Παρασκευή 28 Ιουνίου 2019

Τετάρτη 26 Ιουνίου 2019

Ο κόσσυφας


Πάμε να γνωρίσουμε και τον Κότσυφα μέσα από το περίφημο βιβλίο του αείμνηστου Ευρυτάνα συγγραφέα Στέφανου Γρανίτσα (1880-1915) με τίτλο: "Τα άγρια και τα ήμερα του βουνού και του λόγγου" (βιβλιοπωλείον της Εστίας).

Ιδού:

=========

Ο ΚΟΣΣΥΦΑΣ

Πολλοί πιστεύουν πως στους μεγάλους λόγγους είναι τα καλύτερα πουλιά. Αλλοίμονον, αν έλειπεν από αυτά ο Κόσσυφας. Ο λόγγος θα ήταν ένα πανη­γύρι αρχοντοχωριατών μουγγών. Χρώματα άλλο τί­ποτε. Υπάρχουν μάλιστα μερικά ως λ.χ. η τριγκλιτάρα (δρυκολάπτης), ο τσαλαπετεινός (έποψ) και ο συκοφαγάς που είναι σαν πολύχρωμοι εφημερίδες. Αν όμως πρόκειται να ανοίξουν το στόμα των, να εύχεσθε να μην είσθε εκεί. Ό,τι κωμικόν ημπορούσε να φκιάση εις φωνήν ο Ύψιστος το έδωκεν εις τα λαρύγ­για των.

Εν μέσω αυτών των γελοιογραφιών ζη ο σκέτος Κόσσυφας, αυστηρός, σοβαρός, μαύρος ως έβενος, με το κατακίτρινον ράμφος του, ως να κρατή κεχριμπαρένια πίπα. Η σύντροφος του δεν έχει ούτε τη μαυ­ρίλα των φτερών του, ούτε το χρυσάφι του ράμφους του. Αντιστρόφως από ό,τι έκαμεν, ως επί το πλείστον, για τ’ ανθρώπινα πλάσματα ο Θεός, όσην ευμορφιάν είχε να δώση εις στιλπνότητα, φωνήν και σουλούπι, την εχάρισε μονοπωλιακώς εις τον αρσενικόν Κόσσυφαν.

Ό,τι είναι η μυγδαλιά εις τον φυτικόν κόσμον, είναι αυτός εις τον φτερωτόν. Το λάλημα του θα πρωτοχαιρετίση την άνοιξιν και τον έρωτα ένα δυο μήνες ενωρίτερα από τον Κούκον και τ’ Αηδόνι. Πρωτολαλεί, πρωτοζευγαρώνεται, πρωτοφωλιάζει. Το λάλημά του είναι ολόκληρο καφέ-αμάν. Κανένα πουλί δεν έχει τόσον ανατολικόν μοτίβο. Να τον έχη επηρεάση το αχβαχικόν ελληνικόν τραγούδι;

Όλοι οι νατουραλισταί τον δέχονται ως ανυποφόρως μίμον. Ό,τι τραγούδι ακούση, προσπαθεί να το μάθη, φθάνει δεν φθάνει το λαρύγγι του. Μου συνέβη προπέρυσι να ιδώ ένα Κόσσυφαν συναγωνιζόμενον με ένα υπενωμοτάρχην. «Μια Σμυρνιά στο παραθύρι» ο αστυνομεύων περιπαθής υπενωμοτάρχης. «Μια Σμυρ­νιά στο παραθύρι» και ο Κόσσυφας. «Εγώ είμαι η νέα γυναίκα» εκείνος από το μπαλκόνι της αστυνομίας, «Εγώ είμαι η νέα γυναίκα» και τούτος από το κλουβί του. Ηναγκάσθην να τον απομακρύνω εις τα βάθη του κήπου, εκ φόβου μήπως του ανοίξη η όρεξις να ασχοληθή και με θεατρικάς επιθεωρήσεις.

