Ο αλησμόνητος Ευρυτάνας λογοτέχνης Στέφανος Γρανίτσας (1880-1915) μας συστήνει τη Νυφίτσα, μέσα από το εξαιρετικό βιβλίο του με τίτλο "Τα άγρια και τα ήμερα του βουνού και του λόγγου" (βιβλιοπωλείον της Εστίας)
Απολαύστε τη!
======================
Η ΝΥΦΙΤΣΑ
Ιδού και ο τρόμος των κοριτσιών. Περιέρχεται την νύκτα τα σπίτια και κατακόβει τα υφάδια των αργαλειών, χώνεται εις τα φορτσέρια και σχίζει τα φορέματα, αναποδογυρίζει τους γίκους και πριονίζει τα υφάσματα, ημπορεί τέλος εις μίαν νύκτα να κάμη κουρέλια όλην την προίκα ενός κοριτσιού. Ήτο λοιπόν επόμενον να πλεχθή ολόκληρος ιστορία επάνω εις το ξανθοκόκκινον αυτό τετράποδον -είναι περίπου σαν μεγάλο ποντίκι- το οποίον αφθονεί εις τα σπίτια και τους κήπους των χωρικών.
Κατά την ιστορίαν αυτήν, η Νυφίτσα -η οποία εις πολλά μέρη συγχέεται με την Βερβέραν- ήτο μελλόνυμφος. Όταν ήλθεν η παραμονή του γάμου της, η αδελφή τής έκλεψε την προίκα της και την άφησε δίχως «ράμμα στο βελόνι». Έκτοτε η ατυχής αναζητεί μέσα στα σπίτια τα εργόχειρά της και όπου εύρη γίκον νομίζει ότι είναι ιδικός της. Στρώνεται λοιπόν και τον λιανίζει με τα δόντια της, έκτος αν εύρη παρέκει καμμιάν ρόκαν, οπότε κάθεται και γνέθει διά να συμπληρώση την προίκα της.
Διότι, κατά την παράδοσιν, η Νυφίτσα ήτο τόσον εργατική, ώστε δεν άφηνεν ούτε ώραν δίχως να δουλεύη είτε εις τον αργαλειόν της είτε εις την ρόκαν της. Άλλως τε τα κορίτσια φρονούν, ότι η ρόκα, την οποίαν τοποθετούν παρά τον γίκον των, είναι μία ομολογία προς την Νυφίτσαν, ότι η προίκα είναι ιδική της και τοιουτοτρόπως δεν έχει λόγον να θυμώση.
Πολλά βράδια η Νυφίτσα παρουσιάζεται εις τα νυχτέρια των κοριτσιών. Περιφέρεται δίπλα των ως να αναζητή κάτι. Το θάρρος αυτό το έχει πάρει εκ του ότι ποτέ δεν την πειράζουν. Τουναντίον μάλιστα ούτε γυρίζουν μάτια προς αυτήν. Εξακολουθούν την εργασίαν των και, ως να μη αντελήφθησαν τάχα, ομιλούν διά την Νυφίτσαν:
-Καλή και άξια κοπέλλα που ’ναι η Νυφίτσα... Έφκιασε την προίκα της και ακόμη δουλεύει... Είπαν ένα λόγο, πως την επάνω Κυριακήν η Νυφίτσα παντρεύεται...
Άμα η Νυφίτσα φύγη, ώστε να μην ακούη, τότε πλέον αρχίζει από τα κορίτσια η διακωμώδησις των γάμων της.
Πέντε πόντικοι
και δεκοχτώ νυφίτσες
γάμον έκαμαν
μ’ ένα κλωνί σιτάρι
και το ήλιαζαν
στης βατσινιάς το φύλλο
το γοργοάλεθαν
στου σφοντυλιού την πλάκα
σκνίπα ζύμωνε
κουνούπι ανεβατίζει
κι ο σκαντζόχοιρος
κοντοσυμπάει το φούρνο·
σπίθα πήδησε
του καίει το ποδαράκι
τρέχει ο μπάκακας
με το νερό στο στόμα,
τρέχει ο ψύλλος
με πάτερο στον ώμο
-Πού να τόνε θάψωμε,
πού να τόνε πάμε;
-Στην κυρά την Παναγιά
που ΄χει ανώγια και κατώγια,
κι εκατό σανίδια.
