Δευτέρα 28 Μαΐου 2018

Εύθυμα και... Ευρυτανικά (I)

Φωτογραφία Herbert List, 1903-1975

Ιχνηλατήσαμε τις παρακάτω εύθυμες ιστοριούλες από ένα υπέροχο όσο και δυσεύρετο βιβλίο που κοσμεί την προσωπική μας βιβλιοθήκη. Πρόκειται για αυτό του αείμνηστου Ευρυτάνα συγγραφέα Δημοσθένη Γ. Γούλα με τίτλο: Οι χωριανοί μου" (εκδ. Στέφανος Δ. Βασιλόπουλος, Αθήνα 1978 - ανατύπωση της πρώτης έκδοσης του 1953).

Υποσημείωση: Εάν κατά την ανάγνωση διαπιστώσετε τυχόν περιπαιχτική διάθεση απέναντι σε διαχρονικούς φορείς της εξουσίας, θεωρείστε το... τυχαίο!!! 


Ο ευφυής Ευρυτάνας μπακάλης και ο ενωμοτάρχης!

Δεν θα ξεχάσω το μπακάλη του Προυσού, τον Μπάρμπα-Βαγγέλη Πάχα. Μαζί με τα μπακάλικα μαγείρευε και φαγητό για τους λίγους υπαλλήλους που υπηρετούσαν εκεί. Ο ένας από αυτούς του παραπονέθηκε μια μέρα ότι τα φασόλια ξύνισαν. Και του απάντησε:

-Τι σου φταίω εγώ ας ερχόσ'νε προυχτές να τα φας.

Μια μέρα ο σταθμάρχης του χωριού τού έκαμε συστάσεις γιατί δεν τηρεί τις αστυνομικές διατάξεις και κλείνει αργά το Σάββατο και ανοίγει το μπακάλικο την Κυριακή πριν απολύσει η εκκλησία.

Ο Μπάρμπα-Βαγγέλης του απαντά:

-Αυτές οι διαταγές καπετάνιο είναι για τις πολιτείες παρακάτ'. Και που τ' ανοίγου τι φκιάνου ; Μύγες βαράου.

Ο Ενωμοτάρχης επιμένει ότι οι διαταγές ισχύουν και σε μια στιγμή λέει στο μπακάλη:

-Μη μου λες εμένα δεν ισχύουν. Αυτά τα γαλόνια τα φοράω 15 χρόνια.

Και πήρε την απάντηση:

-Κιό αν είσ'νι καλλίτερους θα πάεινες παραπάν!


Ο χωριάτης και ο δικαστής!

Ευχόμουν να συμβιβάζονται μεταξύ τους οι αγρότες ή να καταφεύγουν σε αδέκαστους εκτιμητές για να αποφεύγουν τα δικαστήρια. Τι γίνεται όμως σήμερα στα χωριά κανένας δεν το φαντάζεται. Την ώρα που η κτηνοτροφία λιγόστεψε σε επικίνδυνο βαθμό και τα περισσότερα χτήματα είναι ακαλλιέργητα οι μηνύσεις των χωρικών και οι μεταξύ τους γκρίνιες "φούντωσαν" σε επικίνδυνο βαθμό.

Αλλά ας γυρίσουμε στα παλιά : κατηγορούμενος αγράμματος χωρικός, από γείτονά του, ότι το γαϊδούρι του τού έφαγε εκατό (100) οκάδες καλαμπόκι. Δεν μπορεί να βάλει δικολάβο και υποστηρίζει μόνος του την υπόθεσή του.

-Ας υποθέσουμε κύριε πρόεδρε ότι ήσ'νι ισύ ου γάιδαρος μ'.

-Σκασμός, του λέει ο Πρόεδρος.

-Μι συμπαθάς κυρ' πρόεδρε αλλά μπορ'γες να φας σι μιάν ώρα εκατό ουκάδες καλαμπόκ' ;


Το... λάθος του κυνηγού

'Ενας κυνηγός φτάνει λαχανιασμένος στα πρώτα σπίτια του χωριού μόλις έπεφτε το σούρουπο και μ' αγωνία ρωτάει τον πρώτο χωριάτη που ξεκουράζεται στο κεφαλόσκαλο.

-Δε μου λες πατριώτη, έχετε μαύρα βόδια στο χωριό σας ;

-Όχι, του απαντάει ο χωριάτης με αφέλεια.

-Μαύρα άλογα ; επιμένει ο κυνηγός.

-Ούτε.

-Μαύρα τραγιά έχετε ; 

-Ντηπ, απαντάει ο χωρικός.

Τότε ακούγεται με απελπισία να μονολογεί ο κυνηγός:

-Μωρέ τι κακό έπαθα απόψε, τον παπά σκότωσα. 




Παρασκευή 25 Μαΐου 2018

Πολυσέβαστη γη!

Φωτο: ακολουθώντας τον ρου του Κρικελλοπόταμου προς το "Πανταβρέχει"!

Εκεί που η αρχέγονη εαρινή συνομιλία της πολυσέβαστης γης με το αηδονοκελάριστο νάμα δροσίζει τη σκέψη και γαληνεύει το νου. Εκεί που ξάστερα συναισθήματα δραπετεύουν από τις στενωπούς και γίνονται πτερύγια της ψυχής που εξυψώνεται προς την αρμονία. Εκεί που ο "πολιτισμός" αδυνατεί να τιθασεύσει την ιερή ανάσα της ζωής...   


