Κυριακή 26 Μαρτίου 2017

Ο γεροβοσκός

Αντιπροσωπευτική φωτογραφία του Κώστα Μπαλάφα!


Πόσα χρόνια πέρασα
κι ἄσπρισα κι ἐγέρασα
πάνω στὰ ψηλώματα
βόσκοντας τὰ πρόβατα!

Τὶς κορφὲς ἐπάτησα
καὶ νυχτοπερπάτησα
καὶ σὲ δέντρα γερικὰ
εἶδα κι εἶδ᾿ ἀγερικά!

Σὲ ψηλὲς ἀνηφοριὲς
σὰ κοτσύφι χύθηκα
κι ἔπεσα σὲ ρεματιὲς
καὶ ἀποκοιμήθηκα!

Πάνω στὴ καπότα μου,
φορεσιὰ καὶ στρῶμα μου,
εἶδα ῾νείρατα γυρτὸς
ξυπνητὸς καὶ κοιμιστός!

Σ᾿ ἀητοράχη ἐσκάλωσα
μὲ τὸ λύκο μάλωσα
κι ἄναψα τρανὲς φωτιές,
σὲ τετράψηλες κορφές!

Εἶδα τ᾿ ἄστρι στὸ βουνό,
ποὺ τὸ λεν᾿ Αὐγερινὸ
καὶ στὴ καθαρὴ βραδιὰ
χόρτασα τὴ ξαστεριά!

Μύρμηγκα δὲ ζήμιωσα
κι ἄνθρωπο δὲ θύμωσα.
Πῆρα τὰ μικρὰ τ᾿ ἀρνιά,
σὰ παιδιὰ στὴν ἀγκαλιά!

Μιὰ ζωὴν ἐπέρασα
κι εἶπ᾿ ὁ Θεὸς κι ἐγέρασα
καὶ τὸ χιόνι τὸ πολύ,
μοῦ ῾πεσε στὴ κεφαλή!

Ἄειντε προβατάκια μου,
περπατᾶτ᾿ ἀρνάκια μου,
πάμετε σιγὰ-σιγὰ
καὶ μᾶς 'πῆρεν ἡ βραδιά...

[ Ποίημα του Ευρυτάνα λογοτέχνη Ζαχαρία Παπαντωνίου (1877-1940) ]


ΥΓ: Θα μπορούσατε να δείτε και ΕΔΩ!

Πέμπτη 23 Μαρτίου 2017

Μια ιστορική αναφορά για τους απροσκύνητους Αγραφιώτες!

ΚΑΤΣΑΝΤΩΝΗΣ - φωτο: "Ευρυτάνας ιχνηλάτης"


Το 1852 ο Γάλλος περιηγητής και ιστορικός Eugene Yemeniz περιοδεύει στα Αγραφιώτικα Βουνά για να συλλέξει στοιχεία σχετικά με τη δράση του Κατσαντώνη και των συντρόφων του που έδρασαν εκεί μερικά χρόνια νωρίτερα. Σε κάποιο σημείο της μελέτης του ο  E. Yemeniz περιγράφει, πραγματικά με μοναδικό τρόπο, την ατίθαση ζωή και την ατσάλινη ψυχοσύνθεση των ορεσίβιων ανθρώπων που ζούσαν απροσκύνητοι στα ένδοξα Άγραφα και οι οποίοι στελέχωσαν τους κλέφτικους νταϊφάδες, με πρώτο και καλύτερο αυτόν του θρυλικού Κατσαντώνη!


