Παρασκευή 31 Δεκεμβρίου 2021

Είθε...

 


Είθε να ανταμώσουν τα ποτάμια των Αντοχών, των Προσδοκιών, των Ονείρων, της Λευτεριάς, της Αλληλεγγύης, της Κοινωνικής Δικαιοσύνης.

ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ με υγεία και δύναμη!

blog "Ευρυτάνας ιχνηλάτης"

Τετάρτη 22 Δεκεμβρίου 2021

Τα (άγνωστα) Ευρυτανικά Κάλαντα!


Ιχνηλατήσαμε και σας παρουσιάζουμε μέσα από τις ηλεκτρονικές σελίδες του "Ευρυτάνα ιχνηλάτη" ένα εξαιρετικό λαογραφικό πόνημα που αναφέρεται στα παλιά "Ευρυτανικά κάλαντα", όχι τόσο τα... "κλασσικά" που όλοι γνωρίζουμε, αλλά περισσότερο εκείνα τα σπάνια, τα άγνωστα και ξεχασμένα, που πλέον δεν υπάρχουν ούτε τραγουδιούνται, πια, στα πάντα αγαπημένα μα μοναχικά και ενίοτε εγκαταλειμμένα χωριουδάκια του τόπου μας.

Η εργασία είναι του Κοσμά Σούφλα από το Καροπλέσι Ευρυτανίας όπως ο ίδιος διευκρινίζει στην εισαγωγή του. Προέρχεται δε από ένα πολύ παλιό και δυσεύρετο "Ρουμελιώτικο ημερολόγιο" (1966) του αρχείου μας. Τα "Ευρυτανικά Κάλαντα" που καταγράφει ο Κοσμάς Σούφλας τα τραγουδούσαν τα παιδιά προπολεμικά κι ίσως και ακόμη παλαιότερα. 

Διατηρήθηκε η ορθογραφία του πρωτοτύπου.

Απολαύστε τα:


*****************

*****************

" Με το διάβα του χρόνου, πολλές συνήθειες της κοινωνικής ζωής, που διαμόρφωσε η λαϊκή παράδοση, απ΄ όσο μακρυά κι΄ αν ξεκινούν, όσο ριζωμένες κι΄ αν είναι στη λαϊκή ψυχή, αν δεν γίνεται χρήση στην καθημερινή ζωή, εξασθενούν σαν θεσμοί, ώσπου ξερριζώνονται κι΄ εξαφανίζονται  ολότελα απ΄ τη λαϊκή θύμηση, και σήμερα μάλιστα με τους γρήγορους ρυθμούς της πολιτιστικής εξέλιξης, της κοινωνικής προόδου και της αλλαγής του τρόπου ζωή των ανθρώπων.

Αξίζει γι΄ αυτό να διασωθούν όσο είναι δυνατόν απ΄ τη φθοροποιό επίδραση του χρόνου.

Αν γυρίσουμε σαράντα, πενήντα χρόνια πίσω και δούμε πως γινόταν λ.χ. ο γάμος στο χωριό την εποχή εκείνη, θα διαπιστώσουμε ότι δεν έχει καμμιάν ομοιότητα με τον σημερινό. 'Ελλειψαν σχεδόν όλες οι παλιές συνήθειες. Από μηνιάτικη διάρκεια, περιορίστηκε σε διαδικασία λίγων ωρών.

Το ίδιο συμβαίνει και με πολλές άλλες εκδηλώσεις και συνήθειες του χωριού. Όπως μ' αυτή που θ΄ ασχοληθούμ΄ εδώ:

Στα σημερινά κάλαντα του Άη - Βασίλη και των Φώτων (Θεοφάνεια) δεν λέγονται πια, μια σειρά τραγούδια που λέγονταν πριν τριάντα χρόνια στο χωριό μου Καροπλέσι ΕυρυτανίαςΗ ομάδα των παιδιών, συνήθως μαθητές του σχολείου και πάνω από τρία, αφού λέγανε εκείνα που είχαν σχέση με την θρησκευτικότητα της γιορτής, συνέχιζαν να τραγουδούν κι΄ άλλους στίχους που το περιεχόμενό τους δεν εξαρτιόταν μονάχα από τα μέλη της οικογένειας του σπιτιού που θα τραγουδούσαν, αλλά κι΄ απ΄ το φύλο, την ηλικία, το επάγγελμα και την κοινωνική θέση του κάθε μέλους. Μ΄ αυτούς τους στίχους που δεν αυτοσχεδιάζονταν εκείνη τη στιγμή, αλλά είταν καθορισμένοι και καθιερωμένοι, εξυμνούσαν τα πλούτη και αρχοντιά του σπιτονοικοκύρη, το στολισμό της οικοδέσποινας, τη δικαιοσύνη κι΄ απλοχεριά των γερόντων, τη λεβεντιά του παλληκαριού, το προικιό της κόρης, τα καπρίτσια της μικρής, τον καϋμό του ξενητεμένου, τα κοπάδια του τσοπάνη κ. ά. 