   

Τρίτη 22 Μαΐου 2018

Λίγα λουλούδια ευλάβειας (στη μνήμη του σπουδαίου Ευρυτάνα λόγιου Μιχάλη Σταφυλά)

Έφυγε πλήρης ημερών ο Μιχάλης Σταφυλάς (1920-2018) 
ο εμβληματικός Ευρυτάνας λόγιος των καιρών μας!

Γεννήθηκε το μακρινό 1920 στη Γρανίτσα Ευρυτανίας την ιδιαίτερη πατρίδα του Ζαχαρία Παπαντωνίου και του Στέφανου Γρανίτσα. Η μητέρα του πέθανε στη γέννα και ο Μιχάλης μεγάλωσε με τη φροντίδα της γιαγιάς του. Ανήσυχο πνεύμα, σε ηλικία μόλις 16 ετών σταμπάρεται από την ασφάλεια εξαιτίας ενός πρωτοσέλιδου μαχητικού άρθρου του στην αθηναϊκή εφημερίδα "Πατρίς" όπου εν έτει 1936 κατήγγειλε τις αφόρητες συνθήκες φτώχειας και εγκατάλειψης που επικρατούσαν στην Ευρυτανία και το οποίο θεωρήθηκε επαναστατικό! Λίγο αργότερα, εν μέσω της φασιστικής δικτατορίας του Μεταξά, θα αποβληθεί αρχικά από τα γυμνάσια Καρπενησίου και Αγρινίου και στη συνέχεια κι απ' όλα τα γυμνάσια του Κράτους (!) με τη συνήθη κατηγορία της εποχής: "ανατρεπτική κομμουνιστική δράση κατά του καθεστώτος"! Εντέλει, μετά από έντονο προσωπικό αγώνα και πολλές περιπέτειες, θα τελειώσει το γυμνάσιο κάπου στην πρωτεύουσα. Κατόπιν εισάγεται στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών ενώ παράλληλα δουλεύει στα λιγνιτωρυχεία στο Περιστέρι. Το 1942 οργανώνεται στην ΕΑΜική Αντίσταση και όπως είναι φυσικό εγκαταλείπει τα πάντα για να βρεθεί στο επίκεντρο του αγώνα στην Ευρυτανία! Υπήρξε επιστήθιος φίλος και συναγωνιστής του αλησμόνητου Δώρη Άνθη του οποίου μάλιστα διέσωσε σημαντικό τμήμα του ποιητικού του έργου. Μεταπολεμικά εργάζεται στο υπουργείο Μεταφορών. Η Απριλιανή χούντα του 1967 θα απολύσει από την εργασία του το Μιχάλη Σταφυλά και τη σύζυγό του. Τότε εκείνος ιδρύει τον εκδοτικό οίκο "Πολιτισμός" και κυκλοφορεί ένα μνημειώδες έργο, τους "Γίγαντες του Παγκοσμίου Πνεύματος" (σημαίνοντες συγγραφείς, μουσικούς, ζωγράφους). Αργότερα θα επαναπροσληφθεί στο υπουργείο αλλά θα μετατεθεί δυσμενώς στην επαρχία. Μεταπολιτευτικά θα συνταξιοδοτηθεί με το βαθμό του διευθυντή. Ο Μιχάλης Σταφυλάς σε όλα τα χρόνια του βίου του, μέχρι και το τέλος της ζωής του, δεν σταματά να μελετά και να γράφει. Ένας αμύθητος συγγραφικός πλούτος χαρακτηρίζει την ακατάπαυστη πνευματική του δράση! Εκατοντάδες βαρυσήμαντες εργασίες θα συνθέσουν το πολυσχιδές έργο του επιφανούς Ευρυτάνα λόγιου: λογοτεχνικά αριστουργήματα, συλλογές διηγημάτων, μυθιστορήματα, λαογραφικές μελέτες, άρθρα, χρονογραφήματα, πονήματα για την τέχνη, θεατρικά έργα, ποιήματα, ιστορικές έρευνες, αντιστασιακές καταγραφές με πολύτιμες μαρτυρίες και σπάνια ντοκουμέντα από τους αγώνες του λαού μας, παρουσιάσεις προσωπικοτήτων, δοκίμια, βιογραφίες και κριτικές μελέτες δεκάδων μεγάλων λογοτεχνών. Ο Μιχάλης Σταφυλάς έγραψε 42 βιβλία! Δικό του δημιούργημα και το πολύτομο πρωτοποριακό έργο "Διαρκής Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας"! Παράλληλα διετέλεσε εκδότης ή διευθυντής σημαντικών φιλολογικών περιοδικών (Πνευματική Ζωή, Θεσσαλική Εστία, Ευρυτανικά Χρονικά κλπ). Πρώτος ο Μιχάλης Σταφυλάς παρουσίασε στην Ελλάδα τον μεγάλο Τούρκο ποιητή Ναζίμ Χικμέτ! Τιμήθηκε γι' αυτό με το βραβείο ελληνοτουρκικής φιλίας "Ιπεκτσί"! Το 2002 θα βραβευθεί για το πληθωρικό του έργο και από την Ακαδημία Αθηνών. Υπήρξε εξέχων στέλεχος της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών αλλά και της Διεθνούς Εταιρίας Λογοτεχνίας. Η πνευματική προσφορά του αναγνωρίστηκε παγκόσμια και κείμενά του μεταφράστηκαν σε πολλές γλώσσες. Η πολυαγαπημένη Ευρυτανία με το υπέροχο φυσικό κάλλος και την απαράμιλλη αγωνιστική παράδοση αποτελούσε πρωταρχική πηγή έμπνευσης και δημιουργίας για το διαπρεπή συμπατριώτη μας που ήταν ιδιαίτερα αγαπητός για το ήθος και την εντιμότητά του. Θα κλείσουμε αυτή τη σύντομη αναφορά μας με τα ίδια τα λόγια του Μιχάλη Σταφυλά: "Η λογοτεχνία είναι η απεικόνιση της ζωής των ανθρώπων με τις συναισθηματικές φορτίσεις, με τους οραματισμούς και τις προσδοκίες, με τους αγώνες και τις αγωνίες. Ακόμα και με τα προδομένα τους όνειρα. Δικαιολογημένα λοιπόν, ο απλός άνθρωπος κρατώντας ένα βιβλίο ρωτάει το συγγραφέα του: Τι υπάρχει για μένα στην τέχνη σου; Αν δεν υπάρχει τίποτα μη μουτζουρώνεις άδικα το χαρτί..." 

