ΟΙ ΜΥΘΟΙ ΜΕ ΑΛΛΗ ΜΑΤΙΑ
Ένα υπέροχο λαογραφικό αφιέρωμα
από τον συμπατριώτη μας "Λευτέρη Πίνδο"
για τους αναγνώστες του blog "Ευρυτάνας ιχνηλάτης"
«Ο σφέλ'ς δε μας ξέσυρε τον τσέπο, τι ράπο να ραπίσουμε;», (Ο νοικοκύρης δε μας έδωσε χρήματα, τι δουλειά να του κάνουμε;).
«Βούζιος, μη ξυφλιάς, τουλίζ’ ου μπαρός», (Σιωπή, μη μιλάς, ακούει το αφεντικό).
Με αυτά τα παράξενα λόγια ξεκίναγε η κατασκευή των γεφυριών και συνεχιζόταν με μυστήριες παραγγελίες από τους «μάγους» της πέτρας, τους μαστόρους. Ζήταγαν ασπράδια χιλιάδων αυγών, τρίχες από πρόβατα, παλιά κεραμίδια και γίδες σιούτες. Βέβαια εάν λοξοκοίταζαν την γυναίκα του πελάτη που παρήγγειλε την γέφυρα λέγοντας: «Φορούσε όρματ' γκουζβίτσες η αγκίδα» (που σήμαινε ότι η κοπέλα είχε προκλητικά στήθη), είμαι σίγουρος ότι η γυναίκα θα έπαιρνε τα βουνά να κρυφτεί λόγω της «μόδας» να χτίζουν τις συζύγους για να στεριώσει το γεφύρι.
Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Η μυστική γλώσσα των μαστόρων της πέτρας λεγόταν «Κουδαρίτικα» και την καταλάβαιναν μόνο οι «μυημένοι» πετράδες. Ηταν ένας τρόπος άμυνας απέναντι στις εξουσίες της εποχής, δημιουργήθηκε για να διαφυλάξουν τα μυστικά της τέχνης τους και για να μπορούν να μιλάνε χωρίς να τους καταλαβαίνουν τα πλούσια και δύστροπα αφεντικά. Η ονομασία προέρχεται από την λέξη Κουδάρης που σημαίνει άνθρωπος της πέτρας.
Το «κουρασάνι» που χρησιμοποιούσαν για να δέσουν τις πέτρες ήταν ένα παραδοσιακό κονίαμα, γνωστό από την αρχαιότητα, με εξαιρετικές υδραυλικές, μηχανικές και θερμομονωτικές ιδιότητες και διαρκεί περισσότερα χρόνια από το τσιμέντο. Βασικά συστατικά του είναι ο σβησμένος ασβέστης, η άργιλος, η άμμος και το κεραμίδι. Συχνά στο μίγμα προστίθεται και ελαφρόπετρα, ξερά χόρτα, ασπράδια αυγών και τρίχες ζώων, τα οποία λειτουργούν ως ενισχυτικές ίνες.
Οι γίδες σιούτες που γράφω παραπάνω ήταν για να τις τρώνε τα μπουλούκια των μαστόρων. Στο γεφύρι του Μανώλη χρειάστηκαν χίλιες γίδες (χωρίς κέρατα) για να ταΐσουν τους πετράδες.
Εάν προσθέσεις τις αιώνιες ιστορίες για στοιχειά, νεράιδες και θεούς στα ποτάμια, με τις ανθρωποθυσίες, συν τους φοβερούς μαστόρους που τιθασεύουν τα άγρια νερά και απελευθερώνουν τις μετακινήσεις των ανθρώπων, έχουμε ένα εκρηκτικό χαρμάνι για τη δημιουργία μύθων γύρω από τα γεφύρια.
Στην Ευρυτανία τα πέτρινα γεφύρια-κοσμήματα έχουν απ΄ όλα, νεράιδες, λάμιες, νεκρούς μαστόρους, θυσιασμένες γυναίκες και… βρυκόλακες. Σχεδόν όλα τα γεφύρια έχουν νεκρό ή πριν το χτίσιμο ή κατά την διάρκεια. Λες και για να υποταχθεί το άγριο ποτάμι με τα στοιχειά του έπρεπε να γίνει μια θυσία, έτσι το ποτάμι μαλάκωνε και δεχόταν τα γεφύρια πάνω του.