Ιδού και το εν λόγω απόσπασμα του E. Yemeniz (σε μετάφραση της Βέρας Δ. Σταμέλου - για το σπουδαίο βιβλίο του βραβευμένου αείμνηστου Ευρυτάνα συγγραφέα Δημήτρη Σταμέλου με τίτλο:  «Κατσαντώνης, η αποθέωση της παλικαριάς», Βιβλιοπωλείον της Εστίας) :

================ 


«Συνηθισμένοι από παιδιά στη μοναχική ύπαρξη, να μην έχουν πάρει –αφήνοντας την κούνια- άλλο παιχνίδι από το ντουφέκι του πατέρα τους, άλλη μόρφωση από την αφήγηση των κατορθωμάτων του κληρονομικού αυτού όπλου, θαρραλέοι, επιδέξιοι και δυνατοί, να κοιμούνται κάτω από ένα θάμνο, στο κλωνάρι μιας βαλανιδιάς, κάτω από την προεξοχή ενός βράχου, καθώς και κάτω από την καπνισμένη στέγη της καλύβας τους, γνωρίζοντας με ακρίβεια όλα τα περάσματα και τα καταφύγια της περιοχής, αυτοί οι άνθρωποι συγκροτούν μια ράτσα πέρα για πέρα πολεμική που λατρεύει την ανεξαρτησία της.

Από την αρχή της σκλαβιάς, τα βουνά των Αγράφων, καταφύγιο όλων των επαναστάσεων, πρόσφεραν στους γύρω πληθυσμούς ένα σίγουρο οχυρό εναντίον της τυραννίας. Μάταια οι στρατιές των τούρκων προσπάθησαν να εγκαταστήσουν εκεί τη δυναστεία των πασάδων της Ηπείρου ή της Θεσσαλίας. 

Στο πλησίασμά τους οι βουνίσιοι κατέφευγαν με τις οικογένειές τους και τα κοπάδια τους στις κορφές και στα πιο δυσπρόσιτα καταφύγια ληστών ή θηρίων, καίγοντας πίσω τους τις καλύβες τους, ώστε το πόδι του εχθρού να μην κηλιδώσει τις εστίες τους. Έπειτα στην κατάλληλη στιγμή, έπεφταν ξαφνικά πάνω στο χαμένο, μέσα στο λόγγο, εχθρό, βαθιά στα αδιέξοδα περάσματα των βουνών. 

Οι τούρκοι παραιτήθηκαν από την καταδίωξη αυτού του ασύλληπτου αντιπάλου και περιορίστηκαν να του επιβάλλουν έναν ταπεινότατο φόρο που άλλωστε ποτέ δεν πληρώθηκε.»


blog "Ευρυτάνας ιχνηλάτης"

Σάββατο 18 Μαρτίου 2017

Καλότυχα...



Καλότυχα είναι τα βουνά, ποτέ τους δεν γερνάνε!
το καλοκαίρι πράσινα και το χειμώνα χιόνι…
και καρτερούν την άνοιξη, τ’ όμορφο καλοκαίρι,
να μπουμπουκιάσουν τα κλαριά, ν’ ανοίξουνε τα δέντρα,
να βγουν οι στάνες στα βουνά, να βγουν οι βλαχοπούλες
να βγουν και τα βλαχόπουλα, λαλώντας τις φλογέρες.

(παραδοσιακό του τόπου μας)


Σάββατο 11 Μαρτίου 2017

Ο κούκος της άνοιξης!


Για μία ακόμη φορά επιλέγουμε τον σπουδαίο Ευρυτάνα λογοτέχνη Στέφανο Γρανίτσα (1880-1915) για να αναδείξουμε με τρόπο ξεχωριστό τις ομορφιές της πανίδας του τόπου μας. Έτσι από το εξαιρετικό βιβλίο τού εν λόγω συγγραφέα που φέρει τον τίτλο: «Τα άγρια και τα ήμερα του βουνού και του λόγγου» (Βιβλιοπωλείον της Εστίας), το οποίο κοσμεί και την προσωπική μας βιβλιοθήκη, παραθέτουμε το παρακάτω κεφάλαιο που αναφέρεται στον Κούκο που την Άνοιξη έχει την τιμητική του!


Απολαύστε το:

===========

Ο Κούκος

Ιδού ένα προνομιούχον πλάσμα του Θεού. Κορφολογεί την άνοιξιν, το τραγούδι, τον έρωτα, δίχως να τον βαρύνη καμιά πεζή υποχρέωσις. Ακόμη και τ’ αυγά του άλλοι τα κλώθουν, τα ξεκλώθουν, βγάζουν τα πουλιά του, τα ταΐζουν, τα ποτίζουν.