Πότε αυτό το πουλί, το οποίον δεν παύει το τρα­γούδι, βρίσκει καιρόν να κτίση εκείνο το θαύμα της υπομονής, της τέχνης, της ψιλοδουλειάς, που είναι η φωλιά του; Ποτέ, ποτέ δεν ημπορεί να πιστεύση κανείς, ότι ένα ράμφος είναι δυνατόν να λεπτουργήση το καταστρόγγυλο εκείνο πήλινο τάσι, το καλοδεμένο απέξω με πολυτρίχια και ρίζες, το γαρνιρισμένο επά­νω με χαλικάκια, το γαλακτωμένο μέσα από καθαρό χώμα και στρωμένο με φρύγανα, χνούδια, αφρούς σαμαχιών και φτερών.

Τι περίεργον φαινόμενον η τέχνη που έχουν οι φωλιές των περισσοτέρων ωδικών πτηνών! Μερικά αηδόνια υφαίνουν την ιδικήν τους κρεμαστή από ένα κλωνάρι σαν κούνια, η δε ποταμίδα (υπολαΐς) ενώνει ενός κλαδιού δυο κατεβατά φύλλα και τα ράβει κάτω κάτω, κατά τρόπον που θα εζήλευε και χέρι γυμνασμένο στο βελόνι. Φαίνεται ότι συμβαίνει και με τα εκλεκτά πουλιά ό,τι λέγει ο Πλούταρχος διά τους εκλεκτούς ανθρώπους «ουδέν είδος παιδείας ατιμάζουσι». Τραγουδισταί θαυμάσιοι, τεχνίται φίνοι, νυκοκυραίοι τετραγωνικοί, γονείς στοργικότατοι, άκακα, μεγαλόψυχα, πάντοτε καλόκαρδα.

Κάμετε τον κόπον να διαβάσετε αυτήν την αφήγησιν, που κάνει αυτός ο τότε λοχαγός Μανωλίδης εις τον μακαρίτην Μαρουδήν, γράψαντα αρκετά πράγ­ματα για τα πουλιά.

«Ότε διέμενον προ ετών εις Καρπενήσιον ένεκα υπηρεσίας, είχον Κόσσυφαν εν κλωβίω. Ημέραν τινά παιδίον χωρικού με παρεκάλεσεν καθ’ οδόν να αγορά­σω μικρόν τι πτηνόν, το οποίον ακόμη ήτο άνευ πτερών. Ένεκα δε των παρακλήσεων του παιδίου και διότι ελυπήθην το ατυχές αυτό πτηνόν, το ηγόρασα. Άλλ’ επειδή δεν είχον πού να το βάλω, το έθεσα εντός του κλωβίου, εις το οποίον είχον τον Κόσσυφαν. Ενώ δε περιέμενον να ίδω αυτόν ανησυχούντα, ως συνήθως συμβαίνει εις τα πτηνά όταν θέτωσιν εις το κλωβίον αυτών έτερον πτηνόν, παρετήρησα μετ’ εκπλήξεως, ότι ούτος τουναντίον ηυχαριστήθη, επλησίασε το μικρόν, το εθώπευε και δεν ήξευρε τίνι τρόπω να εκδήλωση την χαράν του διά την παρουσίαν αυτού. Επειδή δε επί τη ευκαιρία ταύτη του έθεσα και τροφήν, ήτις, ως γνωστόν, συνίσταται εκ κρέατος, αμέσως έλαβεν εκ τούτων μερικά τεμάχια και έδωκεν εις το μικρόν ορφανόν, το οποίον τα έφα­γε μετ’ ευχαριστήσεως, διότι επείνα. Εξηκολούθησε δε και κατόπιν να το τρέφη μετά στοργής, μέχρις ου το μικρόν πτηνόν ήρχισε να τρώγη μόνον. Αφού δε εμεγάλωσε και επτερώθη, διέκρινα ότι ήτο αηδών, η οποία έζησεν επί πολύν καιρόν μετά του ευεργέτου και θετού πατρός της εν άκρα αγάπη και αρμονία, ήδον δε αμφότερα ως εάν απετέλουν μουσικήν συμφωνίαν».