ΤΟ ΓΕΦΥΡΙ ΤΟΥ ΞΕΡΟΛΥΚΟΥ
Το γεφύρι του Ξερολύκου που είναι χτισμένο πάνω στον Καρπενησιώτη, μεταξύ των Κορυσχάδων και του βουνού Κόνισκος, έχει μια ιστορία με αίμα, απιστία, καταραμένες λίρες και… βρυκόλακα. Πρωταγωνιστές τα δυο αδέλφια Ξερολύκου που χρηματοδότησαν την κατασκευή του περί το 1700. Αυτή η ιστορία άνετα γίνεται μπεστ σελερ και… πωλείται για ταινία στο Χόλιγουντ.
Η εξιστόρηση είναι του Κ. Α. Σαρρή από το «Χρονικό Κορυσχάδων»:
«Ήταν 2 αδέλφια. Είχαν χάνι στο Ήπ της Κωνσταντινούπολης. Λέγουν ότι μια καμήλα αρσενική ξέκοψε από τη συνοδεία και πήγε στο χάνι τους. Αυτοί πήραν τις λίρες που ήταν στο φορτίο και σκότωσαν την γκαμήλα σε άλλο χωριό. Οι Τούρκοι κρέμασαν κόσμο σε κείνο το χωριό. Οι Ξερολυκαίοι έκρυψαν τα χρήματα και μετά από χρόνια τα έφεραν στο χωριό μας. Με αυτά κατασκεύασαν το αυλάκι της Χαβούζας ... Επίσης έχτισαν τη δίδυμη πέτρινη γέφυρα στο ποτάμι, με δύο τόξα. Γι’ αυτό η περιοχή λέγεται Καμάρες ή Γεφύρια.. Πρώτα στη θέση αυτή ήταν η εκβολή του ρέματος που περνούσε από το μετέπειτα καλύβι του Τσιτούρη. Τη μία καμάρα την πήρε το ποτάμι σε μεγάλη κατεβασιά. Οι Ξερολυκαίοι κατοικούσαν στα πεζούλια όπου μετά ήταν το σπίτι του Κτούζα – Ζαχαρόπουλου. Τα κήπια στα πεζούλια λέγονται μέχρι σήμερα Ξερολυκάδες. Λέγουν ότι ο ένας των αδερφών είχε ερωμένη την γυναίκα του άλλου. Συνεργασθέντες οι εραστές σκότωσαν τον αδελφό στην Κριτσελέϊκη λάκα στον Κόνισκο και τα γελάδια ήρθαν με το ζυγό στην ποταμιά. Γράφηκε και σχετικό τραγούδι που τόλεγαν αργότερα. Εκεί στον Κόνισκο φωσφόριζε αργότερα και είπαν ότι βρικολάκιασε. Πήραν τον παπά και βραστό νερό σε καζάνι, κατά τα τότε έθιμα, και πήγαν για να εξορκίσουν. Αποκαλύφθηκε το έγκλημα και ήρθε η Τούρκικη αστυνομία για τη σύλληψη αλλά αυτοί είχαν φύγει. Πήραν οι Τούρκοι ένα φέσι με χρυσές λίρες που βρήκαν στο σπίτι και στη μοιρασιά τους αλληλοεξοντώθηκαν στο πηγάδι της Μεσαμπελιάς».
Να προσθέσω την ετυμολογία για να κάνω πιο μυστηριώδη την ιστορία. Ο βρυκόλακας, (αλλά και καταχανάς, στην Ελλάδα), ή βουρκόλακας, έλκει την ετυμολογική του καταγωγή μάλλον από το σλάβικο “vrukolak” ή το βουλγάρικο “virkolak”, από το “velku”, που σημαίνει λύκος (…Ξερολύκος το όνομα των πρωταγωνιστών).