Ποιοι να είναι οι προλετάριοι αυτοί, οι υποχρεωμέ­νοι να διεκπεραιώνουν και τους έρωτας του Κούκου; Ο Ζίντ εις την θαυμασίαν του μελέτην περί του «Κοινωνικού Παρασιτισμού» λέγει μόνον, ότι ο Κούκος πετά τα αυγά του εις τας φωλεάς των άλλων πουλιών και αφήνει εις αυτά την φροντίδα των πε­ραιτέρω. Οι χωρικοί λέγουν ότι τα υπηρετικά αυτά όντα είναι οι ζάκες, κάτι μικρά σταχτιά πουλιά.

Ένα βράδυ εις την βρύσιν του χωριού εβλέπαμε δύο ζάκες να ταΐζουν ένα μεγάλο πουλί. Φαντασθήτε πως βλέπετε τον κ. Πώπ, π.χ. να βάζη τροφήν εις το στόμα του κ. Καλαποθάκη. Εκεί λοιπόν στη βρύση είδα και επίστευσα τα προνόμια του Κούκου.

Η λαϊκή φαντασία, η οποία αφορμήν θέλει διά να πλάση ατέλειωτους ιστορίας, εδημιούργησεν εις δόξαν του Κούκου ένα ολόκληρον χάρτην προνομίων. Πρώτα πρώτα, αδύνατον να πείσετε χωρικόν ότι δεν ταξιδεύει έφιππος. Το άλογό του είναι ένα μεγάλο άσπρο πουλί, το οποίον δεν είναι γνωστόν με άλλο όνομα παρά ως «Κουκάλογο».

Τον Μάρτιον έρχεται εις τα μέρη μας ολίγας ημέ­ρας ενωρίτερον του Κούκου, και η παράδοσις θέλει ότι το στέλλει ο αφέντης του ο Κούκος, διά να εξέτα­ση αν ήλθεν η άνοιξις στα βουνά. Το «Κουκάλογο» περιπλανάται ολίγας ημέρας εις τα πλάγια και έπει­τα επιστρέφει διά να μεταφέρη τον καβαλάρη του.

Ποτέ ο Κούκος δεν κάθεται όπου κι όπου διά να τραγουδήση την άνοιξιν. Έχει ωρισμένους λόφους και ωρισμένα δένδρα, ακόμη και ωρισμένους κλάδους κατά τους χωρικούς. Εις ένα λόφον αντίκρυ από το σπίτι μου ήταν ένα γηραλέο πουρνάρι, εις το οποίον ήρχιζε στερεοτύπως το λάλημα του "την ημέραν του Ευαγγελισμού. Κάποτε ο βορρηάς έσπασε το πουρνάρι και έκτοτε ο Κούκος δεν ενεφανίσθη εις τον λόφον, μολονότι γύρω του είναι και άλλα πουρνάρια.

Λέγουν ακόμη ότι είναι τόσον υπερήφανος, ώστε μίαν φοράν να τον αποδοκιμάσουν εις ένα μέρος δεν ξαναπατά πλέον. Κάποιος γεωργός μου έλεγεν, ότι δίπλα από το καλύβι του ήρχετο χρόνια και χρόνια ένας Κούκος και τον «εχαιρέτιζε πρωί πρωί». Αλλά μίαν φοράν τον επετροβόλησε και έκτοτε δεν ενεφανίσθη πλέον.

-Και γιατί τον επετροβόλησες; τον ηρώτησα.

-Μου κόμπωνε τα παιδιά μου.

Γενική πρόληψις υπάρχει, ότι άμα ακούσης τον Κούκον πρωί πρωί νηστικός θα «κομπωθής», θα αισθανθής δηλαδή εις τον λαιμόν σου στενοχωρίαν η οποία θεωρείται ως «αναποδιά». Διά τον λόγον αυτόν και οι χωρικοί και οι κυνηγοί την άνοιξιν φροντίζουν να μην ακούσουν τον Κούκον νηστικοί.