Αφού τα μικρά του φτερώσουν και τα απογυμνάση στο πέταγμα - λέγουν ότι τα γυμνάζει μια δυο εβδομάδες - αρχίζει νέα βάσανα τουτέστι μπαίνει στους δεύτε­ρους ερωτάς του, οι οποίοι τελειώνουν Ιούνιον, Ιούλιον. Τότε πλέον γίνεται η πληγή του κήπου και του αμπελιού. Οι ερευνηταί του ακανθώδους ζητήμα­τος, το οποίον λέγεται «ωφέλιμα και επιβλαβή πτηνά» ισχυρίζονται, ότι πρόκειται περί δικαίας αποζημιώσεως. Διότι καθ’ όλον τον χειμώνα παστρεύει την γην από έντομα, τα οποία λόγω της σκληρότητος του ράμφους του μόνον αυτός δύναται να συγυρίση. Αλλ’ οι γεωργοί, οι οποίοι δεν γνωρίζουν πολλά πράγ­ματα από την γεωργικήν εντομολογίαν, δεν βλέπουν κατά τι τους ωφελεί αυτή η συνδρομή, την οποίαν τους δίδει, προστατεύων τα σύκα και τα σταφύλια από τα έντομα για να τα καταπιή ο ίδιος.

Διότι πρέπει να γνωρίζετε, ότι έρχεται χρονιά, που ο περιπαθής αυτός ασκητής μαζί με τον άλλον εκεί­νον σατανάν, ο οποίος λέγεται συκοφαγάς, αφήνει στα αμπέλια και στους κήπους μόνον συκόφλουδες και τσάμπουρα. Αλλά και τότε είναι χαρά Θεού ως θέα­μα. Ενώ εκείνη η αθλία κίσσα και τα άλλα σταφυλοχαρή πουλιά φαίνονται ως να βγήκαν από το πα­τητήρι, αυτός είναι ο ίδιος αξιοπρεπής κύριος, τσελε­πής, μαυρογυαλίζων σαν ατσάλι με την κεχριμπαρένια πίπα του κατακάθαρη. Όλα κι’ όλα, αλλ’ εννοεί να πάρη το μπάνιο του κάθε μέρα.


Σάββατο 22 Ιουνίου 2019

Το Νεραϊδοβούνι του Καρπενησιού!


Ιστορίες για Νεράϊδες, Νεραϊδοχτυπημένους, Νεραϊδιάρηδες και λοιπά... ρομαντικά, τρομακτικά και ευτράπελα από τη μαγική παράδοση του τόπου μας!

Απολαύστε πρώτα το παρακάτω υπέροχο κείμενο και κατόπιν δείτε, στο τέλος, ποιος ήταν ο συγγραφέας και από που το ιχνηλατήσαμε για να σας το παρουσιάσουμε μέσα από τις σελίδες του blog μας.

============

"Ν' αγναντεύεις τέτοια βουνά και να σε παίρνει το παράπονο. Περιοχές που αργοπεθαίνουν της πείνας. Θα μπορούσαν να ζουν από τον τουρισμό, αξιοποιώντας τουριστικά τα βουνά τους. Θαυμάσια αλλά και παραμελημένα δώρα του Θεού. Πηγές ζωής, που μένουν ανεκμετάλλευτες, αγνοημένες. Δεν είναι μόνο η φυσική ομορφιά, τα έλατα κι' ο καθαρός αέρας. Παράλληλα, για καθένα από τα βουνά αυτά, υπάρχει η κάποια ιστορία, η κάποια παράδοση, η κάποια ατομικότητα, κοντολογής το ξεχωριστό χρώμα. Απ' όπου και να ξεκινήσεις, όπου κι αν σταθείς. Θ' ακούσεις ασπρομάλληδες χωριάτες να διηγούνται. Και πόσα έχουν να σας λεν!.. Εδώ πάνω γίνεται αυτό: Η ιστορία μπλέκεται με το θρύλο. Η πραγματικότητα, καθώς ζυμώνεται με το μύθο, ρίχνει τη Φύση στην αγκαλιά της Μεταφυσικής, ανοίγοντας διάπλατα το δρόμο προς τη μυστικοπάθεια, την υποβολή.

Ναι. Σ' αυτή την κατηγορία των βουνών ανήκει τον "Νεραϊδοβούνι". Θάναι -υπολογίζω- μιάμιση, δυό ώρες μακρυά από το Καρπενήσι.

