Τετάρτη 26 Μαΐου 2021

Νεράιδες, λάμιες, βρυκόλακες και ήρωες μαστόροι στα γεφύρια της Ευρυτανίας


ΟΙ ΜΥΘΟΙ ΜΕ ΑΛΛΗ ΜΑΤΙΑ


Ένα υπέροχο λαογραφικό αφιέρωμα 

από τον συμπατριώτη μας "Λευτέρη Πίνδο"

για τους αναγνώστες του blog "Ευρυτάνας ιχνηλάτης"


«Ο σφέλ'ς δε μας ξέσυρε τον τσέπο, τι ράπο να ραπίσουμε;», (Ο νοικοκύρης δε μας έδωσε χρήματα, τι δουλειά να του κάνουμε;).

«Βούζιος, μη ξυφλιάς, τουλίζ’ ου μπαρός», (Σιωπή, μη μιλάς, ακούει το αφεντικό).

Με αυτά τα παράξενα λόγια ξεκίναγε η κατασκευή των γεφυριών και συνεχιζόταν με μυστήριες παραγγελίες από τους «μάγους» της πέτρας, τους μαστόρους. Ζήταγαν ασπράδια χιλιάδων αυγών, τρίχες από πρόβατα, παλιά κεραμίδια και γίδες σιούτες. Βέβαια εάν λοξοκοίταζαν την γυναίκα του πελάτη που παρήγγειλε την γέφυρα λέγοντας: «Φορούσε όρματ' γκουζβίτσες η αγκίδα» (που σήμαινε ότι η κοπέλα είχε προκλητικά στήθη), είμαι σίγουρος ότι η γυναίκα θα έπαιρνε τα βουνά να κρυφτεί λόγω της «μόδας» να χτίζουν τις συζύγους για να στεριώσει το γεφύρι.

Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Η μυστική γλώσσα των μαστόρων της πέτρας λεγόταν «Κουδαρίτικα» και την καταλάβαιναν μόνο οι «μυημένοι» πετράδες. Ηταν ένας τρόπος άμυνας απέναντι στις εξουσίες της εποχής, δημιουργήθηκε για να διαφυλάξουν τα μυστικά της τέχνης τους και για να μπορούν να μιλάνε χωρίς να τους καταλαβαίνουν τα πλούσια και δύστροπα αφεντικά. Η ονομασία προέρχεται από την λέξη Κουδάρης που σημαίνει άνθρωπος της πέτρας.

Το «κουρασάνι» που χρησιμοποιούσαν για να δέσουν τις πέτρες ήταν ένα παραδοσιακό κονίαμα, γνωστό από την αρχαιότητα, με εξαιρετικές υδραυλικές, μηχανικές και θερμομονωτικές ιδιότητες και διαρκεί περισσότερα χρόνια από το τσιμέντο. Βασικά συστατικά του είναι ο σβησμένος ασβέστης, η άργιλος, η άμμος και το κεραμίδι. Συχνά στο μίγμα προστίθεται και ελαφρόπετρα, ξερά χόρτα, ασπράδια αυγών και τρίχες ζώων, τα οποία λειτουργούν ως ενισχυτικές ίνες.

Οι γίδες σιούτες που γράφω παραπάνω ήταν για να τις τρώνε τα μπουλούκια των μαστόρων. Στο γεφύρι του Μανώλη χρειάστηκαν χίλιες γίδες (χωρίς κέρατα) για να ταΐσουν τους πετράδες.

Εάν προσθέσεις τις αιώνιες ιστορίες για στοιχειά, νεράιδες και θεούς στα ποτάμια, με τις ανθρωποθυσίες, συν τους φοβερούς μαστόρους που τιθασεύουν τα άγρια νερά και απελευθερώνουν τις μετακινήσεις των ανθρώπων, έχουμε ένα εκρηκτικό χαρμάνι για τη δημιουργία μύθων γύρω από τα γεφύρια.

Στην Ευρυτανία τα πέτρινα γεφύρια-κοσμήματα έχουν απ΄ όλα, νεράιδες, λάμιες, νεκρούς μαστόρους, θυσιασμένες γυναίκες και… βρυκόλακες. Σχεδόν όλα τα γεφύρια έχουν νεκρό ή πριν το χτίσιμο ή κατά την διάρκεια. Λες και για να υποταχθεί το άγριο ποτάμι με τα στοιχειά του έπρεπε να γίνει μια θυσία, έτσι το ποτάμι μαλάκωνε και δεχόταν τα γεφύρια πάνω του.


ΤΟ ΓΕΦΥΡΙ ΤΟΥ ΞΕΡΟΛΥΚΟΥ


Το γεφύρι του Ξερολύκου που είναι χτισμένο πάνω στον Καρπενησιώτη, μεταξύ των Κορυσχάδων και του βουνού Κόνισκος, έχει μια ιστορία με αίμα, απιστία, καταραμένες λίρες και… βρυκόλακα. Πρωταγωνιστές τα δυο αδέλφια Ξερολύκου που χρηματοδότησαν την κατασκευή του περί το 1700. Αυτή η ιστορία άνετα γίνεται μπεστ σελερ και… πωλείται για ταινία στο Χόλιγουντ.

Η εξιστόρηση είναι του Κ. Α. Σαρρή από το «Χρονικό Κορυσχάδων»:

«Ήταν 2 αδέλφια. Είχαν χάνι στο Ήπ της Κωνσταντινούπολης. Λέγουν ότι μια καμήλα αρσενική ξέκοψε από τη συνοδεία και πήγε στο χάνι τους. Αυτοί πήραν τις λίρες που ήταν στο φορτίο και σκότωσαν την γκαμήλα σε άλλο χωριό. Οι Τούρκοι κρέμασαν κόσμο σε κείνο το χωριό. Οι Ξερολυκαίοι έκρυψαν τα χρήματα και μετά από χρόνια τα έφεραν στο χωριό μας. Με αυτά κατασκεύασαν το αυλάκι της Χαβούζας ... Επίσης έχτισαν τη δίδυμη πέτρινη γέφυρα στο ποτάμι, με δύο τόξα. Γι’ αυτό η περιοχή λέγεται Καμάρες ή Γεφύρια.. Πρώτα στη θέση αυτή ήταν η εκβολή του ρέματος που περνούσε από το μετέπειτα καλύβι του Τσιτούρη. Τη μία καμάρα την πήρε το ποτάμι σε μεγάλη κατεβασιά. Οι Ξερολυκαίοι κατοικούσαν στα πεζούλια όπου μετά ήταν το σπίτι του Κτούζα – Ζαχαρόπουλου. Τα κήπια στα πεζούλια λέγονται μέχρι σήμερα Ξερολυκάδες. Λέγουν ότι ο ένας των αδερφών είχε ερωμένη την γυναίκα του άλλου. Συνεργασθέντες οι εραστές σκότωσαν τον αδελφό στην Κριτσελέϊκη λάκα στον Κόνισκο και τα γελάδια ήρθαν με το ζυγό στην ποταμιά. Γράφηκε και σχετικό τραγούδι που τόλεγαν αργότερα. Εκεί στον Κόνισκο φωσφόριζε αργότερα και είπαν ότι βρικολάκιασε. Πήραν τον παπά και βραστό νερό σε καζάνι, κατά τα τότε έθιμα, και πήγαν για να εξορκίσουν. Αποκαλύφθηκε το έγκλημα και ήρθε η Τούρκικη αστυνομία για τη σύλληψη αλλά αυτοί είχαν φύγει. Πήραν οι Τούρκοι ένα φέσι με χρυσές λίρες που βρήκαν στο σπίτι και στη μοιρασιά τους αλληλοεξοντώθηκαν στο πηγάδι της Μεσαμπελιάς».

Να προσθέσω την ετυμολογία για να κάνω πιο μυστηριώδη την ιστορία. Ο βρυκόλακας, (αλλά και καταχανάς, στην Ελλάδα), ή βουρκόλακας, έλκει την ετυμολογική του καταγωγή μάλλον από το σλάβικο “vrukolak” ή το βουλγάρικο “virkolak”, από το “velku”, που σημαίνει λύκος (…Ξερολύκος το όνομα των πρωταγωνιστών).

Μια άλλη εκδοχή θέλει τον βρυκόλακα να προέρχεται από το “βούρκος” και “λάκος”, από τους φωσφορισμούς που παρατηρούνται πάνω από βούρκους. Εδώ έχουμε την δεύτερη σύμπτωση, «οι εραστές σκότωσαν τον αδελφό στην Κριτσελέϊκη λάκα… Εκεί στον Κόνισκο φωσφόριζε αργότερα και είπαν ότι βρικολάκιασε». Μύθος κρύπτει νουν αληθείας;


ΓΕΦΥΡΙ ΤΗΣ ΒΙΝΙΑΝΗΣ


Το γεφύρι της Βίνιανης δάμασε τον Μέγδοβα το δεύτερο μισό του 17ου αιώνα. Το μουγκρητό του ταύρου-Ταυρωπού όταν έχει μεγάλη κατεβασιά από αγριεμένα νερά τροφοδότησε τους μύθους της περιοχής. Εδώ έχουμε μια παρέλαση από μυθικά όντα, Λάμια, νεράιδες, ταύρος, αλλά και στοιχειωμένο μελίσσι.

«Κάθε φορά πριν φθάσει μεγάλη κατεβασιά, μπροστά περνάει το στοιχειό, η λάμια, όπως το λένε οι ντόπιοι. Και τότε συμβαίνουν πολλά παράξενα σε τούτο της ερημιάς γεφύρι. Ακούγονται φωνές, τραγούδια από νεράιδες. Εάν τύχει εκείνη τη στιγμή να είναι μέρα, έρχονται χιλιάδες αγριομέλισσες βουίζουν τρελά και δεν σε αφήνουν να περάσεις. Και εάν είναι νύχτα, φτερουγίζουν χιλιάδες νυχτερίδες και σαν τη δύναμη κεραυνού, ακούγονται μουγκρητά από ταύρο. Ποιος εκείνη τη στιγμή τολμάει να το περάσει; Τα χρόνια τα παλιά λένε, κάποιος καβαλάρης τόλμησε να το περάσει και μόλις έφτασε στη μέση, έπεσε κάτω από το γεφύρι και πάει, χάθηκε. Άλλοι λένε ότι υπάρχει κάποιο αγριομελίσσι εκεί κοντά, μέσα σε μεγάλο γκρεμό και όποιος το πειράξει σκοτώνεται, γιατί είναι στοιχειωμένο». Το απόσπασμα είναι από άρθρο του κ. Χρυσόστομου Κ. Λιόντη στην εφημερίδα ‘’Το Στένωμα της Ευρυτανίας‘’.

Οι Λάμιες έτρωγαν συνήθως… παιδάκια, τώρα εάν τους έπεφτε και κανένας νυχτερινός, απερίσκεπτος ταξιδιώτης δεν έλεγαν όχι. Πρώτα τον αποπλανούσαν και μετά του ρουφούσαν το αίμα.

Ας δούμε και μια περιγραφή που καταγράφηκε το 1918 και παρουσιάζετε στο Κέντρο Ερεύνης Ελληνικής Λαογραφίας : «Η λάμνια είνι ένα ζλάπ σαν άνθρουπους κέχ κιφάλ πουλύ τρανό κι κάτ μάτια ίσα μι πιάτα, πουδάρια σαν πάτιρα, στόματα πουλλά σι όλου του κουρμί, κι τα κόκκαλα απ τς αθρώπς, που τρώει τα μαζών σι νια γούρνα κι του αίμα σι νια άλλ.»


ΓΕΦΥΡΙ ΤΟΥ ΜΑΝΩΛΗ

Η φωτογραφία είναι του Αντώνη Τσακανίκα (Αντων Τσακνικ)

«Εκτίσθη το 1659. Οι κτίτορες Δημήτριος και Μανώλης», έγραφε σύμφωνα με περιηγητές η εντοιχισμένη πλάκα πάνω στο γεφύρι και από εδώ ξεκινάει ο μύθος.

