Κυριακή 6 Αυγούστου 2023

Η ντόπια παλιά προφορά...

 


Η ντόπια παλιά προφορά του λαού μας είναι κάπως βαριά με μια μουσική χροιά που μοιάζει με την αντήχηση από τους γύρω πολύμορφους βουνίσιους όγκους, τις βαθιές ρεματιές, τα πυκνά δάση και τα κελαρυστά πλούσια νερά.

Υποδηλώνει ακόμα τη λιτή και βιαστική διατύπωση, που "τρώει" τους φθόγγους και δεν έχει την άνεση και την ασφάλεια της ελευθερίας.

Μέσα στις συγκοπές του λόγου και την ιδιάζουσα παλιά αρθρωση διακρίνεις κάποτε ψυχολογικά στοιχεία της αποφυγής του συγκεκριμένου, απόκρυψης νοημάτων και συνωμοτικής διάθεσης -γεννήματα όλα των δύσκολων ιστορικών συνθηκών μέσα στις οποίες πήρε μορφή η καθομιλουμένη γλώσσα του λαού.

Να μερικά από τα πιο χαρακτηριστικά ιδιώματα της προφοράς:

• Τα άφωνα (άτονα) ο και ω προφέρονται σαν ου (ου άντρας, άφαντους, όμουρφους, έδουσα = έδωσα, Γκόλφου), αγαπάου.

• Τα άφωνα ι (ι,η,ει,υ,οι) ε και ου παθαίνουν συχνά συγκοπή ή αποβολή (σ'κιά = συκιά, τ'γάν' = τηγάνι, κ'φός (=κουφός), τ'Γιώργ' (=του Γιώργου), τραγουδ' (=τραγούδι), έφ'γα (=έφυγα), π'δάει (=πηδάει), κάτ'κους (=κάτοικος).

• Τα άφωνα ε και αι προφέρονται σαν ι (έρχιτι = έρχεται, πιδί = παιδί, κιφάτους = κεφάτος)
Πολλές λέξεις αποβάλλουν το αρχικό τους άτονο φωνήεν (γελάδα = αγελάδα, γούμενος = ηγούμενος, Λένη = Ελένη).

• Σε πάρα πολλές λέξεις αποκόβεται το τελευταίο άτονο φωνήεν (σπίτ', φέρ'το)

• Δυο φωνήεντα που μπορεί να χωρίζονται από ένα γ συνεκφωνούνται σαν ένας φθόγγος, αφού το σύμφωνο γ χάνεται (βάια = βάγια, πλάια = πλάγια, μάια = μάγια).

• Όταν ύστερα από το ι (η,υ,ει,οι) και το ε (ε,αϊ) ακολουθεί άλλο φωνήεν, τα 2 φωνήεντα προφέρονται μαζί κι ένα γ αναπτύσσεται πριν απ' αυτά (άδγιος = άδειος, σάπγιος = σάπιος)

• Τα 2 γειτονικά φωνήεντα μπορεί να οδηγούν σε συναίρεση (δεκάξι = δεκαέξι), τρώτε = τρώετε, τρώγετε). Στα ρήματα προτιμάται ο ασυναίρετος τύπος στο πρώτο και τρίτο ενικό πρόσωπο (αγαπάω, αγαπάει).

• Η έκθλιψη είναι πολύ συχνή (τς ανθρώπς). Αλλού όμως παραλείπεται (του αμπέλ' = το αμπέλι, όχι τ' αμπέλι, του άσπρου πανί = το άσπρο πανί).

• Η κατάληξη -ει του δεύτερου ενικού προσώπου των ρημάτων στην ενεργητική φωνή αποβάλλεται (γράφ'ς = γράφεις). Κάποτε όμως ο δίφθογγος αυτός διατηρεί μια πολύ αδύνατη και γρήγορη φωνή ί, όπως στα: πίν(ι)ς, θέλ(ι)ς. Σε κάποιους βλάχους-σκηνίτες συναντούσες το τραχύ θέλς, πινς.

• Το τρίτο πληθυντικό πρόσωπο της ενεργητικής των ρημάτων μετά την αποβολή του ου και της μεταβολής του ε σε ι γίνονται έτσι: έχ'νι = έχουνε= έχουν.

• Συχνά αποβάλλονται φωνήεντα από τον κορμό της λέξης (όπως αναφέρεται παραπάνω) αλλά γίνεται και κράση φωνηέντων (πούντος = που είναι 'τος, σόπαιρνα = σου έπαιρνα).

• Με τις αποβολές ή συνιζήσεις μοιάζει να τονίζονται οι λεξεις πιο πίσω από την προπαραλήγουσα (κάθ'σαμε = καθίσαμε, έπιασαμι = επιάσαμε).

• Στα κείμενα της εποχής της Τουρκοκρατίας συναντούμε το δίγραμμα τζ (έτζι, τζοπάνος) στη θέση της γραφής και της προφοράς του τσ (έτσι, τσοπάνος).