Υψώνεται προς τα νοτιοανατολικά της πόλεως, ανάμεσα στα χωριά Μυρίκη και Άγιο Νικόλαο, την παληά Λάσπη. Το καλοκαίρι, ανεβαίνοντας στην πιο ψηλή κορφή του, καθώς χαράζει ακόμα, ο επισκέπτης μπορεί ν' αγναντέψει από κει ως κάτω - ως τη θάλασσα της Στυλίδας. Δε σας παίρνω στο λαιμό μου, καθορίζοντας επακριβώς το υψόμετρο. Πάντως, έχει σίγουρα τα 1300 μέτρα του. Που σημαίνει πως κάτι ήξεραν οι κλέφτες του 21 και χρησιμοποιούσαν τις ράχες του για "καραούλι".

Από που η ονομασία του βουνού; Μα θέλει ρώτημα; Η λέξη μιλάει μόνη της. "Νεραϊδοβούνι"! Βουνό γεμάτο από Νεράϊδες!.. Τέτοια, αλήθεια, είναι η παράδοση. Οι Νεράιδες -άγνωστο ποια είναι η ιδιοτροπία τους- είχαν μετατρέψει το βουνό σ' ένα είδος Χόλυγουντ-  θα λέγαμε. Εκεί μαζεύονταν κάθε τόσο και τα μιλούσαν. Εκεί, στις φεγγαρόλουστες νύχτες, έστηναν το μαγικό χορό τους. Στα γάργαρα νερά των πηγών του βουνού φρεσκάριζαν την ομορφιά τους, λούζοντας τις μακρουλές πλεξούδες τους κάτω από το ασήμι του φεγγαριού. Αλλοίμονο δε στο ανθρώπινο πλάσμα, που θάχε την κακή τύχη να περνά κείνη την ώρα από κει!.. Έτσι έκανε και μιλούσε, οι Νεράιδες τού κλέβανε τη φωνή!.. Δε χρειαζόταν όμως να μιλήσει, για να πάθει ο ανύποπτος άνθρωπος κάποιο κακό. Αρκεί να τις αντίκρυζε και μόνο, για να τον κυνηγούν ύστερα τα μάγια τους σ' όλη του τη ζωή!..

Και ο θρύλος ρίζωνε με τον καιρό μέσα στην ψυχή των κατοίκων της περιοχής, πούχαν από το βουνό το καθημερινό τους διάβα. Συχνά, μπορούσε ν' ακούσει κανείς τους γέρους να δίνουν στους νεώτερους συμβουλές για το πως ν' αποφεύγουν τον κίνδυνο. Τον κίνδυνο της μάγισσας της Νεράιδας. Άνθρωποι με λευκά μαλλιά, θυμόσοφοι, βγαλμένοι από το μεγάλο πανεπιστήμιο της λαϊκής χωριάτικης πείρας, τα πίστευαν και σοβαρολογούσαν.

Περπατώντας νύχτα από βρύση, ποτέ δε θάπρεπε να ξεχνάς πως οι Νεράιδες βρίσκονταν κρυμμένες εκεί γύρω. Αν τις καλόπιανες, εκείνες μπορούσαν να μη σου κάμουνε κακό. Τι θάχανες, λοιπόν, αν τους απηύθυνες μια καλησπέρα; Αλλά για τ' όνομα του Θεού! Όχι φωναχτά.. Από μέσα σου, στρέφοντας προς το μέρος της βρύσης το κεφάλι, τάχατες φιλικά...


Αυτά, εννοείται, ώσπου να γυρίσεις στο σπίτι σου. Γιατί, επιστρέφοντας σπίτι, θάπρεπε να επακολουθήσει σειρά ολόκληρη δραστικών μέτρων! Η αρχή ήταν πάντα το θυμιάτισμα. Θα γινόταν ύστερα ένα απαραίτητο καψάλισμα των σκουτιών του νεραϊδοχτυπημένου στη φωτιά. Για να κλείσει ο κύκλος των μέτρων με το νεραϊδόξυλο. Μόνο που για νάχει τούτο το γιατρικό την απαραίτητη αποτελεσματικότητα δε θάπρεπε να προέρχεται ούτε από πουρνάρι, ούτε από έλατο. Ρόλο έπαιζε κι ο τρόπος της μεταφοράς του. όλα κι όλα. Επιβάλλονταν να κουβαληθεί από άντρες οπλισμένους και αμίλητους! Έτσι μάλιστα. Θα μπορούσε να βραστεί και το ζουμί του και να δοθεί στον άρρωστο. Προσοχή όμως! Το βράσιμο θάπρεπε να γίνει, το δίχως άλλο, με αμίλητο νερό... Αυστηρή στο σημείο αυτό η συνταγή των "νεραϊδάρηδων", των εμπειρικών γιατρών που καταγίνονταν με τη θεραπεία των νεραϊδοχτυπημένων...