Για το γεφύρι του Μανώλη στον Αγραφιώτη έχω διαβάσει τουλάχιστον πέντε διαφορετικές ιστορίες. Ομορφότερη είναι στο ποίημα του Κώστα Κρυστάλλη (1868– 1894) με τη βασιλοπούλα που έπεσε στα νερά του ποταμού, όπως της είπαν οι νεράιδες, για να στεριώσει το γεφύρι του αγαπημένου της. Ο ερωτευμένος πρωτομάστορας όταν τελείωσε το γεφύρι αυτοκτόνησε και αυτός πέφτοντας στο ποτάμι για να είναι για πάντα μαζί με την αγαπημένη του.

Δεν ξέρω εάν τον Μανώλη τον έλεγαν Χρυσιώτη, εάν ήταν ηπειρώτης πρωτομάστορας (που μάλλον δεν ήταν γιατί στις πλάκες έγραφαν τους χρηματοδότες και όχι τους μαστόρους) ή εάν βρήκε τις λίρες στο δάσος, πάντως εγώ ανακάλυψα τον Βούλγαρο αδελφό του.

Ας δούμε λοιπόν την ιστορία από το μπλόγκ του Σπύρου Μαντά «Αρχείο γεφυριών ηπειρώτικων».

«Ο,τι χτίζεται την ημέρα, τη νύχτα ανεξήγητα καταρρέει..! Προβληματισμένοι λοιπόν οι πολλοί, οι εκατοντάδες εδώ μαστόροι, περισσότερο ο πρωτομάστορας Μανώλης, αναρωτιούνται τι φταίει, τι πρέπει επιτέλους να κάνουν για να τελειώσουν το έργο τους… Τη λύση -και τι λύση- θα δώσει ο ίδιος ο Μανώλης. Τους ανακοινώνει πως μόνο αν ρίξουν μέσα στα θεμέλια μία απ’ τις γυναίκες τους -την πρώτη που θα τους φέρει φαί το πρωί- θα στεργιώσει η δουλειά τους! Όμως -τους λέει- πρέπει να κρατήσουν όλοι καλά φυλαγμένο το μυστικό, ας χαθεί όποια τής το γράφει η μοίρα... Δυστυχώς, όλοι οι μαστόροι, όχι τίμια, δεν θα κρατήσουν τον όρκο τους, θα φανερώσουν στις γυναίκες τους, στις “νύφες”, το τρομερό μυστικό, θα τις προειδοποιήσουν τι τις περιμένει αν βιαστούν. Μόνο ο Μανώλης θα κρατήσει το λόγο του, δεν θα πει κουβέντα. Απλά θα της αναθέσει τόσες και τέτοιες δύσκολες δουλειές να κάνει πρωί-πρωί, ελπίζοντας να καθυστερήσει ώστε κάποια άλλη να φέρει πρώτη το φαγητό.

Την άλλη μέρα, έκπληκτος ο μαστρο-Μανώλης, βλέπει να είναι η δική του γυναίκα που, αν και καθυστερημένη, φέρνει πρώτη το φαγητό στους μαστόρους.  Στις ερωτήσεις της γιατί απ’ τα μάτια του τρέχουν δάκρυα, απελπισμένος της απαντά πως η βέρα του, η μαλαματένια βέρα του, έχει χαθεί μέσα στα θεμέλια που δουλεύουν. Χωρίς να το πολυσκεφτεί εκείνη, θα κατέβει να ψάξει το δακτυλίδι και... τότε, θα βρουν την ευκαιρία οι μαστόροι, μαζί τους κι ο Μανώλης, να την χτίσουν μέσα».

Ο μύθος αυτός που θυμίζει το γεφύρι της Άρτας δεν είναι άλλη μια ιστορία για το γεφύρι του Μανώλη, αλλά ο μύθος που είναι διαδεδομένος σε Βουλγαρία και Σκόπια για τον δικό τους Μανώλη, τον Βούλγαρο πρωτομάστορα Manoil,  Manol, Manole,  Manoleco, Manoli, Manuil.

Έτσι μπορώ να υποθέσω ότι, ή ο μύθος του Μανώλη ήταν δανεικός από την Άρτα και με μια πινελιά από τα Βαλκάνια που μας ταίριαξε με την επιγραφή και τον υιοθετήσαμε (μάλλον μας τον έφεραν οι Σαρακατσάνοι που πηγαινοέρχονταν με τα κοπάδια τους στη Βουλγαρία) ή ο μαστρο-Μανώλης γυρνούσε στα Βαλκάνια έφτιαχνε γεφύρια και... εντοίχιζε και από μία γυναίκα.

Πάντως, εάν πάς τη νύχτα στο γεφύρι του Μανώλη, όταν αναδύεται από τα νερά, είμαι σίγουρος ότι αναδύεται μαζί του και η πρωτομαστόρισσα και τραγουδάει μαζί με τις νεράιδες. Άλλωστε την είχε ακούσει και ο Στέφανος Γρανίτσας (1880-1915). 

Και εσείς… εάν το πιστέψετε θα την ακούσετε.


ΓΕΦΥΡΙ ΜΠΑΛΤΑ

Το γεφύρι του Μπαλτά πίσω από τη νέα γέφυρα

Το γεφύρι του Μπαλτά που υπέταξε τον Τρικεριώτη, άνοιξε τον δρόμο για το μοναστήρι του Προυσού και πήρε το όνομα του από το θρυλικό χάνι, δεν έχει μύθο, αλλά μια ταξική ιστορία. Οι άνθρωποι που θυσιάζονται για να στηθεί το γεφύρι είναι οι πραγματικοί ήρωες της ζωής, οι εργάτες και οι τεχνίτες.

Στην ιστορία κρύβεται και μια έκπληξη. Για πρώτη φορά η πρωτομαστόρισσα (το μισό του ουρανού κατά τον Μάο) δεν εντοιχίζεται αλλά τελειώνει αυτή το χτίσιμο του γεφυριού όταν πέθανε ο σύζυγός της.

Αντιγράφω (κλέβω) από το μπλογκ του Σπύρου Μαντά «Αρχείο γεφυριών ηπειρώτικων».