Μια άλλη εκδοχή θέλει τον βρυκόλακα να προέρχεται από το “βούρκος” και “λάκος”, από τους φωσφορισμούς που παρατηρούνται πάνω από βούρκους. Εδώ έχουμε την δεύτερη σύμπτωση, «οι εραστές σκότωσαν τον αδελφό στην Κριτσελέϊκη λάκα… Εκεί στον Κόνισκο φωσφόριζε αργότερα και είπαν ότι βρικολάκιασε». Μύθος κρύπτει νουν αληθείας;
ΓΕΦΥΡΙ ΤΗΣ ΒΙΝΙΑΝΗΣ
Το γεφύρι της Βίνιανης δάμασε τον Μέγδοβα το δεύτερο μισό του 17ου αιώνα. Το μουγκρητό του ταύρου-Ταυρωπού όταν έχει μεγάλη κατεβασιά από αγριεμένα νερά τροφοδότησε τους μύθους της περιοχής. Εδώ έχουμε μια παρέλαση από μυθικά όντα, Λάμια, νεράιδες, ταύρος, αλλά και στοιχειωμένο μελίσσι.
«Κάθε φορά πριν φθάσει μεγάλη κατεβασιά, μπροστά περνάει το στοιχειό, η λάμια, όπως το λένε οι ντόπιοι. Και τότε συμβαίνουν πολλά παράξενα σε τούτο της ερημιάς γεφύρι. Ακούγονται φωνές, τραγούδια από νεράιδες. Εάν τύχει εκείνη τη στιγμή να είναι μέρα, έρχονται χιλιάδες αγριομέλισσες βουίζουν τρελά και δεν σε αφήνουν να περάσεις. Και εάν είναι νύχτα, φτερουγίζουν χιλιάδες νυχτερίδες και σαν τη δύναμη κεραυνού, ακούγονται μουγκρητά από ταύρο. Ποιος εκείνη τη στιγμή τολμάει να το περάσει; Τα χρόνια τα παλιά λένε, κάποιος καβαλάρης τόλμησε να το περάσει και μόλις έφτασε στη μέση, έπεσε κάτω από το γεφύρι και πάει, χάθηκε. Άλλοι λένε ότι υπάρχει κάποιο αγριομελίσσι εκεί κοντά, μέσα σε μεγάλο γκρεμό και όποιος το πειράξει σκοτώνεται, γιατί είναι στοιχειωμένο». Το απόσπασμα είναι από άρθρο του κ. Χρυσόστομου Κ. Λιόντη στην εφημερίδα ‘’Το Στένωμα της Ευρυτανίας‘’.
Οι Λάμιες έτρωγαν συνήθως… παιδάκια, τώρα εάν τους έπεφτε και κανένας νυχτερινός, απερίσκεπτος ταξιδιώτης δεν έλεγαν όχι. Πρώτα τον αποπλανούσαν και μετά του ρουφούσαν το αίμα.
Ας δούμε και μια περιγραφή που καταγράφηκε το 1918 και παρουσιάζετε στο Κέντρο Ερεύνης Ελληνικής Λαογραφίας : «Η λάμνια είνι ένα ζλάπ σαν άνθρουπους κέχ κιφάλ πουλύ τρανό κι κάτ μάτια ίσα μι πιάτα, πουδάρια σαν πάτιρα, στόματα πουλλά σι όλου του κουρμί, κι τα κόκκαλα απ τς αθρώπς, που τρώει τα μαζών σι νια γούρνα κι του αίμα σι νια άλλ.»
ΓΕΦΥΡΙ ΤΟΥ ΜΑΝΩΛΗ
«Εκτίσθη το 1659. Οι κτίτορες Δημήτριος και Μανώλης», έγραφε σύμφωνα με περιηγητές η εντοιχισμένη πλάκα πάνω στο γεφύρι και από εδώ ξεκινάει ο μύθος.
Για το γεφύρι του Μανώλη στον Αγραφιώτη έχω διαβάσει τουλάχιστον πέντε διαφορετικές ιστορίες. Ομορφότερη είναι στο ποίημα του Κώστα Κρυστάλλη (1868– 1894) με τη βασιλοπούλα που έπεσε στα νερά του ποταμού, όπως της είπαν οι νεράιδες, για να στεριώσει το γεφύρι του αγαπημένου της. Ο ερωτευμένος πρωτομάστορας όταν τελείωσε το γεφύρι αυτοκτόνησε και αυτός πέφτοντας στο ποτάμι για να είναι για πάντα μαζί με την αγαπημένη του.