Αυτοί οι ίδιοι στίχοι επαναλαμβάνονταν και στις δυό γιορτές, Άη - Βασίλη και Θεοφανίων. 


Το τραγούδι του  Ά η - Β α σ ί λ η:

Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά κι' αρχή καλός μας χρόνος,
Άγιος Βασίλης έρχεται, Γενάρης ξημερώνει.
-Βασίλη πούθεν έρχεσαι και πούθεν κατεβαίνεις;
-Από την μάνα μ' έρχομαι, στο δάσκαλο πηγαίνω.
-Αν είσαι και γραμματικός πες μας την αλφαβήτα.
Στην πατερίτσα κούμπησε να πει την αλφαβήτα,
κι η πατερίτσα είταν ξερή, χλωρούς βλαστούς πετάει
κι' απάνω απ' τους χλωρούς βλαστούς περδίκια φωλιασμένα.
Ανέβαιναν κατέβαιναν ν' αγιάσουν τον αφέντη,
ανέβαιναν κατέβαιναν ν' αγιάσουν την κυρά.


Τ ο  τ ρ α γ ο ύ δ ι  τ ω ν  Φ ώ τ ω ν :

Αύριο ειν' τα Φώτα κι' ο φωτισμός,
και χαρές μεγάλες τ' αφέντη μας,
σπάργανα μαζεύει και γιό κρατεί
και τον Άη - Γιάννη παρακαλεί.
-Άη -Γιάννη αφέντη και Πρόδρομε,
δύνασαι να βαφτίσεις Θεού παιδί;
-Δύναμαι και σώζω (φτάνω) στους εφτά ουρανούς,
να παρακαλέσω τον Κύριο και τον Ιορδάνη τον ποταμό
να μας ρίξει δρόσο δροσολογιά
ν' αγιαστούν οι βρύσες και τα νερά,
ν' αγιάσει κι' αφέντης με την κυρά.


Μετά ακολουθούσε το τραγούδι τ ο υ  α φ έ ν τ η   τ ο ύ  σ π ι τ ο ν ο ι κ ο κ ύ ρ η, που λέγονταν πάντα πρώτο:

Αφέντη μου στην τάβλα σου χρυσή καντήλα φέγγει,
δίχως αλύσσια κρέμεται, δίχως αέρα σιέται,
δίχως το λάδι και το κερί φέγγει την αφεντιά σου,
Απ' τα παραθύρια τα ψηλά φέγγει τη γειτονιά σου,
κι' από τις πόρτες τις ψηλές φέγγει τον κόσμον όλο.


Και συνέχιζαν  τ η ς  ν ο ι κ ο κ υ ρ ά ς :

Κυρά μ' όντας στολίζεται να πας στην εκκλησία,
βάνεις τον ήλιο πρόσωπο και το φεγγάρι 'στήθι,
και τον καθάριο αυγερινό κουμπί στο φόρεμά σου.
Στη στράτα όπου πήγαινες, στη στράτα που πηγαίνεις,
οι στράτες ρόδα γέμισαν κι οι εκκλησιές θυμιάμα.
Στέκουν Αγίοι και θαμαίνονται κι' εικόνες χαιρετιούνται.
-Αγίοι μ' τι θαμαίνεστε κι' εικόνες χαιρετιώστε;
Καλοί μ' Θεός μου τόδωσε της πρώτης Παναγίας
Με τα χρυσά φορέματα αφέντης όπου μ' έχει.


Αν στην οικογένεια υπήρχε  π α π π ο ύ ς  θ' άκουγε και κείνος το δικό του:

Αφέντης πρωτογέροντα και πρώτος στα χωριά.
Πάρε την πατερίτσα σου κι' έβγα στο μεσοχώρι,
κι' αν έβρεις κι άλλα δυό παιδιά πάρτα κι αυτά κοντά σου,
κέρνα τα αφέντη κέρνα τα να πουν καλό για σένα.


Κι ακολουθούσε τ η ς  γ ρ ι ά ς,  τ η ς  γ ι α γ ι ά ς :

Κυρά μ' στα πετροκάγκελα καθόσουν ακουμπισμένη,
στατέρι φράγκικο κρατείς ζυγίζεις ξεζυγίζεις,
στους πλούσιους δίνεις εκατό και στους φτωχούς διακόσια,
και στους φτωχότερους τους δίνεις πεντακόσια.