«Είναι άνοιξη του 1892, κι απ’ την Καστάνιανη της Κόνιτσας ξεκινάει, ψάχνοντας για δουλειά, ο Γιώργος Κολοκύθας με το μπουλούκι του. Το αποτελούν τα πέντε παιδιά του: ο Δημήτρης, ο Αποστόλης ο Θανάσης, ο Βαγγέλης, κι ο Χρήστος.

Στην αρχή περιπλανιόνται χωρίς να βρίσκουν κάτι σημαντικό. Η μεγάλη δουλειά έρχεται στο Καρπενήσι, στον δρόμο για Προυσό, κοντά στο χάνι του Μπαλτά. Αναλαμβάνουν εκεί να χτίσουν ένα γεφύρι, μονότοξο, αλλά σε θέση προβληματική, δύσκολη ακόμα και για την προμήθεια των υλικών.

Πάνε λοιπόν στον Γάβρο, μακριά, στο Μεγάλο Χωριό, βρίσκουν δυο-τρία κάρα, τα αποσυναρμολογούν, τα φορτώνουν στα μουλάρια, τα φέρνουν στο μέρος όπου ήταν να γίνει το γεφύρι, τα ξαναδένουν, κι αρχίζουν να μεταφέρουν πέτρες, τεράστιες πέτρες, ασβέστη, άμμο και ό,τι άλλο χρειάζονται. Δουλεύουν όλη τη μέρα, με επιμέλεια. Αριθμούν ακόμα, μία-μία, και τις πέτρες, να μπουν στη σειρά τους σωστά. Το έργο φαίνεται να προχωράει κανονικά. Τραβάει όλο το καλοκαίρι. Το βράδυ κοιμούνται στο χάνι του Μπαλτά, του Γιάννη του Μπαλτά, που κι αυτός τυχαίνει να είναι Ηπειρώτης. Τον Αύγουστο το γεφύρι πλησιάζει πια στο τέλος του. Έχουν μάλιστα κανονιστεί τα πάντα για την παράδοση. Ακόμα και ο αγιασμός, το γλέντι που σ΄ αυτές τις περιπτώσεις επακολουθεί. Και τότε.. τότε συνέβη το κακό!

Ξαναθυμόμαστε τα λόγια του Γιάννη του Μπαλτά…

«Όταν ήταν να ρίξουν το κλειδί, το τελευταίο, εχτυπήσανε το κουδούνι για να σχολάσουνε οι εργάτες. Ήταν μεσημέρι. Και αφού χτυπήσαν το κουδούνι, ξεφορτώθηκε το γιοφύρι απ’ τους μαστόρους και πήγε να δει ο πρωτομάστορας, ο Κολοκύθας, και δυο-τρεις άλλοι, δεν ξέρω, για να πάρουνε τα τελευταία μέτρα, να δούνε κατά πόσο έρχεται εντάξει το κλειδί. Και …σηκώθηκε πάνω το γιοφύρι, δεν ήταν τα καλούπια καλά, σηκώθηκε πάνω, έκανε ζημιά δηλαδή, έφυγε το βάρος, και τους πήρε όλους μέσα. Σκοτώθηκε ο Κολοκύθας, ο Γιώργος Κολοκύθας ο πρωτομάστορας, σκοτώθηκε κι ο Ασημάκης απ’ το Κρίκελλο, ίσως κι άλλοι, εργάτες απ’ το Δερμάτι. Τα ’λεγε όλα τούτα, τα μολοούσε, ο παππούς μου, κι ο πατέρας μου…».

Οι Κολοκυθαίοι, τα παιδιά, δεν φεύγουν τις επόμενες ημέρες. Παίρνουν πέτρες απ’ το πεσμένο γεφύρι και πελεκούν έναν τάφο για τον πατέρα τους. Τον ανεβάζουν ψηλά, και προς τη μεριά του κεφαλιού σκαλίζουν όνομα και χρονολογία: «Γεώργιος Κολοκύθας, εξ Ηπείρου. Αύγουστος 1892». Τότε -μερικοί λένε πως άκουσαν- ο Θανάσης κι ο Αποστόλης ορκίζονται πως από ’δω και μπρος θα χτίζουν μόνο γεφύρια, από πείσμα. Και φαίνεται πως το λόγο τους τον κράτησαν, αφού οι γέροι της Καστάνιανης τους θυμούνται πρώτους γεφυράδες. Πάθανε και …μάθανε!».

Μετά το θάνατο του πρωτομάστορα, (όπως γράφει ο Νίκος Αντωνόπουλος στο μπλογκ του «Γεφύρια της Ευρυτανίας») οι εργασίες σταμάτησαν, για να αρχίσει νέα προσπάθεια γεφύρωσης του ποταμού το 1893 από τον πρωτομάστορα Καλαντζή. Ούτε αυτός όμως ευτύχησε να δει το δημιούργημά του τελειωμένο. Κατά την διάρκεια των εργασιών, πέθανε (ή κατ’ άλλους σκοτώθηκε) και, πάντα σύμφωνα με τη διήγηση των γερόντων της περιοχής, το δημιούργημά του το τέλειωσε η γυναίκα του η Καλαντζίνα. Έκτοτε, το γεφύρι στέκει πάνω από τα Διπόταμα μέχρι τις μέρες μας».

Στην αληθινή ζωή που είναι πιο συναρπαστική από τους μύθους, η πρωτομαστόρισσα Καλαντζίνα πήρε την «εκδίκηση» της απέναντι σε όλους τους μύθους των Βαλκανίων που θυσίαζαν τις γυναίκες για να στηθούν τα γεφύρια.

Στην αληθινή ζωή αυτοί που ανοίγουν δρόμους, φτιάχνουν γεφύρια, θυσιάζονται, ιδρώνουν, αγωνίζονται και ματώνουν για να γυρίσει το γρανάζι της κοινωνίας είναι οι εργάτες, οι τεχνίτες, οι επιστήμονες και οι ξυπόλητοι του μόχθου.


ΓΕΦΥΡΙ ΤΟΡΝΟΥ


Το γεφύρι του Τόρνου κατασκευάστηκε από τον Κρικελλιώτη μάστορα Γκούμα το 1936 στο Χαλικόρεμα που θεωρείται νεραϊδότοπος. Για να περάσεις το μονοπάτι με τους καταρράκτες (προσοχή στον καταρράκτη της Νεράιδας μην σου κλέψει τη φωνή) και για να φθάσεις στο γεφύρι χρειάζονται «εξειδικευμένες» συμβουλές από τους γεροντότερους που... έβλεπαν τις νεράιδες και μπορούσαν να τις αντιμετωπίσουν.