Τόσον η λαϊκή παράδοσις θεωρεί τον Κούκον ως θεόθεν προνομιούχον, ώστε να παραδέχεται ακόμη ότι ο Δημιουργός και ιδιαιτέραν τροφήν εδημιούργησε δι’ αυτόν. Ένα μικρόν φυτόν, το οποίον φυτρώνει και σταφυλιάζει τον Απρίλιον, είναι γνωστόν υπό το όνομα «Σταφύλι του Κούκου».

-Μα είδατε να τρώγη από αυτό το σταφύλι ο Κούκος; ερωτούσα κάποτε ένα τζοπάνην.

-Ακούς! τον βλέπομε... Σάμπως τρώει τίποτε άλλο;…

Δύσκολον πράγμα να πείσης τον χωρικόν, ότι ο Κούκος είναι αδικαιολόγητος χασομέρης, επιβλα­βής εις την κοινωνίαν των πουλιών, όσον ο κεφαλαιού­χος ο τρώγων τους τόκους δίχως να εργάζεται. Διά την ατυχή τρυγόναν, μάλιστα. Αυτή είναι «τεμπέλα». Δεν επιμελείται την γένναν της όπως πρέπει, αλλά στρώνει λίγα ξυλάκια, τα οποία είναι η όλη φωλιά της.

-Μα αυτή επί τέλους, - έλεγα εις τον φιλόσοφον μυλωνάν του χωριού, ο οποίος σχολιάζει τα κακώς κείμενα εις το Βασίλειον των ζώων και μας παρηγο­ρεί δι’ όλα τα ανάποδα της σημερινής κοινωνικής συνθέσεως - μα αυτή επί τέλους κάνει μια φωλιά, κλώ­θει μόνη της τα αυγά της και τραγουδάει την άνοιξι...

-Δεν σου λέγω όχι... Κι αυτή και το αηδόνι τρα­γουδούν, αλλά αυτά πρέπει να δουλεύουν κιόλα…

-Κι ο Κούκος γιατί να μη δουλεύη;

 Γιατί αυτός φέρνει την Άνοιξι. Το παν είναι ποιος θα κάμη την αρχή... Να ’ξερες πως πηδάει η καρδιά μας άμα τον ακούμε, εμείς η τσαπατουριά... (οι εργα­ζόμενοι με το τσαπί).

Αλήθεια τι Ευαγγέλιον καλωσύνης καιρού, αλη­θινή σάλπιγξ Θεού είναι το λάλημα του Κούκου εις τα μέρη μας. Άνθρωποι, βόδια, άλογα, αλέτρια, χύ­νονται εις τον κάμπον και ξεκλειδώνουν την Γην. Η φωνή του ταράσσει την σιωπηλήν ερημίαν εις το τέλος περίπου της παλαιάς συγκομιδής. Είναι η επαγ­γελία της νέας εσοδείας των χωραφιών, ο μακρυνός ήχος των ερχομένων από τα χειμαδιά προβάτων με τα γαλακτερά μαστάρια και τα άφθονα μαλλιά.

Το νυχτολάλημα του Κούκου είναι κακός οιωνός διά τους ληστάς. Άμα τον ακούσουν οι χωρικοί ερωτούν το πρωί ποίοι λησταί εξεμπερδεύθηκαν. Η ληστρική Μούσα εις πολλά τραγούδια εξορκίζει τους Κούκους να μη λαλήσουν την νύκτα διά να μη συμβή κανένα δυστύχημα και σκοτωθή ο Λύγκος ή ο Τσουλής. Ει­δοποιούνται επομένως και οι ληστογράφοι ν’ αρχίσουν ένα μυθιστόρημα ως εξής:

«Την νύκτα της 20ής Μαρτίου ελάλουν συνεχώς οι Κούκοι»…


Τετάρτη 8 Μαρτίου 2017

Όσα θα ήθελα να σου πω...

