«-Ελάτε να πλάσουμε έναν λαό!», καλεί ο Παιδαγωγός Ιδεολόγος Μαρξιστής, Μιχάλης Παπαμαύρος, τους σπουδαστές του Παιδαγωγικού Φροντιστηρίου Καρπενησίου, τη μέρα της Ορκωμοσίας τους, Σεπτέμβρη του 1944, στο Τροβάτο Ευρυτανίας.
Ονειρεύονται όλοι μια Ελλάδα ελεύθερη. Εκεί που δεν πατά το ποδάρι του κατακτητή ανοίγουν τα σχολειά κι ένας καινούργιος κόσμος πρωτοχτίζεται. Παίρνουν τα γενναία Αετόπουλα την πλαστελίνη να πλάσουν τη ζωή τους κατά πώς θέλουνε. Μα η ιοβόλος Λερναία Ύδρα του άνυδρου καπιταλιστικού συστήματος καραδοκεί.
Ανασκαλεύω στης Μνημοσύνης τα τρίστρατα σημάδια γραπτά από τους πεφωτισμένους Δασκάλους της εποχής εκείνης και θρηνώ.
Κλαίω για το Όνειρό τους που χάθηκε, στους λαβύρινθους της δοκησισοφίας, της ημιμάθειας, της εκμετάλλευσης, ξεστρατίζοντας στων καιρών τ’ αλισβερίσια. Σβήστηκε απ’ τον πίνακα των Ιδανικών με το σφουγγάρι της στυγνής επαγγελματοποίησης, του ωχαδελφισμού, του άκρατου κρατικού παρεμβατισμού να δημιουργεί υπηκόους, πιστούς «τοις ‘κείνων ρήμασι».
Κλαίω για την κατάντια των σχολειών που έγιναν δεσμωτήρια δωδεκαετούς φυλακής. Στρούγκιαζαν αθώες ψυχές, ανθοστολισμένες με αρίφνητα «γιατί», σε τμήματα με μοναδικό κριτήριο το πρώτο γράμμα του επιθέτου τους. Τις παρέδιδαν σε δασκάλους ανεπαρκείς, ανέραστους παιδείας, ανίκανους να σταλάξουν λίγη αγάπη στις διψασμένες καρδιές, με πολλούς εξ αυτών να αδημονούν πότε θα τελειώσει το ωράριό τους για να ξεχυθούν προς άγραν φροντιστηρίων….
Κλαίω για τα παιδιά του τελευταίου θρανίου που τα ‘λεγαν «αλήτες» και δεν βρέθηκαν δυό χέρια να τ’ αγκαλιάσουν, να τους ανοίξουν το κελί της ανασφάλειας, του φόβου, της οδύνης για να δραπετεύσουν.
Κλαίω για τα χαμένα 45λεπτα που δεν προλάβαινα να μιλήσω για όσα έκρυβαν οι μεγαλοσχήμονες ναφθαλινοκουκουλωμένοι προϊστάμενοι, υπηρέτες χατζιαβατίζοντες της δεξιάς προπαγάνδας,οι κομπορρημονούντες για την αναμόρφωση της διάπλασης των παίδων.
Κλαίω για την πληθώρα άχρηστων σελίδων που υποχρέωναν τα παιδιά να τις παπαγαλίζουν για να διαπρέψουν στις μινωταυρικές εξετάσεις.
Κλαίω για τους γονείς-δεσμώτες στις γαλέρες του καταναλωτισμού και του φαίνεσθαι , οι οποίοι παίξανε στα ζάρια τον πολύτιμο χρόνο με τα παιδιά τους, κυνηγώντας το χρήμα που θα τους έδινε το εισιτήριο για μια ζωή φτιασιδωμένη και παρφουμαρισμένη σαν εταίρα πολυτελείας. Δαναΐδες σύγχρονες να κουβαλούν σε τρύπια πιθάρια το νερό της ανυπαρξίας τους.
Κλαίω για τις μανάδες που με παρακαλούσαν να προβιβάσω το βλαστάρι τους λέγοντας: «Δεν έχουμε απαιτήσεις! Έναν καθηγητάκο θέλουμε να τον κάνουμε!» .
