![]() |
Λάστοβο (Χελιδόνα) Ευρυτανίας |
Ένα έντυπο διαμάντι κοσμεί την προσωπική μας βιβλιοθήκη. Τίτλος του: "Χάραμα Καισαριανής" (εκδ. Μετρονόμος) και συγγραφέας του ο Ευρυτάνας συμπατριώτης μας ιατρός καρδιολόγος (συγγραφέας και συνθέτης) Γιάννης Τσιαντής από το Λάστοβο (σημερινή Χελιδόνα).
Ένα διαλεχτό βιβλίο, που όπως διαβάζουμε στο οπισθόφυλλό του, αποτελεί ένα "Χρονικό της κατοχικής Αθήνας και κυρίως της Καισαριανής, μέσα από ορόσημες αλλά και παραμερισμένες σελίδες της ιστορίας, όπως ζυμώθηκαν και χαράχτηκαν στα προσφυγικά, στις μάχες των γειτονιών, στις ταβέρνες, στα εκτελεστικά αποσπάσματα και στα φριχτά μπουντρούμια της Κομαντατούρ. Ένα θυμίαμα από αίμα και μελάνη μιας εποχής σκληρής επιβίωσης και θυσιαστικής αντίστασης με άσημους, γνωστούς και μυθοπλαστικούς πρωταγωνιστές που διατήρησαν σαν ιερό κειμήλιο τον κυτταρικό μας πολιτισμό... την Ελευθερία, την Αλληλεγγύη, το Γλέντι και το Σεβντά!"
Μέσα από αυτό το βιβλίο (σημειωτέον ότι συνοδεύεται και από ένα cd με υπέροχα τραγούδια) το οποίο προτείνουμε ανεπιφύλακτα και στους δικούς μας αναγνώστες, ιχνηλατήσαμε και σας παρουσιάζουμε, από τις ηλεκτρονικές σελίδες του "Ευρυτάνα ιχνηλάτη", ένα ξεχωριστό κεφάλαιο που αναφέρεται στον τόπο μας, στην ψυχική μεγαλοσύνη των ανθρώπων του και στην έμπρακτη αλληλεγγύη του στα αγωνιζόμενα παιδιά του...
Απολαύστε το:
*****
Λάστοβο Ευρυτανίας...
Ο Άρης και οι αντάρτικες ομάδες του κατάφεραν να συντρίψουν τις Ιταλικές δυνάμεις κατοχής της Ευρυτανίας, μόλις σε διάστημα δέκα μηνών από την κήρυξη του απελευθερωτικού αγώνα στις 7 Ιουνίου του 1942 στη Δομνίστα. Οι Ιταλοί εγκαταλείπουν το Καρπενήσι στα τέλη Απριλίου του 1943.
Μετά από ένα δεκάμηνο σερί επιτυχημένου ανταρτοπόλεμου στην ευρύτερη περιοχή - όπως η συντριβή του ιταλικού καταδιωκτικού αποσπάσματος στη Ρεκά, η κατατρόπωση της Ιταλικής φάλαγγας στο Κρίκελλο, τη συμμετοχή στο θρυλικό σαμποτάζ της ανατίναξης της Γέφυρας του Γοργοποτάμου, την εξόντωση της Ιταλικής εμπροσθοφυλακής στο Χρύσω, την περίφημη μάχη του Μικρού χωριού και άλλα - η Ευρυτανία ανέπνεε και πάλι.
Οι ντόπιοι ζωοκλέφτες και οι πλιατσικολόγοι τιμωρούνταν πλέον παραδειγματικά από τους αντάρτες. Σε αυτόν τον μικρό τόπο έπνεε και πάλι ο γνώριμος άνεμος. Αυτός του οξυγόνου και της λευτεριάς.