Όσα θα ήθελα να σου πω και δεν σου είπα...
όταν πριν μερικά χρόνια δέχτηκες να σε φωτογραφίσω, κάπου στα βουνά μας, ΑΓΝΩΣΤΗ ΕΥΡΥΤΑΝΙΣΣΑ ΓΥΝΑΙΚΑ



Πόσα βάσανα να μολογάει τούτο το βοσκοράβδι σου όταν σιγομιλάει στο χώμα που μύρωσες με ίδρω κι αγώνα δεκαετιών; Πόση ακατανίκητη ομορφιά βαστούν αυτές οι άγιες ρυτίδες στο προσωπάκι σου; Με πόσο τίμιο μόχθο σμιλεύτηκαν  τα ροζιασμένα χέρια σου; Πόση αληθινή Ελλάδα ανασαίνει σε τούτο το λιπόσαρκο κορμάκι, το ντυμένο στα μαύρα! 

Άγνωστη Ευρυτάνισσα Γυναίκα πόσες τιμές σου πρέπουν! Πόσες...!



Σάββατο 4 Μαρτίου 2017

Ξενιτεμού θυμητάρι

Ευρυτανία : 2η δεκαετία 21ου αιώνα... 



Πόρτες σακατεμένες

σφαλιστές χρόνια τώρα, 

γερνάνε και τούτες

κλείνοντας σιγά-σιγά «το χρηστικό τους κύκλο»,

ώσπου ν’ αφήσουν το παλιό σπιτικό αφρούρητο

στα ξωτικά και την απόκοσμη αύρα των αερικών του βουνού,

αφού μήτε παιδιών γέλια ούτε γερόντων αναστεναγμοί

περιγελούνε πλέον τη φθορά…

Σκόρπισαν τα νιάτα μας

στους σιωπηλούς ανέμους της ξενιτιάς

στης πλάνας λησμονιάς  τα πέρατα,

και

ποιος να αφουγκραστεί πια

των γήινων κουφαριών την παραπονεμένη ανάσα,

που να βρει απάγκιο το θυμητάρι… 



Τετάρτη 1 Μαρτίου 2017

Ινδιάνικη σοφία!



«Πριν οι λευκοί αδερφοί μας φτάσουν για να μας κάνουν πολιτισμένους ανθρώπους δεν είχαμε κανένα είδος φυλακής. Και γι’ αυτό το λόγο δεν είχαμε και παραβάτες. Χωρίς φυλακή δεν υπάρχουν παραβάτες. Δεν είχαμε κλειδαριές ούτε κλειδιά πριν και γι’ αυτό δεν είχαμε ανάμεσά μας και ληστές. Όταν κάποιος ήταν τόσο φτωχός που δεν μπορούσε να πάρει ένα άλογο, μια σκηνή, μια κουβέρτα, τότε θα μπορούσε να τα λάβει ως δώρο. Ήμασταν τόσο απολίτιστοι για να δώσουμε τεράστια σημασία στην πολιτισμένη ιδιοκτησία. Δεν ξέραμε κανένα είδος χρήματος, η αξία του ανθρώπου δεν καθοριζόταν από τον πλούτο του. Δεν είχαμε γραφτούς νόμους να μας λένε τι να κάνουμε, δεν είχαμε πολιτικούς, δεν είχαμε δικηγόρους και γι’ αυτό δεν μπορούσαμε να κοροϊδέψουμε και να εξαπατήσουμε ο ένας τον άλλον. Είχαμε όντως τα χάλια μας πριν έρθουν οι λευκοί και δεν ξέρω πώς να εξηγήσω, πως μπορούσαμε να διαχειριστούμε αυτά τα βασικά πράγματα που μας έλεγαν ότι χρειάζονται για μια πολιτισμένη κοινωνία.»


[John (Fire) Lame Deer Sioux Lacota]


ΥΓ: H φωτο είναι του "Ευρυτάνα ιχνηλάτη"