Τάλεγαν οι άνθρωποι οι αγαθοί και τα πίστευαν. Είχαν βλέπετε μεγαλώσει, με το φάσμα της Νεράιδας στο κάθε τους βήμα. Και το πράγμα -όπως καταλαβαίνετε- έπαιρνε συχνά όψη φαιδρή, αυτόχρημα διασκεδαστική.

Πολλές οι κωμικές ιστορίες και τ' ανέκδοτα, που θ' ακούσετε να σας αφηγούνται οι χωρικοί της περιοχής. Φυσικά, γύρω από τις σιλουέτες των νυμφών του στοιχειωμένου βουνού πλεγμένα τα περιστατικά. Σαν εκείνο κει το πάθημα του Μπάρμπα-Γιαννακού, αίφνης.

Η ανάγκη τάφερε να βρεθεί κάποτε μεσάνυχτα στο νεραϊδοπερπατούμενο βουνό. Μήνας Αύγουστος. Ο γέρος τύχαινε νάχει ένα χωράφι στα μέρη εκείνα, σπαρμένο σιτάρι. Το σιτάρι είχε θεριστεί και τώρα; ο αγαθός χωριάτης θάπρεπε να διανυκτερέψει εκεί, για να φυλάξει τη σοδειά. Τι νάκανε; Σ' αυτόν είχε πέσει ο κλήρος. Τοποθέτησε, λοιπόν, τον ντορβά του για προσκεφάλι και πλάγιασε στη ρίζα ενός δένδρου. Οπότε κάποια στιγμή, καθώς βρισκόταν μεταξύ ύπνου και ξύπνιου, ο Μπάρμπα - Γιαννακός αισθάνθηκε να πλανιέται πάνω από το κεφάλι του σκιά φοβερή! Το πράγμα δεν ήθελε συζήτηση. Φως φανάρι. Το καταραμένο το στοιχειό τον είχε ανακαλύψει! Ο καλός χωρικός πάγωσε σύγκορμος. Ποια δύναμη θάταν ικανή σε τέτοια ώρα να τον σώσει; Αυτόματα, το ένστικτο έτρεξε κι αναζήτησε τη βοήθεια της προσευχής. Μέσα στον τρόμο του, ο γέρος τις ανακάτεψε όλες - όσες τύχαινε να ξέρει από την εκκλησιά...

-Κύριε των Δυνάμεων... Πάτερ ημών ο εν τοίς ουρανείς... Υπεραγία Θεοτόκε σώσον ημάς.... Άμωμοι εν οδώ αλληλούϊα...

Τι τα θέλετε όμως... Το καταραμένο στοιχειό εκεί! Δεν εννοούσε με κανένα τρόπο να το κουνήσει πάνω από το κεφάλι του Μπάρμπα-Γιαννακού. Οπότε και κείνος, μέσα στην απελπισιά του, φτάνει στην ηρωϊκή απόφαση: Θάκανε έξοδο κι όποιον έπαιρνε ο Χάρος... Εμπρός λοιπόν! Καιρός για χάσιμο δεν ήταν. Μονομιάς, τινάζεται απάνω και παρ' όλα τα χρονάκια του, δίνει στον κατήφορο... Αλλά Θεέ και Κύριε! Δυό μόλις βήματα πιο κάτω, τα πόδια του μπλέκονται σ΄ ένα καπίστρι! Τι είχε συμβεί; Κάποιο γαϊδουράκι, αλητεύοντας εκεί γύρω, έφτασε κι ως το γιατάκι του γέρου, βάζοντας για στόχο τον ντορβά του. Μέσα εκεί, βλέπετε, είχε απομείνει από το δείπνο λίγη μπομπότα και λίγο τυρί..

