπου.

Ιδού:

=============



-«Γιατί  χτυπάν οι καμπάνες συνέχεια, συναγωνίστρια;».

Κι’ αυτή τότε μου είπε γεμάτη χαρά:

-«Τέλειωσε ο πόλεμος! Τέλειωσε ο πόλεμος! Οι Γερμανοί φεύγουν»!

Πίστεψα και δεν πίστεψα τα λόγια της. Μα σαν έφθασα στην πλατεία του χωριού είδα ένα κόσμο συγκεντρωμένο ν’ αγκαλιάζονται και να φιλιούνται, να βαράν ντουφεκιές, να τραγουδούν, να χορεύουν και να μη ξέρουν πώς να εκδηλώσουν τη χαρά τους. Και φτερά να είχα δεν θα βρισκόμουνα τόσο γρήγορα στον Φουρνά. Δεν περπάταγα στο δρόμο, πετούσα. Δρασκέλιζα τις βουνοπλαγιές και βουνοκορφές σαν να ήταν παιγνιδάκια!

Έτσι έφτασα στο Φουρνά όπου βρήκα αντάρτες και λαό να πανηγυρίζουν το τέλος του πολέμου, την λευτεριά της Αθήνας, που ήταν και το προμήνυμα όλης της Ελλάδας.
Πορεία προς τα Φουρνά Ευρυτανίας για τα τρίχρονα του ΕΑΜ, Σεπτέμβρης 1944 - φωτο: Σπ. Μελετζής

Η χαρά μου ήταν απερίγραπτη όταν βεβαιώθηκα πως οι Γερμανοί άρχισαν να φεύγουν από την Ελλάδα, πως η Αθήνα ήταν κιόλας λεύτερη. Επιτέλους, είπα, ο κόσμος θ’ ανασάνει απ’ την Χιτλερική σκλαβιά. Τότε μπρος στα μάτια μου ήρθε το καμμένο δάσος, τα καμμένα χωριά, η ρημαγμένη Ελλάδα και άθελα θόλωσαν λες και τα σκέπασε κάποια αντάρα. Μα σιγά σιγά άρχισαν όλα να καθαρίζουν και να λαμποκοπάν. Ένα φως καθάριο, αιθέριο, περιέλουσε τα πάντα, ως και το καμμένο δάσος που λίγες ώρες πιο μπροστά είχα φωτογραφίσει, το είδα και κείνο ν’ αλλάζει όψη. Από τους ξερούς και μαυρισμένους κορμούς και κλώνους έβλεπα πως πετάγονταν καινούργιοι βλαστοί που σκεπάζονταν αμέσως με φύλλα καταπράσινα γεμάτα χυμό, γεμάτα ζωή.
Αντάρτης, Βίνιανη, Ευρυτανία, 1944 - Αρχείο:  Σπ. Μελετζής

Πρόβαλε μπροστά στα μάτια μου το καμμένο Καρπενήσι (σ.σ. βλ. αφιέρωμα "Ευρυτάνα ιχνηλάτη") όπως τ’ αντίκρυσα αμέσως μετά το κάψιμό του από τους Γερμανούς να κείτεται σωριασμένο στη γη, σκελετωμένο ερείπιο σαν άταφος νεκρός με τους μαυρισμένους τοίχους των σπιτιών του απ’ την κάπνα της φωτιάς. Τα ξυπόλυτα παιδάκια, τυλιγμένα στα κουρελιασμένα ρουχαλάκια τους που κρατούσαν ένα ντενεκεδάκι ή ένα πιάτο στα χέρια τους κι’ είχαν μπει στη σειρά να πάρουν λίγο φαγί που τους είχε ετοιμάσει η Εθνική Αλληλεγγύη. 
Παιδάκια μόνα κι έρημα μετά την καταστροφή του Μικρού χωριού από τους κατακτητές - Φωτο: Σπ. Μελετζής