Σημείωση συγγραφέα: Η φθορά και η αλλοίωση των γλωσσικών στοιχείων κατά την προφορά σε κάποια απόμερα χωριά της Ρούμελης ήταν τόσο μεγάλη σε παλιότερα χρόνια, ώστε ακούοντας μια συνομιλία γερόντων χωρικών νόμιζες πως άκουες ξένη γλώσσα.

Παίζοντας χαρτιά, ρωτούσε ο ένας τον άλλον: "τς έεις τ'ς ασ' ;" (= τους έχεις τους άσσους;). Κι άλλος ρωτούσε πάλι: "Πραζ αν τ'ράου;" (=πειράζει αν τηράω;).

Κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας αλλά κι ως τις αρχές του αιώνα μας κάποιες συντεχνίες (ραφτάδες, μαστόροι-οικοδόμοι) και κοινωνικές ομάδες (γύφτοι, σκηνίτες-βλάχοι, ντάληδες των Αγράφων) είχαν τα δικά τους συνωμοτικά λεξιλόγια (γλωσσάρια), που τα χρησιμοποιούσαν τα μέλη τους στις μεταξύ τους σχέσεις. Διάδοση είχαν σε ειδικές περιπτώσεις και τα "κορακίστικα". Αυτά δεν είχαν πάντοτε δικό τους λεξιλόγιο. Οι κοινές όμως λέξεις γίνονταν ακατάληπτες από τους αμύητους ακροατές γιατί παραποιούνταν με την παρεμβολή μεταξύ των συλλαβών τους ενός συμφωνημένου προσθήματος. 

(από τον αείμνηστο εκπαιδευτικό , συγγραφέα και δημοσιογράφο Χαρίλαο Μηχιώτη (1914-2012) - ο οποίος υπήρξε και γραμματέας του ΕΑΜ Ανατ. Τυμφρηστού και καπετάνιος του ΕΛΑΣ - μέσα από το παλιό εξαιρετικό σύγγραμά του με τίτλο "Τυμφρηστός και Τυμφρήστιοι", εκδ. Κασταλία)

ΥΓ : οι υπογραμμίσεις στο κείμενο είναι δικές μας, όπως και η συνοδευτική φωτογραφία.


blog "Ευρυτάνας ιχνηλάτης"


12 σχόλια:

  1. Πάντοτε μας χαρίζεις ενδιαφέροντα θέματα.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Η ντόπια παλιά προφορά του λαού μας είναι κάπως βαριά με μια μουσική χροιά που μοιάζει με την αντήχηση από τους γύρω πολύμορφους βουνίσιους όγκους, τις βαθιές ρεματιές, τα πυκνά δάση και τα κελαρυστά πλούσια νερά.