Δεν ξέρω εάν τον Μανώλη τον έλεγαν Χρυσιώτη, εάν ήταν ηπειρώτης πρωτομάστορας (που μάλλον δεν ήταν γιατί στις πλάκες έγραφαν τους χρηματοδότες και όχι τους μαστόρους) ή εάν βρήκε τις λίρες στο δάσος, πάντως εγώ ανακάλυψα τον Βούλγαρο αδελφό του.
Ας δούμε λοιπόν την ιστορία από το μπλόγκ του Σπύρου Μαντά «Αρχείο γεφυριών ηπειρώτικων».
«Ο,τι χτίζεται την ημέρα, τη νύχτα ανεξήγητα καταρρέει..! Προβληματισμένοι λοιπόν οι πολλοί, οι εκατοντάδες εδώ μαστόροι, περισσότερο ο πρωτομάστορας Μανώλης, αναρωτιούνται τι φταίει, τι πρέπει επιτέλους να κάνουν για να τελειώσουν το έργο τους… Τη λύση -και τι λύση- θα δώσει ο ίδιος ο Μανώλης. Τους ανακοινώνει πως μόνο αν ρίξουν μέσα στα θεμέλια μία απ’ τις γυναίκες τους -την πρώτη που θα τους φέρει φαί το πρωί- θα στεργιώσει η δουλειά τους! Όμως -τους λέει- πρέπει να κρατήσουν όλοι καλά φυλαγμένο το μυστικό, ας χαθεί όποια τής το γράφει η μοίρα... Δυστυχώς, όλοι οι μαστόροι, όχι τίμια, δεν θα κρατήσουν τον όρκο τους, θα φανερώσουν στις γυναίκες τους, στις “νύφες”, το τρομερό μυστικό, θα τις προειδοποιήσουν τι τις περιμένει αν βιαστούν. Μόνο ο Μανώλης θα κρατήσει το λόγο του, δεν θα πει κουβέντα. Απλά θα της αναθέσει τόσες και τέτοιες δύσκολες δουλειές να κάνει πρωί-πρωί, ελπίζοντας να καθυστερήσει ώστε κάποια άλλη να φέρει πρώτη το φαγητό.
Την άλλη μέρα, έκπληκτος ο μαστρο-Μανώλης, βλέπει να είναι η δική του γυναίκα που, αν και καθυστερημένη, φέρνει πρώτη το φαγητό στους μαστόρους. Στις ερωτήσεις της γιατί απ’ τα μάτια του τρέχουν δάκρυα, απελπισμένος της απαντά πως η βέρα του, η μαλαματένια βέρα του, έχει χαθεί μέσα στα θεμέλια που δουλεύουν. Χωρίς να το πολυσκεφτεί εκείνη, θα κατέβει να ψάξει το δακτυλίδι και... τότε, θα βρουν την ευκαιρία οι μαστόροι, μαζί τους κι ο Μανώλης, να την χτίσουν μέσα».
Ο μύθος αυτός που θυμίζει το γεφύρι της Άρτας δεν είναι άλλη μια ιστορία για το γεφύρι του Μανώλη, αλλά ο μύθος που είναι διαδεδομένος σε Βουλγαρία και Σκόπια για τον δικό τους Μανώλη, τον Βούλγαρο πρωτομάστορα Manoil, Manol, Manole, Manoleco, Manoli, Manuil.
Έτσι μπορώ να υποθέσω ότι, ή ο μύθος του Μανώλη ήταν δανεικός από την Άρτα και με μια πινελιά από τα Βαλκάνια που μας ταίριαξε με την επιγραφή και τον υιοθετήσαμε (μάλλον μας τον έφεραν οι Σαρακατσάνοι που πηγαινοέρχονταν με τα κοπάδια τους στη Βουλγαρία) ή ο μαστρο-Μανώλης γυρνούσε στα Βαλκάνια έφτιαχνε γεφύρια και... εντοίχιζε και από μία γυναίκα.
Πάντως, εάν πάς τη νύχτα στο γεφύρι του Μανώλη, όταν αναδύεται από τα νερά, είμαι σίγουρος ότι αναδύεται μαζί του και η πρωτομαστόρισσα και τραγουδάει μαζί με τις νεράιδες. Άλλωστε την είχε ακούσει και ο Στέφανος Γρανίτσας (1880-1915).