Η Ευρυτανία άρχισε να αυτοδιοργανώνεται και να αποτελεί το ντόμινο προπύργιο μιας Ελεύθερης Ελλάδας. Ο ΕΛΑΣ είχε λάβει πλέον μυθικές διαστάσεις σε όλες τις γωνιές της χώρας. Αποτελούσε το σημαντικότερο αντιστασιακό στράτευμα. Τα αντάρτικα σώματα αυξανόντουσαν διαρκώς από άντρες και γυναίκες που κατατάσσονταν ο ένας μετά τον άλλον, δίνοντας όρκο βαρύ με υψωμένη την αριστερή γροθιά τους…
![]() |
Ο Άρης με αντάρτες ΕΛΑΣίτες |
"Ορκίζομαι στον ελληνικό λαό και τη συνείδησή μου, ότι θ' αγωνιστώ έως την τελευταία σταγόνα του αίματός μου για την πλήρη απελευθέρωση της Ελλάδος από τον ξενικό ζυγό. Οτι θ' αγωνιστώ για την περιφρούρηση των συμφερόντων του ελληνικού λαού και την αποκατάσταση και κατοχύρωση των ελευθεριών και όλων των κυριαρχικών δικαιωμάτων του. Για τον σκοπό αυτό θα εκτελώ ευσυνείδητα και πειθαρχικά τις εντολές και οδηγίες των ανωτέρων οργάνων και θ' αποφεύγω κάθε πράξη που θα με ατιμάζει σαν άτομο και σαν αγωνιστή του εργαζόμενου ελληνικού λαού".
Το Λάστοβο αποτέλεσε ένα ασφαλές λημέρι και κρησφύγετο για τους αντάρτες. Ένα χωριό άγονης γραμμής σκαρφαλωμένο σε χαράδρες και απλάγια, περιτριγυρισμένο από κορυφογραμμές και διάσελα.
![]() |
Το Λάστοβο από ψηλά! |
Η πείνα στα περισσότερα χωριά δεν έμοιαζε με το λιμό των μεγάλων αστικών κέντρων. Εκείνη την περίοδο, κάποια σπίτια είχαν από μια γέρικη κατσίκα που τους πρόσφερε λίγο ξινόγαλο και μια χούφτα τυρί στραγγισμένο σε τσαντήλα. Τα λιγοστά χωράφια είχαν σπαρτά από καλαμποκιές για να μπορούν να έχει η κάθε φαμελιά μισό καρβελάκι ψωμί, τη λεγόμενη μπομπότα. Στις πεζούλες όμως κρέμονταν αυτόφυτα τα αμπέλια με τον «σκυλοπνίχτη». Ένα είδος κόκκινου σταφυλιού με πλούσιο χρώμα, έντονο άρωμα και μια στιφάδα που σε χόρταινε μέθη και τσαμπουκά. Το κρασί ήταν το χρυσάφι και το γιατρικό του κάθε σπιτιού. Οι ξύλινες κάδες στα κατώγια είχαν δυο μέτρα ύψος, σαν τους κατοίκους του χωριού που παρά το μικρό τους μπόι είχαν μεγάλο ανάστημα.
Όπως εκείνη η Παπαδογιώργαινα με το αυστηρό της βλέμμα και τα στακάτα λόγια που άνοιγε το σπιτικό της στους αντάρτες για να ξαποστάσουν. Μήτε οι αρματωσιές, μήτε τα φυσέκια την έσκιαζαν και την μπόδαγαν για να τα «χώνει» κοφτά και στα μούτρα, τα καλά μα και τα στραβά.
Γιατί σε φωνάζουν Παπαδογιώργαινα και όχι με το όνομά σου;
Της είπε ο Άρης με σοβαρό ύφος καθώς άπλωνε τα φυσεκλίκια και την κάπα του στην αυλή του σπιτιού.