Αλιεύσαμε από το Κέντρο Ερεύνης Ελληνικής Λαογραφίας 4 προειδοποιήσεις σε άψογα Καρπενησιώτικα (από το 1918) και μία… λύση :

1.Όπγοιος κμάτι μες ‘ς τα ρέματα, τουν πατούν οι νιράϊδες.

2.Όπγοιος διαβαίν άπου ρέματα τον παίρννι τ φουνή οι νιράϊδες.

3.Στα ρέματα κι ‘ςτ αλώνια χορεύνι οι Νιράϊδις κι άμα πιράς κανένας κι δεν κάν του σταυρό τα τουν κρούνι κι παθαίν. Ένας διάβινι απού έν αλών κι πάϊνι ς τα πρόβατα κι αίκσι τραγούδια. Τότι ήρθε νια γναίκα κι τουν βάρισι νια μπατσιά κι αμέσους στραβώθκι. Ένας άλλους δγιάβινι απού ένα ρέμα κι τουν έκρουσι νια γναίκα μι τ’ άσπρα κι σιλικιάσκι κι άφριζι.

4.Ιγώ πόχου τώρα τόσα χρόνια τσουπάνς, δεν είδα τίπουτα μι τα μάτιαμ, αλλά μ λένι ότ τνύχτα βγαίννι αφαντάσματα κι νιράϊδις. Ου πατέρας μ μου είπε ότ είδι αυτός νιράϊδες κ είχανι κι όργανα, βιουλιά, νταούλια, φλουέρις κι άλλα. Μαναχά είδα μι τα μάτια μ εκεί που πατούν οι νιράϊδις βγαίννι μαντάρτα κι δε βγαίν πουτέ χουρτάρ.

Και η λύση : Άμα ακούγουντι μέσα ‘ς τα ρέματα τα νύχτα νταούλια, είνι νιράϊδες κι όπγοιους το ιδή πρέπ να ρίξ τρία τφέκια να φηύγνι… 

Γιατί είναι γνωστό στους ανυπότακτους Ευρυτάνες, πριν το καταλάβει ο Μάο ότι… «η εξουσία πηγάζει από την κάνη του όπλου».

«Για τους Σαρακατσάνους οι λευκοντυμένες Νεράιδες ζουν στις πηγές και τα ρέματα και το σούρουπο μπορεί να ακούσει κανείς τις φωνές και τα γέλια τους. Οι μαυροφορεμένες κατοικούν σε σκοτεινά μέρη και στις χαράδρες. Λέγεται μάλιστα ότι μόνο οι Σαββατογεννημένοι και οι "αλαφροΐσκιωτοι" μπορούν να τις αντιλαμβάνονται και να τις βλέπουν να χορεύουν και να τραγουδούν. Αν κάποιος ωστόσο τολμήσει να τις αντικρίσει ή να πιει απ' την πηγή τους χάνει τη μιλιά του ή γίνεται νεραϊδοπαρμένος και χάνει τα λογικά του. 

Ο μόνος τρόπος, λέει η παράδοση να κάνει κανείς δική του μια Νεράιδα είναι να της κλέψει το μαντήλι και τότε εκείνη θα του δοθεί ολοκληρωτικά, θα γίνει καλή μάνα και σύζυγος, αλλά με το πέρασμα των χρόνων θα θέλει πίσω το μαντήλι της, που θα την καταστήσει και πάλι ελεύθερη. Σύμφωνα με την ελληνική παράδοση, τα πανέμορφα αυτά πλάσματα, μιλούν τη δική τους γλώσσα, τα λεγόμενα «γεραγιδίστικα». (Οι πληροφορίες είναι από το μπλογκ Μύθοι του Κόσμου).

Σύμφωνα με διηγήσεις γερόντων της Ευρυτανίας οι Ανεράιδες ή Καλές Κυράδες έβγαιναν μετά το σούρουπο στα γεφύρια και πείραζαν τους διαβάτες. Μερικές φορές εάν ήσουν και… τυχερός χόρευαν γυμνές. Οι Ευρυτάνες απέφευγαν να περάσουν τη νύχτα από γεφύρια και πάντα έκαναν το σταυρό τους όταν τα πλησίαζαν.


****************************


Στόχος του κειμένου είναι να δούμε τους μύθους και την ιστορία των γεφυριών της Ευρυτανίας με μιαν άλλη ματιά.

Πολύτιμες πληροφορίες άντλησα (έκλεψα) από το μπλογκ του Σπύρου Μαντά «Αρχείο γεφυριών ηπειρώτικων» και από το μπλογκ του Νίκου Αντωνόπουλου «Γεφύρια της Ευρυτανίας».


Ήταν ένα διαλεχτό άρθρο που έγραψε ο συμπατριώτης μας 

"Λευτέρης Πίνδος"

για το blog "Ευρυτάνας ιχνηλάτης"


(Το οδοιπορικό θα συνεχιστεί με δεύτερο μέρος...)

Τετάρτη 19 Μαΐου 2021

"Λουλούδια" στα 1949


Ένα σπουδαίο άρθρο για "τα χρόνια της υπομονής" 

από την

Κρικελλιώτισσα "Ακευσώ"

 για τους αναγνώστες του blog "Ευρυτάνας ιχνηλάτης"



Τάδε εμπνέονταν οι Μεγαλοσχήμονες Δοκησισοφίζοντες της Εκπαιδευτικής Περιφέρειας Φθιώτιδας, στο οπισθόφυλλο του Ατομικού Δελτίου, των μαθητών των Δημοτικών Σχολείων, στα 1949.