Στο  ν ι ό  π ο υ  ε ί ν α ι  γ ι α  π α ν τ ρ ε ι ά  θα του πούνε:

Εδώ 'χουμε ένα νιό καλό και τον παντρολογούμε,
χαλεύει νύφη από σεριά, κι από καλούς ανθρώπους,
Του τάζουν στάρι' αθέριστα, μ' όλους τους θεριστάδες,
Και σαν τα θέλει δώστε τα, καλός είναι κι ας τα πάρει.


Της  κ ο π έ λ λ α ς  π ο υ  ε ί ν α ι   γ ι'  α ρ ρ α β ώ ν α :

Εδώ μαντήλια κρέμονται, εδώ μαντήλια σιώνται,
προξενητάδες έρχονται 'που μέσα απ' την πόλη,
ένας ζητάει χίλια φλουριά κι' άλλος δυό χιλιάδες γρόσια.


Του  π α λ λ η κ α ρ ι ο ύ,  τ ο ύ  π α ι δ ι ο ύ,  π ο υ  ε ί ν α ι  κ ά τ ω  τ ω ν  ε ί κ ο σ ι  χ ρ ό ν ω ν :

Παλληκαράκι μ' όμορφο με το στριφτό μουστάκι,
εσένα πρέπουν τ' άρματα, εσένα τα τσαπράζια,
Εσένα κι' άλογο καλό να περπατάς καβάλα,
Καβαλικεύεις έρχεσαι, πεζεύεις καμαρώνεις.


Αν στο σπίτι υπάρχουν ν ι ό π α ν τ ρ ο ι,  θ' ακούσουν κι αυτοί το δικό τους:

Αντρογαινίτσι νιούτσικο κι ο νιός στεφανωμένος,
που σε στεφάνωσε ο Χριστός, με το δεξί το χέρι,
με το δεξί με το ζερβί, με τόνα και με τ' άλλο.
Βάνει στεφάνια από φλουρί και τα κηριά ασημένια,
και τα στεφανομάντηλα αγνό μαργαριτάρι.


Του  μ α θ η τ ο ύ :

Κυρά μου τον γιόκα σου, κυρά μ' τον ακριβό σου
τον έλουζες τον χτένιζες στον δάσκαλο τον έστελνες,
κι' ο δάσκαλος τον έδερνε με μια χρυσή βεργούλα.
-Μωρέ που είναι τα γράμματα μωρέ που είναι ο νους σου;
-Τα γράμματα είναι στο χαρτί κι' ο νους εδώ πιο πέρα,
Εδώ πιο πέρα σ' όμορφες, ξανθιές και μαυρομάτες,
απ' έχουν τα ξανθά μαλλιά σαραντεπέντε πήχες.
Στους ουρανούς τα ίδιαζαν στους κάμπους τα υφαίνουν,
στην άκρη από την θάλασσα κάθονται και τα πλένουν.


Του  μ ω ρ ο ύ  π α ι δ ι ο ύ :

Ένα μικρό μικρούτσικο σπυρί μαργαριτάρι,
ο βασιλιάς παράγγειλε να πάει να το φιλέψει,
ένα κομμάτι μάλαμα κι ένα κομμάτι ασήμι.
Ώσπου να πάει κι ώσπου να 'ρθει το πιάσανε τα χιόνια.
Όλα τα χιόνια λυώσανε κι όλες οι βρύσες τρέχουν,
τα ντέρτια της καρδούλας μου δεν τρέχουν και δεν λυώνουν.


Τ η ς   μ ι κ ρ ή ς   κ ό ρ η ς :

Φραγκίτσα 'δω, Φραγκίτσα 'κει, Φραγκίτσα πάει στη βρύση,
Φραγκίτσαρος την καρτερεί, με δυο σπαθιά στα χέρια,
Φραγκίτσα δώσμου φίλημα, δώσμου και μαύρα μάτια.
Το πως να δώσω το φιλί, το πως τα μαύρα μάτια,
που μ' έχει μάνα μ' μοναχή, μοναχοθυγατέρα,
για να με φτιάξει παπαδιά μικρή παπαδοπούλα.


Τ ο υ   δ α σ κ ά λ ο υ:

Δάσκαλε γραμματικέ και ψάλτη κι' αναγνώστη
πούχες τον ουρανό χαρτί τη θάλασσα μελάνι,
που έψαλες την άνοιξη το Μάη με τα λουλούδια.
Σείστηκες λυγίστηκες κι έχυσες το μελάνι σου,
και βάψανε τα ρούχα σου και τα μεταξωτά σου.