Ο Μπάρμπα-Γιαννακός σκούπισε τον ιδρώτα του προσώπου του κι ανάπνευσε βαθειά. Τη μισή ζωή τούχε κόψει κείνο το βράδυ τ΄ άτιμο το τετραπόδι, π' ανάθεμά το!

Βρεθήκαμε μια φιλική συντροφιά, ν' ανηφορίζουμε κάποια όμορφη, αλησμόνητη καλοκαιρινή νύχτα, τα γραφικά μονοπάτια του θρυλικού βουνού. Σταθήκαμε σε βρυσούλες και δροσιστήκαμε. Μα οι Νεράιδες, καθώς φαίνεται, δεν ήταν στα κέφια τους. Απαξίωσαν ν' ασχοληθούν μαζί μας. Ίσως να τάκαμαν κι από λεπτότητα, μια και στη συντροφιά υπήρχαν ομόφυλές τους. 

-Έρχονται ώρες- είχε παρατηρήσει κάποιος της συντροφιάς φιλοσοφώντας- που νομίζει κανείς πως ζούμε στη ζωή γιατί αξίζει να ζήσουμε κάποιες διαλεχτές, προνομιούχες στιγμές της. Αληθινά τέτοιες ήταν οι στιγμές της νύχτας εκείνης. Τα έλατα, οι σκιές, το φεγγάρι, το τριζόνι απ΄τα χωράφια, οι θρύλοι... Κι ανάμεσα σ' όλα αυτά, οι ψυχές λέγατε κι είχαν απολυτρωθεί από το σώμα και τώρα ανέβαιναν. Ανέβαιναν διαρκώς και πιο ψηλά, πασχίζοντας ν' αγκαλιάσουν το Σύμπαν, ζητώντας, μέσα στη γαλήνη της νύχτας, ν' αφουγκραστούν την ανάσα του Θεού..."


(Το παραπάνω κείμενο έγραψε πριν από 53 χρόνια ο συμπατριώτης ΣΤΑΘΗΣ ΚΑΡΡΑΣ ---- Το ιχνηλατήσαμε από ένα παλιό "Ρουμελιώτικο Ημερολόγιο" του 1966. Κατά την αντιγραφή διατηρήθηκε η ορθογραφία του πρωτοτύπου)

Σάββατο 15 Ιουνίου 2019

ΑΡΗΣ ΒΕΛΟΥΧΙΩΤΗΣ : Μια φωνή που αντηχεί...


"Μια φωνή που αντηχεί στον αέρα πέρα ως πέρα
μ' επανάσταση θα διώξουμε τη σκλαβιά..."

Εκείνη η φωνή δεν χάθηκε ποτέ... αντήχησε δυνατά, στεντόρεια, έσκισε σαν σαϊτιά τα βουνά και τα φαράγγια της Ανταρτομάνας, έσμιξε με το φτερούγισμα των Αετών της Λευτεριάς, υψώθηκε ως λαϊκή δέηση στους ουρανούς των αδικαίωτων οραμάτων των περήφανων ταπεινών αυτού του τόπου και διαπερνώντας νικηφόρα τον αδυσώπητο χρόνο έγραψε, μ' ανεξίτηλο μελάνι το αγιασμένο αίμα απ' το φανοστάτη της θυσίας, ότι η Ανυποταξία, η Απειθαρχία και η αλύγιστη Επαναστατική Δράση ορίζουν την αληθινή μεγαλειώδη Απελευθερωτική Ιστορία των Λαών. Κι εσύ Άρη, Ασυμβίβαστε Επαναστάτη Καπετάνιε, έδειξες το δρόμο...



Σταυραετέ του Βελουχιού, τούτος ο Λαός δεν ξεχνά ότι "το χώμα που πατά λευτέρωσε ο Άρης κι οι Αντάρτες" και ας πασχίζουν πολλοί να του αλλοιώσουν τη μνήμη... Ναι, αυτός ο ίδιος ο Λαός που πέφτει, ξανασηκώνεται, μα την ώρα που εκείνος επιλέγει τραβάει ξανά μπροστά! Μέχρι τη στιγμή που οι αλυσίδες θα σπάσουν, μέχρι την τελική νίκη που και εσύ Άρη ονειρεύτηκες, πίστεψες, πάλεψες!