Κλαίω για όσα παιδιά μου δεν μπόρεσα να σώσω από τους δαίμονες του σκοταδισμού και βρέθηκα ν’ ακουμπώ στο φέρετρό τους μια ολοφυρόμενη «συγγνώμη!»
Κλαίω για την Κραυγή της αδερφής του Βαγγέλη, που λίγο πριν τον γάμο του τον έφεραν νεκρό: «- Κυρία, στη μνήμη του μην ξανακόψετε μαθητή και χάσει τη χρονιά του!!»
Καρφώθηκαν τα λόγια σε νου και καρδιά κι έγιναν «οίακας ελπιδοφόρος» στην πορεία μου την εκπαιδευτική.
Κλαίω για τους Αγώνες για μια καλύτερη Παιδεία, για να γίνουν τα σχολειά κυψέλες ανθρωπιστικής αγωγής, για να παταχτεί η παραπαιδεία, για να διοριστούν οι εκπαιδευτικοί, να μην σέρνονται κάθε χρόνο ζητιανεύοντας μια θέση ωρομίσθιου, σκορπίζοντας το είναι τους κουρελάκι εδώ κι εκεί.
Κλαίω, γιατί επαληθεύτηκαν τα λόγια του Εμμανουήλ Ροίδη στα 1895, στο παραμύθι «Η Μηλιά», όπου ο βασιλιάς αγάπησε τη φτωχή κοπέλα και για την ευχαριστήσει τοποθέτησε σε θέσεις καίριες τους δικούς της. Τον γέρο πατέρα της, όμως, που ήταν αγράμματος και δυσκολοβόλευτος δεν ήξερε πού να τον διορίσει. Μόνο, όταν πέθανε ο Υπουργός Παιδείας, τον έβαλε στη χηρεύουσα θέση: «Σώζεται ακόμα εις πολλά μέρη η συνήθεια να δίδεται εις τον πλέον αγράμματον το Υπουργείον της Παιδείας».
Διάβηκαν τα χρόνια και πνίγηκαν τα «θα» στη θάλασσα του ωφελιμισμού.
Έστριψε στ’ αδράχτι της η Κλωθώ ιστορίες χιλιάδων παιδιών, τράβηξε η Λάχεση «λαχνούς» από την ασπρόμαυρη κάλτσα της ζωής, ακόνισε τα ψαλίδια της η Άτροπος επί δικαίων και αδίκων.
Μα κάθε Τρυγητή ανοίγουν οι πύλες των σχολείων. Στολίζονται τα «μαναράκια» μας και ξεκινάνε για το ταξίδι τους στη γνώση, ανταλλάσσοντας στο διαδίκτυο μηνύματα, καρδούλες, χαμόγελα, φατσούλες στραβομουτσουνιασμένες στη συμβουλή «καιρός για μελέτη!» .
Έτσι, και στη σύναξη των «μελισσόπουλων» στις 11-9-2023, στον προαύλιο χώρο δημοτικού σχολείου του Καρπενησίου, ειπώθηκε από μικροφώνου: «Τώρα ξεχνάτε παιχνίδια και διακοπές και στρώνεστε στο διάβασμα….. Τώρα πρέπει να σκύψετε το κεφάλι…. να γίνετε επιστήμονες!!!!»
Κλαίωωωωωωωω….
Κι οργίζομαι………….
Μ’ ένα δάκρυ μου ποτίζω την ευχή να βρεθούν στο μέλλον πολλοί μαθητές που θα πουν στους σοφολογιώτατους από καθέδρας παντογνώστες:
- Σώπα, δάσκαλε! Ν’ ακούσουμε το πουλί.
Βλέπω το πρωτάκι που δεν θέλει να πάει στο σχολείο και του σιγοτραγουδώ τους στίχους του Ηλία Κατσούλη :
-«Ένας μικρός Σεπτέμβρης βάζει τα κλάματα
που στο σχολειό τον πάνε να μάθει γράμματα.
Θέλει να παίξει ακόμα με τ’ άστρα τ’ Ουρανού
πριν έρθουν πρωτοβρόχια και συννεφιές του νου»
Αφιερωμένο σ’ όλους τους Δασκάλους Αντάρτες, με την Αστραπή στο μάτι και το Φως στην καρδιά, που τίμησαν το λειτούργημα στην Κατοχή και σε όσους συνεχίζουν το έργο που χάραξαν Εκείνοι…….