Και εσείς… εάν το πιστέψετε θα την ακούσετε.
ΓΕΦΥΡΙ ΜΠΑΛΤΑ
Το γεφύρι του Μπαλτά που υπέταξε τον Τρικεριώτη, άνοιξε τον δρόμο για το μοναστήρι του Προυσού και πήρε το όνομα του από το θρυλικό χάνι, δεν έχει μύθο, αλλά μια ταξική ιστορία. Οι άνθρωποι που θυσιάζονται για να στηθεί το γεφύρι είναι οι πραγματικοί ήρωες της ζωής, οι εργάτες και οι τεχνίτες.
Στην ιστορία κρύβεται και μια έκπληξη. Για πρώτη φορά η πρωτομαστόρισσα (το μισό του ουρανού κατά τον Μάο) δεν εντοιχίζεται αλλά τελειώνει αυτή το χτίσιμο του γεφυριού όταν πέθανε ο σύζυγός της.
Αντιγράφω (κλέβω) από το μπλογκ του Σπύρου Μαντά «Αρχείο γεφυριών ηπειρώτικων».
«Είναι άνοιξη του 1892, κι απ’ την Καστάνιανη της Κόνιτσας ξεκινάει, ψάχνοντας για δουλειά, ο Γιώργος Κολοκύθας με το μπουλούκι του. Το αποτελούν τα πέντε παιδιά του: ο Δημήτρης, ο Αποστόλης ο Θανάσης, ο Βαγγέλης, κι ο Χρήστος.
Στην αρχή περιπλανιόνται χωρίς να βρίσκουν κάτι σημαντικό. Η μεγάλη δουλειά έρχεται στο Καρπενήσι, στον δρόμο για Προυσό, κοντά στο χάνι του Μπαλτά. Αναλαμβάνουν εκεί να χτίσουν ένα γεφύρι, μονότοξο, αλλά σε θέση προβληματική, δύσκολη ακόμα και για την προμήθεια των υλικών.
Πάνε λοιπόν στον Γάβρο, μακριά, στο Μεγάλο Χωριό, βρίσκουν δυο-τρία κάρα, τα αποσυναρμολογούν, τα φορτώνουν στα μουλάρια, τα φέρνουν στο μέρος όπου ήταν να γίνει το γεφύρι, τα ξαναδένουν, κι αρχίζουν να μεταφέρουν πέτρες, τεράστιες πέτρες, ασβέστη, άμμο και ό,τι άλλο χρειάζονται. Δουλεύουν όλη τη μέρα, με επιμέλεια. Αριθμούν ακόμα, μία-μία, και τις πέτρες, να μπουν στη σειρά τους σωστά. Το έργο φαίνεται να προχωράει κανονικά. Τραβάει όλο το καλοκαίρι. Το βράδυ κοιμούνται στο χάνι του Μπαλτά, του Γιάννη του Μπαλτά, που κι αυτός τυχαίνει να είναι Ηπειρώτης. Τον Αύγουστο το γεφύρι πλησιάζει πια στο τέλος του. Έχουν μάλιστα κανονιστεί τα πάντα για την παράδοση. Ακόμα και ο αγιασμός, το γλέντι που σ΄ αυτές τις περιπτώσεις επακολουθεί. Και τότε.. τότε συνέβη το κακό!
Ξαναθυμόμαστε τα λόγια του Γιάννη του Μπαλτά…
«Όταν ήταν να ρίξουν το κλειδί, το τελευταίο, εχτυπήσανε το κουδούνι για να σχολάσουνε οι εργάτες. Ήταν μεσημέρι. Και αφού χτυπήσαν το κουδούνι, ξεφορτώθηκε το γιοφύρι απ’ τους μαστόρους και πήγε να δει ο πρωτομάστορας, ο Κολοκύθας, και δυο-τρεις άλλοι, δεν ξέρω, για να πάρουνε τα τελευταία μέτρα, να δούνε κατά πόσο έρχεται εντάξει το κλειδί. Και …σηκώθηκε πάνω το γιοφύρι, δεν ήταν τα καλούπια καλά, σηκώθηκε πάνω, έκανε ζημιά δηλαδή, έφυγε το βάρος, και τους πήρε όλους μέσα. Σκοτώθηκε ο Κολοκύθας, ο Γιώργος Κολοκύθας ο πρωτομάστορας, σκοτώθηκε κι ο Ασημάκης απ’ το Κρίκελλο, ίσως κι άλλοι, εργάτες απ’ το Δερμάτι. Τα ’λεγε όλα τούτα, τα μολοούσε, ο παππούς μου, κι ο πατέρας μου…».