Ως "ύστατο χαίρε" δημοσιεύουμε ολόκληρο το αριστουργηματικό ποιητικό έργο του Μιχάλη Σταφυλά με τίτλο "Ευρυτανία" (1962)

"Ποτέ δεν απόσωσες ακέριο
εν΄ άσπρο καρβέλι χαράς
στη ζωή σου
κι’ η ξερή μπομπότα της πίκρας σου
έδωσε το χρώμα της στα παιδιά σου.

Σε ποιο βράχο απίθωσες τα όνειρά σου
και ξέχασες το μονοπάτι που σ’ οδήγησε ;
Σε ποια κρυόβρυση του βουνού σου
πλένεις τις λαβωματιές σου με τις πετροπέρδικες
και δεν αφίνουν σημάδια
τα αίματά σου ;
Σε ποιο πηγάδι της καρδιάς σου
βυθίζεις τον πόνο σου
για να δείχνεις ήσυχος σαν το γιαλό
που καρτεράει Γενάρη ν’ αγριέψει ;

Βοήθεια ! Βοήθεια ! Βοήθεια !
Αυτό δεν είναι κραυγή που ζητάει
ένα χέρι σωτηρίας
είναι μια πανάρχαιη επίκληση
του τόπου σου
που κόλλησε στις στουρναρόπετρες
και μπαίνει στα θεμέλια των σπιτιών
στις φωνές των τσοπάνων
και στα τραγούδια των γεωργών
που σπρώχνουν το σιδερένιο υνί
του παρελθόντος
ίσια στην καρδιά του μέλλοντος…

Βοήθεια ! Φωνάζουν τα νηογέννητα
που στριφογυρίζουν αλευρωμένα
στην ανάποδη ενός σαμαριού.
Βοήθεια ! Τα μαθητούδια που γράφουν
με τον κοντυλοφόρο του μνημονικού τους.
Βοήθεια ! Τα παιδιά που κινάνε
να ξενοδουλέψουν στις πολιτείες
μ’ έναν τρουβά γιομάτον νοσταλγία
και ξερό ψωμί
Βοήθεια ! Αυτοί που μένουν. Αυτοί που φεύγουν
για την ξενητειά ή για τον κάτω κόσμο

Βοήθεια ! Βοήθεια ! Βοήθεια !
Μπήκε στο αίμα τους και κυλάει η επίκληση.
Μπήκε στην καρδιά τους και χτυπάει ρυθμικά
ταξιδεύει με το υπομονετικό γαϊδουράκι
γκρεμίζεται στις σάρες και τις γιδόστρατες
πέφτει απ’ τα δέντρα που κόβει κορφάδες
για τα ζωντανά
χάνεται στα ξένα αναζητώντας
ένα φτηνό μεροκάματο
Μπαίνει στα γράμματα και σφραγίζεται
με το βουλοκέρι της πίκρας :
«υγείαν έχω
μα δεν έχω να στείλω λίγη καφοζάχαρη
για τη βάβω...

Μ’ όλα αυτά, αδερφέ μου ευρυτάνα σκύβεις μονάχα
να πιείς το νερό της πηγής
ή για να βάλεις τ’ αυτί σου στο χώμα
και ν’ αφουγκραστείς
το περπάτημα των Νέων Καιρών
που έρχονται
μες απ’ τις αντάρες της φτώχειας σου.
Κυτάζεις τον ήλιο
μες απ’ τα φυλλώματα του γεροπλάτανου
που κάποτε κρέμαγες τ’ άρματά σου
για να χτυπήσεις τον τύραννο.
Κυτάζεις τον κόσμο απ' το ξάγναντο
της σκέψης σου
και κρατάς στα ροζιασμένα σου χέρια
το βοσκοράβδι και την τιμή της πατρίδας.
Κρατάς τα παράσημα των αγώνων σου
και τις πίκρες των διωγμών σου.
Τυλίγεις τα λαμπερά μετάλλια
εξαίρετων πράξεων
στα «εντάλματα συλλήψεως
δι’ οφειλάς προς το δημόσιον»

Σ’ εσένα κανένας δεν οφείλει τίποτα.

Κρατάς τα ξέφτια των ελπίδων σου
ραμένα στα κουρέλια των παιδιών σου.
Κρατάς τη σημαία της Λευτεριάς
περασμένη μες απ΄ τα κάγκελα
της αόρατης φυλακής σου.