Α Θ Α Ν Α Τ Ο Σ    
Ψ Υ Χ Η  Β Α Θ Ι Α !

Κυριακή 9 Ιουνίου 2019

"Όποιος κάνει εκείνο που πρέπει..."

Με το βλέμμα της ψυχής στην "Ωραία Κοιμωμένη" των Αγράφων! - φωτο: Ευρυτάνας ιχνηλάτης

"Φάνη, προσοχή. Σκοπός είσαι. 

Μη φοβάσαι τη νύχτα, μη σε τρομάζουν οι ίσκιοι. Όποιος κάνει εκείνο που πρέπει, δεν έχει να φοβηθεί κανένα. 

Εσύ κι οι σύντροφοί σου απόψε φυλάγετε το δάσος από τους εχθρούς του. 

Η σφυρίχτρα σου να είναι έτοιμη. 

Με τη βάρδια, που φυλάγετε, προστατεύετε τα δέντρα. Κι όλους τους ανθρώπους, όσοι θα δροσιστούν απ’ αυτά τα δέντρα είτε τώρα είτε σε πενήντα κι εκατό και διακόσια χρόνια. 

Όταν βρίσκονται γενναία παιδιά σαν εσάς, ένα δάσος γίνεται αιώνιο. Κι οι άνθρωποι ζουν καλύτερα τη ζωή τους."

(απόσπασμα από το εμβληματικό αναγνωστικό "Τα ψηλά βουνά" του σπουδαίου Ευρυτάνα λογοτέχνη Ζαχαρία Παπαντωνίου. Υπενθυμίζουμε, και πάλι, ότι ήταν το πρώτο αναγνωστικό που γράφτηκε στη δημοτική γλώσσα εν έτει 1918)


Δευτέρα 3 Ιουνίου 2019

Το περικαλλές Βελουχιώτικο Τοπίο!

"Βελούχι μου περήφανο..."

Το πυκνό σύμπλεγμα των παραφυάδων του Τυμφρηστού προς την Ευρυτανία συνθέτει ένα από τα πιο ορεινά κι απομονωμένα σημεία της Ελλάδας. Οι όγκοι αυτών των βουνών, ορθόστητοι, στριμωγμένοι ο ένας πλάι στον άλλο, με απότομες ή κακοτράχαλες βουνοπλαγιές, με τρεχούμενα νερά και ποτάμια, με στενά, ψηλά από το έδαφος, τα σύνορα του ουρανού, μ' έναν ήλιο να κρύβεται από τη μια κορφή και να προβάλλει από την άλλη, σφραγίζουν από χιλιάδες χρόνια τη ζωή των ανθρώπων, που προστατευμένοι ή γοητευμένοι από τούτα τα φυσικά στοιχεία ρίζωσαν εδώ. Λιγοστό πάντα ήταν το ψωμί τους, δύσκολη η διαβίωσή τους με τα πλατιά τους όμως στήθια ανάσαιναν λευτεριά και με τη μεγάλη τους καρδιά είχαν συμφιλιωθεί, είχαν ταυτισθεί με τούτη τη γη.

Η διείσδυση στον Τυμφρήστιο χώρο της Ευρυτανίας, το ταξίδι ανάμεσα στις βουνοκορφές, στις λαγκαδιές και στα στενά περάσματα, η γνωριμία με τα τοπία είναι μια ατέλειωτη ταινία αποκαλυπτικών εικονογραφήσεων, που γοητεύουν και συγκινούν βαθιά. Σοβαρός, συνοφρυωμένος μοιάζει ο ορίζοντας εκεί που τελειώνουν οι ελατιάδες. Πότε γελαστός πότε αγριεμένος ο ουρανός. Κι οι βουνοκορφές οι γυμνές προβάλλουν σαν τεφρή ή πάλλευκη κεφαλή παγανιστικής θεότητας, μέσα στην απεραντοσύνη του καταπράσινου φόντου.