«Οι ναφθαλινοκουστουμάτοι της καθοδηγούμενης γνώσης» παρότρυναν τα παιδάκια  που έζησαν τη φρίκη του πολέμου, να διακρίνουν αυτό που τα μορφώνει!!! Τα συμβούλευαν αριθμοκατανεμημένα τα «πρέπει» της ιστορικής αλήθειας, πυξιδοστραμμένης μόνο σε μάχες!! Μην και ξεχάσουν για λίγο τα Κρικελλιωτόπουλα να θρηνούν το χωριό τους, που πυρπόλησαν δυό φορές οι ναζιστικές ορδές του ΄Άξονα….

Μην και λησμονήσουν τα βασανιστήρια, τα φονικά, τους κρεμασμένους Αγωνιστές στον πλάτανο, τα βογγητά των αιχμαλώτων μέσα στο επιταγμένο σχολείο τους…

Μετατράπηκε το Κρικελλάκι τους σε «πεδίο βολής» και για να σωθούν, τους εξόρισαν στα καμποχώρια…

Οι Αναμορφωτές της Διάπλασης των Παίδων, τους «διαφώτιζαν» πως « ο Θεός έταξεν την Ελλάδα υπεράνω όλων!! Και όποιος θυσιάζεται για την Πατρίδα κάνει τον Θάνατο Ζωή και Δόξα που η λάμψη της σβύνει το φως των άστρων!!!»

Οι εντεταλμένοι πάτρονες του μυαλού των μαθητών δεν διδάχτηκαν πως ο Παμμέγιστος Ποιητής, ο Όμηρος, δεν βάζει το ρηθέν «Εις οιωνός άριστος αμύνεσθαι περί πάτρης» στο στόμα Έλληνα, αλλά στο στόμα ενός Τρώα, του Έκτορα, που για δέκα χρόνια αγωνιζόταν να σώσει τον τόπο του από τους ιμπεριαλιστές Αχαιούς!!

Δεν ψυχανεμίστηκαν οι «για το καλό των παιδιών» επινοητές μεταρρυθμίσεων και οδηγιών, πως αυτές οι ψυχές ποδοπατήθηκαν από τους μακελάρηδες του Φασισμού, που ανά τους αιώνες αφανίζουν πολιτισμούς πανάρχαιους, προφασιζόμενοι ότι θέλουν να εγκαθιδρύσουν τη Δημοκρατία, και να τους διαδώσουν τον δικό τους «άριο» πολιτισμό.

Οι σπουδαγμένοι προϊστάμενοι ζητούσαν από τους ξεριζωμένους γονιούς, που αντροπάλευαν να βάλουν χαλινάρι στις πίκρες τους, να μαζέψουν τα καθημαγμένα σωθικά τους στ’ αλώνι της υπομονής, την ενημέρωση για τα παιδιά τους, αν ακολουθούσαν τους κανόνες υγιεινής, αν συμπεριφέρονταν σωστά, αν είχαν ιδιοτροπίες στο φαγητό, αν πήγαιναν στην εκκλησία… Κουβέντες του αέρα, για πλάσματα, που τα όνειρά τους, «κοράκια του πολέμου» τα μετέτρεψαν σε μαύρα τρομαγμένα πουλιά…

Πεταγόταν στον ύπνο του, ο 14χρονος Κώστας, μαθητής της Ε’ τάξης δημοτικού, στη Φθιώτιδα. Έπεφταν τ’ αστραπόβροντα και χωνόταν κάτω απ’ το κρεβάτι. Άκουγε να κρώζει το νυχτοπούλι του θανάτου και άρχιζε το κλάμα, καρτερώντας είδηση πικρή από συγγενείς του που ρίζωσαν τη νιότη τους στην Πολωνία και στη Ρωσία. Έπιανε να ζωγραφίσει τον ήλιο και θυμόταν τον αδερφό του τον Γιώργο, που τον έχασαν στα 23 του, στις 13 Μαρτίου 1948, στην Περιφέρεια του Ολύμπου, σ’ αδελφοκτόνα μάχη. Μια ριπή του θέρισε την αγάπη του για τα γράμματα, τον έρωτά του για τα κείμενα του Απολλόδωρου.

Προσπαθούσε ο Κώστας να ξεριζώσει τον πόνο, διαβάζοντας Παλαμά, μα σαν έφτανε στους στίχους: « Εγώ είμαι ο γκρεμιστής, γιατί ειμ’ εγώ κι ο κτίστης, ο διαλεχτός της άρνησης κι ο ακριβός της πίστης», ένοιωθε δίπλα του τον ξάδερφό του, τον Αριστείδη, 27 χρονών, που τον κατηγόρησαν για ανυποταξία εν επιστρατεύσει, τον έκριναν ένοχο παμψηφεί, στις 21 Μαρτίου 1947, και τον καταδίκασαν εις την ποινή του θανάτου. Κανείς δεν τον ρώτησε, γιατί αρνήθηκε να πιάσει το τουφέκι, γιατί μισούσε τον πόλεμο, γιατί πίστευε στην αλληλεγγύη των λαών… Αυτός από τότε που θυμόταν τον εαυτό του, άνοιγε τα χέρια του για να φωλιάσει η Ποίηση, πλάταινε το βλέμμα του για να στήσει χορό το φως της Αγάπης… Και οι στρατοδίκες συνεδρίασαν και απεφάνθησαν: « Σκοτώστε τον! Ήθελε νάναι Λεύτερος!»

Τις αφέγγαρες νυχτιές, ο Κώστας για να ξανοίξει τη σκοτεινιά στα καταράχια της καρδιάς του, έπαιρνε την πένα κι αυτοσχεδίαζε:

«Μ’ από διάβασμα κι αντίληψη, έχουμε να δανείσωμε κι άλλους! Να κοιμάσαι δε σ’ αφίνουν, από το σχολείο δε σε σβύνουν, δεν μπορείς νάσαι στο δρόμο γιατί έχεις παιδονόμο. Όταν τακτικά το σκάζης, σαν έρθουν οι εξετάσεις το απολυτήριο γραμμένο θάν’ στην πόρτα καρφωμένο»

Μέτραγε τις μέρες μία-μία για να ξαναγυρίσει στα ψωμοτόπια του. Και ο «θρησκευτικός» γιός, κατά τον πατέρα του, άφησε να θυμίζουν το διάβα του, παιδικές ζωγραφιές, τετράδια κι ένα γράμμα:

«Εν Καμμένα Βούρλα, τη 26-7-49

Σεβαστοί μου γονής, είμε καλά το είδιο επεθυμό και δια εσάς. Εδώ τα περνούμε πολύ ωραία. Τρώμε το πρωί γάλα με μια φέτα ψωμί. Το κολατσιό μια φέτα ψωμή και μια φέτα τηρή κασέρι…»

Στα χρόνια της Κατοχής και του Εμφύλιου, έλεγε το ψωμί ψωμάκι. Αυτό το ψωμάκι τίμησε με το μολύβι του ο μαθητής, που οι Εκπαιδευτές του ήθελαν να γνωρίζουν «αν στρώνεται και διαβάζει στο σπίτι ώσπου να τελειώση… αν τα θέλη όλα δικά του, αν διαβάζη βιβλία πατριωτικά…»

Πώς, τώρα, η αγνή, αθώα παιδική ψυχούλα χρειαζόταν «διόρθωση» στο σχολείο, σύμφωνα με τους συντάκτες του Ατομικού Δελτίου, μόνο αυτοί οι «βαλσαμωμένοι γνωσιοθήρες» μπορούσαν να το σκεφτούν και να το επιτύχουν!!

Για καλή τους τύχη τα Κρικελλιωτόπουλα το 1950, γύρισαν στο χωριό τους, έβαλαν στη μαρούδα τους μια χούφτα κάστανα και το βιβλίο του Δασκάλου τους, Γιάννη Βράχα: «Εκεί που φωλιάζουν οι αετοί» και δρασκέλισαν το κατώφλι της Mάθησης, στο Ιστορικό Δημοτικό Σχολειό τους.


Ήταν ένα διαλεχτό κείμενο από την "Ακευσώ" του Κρίκελλου

για τους αναγνώστες του blog "Ευρυτάνας ιχνηλάτης"


Παρασκευή 14 Μαΐου 2021

Το αγριογίδι


Από το εξαιρετικό βιβλίο του αείμνηστου Ευρυτάνα συγγραφέα Στέφανου Γρανίτσα {1880-1915} με τίτλο "Τα άγρια και τα ήμερα του βουνού και του λόγγου", που κοσμεί και την προσωπική μας βιβλιοθήκη, σάς παρουσιάζουμε ένα ακόμη πλάσμα των βουνών μας.

Ιδού:

===============

ΤΟ ΑΓΡΙΟΓΙΔΙ

Τα αγριόγιδα είναι τα αφθονώτερον προικισμένα ζώα με πολεμικήν τέχνην. Μόνον τ’ αγριάλογα έχουν τελειότερα συστήματα αμύνης κατά των λύκων. Άμα λόγου χάριν η λ α κ ν ι ά (το κοπάδι των αγριαλόγων) αντιληφθή επιδρομήν λύκων, αμέσως σχηματίζει κύκλον πέριξ των μικρών αλόγων και κατ’ αυτόν τον τρόπον αμύνεται θαυμάσια διά των οπλών της κατά ολοκλήρου φάλαγγος λύκων.

Η πολεμική τέχνη των αγριογιδιών είναι περισ­σότερον αρχέγονος. Έχουν την τακτικήν ατάκτων σωμάτων και ίσως ο ελληνικός αρματολισμός χρεωστεί εις αυτά πολλάς μεθόδους του. Τα περίφημον  κ α ρ α ο ύ λ ι, η τοποθέτησις δηλαδή σκοπών εις υψηλά σημεία, η β ά ρ δ ι α, όπως λέγεται σήμερον, είναι μέχρις απιστεύτου βαθμού ωργανωμένη εις την φυλήν των αγριογιδιών. Και τρία ακόμη αγριόγιδα αν αποτελούν το κοπάδι, το ένα θ’ αναλάβη τα καθή­κοντα του σκοπού, διά να βοσκήσουν τα άλλα εν ασφαλεία.

Η βάρδια των αγριογιδιών σφυρίζει όπως και η των  κ λ ε φ τ ώ ν και έχει όλα τα είδη των σφυριγ­μάτων, όπως το κλέφτικο καραούλι. Άλλο είδος σφυ­ρίγματος εάν επέρχεται λύκος, άλλο εάν αντιληφθή κυνηγούς και άλλο αν πλησιάζουν ομόφυλοι εχθροί. Διότι και τα αγριόγιδα ευρίσκονται μεταξύ των εις εμ­πόλεμον κατάστασιν κατά τους μήνας του κεροφορήματος, τουτέστι της ερωτικής εποχής των, όπως άλλως τε και τα ήμερα γίδια, πρόβατα, άλογα και γελάδια.

Αν οι ποιμένες δεν φαντασιοκοπούν, οι Τρωικοί πόλεμοι δι’ ωραίας Ελένας είναι συχνοί μεταξύ αγριογιδιών. Εκείνο το οποίον δύναμαι να βεβαιώσω είναι, ότι όχι σπανίως, αυτήν την εποχήν κατά την οποίαν ανοίγει το κεροφόρημα, ευρίσκουν εις τους γκρεμούς σκοτωμένα αγριόγιδα, τα οποία βέβαια είναι θύματα εσωτερικών διαμαχών του κράτους των.

Να ειπή κανείς ότι εσκοτώθηκαν εις διαμφισβητήσεις βοσκησίμων περιφερειών είναι ολίγον τολμηρόν, διότι η ελληνική γη έχει λαύρον, μεράντσαν, φυλλορριάν και καντοέλατα δια να βοσκήσουν εκατομμύρια αγριογιδιών.

Εάν λοιπόν δεν ήλθον εις χείρας επί συζητήσεων των κακώς κειμένων, περί της αποστολής ή μη λόγου χάριν των Κρητών βουλευτών, ασφαλώς, τα μάτια κάποιας ωραίας Ελένης εμπνέουν τους αλληλοσπαραγμούς αυτούς, οι οποίοι κοκκινίζουν τα άσπρα βουνά των Αγράφων, όπως άλλως τε συμβαίνει και εις τα άλλα γίδια και πρόβατα. Αλλά περί των τραγικών αυτών ερώτων θα ομιλήσωμεν όταν έλθη η σειρά των προβάτων και των γιδιών.