Βοήθεια ! Για να σταθείς στα πόδια σου
και ν΄ αντικρύζεις τον ήλιο
για να κρατήσεις το ταμπούρι σου
για να κρατήσεις την Ιστορία σου
για να κρατήσεις……

Θέλω να μιλήσω για σένα
αδερφέ μου
μα το μολύβι μου σκοντάφτει
στη σκληρή σου απόφαση
και στη σκληρή σου ζωή.

Το αίμα αχνίζει ακόμα
και σηκώνεται με τις πρωινές ομίχλες
οι καπνοί των εμπρησμών
φουσκώνουν
τα πλεμόνια των ανθρώπων.

Τα σπίτια πέφτουν
οι καρδιές πέφτουν
οι μέρες πέφτουν
τα ελάτια μένουν μονάχα όρθια.
Είδαν πολλά και ξέρουν
πως ο ήλιος δε θα πάψει
να βγαίνει απ’ την ψηλότερη κορφή
του Βελουχιού.
Είδαν πολλά
κι οι σφαίρες απ’ τα καρυοφύλλια
τους γκράδες και τα τόμιγκαν
ειν’ ακόμα καρφωμένες απάνω τους.
Στις ρίζες τους κουλουριάστηκαν
φωνές θριάμβου
και φωνές απόγνωσης.
Οι ρίζες τους ποτίστηκαν
με πολλή βροχή και με πολύ αίμα…

Πως να μιλήσω λοιπόν αδέρφια μου
που με πνίγει το παράπονο
για τις μέρες που πέρασαν
αρματωμένες
και τράβηξαν για νάβρουν καταφύγιο
σαν τις θεές στον καινούργιο τους Όλυμπο;
Πως να μιλήσω που με πνίγει
το παράπονο
σα βλέπω τα γιατάκια των κλεφτών
πεντάρφανα
κι ούτε δυο πέτρες σωριασμένες
πουθενά
-που να βρεθεί λίγο μάρμαρο
και λίγη στοργή ; -
κι ούτε μια πλάκα
μ' ένα όνομα και μια ημερομηνία
για τόσους ήρωες που πέθαναν
χορτασμένοι από μπαρούτι
κι Αγώνα

Δεν ήτανε τούτοι δώ οι χωριάτες
από τζάκια
κι’ ούτ’ είχανε φλουριά κι’ ονόματα
μια καρδιά είχαν
και την έδωσαν στην πατρίδα
Μιά δύναμη
και την άφησαν να τρέξει
απ’ τις λαβωματιές τους.
Κι’ έτσι δε μόλεψε η πατούσα του τυράννου
τον τόπο που έμειν’  Άγραφος
για πάντα…

Όσο θυμάμαι τα παληά
μωρές αδέρφια μου
ψηλώνω σαν τις βουνοκορφές
βλέπω τον κόσμο με περηφάνεια
η καρδιά μου ξεπετάγεται
απ’ το στήθος μου
και γίνεται πολεμική σημαία
καρφωμένη στο κοντάρι της Ελπίδας.

Εδώ πάνω θάθελα να πεθάνω
-σαν έρθ’ η ώρα-
ατενίζοντας τον κόσμον από μακρυά
στη ρίζα ενός θεόρατου ελατιού
φτάνει να βλέπω τ’ άρματα του Κατσαντώνη
κρεμασμένα στα κλαριά του,
που φαίνουνται σα θεώρατα χέρια
ενώ προσπαθούν ν’ αγκαλιάσουν
τους ανθρώπους…

Εδώ ο βοσκός αποκοιμιέται
με τραγούδια και παραμύθια
που ξεπετάγουντ' απ' τον τόπο γύρα
κι απ' την καρδιά του
και πλημμυρίζουν το καλύβι του
ως γέρνει να ξαποστάσει
αφήνοντας δίπλα στο γωνολίθι
τις έγνιες του
που τον βαραίνουν ολοχρονίς.
Εδώ, ο τόπος διηγιέται ιστορίες
σαν το γεροπαπούλη
που κρατάει τ' αγγόνι του
στα γόνατά του
και λέει για τη ζωή του την παληά
πιότερο για να θυμηθεί πως έζησε...

Εδώ, ο τόπος δείχνει τις φρέσκες
λαβωματιές του
ανοίγοντάς τες σαν ένα τριαντάφυλλο
που το δίνει να το μυρίσουν
οι γενηές που έρχονται.
Εδώ, οι άνθρωποι
είναι φτωχοί και περήφανοι,
δε ζητιανεύουν
παρά το δικαίωμά τους στη ζωή
μπροστά σε μια κρύα καρδιά
που σφίγγει με θέρμη
το πορτοφόλι της...

Εδώ μιά φτωχιά μάνα
δίνει στα παιδιά της
λίγο γάλα και πολύ αίμα
απ’ το στραγγισμένο της στήθος
την έχουν κλείσει όξω απ’ την πόρτα
του Αιώνα
και προσπαθεί να μπει
από μια κρυφή πορτούλα στο μέγαρό του
αν και της πρέπουνε τιμές
απ’ τις μαρμαρένιες σκάλες.
Εδώ είναι μια μάνα
που αγωνίζεται για όλα τα παιδιά
του κόσμου…

Έχω κλεισμένο στην καρδιά μου
ένα ηλιοβασίλεμα του χωριού
ένα όμορφο ηλιοβασίλεμα
σαν το χάδι της μάνας μου
ή σαν το κρυφό δάκρυ της αγάπης.