Οι Κολοκυθαίοι, τα παιδιά, δεν φεύγουν τις επόμενες ημέρες. Παίρνουν πέτρες απ’ το πεσμένο γεφύρι και πελεκούν έναν τάφο για τον πατέρα τους. Τον ανεβάζουν ψηλά, και προς τη μεριά του κεφαλιού σκαλίζουν όνομα και χρονολογία: «Γεώργιος Κολοκύθας, εξ Ηπείρου. Αύγουστος 1892». Τότε -μερικοί λένε πως άκουσαν- ο Θανάσης κι ο Αποστόλης ορκίζονται πως από ’δω και μπρος θα χτίζουν μόνο γεφύρια, από πείσμα. Και φαίνεται πως το λόγο τους τον κράτησαν, αφού οι γέροι της Καστάνιανης τους θυμούνται πρώτους γεφυράδες. Πάθανε και …μάθανε!».
Μετά το θάνατο του πρωτομάστορα, (όπως γράφει ο Νίκος Αντωνόπουλος στο μπλογκ του «Γεφύρια της Ευρυτανίας») οι εργασίες σταμάτησαν, για να αρχίσει νέα προσπάθεια γεφύρωσης του ποταμού το 1893 από τον πρωτομάστορα Καλαντζή. Ούτε αυτός όμως ευτύχησε να δει το δημιούργημά του τελειωμένο. Κατά την διάρκεια των εργασιών, πέθανε (ή κατ’ άλλους σκοτώθηκε) και, πάντα σύμφωνα με τη διήγηση των γερόντων της περιοχής, το δημιούργημά του το τέλειωσε η γυναίκα του η Καλαντζίνα. Έκτοτε, το γεφύρι στέκει πάνω από τα Διπόταμα μέχρι τις μέρες μας».
Στην αληθινή ζωή που είναι πιο συναρπαστική από τους μύθους, η πρωτομαστόρισσα Καλαντζίνα πήρε την «εκδίκηση» της απέναντι σε όλους τους μύθους των Βαλκανίων που θυσίαζαν τις γυναίκες για να στηθούν τα γεφύρια.
Στην αληθινή ζωή αυτοί που ανοίγουν δρόμους, φτιάχνουν γεφύρια, θυσιάζονται, ιδρώνουν, αγωνίζονται και ματώνουν για να γυρίσει το γρανάζι της κοινωνίας είναι οι εργάτες, οι τεχνίτες, οι επιστήμονες και οι ξυπόλητοι του μόχθου.
ΓΕΦΥΡΙ ΤΟΡΝΟΥ
Το γεφύρι του Τόρνου κατασκευάστηκε από τον Κρικελλιώτη μάστορα Γκούμα το 1936 στο Χαλικόρεμα που θεωρείται νεραϊδότοπος. Για να περάσεις το μονοπάτι με τους καταρράκτες (προσοχή στον καταρράκτη της Νεράιδας μην σου κλέψει τη φωνή) και για να φθάσεις στο γεφύρι χρειάζονται «εξειδικευμένες» συμβουλές από τους γεροντότερους που... έβλεπαν τις νεράιδες και μπορούσαν να τις αντιμετωπίσουν.
Αλιεύσαμε από το Κέντρο Ερεύνης Ελληνικής Λαογραφίας 4 προειδοποιήσεις σε άψογα Καρπενησιώτικα (από το 1918) και μία… λύση :
1.Όπγοιος κμάτι μες ‘ς τα ρέματα, τουν πατούν οι νιράϊδες.
2.Όπγοιος διαβαίν άπου ρέματα τον παίρννι τ φουνή οι νιράϊδες.