Κι’ ενώ μ’ είχε πλημμυρίσει μια αβάσταχτη λύπη, ένοιωθα συγχρόνως κι’ ένα αίσθημα σαν περηφάνειας, χαράς και ικανοποίησης. Ένα αίσθημα γεμάτο δύναμη που περπατώντας μονολογούσα κι’ έλεγα:
Άντε Ελλάδα, άντε αγαπημένα μου χωριά, ως εδώ ήταν τα βάσανα και οι συμφορές σας. Τώρα που ξεσκλαβωθήκαμε θα σας χτίσουμε πιο μεγάλα και πιο όμορφα. Θα ριχτούμε όλοι μαζί σε μια καινούργια μάχη. Τη μάχη της ανοικοδόμησης. Μέσα σε πέντε χρόνια τίποτε δεν θα μείνει κατεστραμμένο και γκρεμισμένο. Όλα πέρα για πέρα πρέπει ν’ αλλάξουν θωριά.

Το καμένο Καρπενήσι - φωτο: Σπύρος Μελετζής

Αυτά σκεπτόμουνα καθώς έφευγα απ’ τον Φουρνά και τραβούσα για τον Κλειτσό.

Μετά 15 μέρες παραμονής μας ακόμα στον Κλειτσό και στον Φουρνά ήρθε και η μεγάλη στιγμή του γυρισμού μας στην Αθήνα. Νικητές και τροπαιούχοι πάνω σ’ ένα φορτηγό αυτοκίνητο αφήναμε πίσω μας τα ελατοσκεπασμένα βουνά της Ευρυτανίας, τα κρουσταλένια της νερά, τον καθαρό αγέρα, την βουνήσια ομορφιά. Μα εκείνο που μου σπάραζε την καρδιά ήταν οι άνθρωποι που γνωρίσαμε και ζήσαμε μαζί τους τόσο καιρό. Ήταν οι άνθρωποι του βουνού με τ’ αυλακωμένα πρόσωπα, όχι από τον χρόνο, αλλά από τα βάσανα και τις στερήσεις, απ’ την ανέχεια και την σκληρή δουλειά.

Ξερακιανοί, όμοιοι με βυζαντινές ασκητικές μορφές, στραπατσαρισμένες αλλά με κορμί στητό, βλέμμα αητήσιο, μυαλό ξεκάθαρο, γεμάτο θέληση και αποφασιστικότητα στον αγώνα τον καλό για τον οποίο πάλευαν και αγωνίζονταν.
Κλαρίτης στ' Άγραφα - φωτο: Σπύρος Μελετζής

Αφήναμε πίσω μας εκείνη την Ευρυτάνα γυναίκα με την κασόνα ζαλίγκα που την έβλεπα σε κάθε μου βήμα και την άκουγα συνεχώς να μου λέει: «Ε συναγωνιστή, αγώνας είναι αυτός, αν τον κερδίσουμε τα κερδίζουμε όλα, αν τον χάσουμε τότε τα χάνουμε όλα». (σ.σ. βλ. εδώ)
Εξάωρη πορεία για να τραφούν οι αντάρτες - φωτο: Σπύρος Μελετζής

Αυτόν τον αγνό, τον ξαναπλασμένο λαό του βουνού αφήναμε πίσω μας που μας έμαθε εμάς τους ανθρώπους της πόλης τι θα πει ανθρωπιά, καθήκον, σεβασμός, πίστη και προπαντός θυσία και αγάπη. Κι’ όσο τ’ αυτοκίνητο ανέβαινε προς την κορφή του Ζαχαράκι, τόσο νόμιζα πως κάτι ξεκολλούσε απ’ την ψυχή μου κι’ από το σώμα μου και έμεινε εκεί μαζί τους. 
Ευρυτανία, στην κορυφογραμμή του βουνού Ζαχαράκι - φωτο: Σπύρος Μελετζής

Ήταν σκληρός εκείνος ο χωρισμός, πολύ σκληρός. Και μόνο σαν κατηφορίσαμε κι’ αρχίσαμε να συναντάμε στο δρόμο χωριά που μας υποδέχονταν απ’ όπου κι’ αν περνούσαμε, με ζητωκραυγές και μας έρραναν με λουλούδια και στόλιζαν το αυτοκίνητό μας με στεφάνια κι’ ανθοδέσμες, τότε άρχισε κάπως ν’ αναλαφρώνει ο πόνος του χωρισμού μας.”