-Γιώργος είναι ο άντρας μου. Ο Αμερικάνος. Έφυγε το ’20 για το Νιουργιόκι, μπας και προκόψει τη φαμίλια μας. Τώρα με τον πόλεμο κόπηκε το δολάριο από Αμέρικα και τα θρέφω μονάχη μου τα παιδιά. Έμεινα ξοπίσω με τον πεθερό. Παπάς και δάσκαλος. Θεός σχωρέστον. Τον χάσαμε πριν μερικούς μήνες.
-Και πως τα βγάζεις πέρα Κατερίνη;
-Όπως όλοι μας. Να ‘ ναι καλά τα χέρια και το κρασί μας. Να σε φιλέψω μια στάλα ή παριστάνεις τον ακατάδεκτο;
-Αμέεε
Απάντησαν με μιας όλη η ομάδα.
![]() |
Ο θρυλικός Πρωτοκαπετάνιος του ΕΛΑΣ Άρης Βελουχιώτης |
Θα σας φέρω ρε καημένα, αλλά και θα πιείτε και θα λουστείτε με δαύτο!
Ο Άρης χαμογέλασε. Η Κατερίνη έφερε το κατρούτσο με το κοκκινέλι και κέρασε τους άντρες. Παραδίπλα τους άφησε μια σκάφη γεμάτη με βραστό νερό και μια νταμιζάνα με ξύδι.
-Εγώ πάω μέσα. Πιείτε μονοκοπανιά ένα ποτηράκι και μετά ξεβρακωθείτε. Λουστείτε με τη νταμζάνα και ρίξτε τα ρούχα σας μες τη σκάφη. Ψείρες και κοριοί δεν αντέχουν το μεθύσι.
Η Παπαδογιώργαινα είχε το χούι να φιλεύει, να δωρίσει και να βοηθάει όποιον είχε ανάγκη, ανεξάρτητα με τα πολιτικά πιστεύω του, ακόμα κι αν το στερούτανε η ίδια και η φαμελιά της. Λες και δεν υπήρχε πόλεμος για εκείνη. Ειδικά προς τα κοριτσόπουλα και τις γυναίκες γινόταν χαλί και πέτρα. Πριν μισό χρόνο είχε χάσει το μεγάλο της κορίτσι, που λίγο πριν πεθάνει της άφησε εντολή να μεγαλώσει σα δικό της το τρίχρονο παιδί της. Μια αλλόκοτη ασθένεια με υψηλό πυρετό που δεν την έπιανε ούτε κομπρέσες, ούτε φάρμακα. Το πρόσωπο και το κορμί γέμιζε καθημερινά με μεγάλες φουσκάλες πύου και έλκη που πρόδιδε την υπόνοια κάποιου «απαγορευτικού» αφροδισιακού νοσήματος της εποχής. Η κόρη της είχε αποκτήσει ένα παιδί από τον άντρα που ερωτεύτηκε και στεφανώθηκε, ο οποίος περιπλανιότανε στα βουνά ως αντάρτης.
![]() |
Η Παπαδογιώργαινα (Αικατερίνη Τσιαντή) με το σύζυγό της Γεώργιο Τσιαντή |
Η Κατερίνη μεγάλωνε το παιδί με θαλπωρή και περίσσεια περηφάνιας. Δεν σήκωνε κουβέντες και κουτσομπολιά για το θάνατο της κόρης της. Τους έπαιρνε ο διάολος ή καμιά γερή ματσουκιά από εκείνο το σιδερένιο ξυθάλι, σαν άκουγε πειράγματα. Της σέβονταν μα και την φοβόντουσαν όλοι στο χωριό. Ειδικά οι γυναίκες την είχανε σαν μάνα, σαν αδελφή, σαν εκείνη τη γυναίκα της Πίνδου που ζαλιγκονότανε όλα τα βάρη του πολέμου.
Σε τούτο το χωριουδάκι και σε εκείνο το σπίτι της Παπαδογιώργαινας στήθηκε και η πρώτη αντιστασιακή εφημερίδα της ευρύτερης περιοχής.
«Η ΦΩΝΗ ΤΩΝ ΑΝΤΑΡΤΩΝ».