Από την Κρικελλιώτισσα "Ακευσώ"
για τους αναγνώστες του blog "Ευρυτάνας ιχνηλάτης"
«Τα βουνά τα βαρύθυμα, τα μαστοφόρα…»
(Οδυσσέας Ελύτης)
Ο Αύγουστος ερωτοτροπεί με τις τελευταίες του μέρες στον θρόνο του Δωδεκάμηνου, ψάχνοντας να βρει τους ερωτευμένους στον βράχο να φιλιούνται…..
Ξαμολιέται γυμνός στους κάμπους τους ζαλερούς… Χαριεντίζεται παιχνιδιάρης με της αύρας τη δροσοπηγή, στου Κρικελλοπόταμου τους βούραγκες…
Γητευτής της ονειροφαντασιάς παίζει κρυφτό με τη φεγγαρομάτα νυχτιά, στα «βουνά τα βαρύθυμα, τα μαστοφόρα»…
Οι πόλεις απόμειναν ορφανές να κλαίνε τη μοναξιά τους στα τσιμεντένια τους μνημούρια.
Τα χωριά έγιναν καταφύγια για τους αναζητούντες λίγη ξεγνοιασιά, τους διψώντες για νερό της βρυσομάνας, τους πεινώντες για μια μπουκιά απ’ τον ξυλόφουρνο της γιαγιάς, τους αναζητούντες ένα ξάγναντο για να μετρήσουν τ’ αστέρια της ψυχής τους.
Γέμισαν οι πλατανοθροΐζουσες πλατείες γέλια κι αρίφνητες θύμησες. Αντιλάλησαν τα βουνά κλαρίνου παντρολογήματα με του βιολιού τα τέλια. Στέναξαν τ’ αλώνια του χορού με ποδοκροτήματα που άδειαζαν στη γη έγνοιες και χλιμάρες. Σ’ έναν κύκλο συντροφεμένο με σφιχταγκαλιασμένα τα χέρια, στροβιλίζονται η σύμπνοια, η συναδέλφωση, η χαρά. Για λίγες ώρες! Άρρηκτος ο δεσμός, όσο βαστάει η νότα, ν’ αχολογάει στο ψυχοπονιάρικο κάλεσμα μιας βραδιάς!! Φώτα, παραγγελιές, σαμπάνιες, ζητωκραυγές…
Την ώρα που βουνά μοιρολογάνε το τέλος τους, παραδομένα στης φωτιάς τον όλεθρο.
Την ώρα που οι φτερωτοί κάτοικοί τους, τα ζαρκάδια τους, τα ερπετά τους, σταίνουν τον δικό τους πυρρίχιο για να σωθούν.
Την ώρα που οι πανηγυριώτες προσεύχονται να μην βρέξει και τους χαλάσει τη μόστρα μιας πρόσκαιρης ευτυχίας, οι πυρόπληκτοι γονυπετείς παρακαλάνε τον Άγιο Αύγουστο ν’ ανοίξει τις κάνουλες τ’ ουρανού για να σβήσουν τον θάνατο.
Το διαδίκτυο στις δόξες του!!! Ένας αλλοσούσουμος πίνακας ειδήσεων, ετερόκλητων εικόνων, πασπαλισμένων με μια γερή δόση ωχαδερφισμού, σε μια γιγάντια κακοφτιαγμένη, μισοκαμένη κορνίζα, φέρουσα, κάτωθεν, επιγραφή:
«Των οικιών ημών εμπιπραμένων, υμείς άδετε»
Κι ο χορός καλά κρατεί. Στην προ του καλοκαιριού παντέρμη Ευρυτανία, τώρα, όπου παγγύρι και χαρά, οι πάσης φύσεως Πιλάτοι, Αρχιερείς και Φαρισαίοι, Προύχοντες και Κοτζαμπάσηδες, πρώτοι και καλύτεροι!!! Πακεταρισμένοι σε ατσαλάκωτες φορεσιές, φωτογραφίζονται και μοιράζουν χάντρες και καθρεφτάκια στους υπηκόους. Χαμογελούν αυτάρεσκα, διαβάζοντας τα σχόλια χατζιαβατιζόντων παρακαθήμενων:
«Σήμερα έχομεν την τιμή να παρευρίσκεται στο χωριό μας ο …….η …………»
Ένα χωριό, που αυτοί, ανακαινισμένοι δήμιοι, για δέκα μήνες τον χρόνο το ενταφιάζουν στην ερημιά του, άπνοο κι άλαλο. Ένα χωριό, που αυτοί οι κενόδοξοι ηγετίσκοι του κάρφωσαν όλα τα καρφιά στον σταυρό της ορφάνιας του και ξόριασαν τους νέους του στα τετραθέμελα της οικουμένης.
2024!
Κατακαημένη μας πατρίδα!
Γυαλίζουν οι βιαστές των βουνών μας τις φαρμακωμένες ερπύστριες μηχανοκίνητων εξολοθρευτών.
«Πεντεφάδες και διπλοχέστηδες» μοστράρουν «πράσινα άλογα» στον φωτοβολταϊκό καθρέφτη μιας δήθεν πράσινης ανάπτυξης!!!!! Υποθηκεύουν δημόσια γη στον απύθμενο κορβανά της ανθρωποσπαράσσουσας Κεφαλαιοκρατίας, υποσχόμενοι «δωρεάν ρεύμα στις ευπαθείς ομάδες!!» Συστηματικά οδηγούν στην εγκατάλειψη της σποράς και της πρωτογενούς παραγωγής και εκμεταλλεύονται τα στείρα πια χωράφια μας για να μετατρέψουν την ηλιοστάλαχτη πατρίδα μας σε «μπαταρία» της Ευρώπης.
Ήγγικεν η ώρα να στείλουμε «ες κόρακας!!» τους εχθρούς της Μάνας- Γης. Αυτούς που δεν έστησαν ποτέ τ’ αυτί τους στο χώμα, να συνομιλήσουν με τα χτυποκάρδια του, ν’ αφουγκραστούν λιγύφθογγους ήχους του, να νοιώσουν την περπατησιά των Πρωτομαστόρων της Λευτεριάς, των Ανυπότακτων της Ανταρτοσύνης, που πάλεψαν και μάτωσαν πάνω του, για μια καινούργια γέννα.
Οι απανταχού κολασμένοι-αεροβάτες βγαίνουμε στους δρόμους.
Γράφουμε στους τοίχους του Οδυσσέα Ελύτη λαλιές:
«Τα θεμέλιά μου στα βουνά…..»
Αφήνουμε το βλέμμα μας να σκαρφαλώνει στ’ Άγραφα, στα Βαρδούσια, στη Σαράνταινα, στη Χελιδόνα, στην Οξιά…..
Καλημερίζουμε τους Ιεροφάντες της Τέχνης που έταξαν τη ζωή τους να υμνολογούν τα βουνά.
Γαληνεύουμε εστιάζοντας στη φωτογραφία του Μάριου Αποστόλου, που «οργώνει» την ανταρτομάνα Ευρυτανία, απαθανατίζει τις ομορφιές της, αποκρυπρογραφεί τα μυστικά της, χαρίζει λαλιά στα θωμαστά, μας βαπτίζει κοινωνούς, σε όσα αυτός βλέπει μέσα απ’ τη μαγεία του φακού του.
Ήταν ένα διαλεχτό άρθρο από την "Ακευσώ του Κρίκελλου"