Χαμηλά, στην πανέμορφη αγκαλιά του καρπενησιώτικου τοπίου που λέγεται Ποταμιά -όνομα και πράγμα- θ' αποθαυμάσεις σε μια ατέλειωτη διαβάθμιση τις ποικιλίες των χρωμάτων της χλωρής γης.

Η άνοιξη μεταβάλλει αυτό το τοπίο σε χάρμα ομορφιάς καθώς ανθίζουν οι μηλιές κι οι κερασιές, φουντώνουν τ' αγριολούλουδα στους όχτους και χύνεται μεθυστική γύρω η μοσκοβολιά τους. Το χινόπωρο βυθίζει την Ποταμιά σε μια μυριόχρωμη διαφορετική ομορφιά καθώς τα φύλλα των δέντρων αφήνουν την πράσινη θωριά τους για να πάρουν τις αμέτρητες αποχρώσεις του κίτρινου, του κόκκινου, του καφέ, των λογής-λογής σκούρων χρωμάτων. Ώσπου ν' αφήσουν γυμνά τα κλαδιά και ν' αφανιστούν όπου τα πάει ο άνεμος.

Στα ανατολικά, το φθιωτικό Τυμφρηστό, όπου κυριαρχεί η ποικιλία των δασικών δέντρων σ' όλη σχεδόν την έκταση -έλατα, δρυς, καστανιές, πλατάνια κ.λπ. - η κάθε εποχή του χρόνου με τον ερχομό της σημαίνει το δικό της συναγερμό στο αισθητήριο της όρασης. Η άνοιξη φτάνει εδώ σαν μια χρωματική επανάσταση. Το γνώριμο βαθύ πράσινο ή πρασινόμαυρο δασικό τοπίο αρχίζει να ξανοίγει εδώ κι εκεί με τις χρυσοπράσινες πινελιές, τη μεταμόρφωση των φυλλοβόλων δέντρων σε μια πυκνή έκσταση μπουμπουκιών. Σε λίγο τα μπουμπούκια θα δώσουν ένα πυκνό φύλλωμα που θα γλυκαίνει με την πράσινη αχνάδα του τη σοβαροφάνεια του σκούρου ελατιά. 

Σαν πατήσει ο Ιούνιος οι πράσινες καστανιές στα "ζάβατα" θα τυλιχτούν σύγκορμες απ' το εκρηκτικά κίτρινο χρώμα των πυκνών ανθών τους. Έτσι η άνοιξη έρχεται εδώ με το τραγούδι των χρωμάτων και των αρωμάτων, που κυριαρχούν παντού, από τις πλαγιές του ολάνθιστου Βελουχιού σ' όλες τις ευρυτανικές ή φθιωτικές αναδιπλώσεις ως τους κήπους και τις αυλές των χωριών.

Το χινόπωρο πάλι θάρθει σε τούτα τα σύμμικτα δάση με τη δική του χρωματική επανάσταση. Για να κάμει κίτρινα, κόκκινα, καφετιά σε αφάνταστη ποικιλία αποχρώσεων τα φυλλοβόλα δέντρα, ώσπου να τα ραντίσει το πρώτο χιόνι και να τα μαδήσει ο παγερός βοριάς.

Τούτη η απάρθενη, η αμίαντη ομορφιά του Βελουχιώτικου τοπίου είναι ακόμα ένας άγνωστος τόπος για τον ξένο. Μακάρι να τον ανακαλύψουν γρήγορα όσοι ψάχνουν για την περικαλλή φύση σε μακρινούς τόπους.

[Από το σπάνιο εξαιρετικό βιβλίο του αείμνηστου Χαρίλαου Μηχιώτη με τίτλο: "Τυμφρηστός και Τυμφρήστιοι", εκδ. Κασταλία, που κοσμεί και την προσωπική μας βιβλιοθήκη! Ο Χαρίλαος Μηχιώτης (1914-2012) ήταν εκπαιδευτικός, δημοσιογράφος, συγγραφέας, ενώ διετέλεσε και γραμματέας του ΕΑΜ ανατολικού Τυμφρηστού στα χρόνια της αντιστασιακής εποποιίας.]