Έχω κλεισμένη στην καρδιά μου
μιάν απόκοσμη βραδυνή σιγαλιά
που την ταράζει μονάχα
το μακρυνό βούϊσμα ενός ποταμιού
καθώς τραβάει ασταμάτητα
το δρόμο του προς τη θάλασσα.
-Είχα πάντα την παραίσθηση
πως είναι φωνές ανθρώπων
που έρχονται ή πνίγονται... -

Έχω ένα απαλό πρωινό
στην καρδιά μου
όντας γυρίζουν οι κοπέλλες του χωριού
απ' το λόγγο
ζαλιγκωμένες ξύλα κι όνειρα.

Έχω μιαν εκκλησσούλα
σε κάποιον Πλατανιά
που ανταμώνουν οι ξενιτεμένοι
με τις αναμνήσεις τους
κάθε δεκαπενταύγουστο,
μπροστά στην πολυκαιρισμένη εικόνα
μιας φτωχιάς Παναγίας...

Η καρδιά μου είναι γιομάτη
από βουνά νοσταλγίας
μέσα στον απέραντο ζεστό κάμπο,
γιομάτη από αναμνήσεις
πλυμένες στις κρυόβρυσες
που χάνονται μέσα στα σύδεντρα
σαν τ' αρνάκια
που κυνηγάνε το χλωρό χορτάρι
στην κάψα του καλοκαιριού.

Μοσχοβολιά ελατίσια
αναδίνουν οι αναμνήσεις μου
καθώς σιγοπερπατάνε
δίπλα στις σάρες που χάσκει ο θάνατος

Τα ροζιασμένα χέρια των αδερφών μου
-χιλιάδες χέρια-
υψώνουνται  στο άπειρο
κρατώντας ένα μπουκέτο ελπίδες
ή αδειανά από ελπίδες,
καθώς ενώνουνται ν’ ανεβάσουν
τα βουνά τους ψηλότερα.

Οι καβαλάρηδες τρέχουν πέρα – δώθε
στους πυρπολημένους λόφους
σηκώνουν ένα περιστέρι
στα χέρια τους
σηκώνουν ένα νέο παιδί,
σηκώνουν την αγωνία τους
κεντημένη σ’ ένα άσπρο πανί
που τυλίγουν το λιγοστό ψωμί τους.

Χελιδονάκι μου, καλό μου χελιδόνι
που χτυπάς την πόρτα της άνοιξης
που φέρνεις τη χαρά της ζωής
κι’ ανοίγεις τα φύλλα της καρδιάς μας
στο ζεστόν ήλιο.
Έλα χελιδονάκι της προσδοκίας
να κεντήσεις με το ράμφος σου
ένα σημάδι χαράς
στο σκισμένο πουκάμισο
του αδερφού μου
ένα σημάδι πάνω απ’ το μέρος
της καρδιάς του
που χτυπάει καρτερώντας
μια μέρα δίχως βροχή,
μιαν άσπρη μέρα…"

Πέμπτη 17 Μαΐου 2018

Υπ' όψιν...

Το συμβολικό φωτογραφικό στιγμιότυπο  είναι απ' τα  "Κατσαντώνεια" (στο ξέφωτο της Φούρκας, Αύγουστος 2015) 

Τα βουνά των Κατσαντωναίων 
ΔΕΝ ΠΩΛΟΥΝΤΑΙ - ΔΕΝ ΠΑΡΑΧΩΡΟΥΝΤΑΙ!!!



Σάββατο 12 Μαΐου 2018

Μέν - δέ !

Έργο του ζωγράφου της Αντίστασης Βάλια Σεμερτζίδη 
(αναφέρεται σε λαϊκό δικαστήριο στα Άγραφα)


"... Την ώρα που ο λαός χαροπαλεύει, τότε που τα κεφαλάρια στερφεύουν ένα-ένα και η γης δεν καρπίζει, εκείνοι που πιστεύουν σ' ό,τι ανώτερο και δημιουργικό ενυπάρχει στον άνθρωπο, κοιτάνε που βρίσκεται η ρίζα του κακού για να την ξεθεμελιώσουν. Και δε λογαριάζουν τίποτα μπροστά σε τούτο το χρέος. 
Όσοι μπορούν να βλέπουν αυτόν τον πολύπικρο χαμό και δεν ξεσηκώνονται ν' αναμετρηθούνε μαζί του, παρά χώνονται πιο βαθειά στις ναρκωμένες τους αισθήσεις, αυτοί δε μπορεί να ονομαστούνε ζωντανοί..."

(Του αείμνηστου βραβευμένου Ευρυτάνα συγγραφέα Δημήτρη Σταμέλου - εν έτει 1960)



Τετάρτη 9 Μαΐου 2018

Η πέρδικα


Ο αλησμόνητος Ευρυτάνας συγγραφέας Στέφανος Γρανίτσας (1880-1915) μέσα από το ανεπανάληπτο βιβλίο του "Τα άγρια και τα ήμερα του βουνού και του λόγγου" (βιβλιοπωλείον της Εστίας), μας συστήνει... την Πέρδικα των βουνών μας!

Ιδού...