Στους υπερλάμπρους στίχους του «Multiple Splendeur» τραγουδεί ο Βεράρεν τους πρωτοπλάστους, που «μη γνωρίζοντες τίποτε, ανεκάλυπταν την οδύνην, το κακόν, την ηδονήν, το καλόν». Τα μάτια των και ο εγκέφαλός των επνίγοντο από νέα δράματα και εντυπώσεις. Ενώ λοιπόν «κατέτρωγαν την χαράν ως μίαν άπειρον λείαν», ήρχιζαν να ονομάζουν τα πράγματα «με προχείρους κραυγάς», αι οποίαι αργότερον έγιναν λέξεις, άλλαι διστακτικαί «βαφόμεναι με χίλια χρώματα», και άλλαι πίπτουσαι και εγειρόμεναι «σταθεραί και καθαραί» πέριξ της ιδέας, ψάλλουσαι την ειλικρινή και θείαν έκπληξιν των αυτιών, των ματιών, των χειρών, των ρωθώνων, εμπρός στους καρπούς, στα λουλούδια, στα νερά και στους λόγγους. Έκτοτε, λέγει, επέρασε καιρός επάνω στα πρώτα αυτά ψελλίσματα της ανθρωπίνης ψυχής, βασιλείς και λαοί διεσταυρώθησαν στις θάλασσες, στα βουνά και στους κάμπους, οι οποίοι έρριψαν προς την ηχώ τάς διαφόρους λέξεις των, το πλήθος ολόκληρον ωσαύτως ειργάσθη επάνω εις την γλώσσαν· αλλ’ όμως ζουν ακόμη αι πρώται εντυπώσεις των αφελών ανθρώπων εμπρός εις το πλήθος των φαινομένων της γης και του ουρανού.
Αι πρώται αύται εντυπώσεις νομίζω ότι αποτελούν, κατά το πλείστον, τάς λαϊκάς παραδόσεις. Όσον ευμορφότεραι είναι, τόσον ωραιότερα μας αποκαλύπτεται η ψυχή των ανθρώπων, οι οποίοι μας εγέννησαν.
Οι άνθρωποι δε οι οποίοι αγωνίζονται ηλιθίως ν’ ανακαλύψουν ποίας αρχαίας δοξασίας λείψανον είναι αυτή η παράδοσις και πόσον η άλλη σχετίζεται με την δείνα σελίδα της αρχαίας Μυθολογίας, αυτοί οι άνθρωποι πρέπει να μας είναι μισητοί μέχρι θανάτου. Διότι ζητούν να ευρίσκη έλεος υπό τον ήλιον και η ύπαρξίς μας μόνον αν εις τας διηγήσεις του παππού μας και της γιαγιάς μας ζουν αι γνώμαι και τα συναισθήματα του Ξενοφώντος και του Θουκυδίδου.
Εις την παράδοσιν της Νυφίτσας ανακαλύπτω μίαν ψυχήν γεμάτην ευμορφιάν. Ένα μικρόν καταστρεπτικόν ζώον το ετύλιξε με μετάξια και στολίδια. Έβλεπα προχθές εις ένα κήπον πλήθος από μικρές κούκλες επάνω στις ροδακινιές. Τι νομίζετε ότι συμβαίνει; Τις φκιάνουν και τις δένουν εκεί οι χωρικοί δια να γλυτώσουν τα ροδάκινά των από την Νυφίτσαν. Άμα η ροδακινιά δεν έχη κούκλαν, η Νυφίτσα έχει διάθεσιν να ρίψη κάτω όλα τα ροδάκινα. Άμα βλέπη κούκλαν, ίσως διότι της αρέσουν περισσότερον τα κόκκινα κουρέλια, αφήνει εις την ησυχίαν των τα ροδάκινα και επιτίθεται εναντίον της.
Η παράδοσις λέγει, ότι το μίσος αυτό οφείλεται εις το ότι η Νυφίτσα είχε προίκα και ένα κήπον με ροδακινιές, μηλιές, αχλαδιές, και την κούκλαν την παίρνει διά την αδελφήν της, η οποία εσφετερίσθη μαζί με την προίκα της και τον κήπον της.
Βλέπετε ότι ο εξωραϊσμός του μικρού αυτού δαίμονος επροχώρησε μέχρι τοιούτου σημείου, ώστε να μην αφήνεται αδικαιολόγητος καμμία κακή διάθεσίς του. Τι θα ωφελούσεν αν παρουσιάζετο ως ένα ον καταστροφής; Τίποτε απολύτως. Τουλάχιστον με την παράδοσιν αυτήν και τα κορίτσια σώζουν την προίκα των -αφού η Νυφίτσα, όπως σας είπα, άμα ευρίσκη ρόκαν δίπλα εις τον γίκον, ασχολείται με αυτήν- και οι κηπουροί τα ροδάκινά των, επί πλέον δε και ημείς γευόμεθα μίαν ωραίαν ιστορίαν, η οποία, όπως όλαι αι ελληνικαί παραδόσεις, αποκαλύπτει μίαν ψυχήν πλημμυρισμένην από συναίσθημα εξαιρετικής ευμορφιάς.