3.Στα ρέματα κι ‘ςτ αλώνια χορεύνι οι Νιράϊδις κι άμα πιράς κανένας κι δεν κάν του σταυρό τα τουν κρούνι κι παθαίν. Ένας διάβινι απού έν αλών κι πάϊνι ς τα πρόβατα κι αίκσι τραγούδια. Τότι ήρθε νια γναίκα κι τουν βάρισι νια μπατσιά κι αμέσους στραβώθκι. Ένας άλλους δγιάβινι απού ένα ρέμα κι τουν έκρουσι νια γναίκα μι τ’ άσπρα κι σιλικιάσκι κι άφριζι.
4.Ιγώ πόχου τώρα τόσα χρόνια τσουπάνς, δεν είδα τίπουτα μι τα μάτιαμ, αλλά μ λένι ότ τνύχτα βγαίννι αφαντάσματα κι νιράϊδις. Ου πατέρας μ μου είπε ότ είδι αυτός νιράϊδες κ είχανι κι όργανα, βιουλιά, νταούλια, φλουέρις κι άλλα. Μαναχά είδα μι τα μάτια μ εκεί που πατούν οι νιράϊδις βγαίννι μαντάρτα κι δε βγαίν πουτέ χουρτάρ.
Και η λύση : Άμα ακούγουντι μέσα ‘ς τα ρέματα τα νύχτα νταούλια, είνι νιράϊδες κι όπγοιους το ιδή πρέπ να ρίξ τρία τφέκια να φηύγνι…
Γιατί είναι γνωστό στους ανυπότακτους Ευρυτάνες, πριν το καταλάβει ο Μάο ότι… «η εξουσία πηγάζει από την κάνη του όπλου».
«Για τους Σαρακατσάνους οι λευκοντυμένες Νεράιδες ζουν στις πηγές και τα ρέματα και το σούρουπο μπορεί να ακούσει κανείς τις φωνές και τα γέλια τους. Οι μαυροφορεμένες κατοικούν σε σκοτεινά μέρη και στις χαράδρες. Λέγεται μάλιστα ότι μόνο οι Σαββατογεννημένοι και οι "αλαφροΐσκιωτοι" μπορούν να τις αντιλαμβάνονται και να τις βλέπουν να χορεύουν και να τραγουδούν. Αν κάποιος ωστόσο τολμήσει να τις αντικρίσει ή να πιει απ' την πηγή τους χάνει τη μιλιά του ή γίνεται νεραϊδοπαρμένος και χάνει τα λογικά του.
Ο μόνος τρόπος, λέει η παράδοση να κάνει κανείς δική του μια Νεράιδα είναι να της κλέψει το μαντήλι και τότε εκείνη θα του δοθεί ολοκληρωτικά, θα γίνει καλή μάνα και σύζυγος, αλλά με το πέρασμα των χρόνων θα θέλει πίσω το μαντήλι της, που θα την καταστήσει και πάλι ελεύθερη. Σύμφωνα με την ελληνική παράδοση, τα πανέμορφα αυτά πλάσματα, μιλούν τη δική τους γλώσσα, τα λεγόμενα «γεραγιδίστικα». (Οι πληροφορίες είναι από το μπλογκ Μύθοι του Κόσμου).
Σύμφωνα με διηγήσεις γερόντων της Ευρυτανίας οι Ανεράιδες ή Καλές Κυράδες έβγαιναν μετά το σούρουπο στα γεφύρια και πείραζαν τους διαβάτες. Μερικές φορές εάν ήσουν και… τυχερός χόρευαν γυμνές. Οι Ευρυτάνες απέφευγαν να περάσουν τη νύχτα από γεφύρια και πάντα έκαναν το σταυρό τους όταν τα πλησίαζαν.
****************************
Στόχος του κειμένου είναι να δούμε τους μύθους και την ιστορία των γεφυριών της Ευρυτανίας με μιαν άλλη ματιά.
Πολύτιμες πληροφορίες άντλησα (έκλεψα) από το μπλογκ του Σπύρου Μαντά «Αρχείο γεφυριών ηπειρώτικων» και από το μπλογκ του Νίκου Αντωνόπουλου «Γεφύρια της Ευρυτανίας».
Ήταν ένα διαλεχτό άρθρο που έγραψε ο συμπατριώτης μας
για το blog "Ευρυτάνας ιχνηλάτης"
(Το οδοιπορικό θα συνεχιστεί με δεύτερο μέρος...)