======================

Η πέρδικα

Πολλούς ανθρώπους και ζώα εξιδανίκευσεν η δημο­τική ποίησις. Αλλά διά την άτυχη Πέρδικα εφάνη τόσον βάναυσος, ώστε να λυπούμαι άμα την βλέπω, ή άμα ακούω τα τραγούδια της. Τα μάτια της και τα φρύδια της, αριστουργήματα συνθέσεως φωτός και χρωμάτων, τα εχάρισεν ο δημοτικός στίχος εις χιλιάδας γυναικών. Δεν ετραγούδησε κανείς χωριάτης ή βλάχος, ποιητής ή σκιτζής, την ερωμένην του, δίχως να βεβαίωση ότι είναι «περδικομάτα». Επίσης όλοι οι ερασταί ανεκάλυψαν ότι τα στήθη «εκείνης» είναι όπως της πέρδικας. Δι’ ο και η «περδικόστηθη» δίνει και παίρνει εις την δημοτικήν ποίησιν, όπως και η «περδικομάτα» και η «περδικοπερπατούσα». Εάν ιδήτε Πέρδικα να περπατή, θα ομολογήσετε ότι πλέον αρμονικόν, ρυθμικόν, ευφρόσυνον περπάτημα είναι αδύ­νατον να έχουν και οι άγγελοι.

Οι κυνηγοί, άμα την βλέπουν να περπατή, της σφυρίζουν όπως τα σκυλιά. Αυτή, έχουσα ίσως πεποίθησιν εις την τέχνην της να γυρίζη ανάποδα, ώστε να μη φαίνεται, στέκει ή λουφάζει ή αναποδογυρίζε­ται και ο κυνηγός σφυρίζων την πλησιάζει έως εκεί που θα του έλθη βολικά να την τουφεκίση· εάν εν­νοείται, δεν τον γελάση και χαθή από τα μάτια του, έστω και αν είναι εντελώς κατεμπρός του. Ιδίως τα περδικόπουλα έχουν τόσην επιτηδειότητα να γίνωνται ένα με το χώμα, διότι τα βοηθεί και το χρώμα των, ώστε και να τα έχετε εμπρός στα μάτια σας είναι αδύ­νατον να μη τα χάσετε. Δι’ αυτούς τους λόγους το κυνήγι της Πέρδικας είναι δύσκολον δι’ όλους τους κυνηγούς.

Ημείς έχομεν ένα χωριανόν μας μανιώδη περδικοκυνηγόν, ο οποίος όμως σπανίως επιτυγχάνει εις το προσφιλές του αυτό κυνήγι. Και τον υποδέχονται πάν­τοτε οι συνάδελφοί του με το σχετικόν τραγούδι:

Της Θανάσαινας ο γυιος

ο περδικοκυνηγός

όλη μέρα στο κυνήγι

και το βράδυ τρώει κρεμμύδι.


 Η Πέρδικα κάνει τη φωλιά της εις χαμηλά ριζοσπήλια. Το τραγούδι μ' όλα ταύτα λέγει:


Απάνω στη τριανταφυλλιά

φκιάνει η πέρδικα φωλιά,

με σύρματα και με φλωριά

και με σαρανταπέντε αυγά·

κι ανατραντάχθη η πέρδικα

και πέσαν τα τριαντάφυλλα·

το μάθαν οι αρχόντισσες

και παν να τα μαζέψουν,

να φκιάσουν άνθινο νερό

να λούσουν νύμφη και γαμπρό.

Κλώθει συνήθως δώδεκα αυγά, μολονότι η λαϊκή ζωολογία λέγει ότι φθάνει έως τα τεσσαράκοντα πέντε. Τα αυγά της όχι μόνον τρώγονται, αλλά και τα βάζουν εις τις φωλιές της κότας, η οποία τα κλώθει όπως και τα ιδικά της. Τα κοτοπερδικόπουλα όμως φεύγουν εις την ερημίαν άμα μεγαλώσουν, διά τούτο δε και φροντίζουν ενωρίς να τα κλείσουν στα κλουβιά. Αλλά και εκεί, όταν είναι, μόλις ακούσουν περδικολάλημα κτυπούν τα σύρματα μέχρις αιματώ­ματος. Οι κυνηγοί μεταχειρίζονται τα κοτοπερδικόπουλα ακριβώς δι’ αυτόν τον σκοπόν. Αφού μεγα­λώσουν ολίγον τα παίρνουν με τα κλουβιά των και τα τοποθετούν εις μέρη περδικοσύχναστα. Εκεί βά­ζουν επάνω στα κλουβιά ένα πανί κόκκινο, το οποίον, άγνωστον δια ποίον λόγον, ερεθίζει την Πέρδικα εις λάλημα αδιάκοπον. Κατ’ αυτόν τον τρόπον «μαυλίζονται» οι άλλες πέρδικες και πλησιάζουν τα κλου­βιά, όπου οι κυνηγοί τας αναμένουν, κρυμμένοι πίσω από βράχους ή κλαδιά.

Το πέταγμα της Πέρδικας είναι τόσον βροντερόν, ώστε «έσκιαζε και τον Κατσαντώνην», όπως λέγουν οι Σαρακατσάνοι. Περιττόν να σημειώσω, ότι ο Κα­τσαντώνης γεμίζει όλα τα βουνά μας με το όνομά του: «Πήδημα Κατσαντώνη», «Σπηλιά Κατσαντώνη», «Βρύση Κατσαντώνη» κλπ. Είναι ένα είδος Διγενή Ακρίτα δια τα Άγραφα. Ετρόμαξε λοιπόν και τον Κατσαντώνην το πέταγμα της Πέρδικας, εις το άκου­σμα του οποίου νομίζετε ότι επελαύνει ιππικόν.

Τι τρώγει η Πέρδικα; Σχεδόν όλα τα χορταρικά. Αλλά απαραίτητος τροφή της είναι το χαλίκι, το οποίον κατά μεν την πραγματικήν λαϊκήν ζωολογίαν το τρώγει διά να διευκολύνη την χώνευσίν της, κατά δε την ποιητικήν παράδοσιν διά να λαγαρίζη η φωνή της.