    Ακριβως αυτο.!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Η ντοπιολαλιά... μέγας διδάσκαλος!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Αμ και αυτά είναι σημαντικά και πρέπει να έχουμε μια στάλ ιδέα.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Πολύ ωραίο το θέμα αλλά η φωτογραφία με έκανε να δακρύσω.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  6. Η ανάλυση των γλωσσικών ιδιωμάτων.........έχει μια ξεχωριστή μαγεία!!!!!!!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  7. "Πραζ αν τ'ράου;" συχνά αυτό το ωραίο blog;; χα, χα, χα μπράβο ιχνηλάτη.
    Σ.Μ.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  8. Σημαντική ανάρτηση, ιδιαίτερα για όσους ασχολούνται με τη γλώσσα ή την έχουν επαγγελματικό εργαλείο πχ. δάσκαλοι.
    Όσοι έχουμε μεγαλώσει σε χωριά αντιλαμβανόμαστε «τα ψυχολογικά στοιχεία τής αποφυγής τού συγκεκριμένου, απόκρυψης νοημάτων και συνωμοτικής διάθεσης…»!
    Και πλήθος αρχαίων λέξεων κρυμμένων μέσα στις συγκοπές των φωνηέντων. Άκουγα από μια γιαγιά το απκάζου= απεικάζω, αρχαία λέξη= συμπεραίνω.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  9. Κοίτα να δεις τώρα εδώ ένα σπουδαίο μάθημα, το οποίο έπρεπε να περάσει σαν κεφάλαιο, μέσα από την εκπαιδευτική μας βαθμίδα.
    Γλωσσολογία και αναζήτηση εξηγήσεων πάνω στις ντοπολαλιές της πατρίδας μας. Πολύ ιδιαίτερο, σημαντικό και βοηθητικό για να κατανοήσουμε μια σειρά πράγματα.
    Ευρυτάνα, ευχαριστούμε πολύ για αυτό το θησαυρό γνώσης.
    Την καλησπέρα μου.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  10. Σα ν'άκουγα τη θειά μου τη Μερόπη (προφορά: Μιρόπ!) και τη γιαγιά μου Χρησηϊδα (προφορά "Χρυσάϊδω" και επί το αυθεντικότερο ...."Κσάϊδου"!-έτσι, για να σας πέσουν τα μαλλιά) να μιλάνε μεταξύ τους στα ....μεσολογγίτικα! Σημείωση η γιαγιά μου αλλά και ο παππούς μου από τη μάνα μου, μεσολογγίτες, είχαν αλβανικές ρίζες, όπως μαρτυράνε τα αλβανικά επώνυμά τους. Στο καθημερινό τους χρησιμοποιούσαν πολλά αλβανικά λεξήματα, όπως το "κιο", που σημαίνει "αυτό εδώ", και για το κορίτσι η "τσούπα" και στο ρουμελιώτικο ιδιόλεκτο "το τσ'πί" (=το τσουπί).
    Από την άλλη, η άλλη μου γιαγιά, από τον πατέρα μου, καταγωγή αυτή από αλβανώνυμο χωριό (σύνορα Αρκαδίας-Μεσσηνίας/βορείου Ταϋγέτου), αλλά αυτή με ελληνικό όνομα μιλούσε ελληνική χωρίς τις συγκοπές/εκθλίψεις/συγχωνεύσεις, τονίζοντας όλες τις συλλαβές και αλλάζοντας συχνά το -ε- στα ρήματα με το -ου-, δηλ.: "να πάρουτε" αντί "να πάρετε". Αλλά στον Βόρειο Ταϋγετο, από όπου ο άντρας της και παππούς μου, επιζούσαν πολλές σλαβικές εκφράσεις. αποτέλεσμα: Η γιαγιά μου, που την άκουσα με τα αυτιά μου γιατί κι αυτήν την πρόλαβα, χρησιμοποιούσε αλβανικές, σλάβικες, αλλά και ...ομηρικές εκφράσεις! Αντί για το "όλος" και "όλοι" έλεγε "ούλος" και "ούλοι", όπως στην Ιλιάδα! Αλλά την λεκάνη την έλεγε "λυμπί" όπως και τον λάκκο "λούμπα", σλάβικα. Μια παρένθεση: Στην βόρεια Μεσσηνία/Ταύγετο (δεν ξέρω αν κι αλλού) το φωνήεν -υ- προφερόταν σαν ανοιχτό -ου- με απόκλιση προς το -ι-, όπως διασώζεται στην Γαλλική γλώσσα (υ-γκρέκ), σουφρώνοντας τα χείλια. Αυτό ήταν μάλλον επιβίωση αρχαϊκής προφοράς.Τον αδέξιο τον αποκαλούσε "αρούκατο" (στα σλάβικα το χέρι λέγεται "ρουκά"...) κι έτσι τον λέγαμε και τα πιτσιρίκια στην Καλαμάτα - αυτό ήταν διαδεδομένο στην περιοχή. Και κάτι άλλο, που θυμάμαι: Η προφορά είχε έναν προσωδιακό τόνο, τα μακρά συχνά ξεχώριζαν από τα βραχέα και η ομιλία ήταν αργόσυρτη. Αυτό συνέβαινε και στα μεσολογγίτικα και στα παλαιά ζακυνθινά, που επίσης πρόλαβα να ακούσω. Κάθε ντοπιολαλιά βέβαια είχε τη δική της προσωδία, δεν υπήρχε περίπτωση να μπερδέψεις τους μουσικούς τόνους - ήταν διαφορετικοί.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  11. Τι μου θύμισες, τώρα, ακόμη, Ιχνηλάτη! Το πιθάρι (ελληνικό) το λέγαμε και "κιούπι" (μάλλον τούρκικο). Η γιαγιά έλεγε στη θειά μου "σάρωσε" και όχι "σκούπισε"!
    Μια φορά, που με είδε ανεβασμένο επικίνδυνα σε μια κλάρα, μου φώναξε επιτακτικά "ροβόλα κάτω"! Αυτό το ρήμα, "ροβολάω" είναι ένα πονοκέφαλος για τους γλωσσολόγους, γιατί διαβάζω στον Τριανταφυλλίδη: "άγνωστης ετυμολογίας"! Τον σκύλο τον τάϊζε και μετά τον έστελνε στη "γράνα" του αυλόκηπου. "Γράνα", σλάβικο, = όριο, σύνορο, δηλαδή στο φράχτη! Μιλάγαν έναν "αχταρμά" από λέξεις ελληνικές, ενίοτε και ομηρικές, σλάβικες, αλβανικές ("αρβανίτικες"), τσακώνικες, τούρκικες, αραβικές, βενετσιάνικες...

    ΑπάντησηΔιαγραφή


  12. Ευχαριστούμε πολύ για τις επισκέψεις και τα εξαιρετικά σας σχόλια.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Τα σχόλια-γνώμες εκφράζουν αποκλειστικά τους συντάκτες τους.