Εις τον κάμπον του Ωρωπού, όπως και εις άλλους πολύ ομαλούς κάμπους, οι Ευρυτάνες ποιμένες, τα πρόβατά των, τα οποία εδώ επάνω είναι γεμάτα κουδούνια και κύπρια, τα «ξαρματώνουν» εντελώς, διότι ο «κάμπος είναι ζαλερός και τρώει το γλεντερό κοπάδι.» Υποθέτω ότι, επειδή είναι πολύ επίπεδος ο κάμπος, τα βαριά κουδούνια, κάμπτοντα νυχθημερόν τα κεφάλια των κοπαδιών, επιφέρουν εγκεφαλικήν υπεραιμίαν, πράγμα το οποίον εδώ εις τα ορεινά δεν συμβαίνει λόγω των εδαφικών ανωμαλιών.
Ήθελα να μάθω κατά τι θα ωφελούσε περισσότερον τους πατριώτας μου κτηνοτρόφους η ερμηνεία αυτή, την οποίαν πιθανόν και να μη εδέχοντο. Σώζουν λοιπόν αυτοί τα πρόβατα των ερμηνεύοντες, όπως σας είπα, το φαινόμενον, εγώ δε εις την διήγησιν της παραδόσεως, όπως και της Νυφίτσας την διήγησιν, γυρίζω χρόνια πίσω και κουβεντιάζω με τον παππού, με τη γιαγιά μου και με τον προσπαππού μου και θεραπεύομαι από την ευμορφιάν της φαντασίας. Εκτός πλέον αν ο κ. Σκιάς και ο κ. Γαρδίκας επιμένουν ότι συνδιαλέγομαι με τον Αριστογείτονα και με την κυρίαν Πεισιστράτου.
Η συνοδευτική εικόνα είναι από το διαδίκτυο.
ΑπάντησηΔιαγραφήΑνεξάντλητος ο Γρανίτσας!
ΑπάντησηΔιαγραφήΠεριέγραψε τα πλάσματα του βουνού και του λόγγου
όπως κανένας άλλος!
Τι ωραίος γλαφυρός λόγος!!!
ΑπάντησηΔιαγραφή"επί πλέον δε και ημείς γευόμεθα μίαν ωραίαν ιστορίαν, η οποία, όπως όλαι αι ελληνικαί παραδόσεις, αποκαλύπτει μίαν ψυχήν πλημμυρισμένην από συναίσθημα εξαιρετικής ευμορφιάς."
ΑπάντησηΔιαγραφήΑ ΜΠΡΑΒΟ!!!
Μοναδική η γλώσσα του Γρανίτσα. Λατρεύω το καθαρευουσιάνικο καθαρό ύφος του. Σε φιλώ, φίλε Ευρυτάνα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλησπέρα Ευρυτάνα μου.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕκτός των άλλων και με την εξαίρετη λαογραφία σου.
Την καλησπέρα μου.
Υπέροχη ιστορία που δεν μπορεί θα έχει και πολλά στοιχεία αλήθειας!
ΑπάντησηΔιαγραφήΓιατί και οι νυφίτσες πρέπει να τραφούν και ας σκοτώνουν τις κότες και τα κουνέλια και τα προικιά να σωθούν και οι αναγνώστες να χαρούν διαβάζοντας παρόμοιες ιστορίες!
Απολαυστικότατη η ιστορία (που δυστυχώς αγνοούσα) της νυφίτσας!
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλή εβδομάδα.
ΜΟΝΑΔΙΚΟΣ ΛΕΞΙΠΛΑΣΤΗΣ Ο ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΓΡΑΝΙΤΣΑΣ!
ΑπάντησηΔιαγραφήΜε σπάνιες λέξεις και ντοπιολαλιά του τόπου σας, άλλο ένα πολύτιμο πεζογράφημα του σπουδαίου αυτού συγγραφέα. Απόλαυσα την ανάγνωση και τη σπιρτάδα του λόγου του, ευχαριστώ πολύ!
ΑπάντησηΔιαγραφήΕυχαριστούμε για τις επισκέψεις και τα σχόλια που "ζωντάνεψαν" περαιτέρω την ανάρτηση!
ΑπάντησηΔιαγραφήΜάθαμε γιατί την ονομάζουν νυφίτσα και καταλάβαμε επίσης πως κολλάει και για ορισμένα δίποδα όντα ο συγκεκριμένος χαρακτηρισμός!Σοφός ο λαικός μύθος,απόλυτα εναρμονισμένος με την ευρυτανική φύση και εξαιρετική η απόδοση και η περιγραφή του Στέφανου Γρανίτσα.
ΑπάντησηΔιαγραφή