Άμα το πρωί ακούω την φωνήν της, την καταλάγαρην και γλήγορην ως αστραποβόλημα, δέχομαι την παράδοσιν ότι τροχίζει τον λαιμόν της με στουρνάρια και ασπρολίθαρα. Αλλ’ ελησμόνησα να σημειώσω ότι η Πέρδικα έχει αδυναμίαν και προς τα σταφύλια. Ένα από τα άπειρα τραγούδια της λέγει:

- Πού ήσουν πέρδικα γραμμένη

κι ήλθες το πρωί βρεμένη:

- Ήμουνα πέρα στα πλάγια

στις δροσιές και στα χορτάρια.

- Τ’ έτρωγες πέρα στα πλάγια

στις δροσιές και στα χορτάρια;

- Έτρωγα το Μάη τριφύλλι

και τον Αύγουστο σταφύλι.

Τα περισσότερα τραγούδια του γάμου και των αρ­ραβώνων δανείζονται εικόνες, ευμορφιές και δροσιές από την Πέρδικα. Είναι το ποιητικώτερον σύμβολον της ευμορφιάς, της εορτής, της χαράς, της δροσιάς, της γυναίκας. Ο αετός εις κάποιους στίχους παρα­καλεί τα νύχια του:

Νύχια μου και νυχάκια μου,

και νυχοποδαράκια μου,

την πέρδικα που πιάσατε

να μην τηνε χαλάσετε.

Η Πενταγιώτισσα πάλιν παρουσιάζεται εις ένα από τα τραγούδια της ως πέρδικα, που την ήρπασε στα νύχια του ένας από τους εραστάς της, από τους πολ­λούς, που έσφάζοντο στην ποδιά της όπως τα κριάρια:

Ανέβηκα και κοίταξα

της Αϊ-Θυμιάς τον κάμπο

Είδα (ν) αετό που κράταγε

μια πέρδικα στα νύχια.

Κι αετός αποκοιμήθηκε

κι η πέρδικα τού φεύγει.

Πέτρα σε πέτρα περπατεί

λιθάρι σε λιθάρι.

Μόνον άμα «σταυρώση» τον δρόμον του στρατοκό­που, τουτέστι άμα περάση εμπρός του σταυρωτά προς την διεύθυνσίν του, είναι κακός οιωνός. Τότε «κόβει τον καλό δρόμο».


Κυριακή 6 Μαΐου 2018

Η προσευχή του δάσους


Στην ειδυλλιακή τοποθεσία Κεφαλόβρυσο (τόπος θυσίας του Μάρκου Μπότσαρη - βλ. αφιέρωμα "Ευρυτάνα ιχνηλάτη") που απέχει μόλις 3 χιλιόμετρα από το Καρπενήσι, ανάμεσα σε ψηλά λυγερόκορμα πλατάνια και δροσερές πηγές υπάρχει μία πολυκαιρισμένη μαρμάρινη πλάκα την οποία εμείς τουλάχιστον τη θυμόμαστε εκεί από παιδιά! Ακουμπά στην αιωνόβια ράχη ενός μεγάλου δέντρου και έχει χαραγμένους τους στίχους ενός φυσιολατρικού ποιήματος που φέρει τον τίτλο: "Η προσευχή του δάσους" και υπογράφεται από τη Μαρία Μπόταση. "Μερίμνη συλλόγου εν Αθήναις Καρπενησιωτών το "Βελούχι"! 

Σας το παρουσιάζουμε μέσα από τις σελίδες του "Ευρυτάνα ιχνηλάτη":

"Εμπήκα μέσα στην απέραντη εκκλησιά
που ανθρώπου χέρι δεν την έχει χτίσει
που πέρα ως πέρα έχει σκεπή τον ουρανό
στην εκκλησιά πόχει στολίδι της τη φύση.

Τα δένδρα σου κατάρτια δίχως τελειωμό
με τα γερά κλαδιά τους απλωμένα
χέρια πιστών έμοιαζαν εκείνο το πρωί
για κάποια δέηση όλα μαζί υψωμένα.

Του δάσους ψέλνουν οι αναρίθμητες φωνές
σεμνά της Κυριακής τη λειτουργία
κι έχυναν τ' ανθουλάκια αντί λιβανωτό
το μύρο τους για την ημέρα την αγία.

Καντύλια και λαμπάδες είχαν αναφτή
από την κάθε μιά του ήλιου αχτίδα
παντού ο ύμνος εσκορπιόταν της χαράς
κι έλαμπε της ζωής άσβεστη η ελπίδα.

Στον άγιο τόπο μακρυνός προσκυνητής
γονάτισε μ' ευλάβεια και η ψυχή μου
και τότε ενώθηκαν σαν μέσα σ' εκκλησιά
της Κυριακής η προσευχή κι η προσευχή μου."



Τρίτη 1 Μαΐου 2018

Παναγιώτης Μουκανάκης: Η γενναία στάση ενός Ευρυτάνα στη μάντρα της Καισαριανής!


Την 1η του Μάη (αυτή την εμβληματική μέρα της παγκόσμιας εργατικής τάξης που συμπίπτει και με την αιματοβαμμένη Πρωτομαγιά του 1944 και την εκτέλεση των 200 φυλακισμένων Ελλήνων κομμουνιστών από τους Γερμανούς ναζί στην Καισαριανή) επιλέξαμε για να σας παρουσιάσουμε με ιδιαίτερη συγκίνηση μία συγκλονιστική ιστορική καταγραφή που αφορά έναν Ευρυτάνα συμπατριώτη μας τον Παναγιώτη Μουκανάκη από τον Προυσό, ο οποίος εκτελέστηκε και αυτός στο Σκοπευτήριο λίγες μέρες αργότερα, στις 13 Μάη 1944, κρατώντας μία στεντόρεια ηρωική-διεθνιστική στάση ενώπιον των ίδιων των δημίων του!