Τίποτε ίσως δεν αφθονεί περισσότερον εις την Ευρυτανίαν, όσον τα αγριόγιδα. Προχθές μου έδειχναν από την στάνην του Μαλαμούλη ένα δάσος από οξυές, εις το οποίον είναι ολόκληρα κοπάδια. Αλλά τα βουνά των Αγράφων είναι τόσον κακοπάτητα, ώστε δεν συμ­βουλεύω κανένα Αθηναίον κυνηγόν να επιχειρήση εκδρομήν.

Οι Σαρακατσάνοι σκηνίται ενθυμούνται συχνά τον κ. Σκουλούδην, ο οποίος τούς τιμά με πολλήν αγάπην, επισκεπτόμενος τα περί τον Ωρωπόν, Λειβαδιάν, Θήβας και Ξηρόμερον χειμερινά μαντριά των. Εδώ θα εχόρταινε κυνήγι αλλ’ ατυχώς, μόνον εάν ο Καμπέρος ήθελε τολμήσει ταξίδια έως εδώ με το αεροπλάνον του, θα ήτο εύκολον εις τον επιφανή κυνηγόν και επιφανέστερον διπλωμάτην να ευρύνη έως τα Άγραφα τας κυνηγετικάς εκδρομάς του.

Οι εντόπιοι κυνηγοί, μολονότι καλοί σκοπευταί, είναι μικροεπιχειρηματίαι αρκούμενοι εις λαγούς, μπεκάτσες, πέρδικες, και πότε-πότε ανταμώνονται διά μεγάλας επιχειρήσεις, αι οποίαι όμως κατά προτίμησιν στρέφονται προς τα ζαρκάδια και τα αγριογούρουνα, που διαιτώνται εις κλειστούς δασώδεις τόπους γύρω από τα χωριά.

Κρέας αγριογιδιού έχομεν ένα έτος να ιδούμε, διότι το κυνήγι του απαιτεί μεγάλην τέχνην.

Ο μακαρίτης Κρυστάλλης είχε καιρόν που έλειπεν από τα βουνά, όταν εις τον περίφημον «Αετόν» του εζητούσε να ραχατεύη στα κράκουρα του Μετσόβου και να

τρώη τυρί λαφιού

και γάλα απ’ αγριογίδι.

Άλλως τε ήτο ποιητής, και μεταξύ ποιήσεως και αγριογιδιών υπάρχει πολλή απόστασις π ε ζ ή, τόσον πεζή, ώστε κάποτε πρέπει να βγάλετε και τα παπού­τσια σας διά να περάσετε ένα γκρεμόν.

Τα «σύρματα» αυτά, όπως λέγονται τα δυσκολοπάτητα μονοπάτια των γκρεμών, είναι οι μόνοι δρόμοι, από τους οποίους περνούν και τ’ αγριόγιδα. Και μόνον χάρις εις αυτά τρώγουν κάποτε εδώ κανένα αγριογίδι, όχι από συστηματικούς κυνηγούς, αλλά από τσοπάνηδες, οι οποίοι καταλαμβάνουν τα «σύρματα» και καιροφυλακτούν τας διαβάσεις των κοπαδιών.

Προ ολίγων ετών ενθυμούμαι ότι έφεραν αγριογίδια σκοτωμένα, οι πωληταί των δε επέμεναν ότι κατώρθωσαν να τα σκοτώσουν κατά τον εξής τρόπον:

Ετοποθέτησαν εις τα «σύρματα» σανίδια επαλειμμένα με σαπούνι, και αφού «εμπήκαν παγάνα» στο δάσος, εξηνάγκασαν τα αγριογίδια να περάσουν επά­νω από τα σανίδια και να γλυστρήσουν κάτω στον γκρεμόν, όπου και έγιναν θρύμματα. Όλοι όμως ήκουσαν υπόπτως τα παραμύθια αυτά, πιστεύοντες μάλλον ότι επρόκειτο περί θυμάτων εμφυλίου σπαραγμού. Μολαταύτα οι πωληταί επέμεναν· και ίσως μετεχειρίσθησαν το ψεύδος αυτό διά να δικαιολογήσουν το πώς τα αγριογίδια ήσαν σχεδόν θρυμματισμένα. Οι πονηροί όμως χωρικοί τους ερωτούσαν:

-Από πού έχετε αγοράσει το σαπούνι;

Και ο διαρκώς φιλοσοφών καφετζής του χωρίου απήντησεν υπερασπιζόμενος τάχα τους κυνηγούς.

-Βρε παιδιά, τι σας μέλει το σαπούνι τι ποιότης είναι; Αγοράζετε το κρέας για να το φάτε ή για μπουγάδα;

Η πατροπαράδοτος ζωολογία, η μυθολογική και ανεκδοτολογική εξ ονόματος της οποίας ομιλούμεν εις τα σημειώματα αυτά, έχει και μίαν εξήγησιν περί του πώς γίνονται τα αγριογίδια. Άμα το ήμερο κα­τσίκι γεννηθή και δεν το πάρη μάτι ανθρώπου επί ένα έτος, τότε εκείνο αγριεύει, «στοιχειώνει» και παίρνει τα βουνά.

Αλλ’ υπάρχει και άλλη παράδοσις, ότι τα έκαμεν ο διάβολος, θέλων να μιμηθή τον Χριστόν, ο οποίος έκαμε τα πρόβατα. Όσα γίδια ημέρευσαν το χρεω­στούν εις τον Χριστόν, ο οποίος τα εσφράγισεν εις τα γόνατα και από τότε κατώρθωσαν να γονατίζουν - ο διάβολος τα έστησε μονοκόμματα, μη κατορθώσας να επιτύχη τους αρμούς των - το πρώτον δε εγονάτισαν να προσκυνήσουν τον ευεργέτην των, ο οποίος τα εσφράγισε. Τα αγριόγιδα όμως, ενώ εδέχθησαν την ευεργεσίαν αυτήν, δεν ήκουσαν τον Χριστόν να μένουν με τον άνθρωπον, αλλά επήραν τα βουνά και τα ρέ­ματα, όπου και ο δημιουργός των ο Διάβολος, ο οποίος και πίνει το γάλα των.