Η ανεκτίμητης αξίας ιστορική αναφορά προς τιμήν του Παναγιώτη Μουκανάκη προέρχεται από τον αείμνηστο αντιστασιακό αγωνιστή Μήτσο Κάιλα από τα Φουρνά Ευρυτανίας και εμπεριέχεται στο βιβλίο του το οποίο κοσμεί την προσωπική μας βιβλιοθήκη και φέρει τον τίτλο: "Μαρτυρίες ΕΛΑΝ Στερνές υποθήκες των ηρώων μας", εκδ. Νέα Σύνορα 1975. Ο Μήτσος Κάιλας παλιός μαχητής των ΕΛΑΣ-ΔΣΕ και πολιτικός πρόσφυγας σε Τασκένδη και ΛΔ Γερμανίας, υπήρξε ιστορικός συγγραφέας και ερευνητής ενώ είχε διατελέσει και πρόεδρος του Κέντρου Μελέτης της Ιστορίας της Εθνικής Αντίστασης επί 35 χρόνια! 

Ιδού:

==============

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ Ν. ΜΟΥΚΑΝΑΚΗΣ

Μηχανικός 38 χρονών, από το χωριό Προυσός Ευρυτανίας. Εκτελέστηκε από τους χιτλερικούς στις 13 Μάη 1944 στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής με την κατηγορία ότι απέκρυβε μεγάλη ποσότητα οπλισμού και ότι ενίσχυε τους αντάρτες.

Όταν τον οδηγούσαν να τον προσδέσουν στον πάσαλο για εκτέλεση έκανε χειρονομία αποχαιρετισμού... προς τους γερμανούς αξιωματικούς και στρατιώτες του εκτελεστικού αποσπάσματος!

Εξηγώντας το νόημα της χειρονομίας του αυτής είπε αποτεινόμενος προς τους γερμανούς λίγες στιγμές πριν πέσει νεκρός από τα πυρά τους:

"Με τη χειρονομία μου αυτή ήθελα να αποδείξω ότι δεν μνησικακώ εναντίον σας, αλλά τρέφω άσπονδο μίσος εναντίον ενός τέρατος, του οποίου τας διαταγάς εκτελείτε και το οποίον κακή τη μοίρα ηγείται του γερμανικού λαού"


===============

ΔΙΕΥΚΡΙΝΗΣΗ 1, από "Ευρυτάνα ιχνηλάτη": Σε ένα κεφάλαιο, προς το τέλος του προαναφερθέντος βιβλίου, δημοσιεύεται μία κατάσταση με 373 ονόματα "εκτελεσθέντων στο Σκοπευτήριο Καισαριανής από τους Γερμανούς κατά την περίοδον της Κατοχής (Από τα αρχεία του ΚΑ' Αστυνομικού Τμήματος Καισαριανής)." Σε αυτό τον κατάλογο και με αύξων αριθμό 200 (σ.σ. τι τραγική σύμπτωση!) καταγράφεται: "Μπακανάκης Παναγ. Ν. ετών 28. Μηχανικός υπό Γερμανών εις Σκοπευτήριον, δι' εφοδιασμόν των ανταρτών με όπλα και τρόφιμα την 13-5-44". Σε αυτή την αναφορά αλλάζει η ηλικία του Ευρυτάνα αγωνιστή (28 αντί 38) ενώ παραλλάσσεται κάπως και το επίθετό του (Μπακανάκης αντί Μουκανάκης). Τα υπόλοιπα στοιχεία του, μικρό όνομα, πατρώνυμο, επάγγελμα, κατηγορία και ημερομηνία εκτέλεσης παραμένουν τα ίδια. Προφανώς και πρόκειται για τον ίδιο άνθρωπο. 

ΔΙΕΥΚΡΙΝΗΣΗ 2, από "Ευρυτάνα ιχνηλάτη": Από την έντυπη σειρά "ΈΠΕΣΑΝ ΓΙΑ ΤΗ ΖΩΗ" (έκδοση της Κ.Ε. του ΚΚΕ), πληροφορούμαστε, επιπλέον, ότι ο 28χρονος Ευρυτάνας εκ Προυσού (εδώ αναφέρεται και ως Μουκαντάκης ή Μουγκανάκης) διέμενε εκείνη την εποχή στο Βύρωνα και ήταν ενταγμένος στον ΕΛΑΣ της Αθήνας. Είχε διασυνδέσεις με έναν ειρηνιστή Γερμανό από τον οποίο έπαιρνε πυρομαχικά τα οποία διοχέτευε στον ΕΛΑΣ Ν. Σμύρνης και στον ΕΛΑΣ Πελοποννήσου. Για την αντιστασιακή του δράση συνελήφθη, βασανίστηκε και κλείστηκε στις φυλακές Αβέρωφ. Στη συνέχεια από το στρατόπεδο Χαϊδαρίου οδηγήθηκεμαζί με άλλους αγωνιστές, στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής στις 13 Μάη 1944. 


Α Θ Α Ν Α Τ Ο Σ !


blog "Ευρυτάνας ιχνηλάτης"