Σ ε   ο ι κ ο γ έ ν ε ι ε ς  π ο υ   κ ά π ο ι ο  μ έ λ ο ς  τ ο υ ς   β ρ ι σ κ ό τ α ν  σ τ α  ξ έ ν α  τραγουδούσαν το εξής τραγούδι:

Ξενητεμένο μου πουλί και παραπονεμένο,
η ξενητειά σε χαίρεται κι εγώ έχω τον καϋμό σου.
Τι να σου στείλω ξένε μου, να σε παρηγορήσω ;
Να στείλω μήλο σέπεται, κυδώνι μαραγκιάζει.
Τα δακρυάκια είταν καυτά και κάψαν το μαντήλι,
σου στέλνω τα δακρυάκια μου σ' ένα χρυσό μαντήλι.


Σ'  ό π ο ι ο ν   έ χ ε ι   κ ο π ά δ ι α  μ ε  ζ ώ α  λένε το ακόλουθο τραγούδι:

Εδώ σε τούτα τα μαντριά, τα καγκελλοπλεγμένα,
πόχουνε χίλια πρόβατα και δυό χιλιάδες γίδια.
Σαν τα μερμήγκια περπατούν σαν τα μελίσσια βάζουν,
κι αν έχουν κι αρνοκάτσικα πολλά χορτάρια νάναι.


Οι ρίζες αυτών των τραγουδιών είναι πολύ βαθειές, μέσα στην ιστορική πορεία του λαού και είναι δημιουργήματα πολλών αιώνων εξελικτικής πορείας των ανθρώπινων δοξασιών. "

Κυριακή 19 Δεκεμβρίου 2021

Είναι το φως του τόπου μας!


"Μα και τι να πρωτοπεί κανείς για σένα, όμορφο χωριό ; Είπα να γράψω λίγα, πολύ λίγα. Κι αμέσως σαν έπιασα την πέννα στο χέρι, ξεπεταχτήκανε πολλά.

Γράψε και για μένα, και για μένα, και για μένα, Δάσκαλε, μού φωνάζουν. Και κείνοι που φύγαν και κείνοι που ζούνε.

Και τα βουνά και τα δέντρα, και τα πουλιά και τα ζωντανά, όλα, και τα χορτάρια κι οι πέτρες, και τα μονοπάτια κι οι βρύσες, και τα ποτάμια και τα χωράφια, και τ' άγρια και τα ήμερα...

Κάθε πραματάκι στο χωριό έχει και μια συμπαθητική ιστορία, που αξίζει να ρθει στο φως.

Και μεις που γεννηθήκαμε στα μικρά αυτά χωριουδάκια, μάς αρέσει να καθόμαστε κοντά σ' αυτό το ταπεινό φως. Θέλουμε να φωτιζόμαστε απ' αυτό. Δεν είναι δυνατό, ηλεκτρικό, πολλών κηριών. Είναι αδύνατο, περιφρονημένο, συνεσταλμένο.

Μα εμείς δεν το αλλάζουμε με κανένα άλλο φως. Γιατί είναι δικό μας. Είναι το φως του τόπου μας..."

[ του αείμνηστου Ευρυτάνα εκπαιδευτικού και συγγραφέα Γιάννη Βράχα (1910-1993) ]


blog "Ευρυτάνας ιχνηλάτης"

Σάββατο 11 Δεκεμβρίου 2021

Το κουνάβι



Ο αλησμόνητος Ευρυτάνας συγγραφέας Στέφανος Γρανίτσας (1880-1915), μέσα από τη συναρπαστική γραφή του, μάς συστήνει με περισσή χάρη "τα άγρια και τα ήμερα του βουνού και του λόγγου"!

Σήμερα θα γνωρίσουμε το κουνάβι ή μάλλον το... καημένο το κουνάβι όπως θα διαπιστώσετε στη συνέχεια. 

Ιδού:

----------------------------------
----------------------------------

ΤΟ ΚΟΥΝΑΒΙ

Ενώ έχει το μαλακώτερον δέρμα, τόσον, ώστε να τυλίγη τους λαιμούς των γυναικών, και ενώ ζη ως επί το πλείστον με μέλι, έχει μολαταύ­τα την σκληροτέραν ψυχήν. Εάν πιασθή εις δόκανον, θα γυρίση και θα κόψη με το στόμα του το πόδι του, πράγμα το οποίον ούτε η αλεπού, ούτε ο λύκος έχουν την ωμότητα να επιχειρήσουν.

Δύσκολον λοιπόν πράγμα να ευρεθή εις δόκανον Κουνάβι, διότι αφ’ ενός μεν αν πιασθή θα κόψη το πόδι του, αφ’ ετέρου δε δεν είναι και έξυπνον όσον η αλεπού, ώστε να μετέρχεται τα τεχνάσματά της, τα οποία πολλάκις την χαντακώνουν.

Αυτή, λόγου χάριν, ως λίαν πονηρή, γνωρίζει την μέθοδον του δοκάνου και άμα εισέρχεται εις αμπέλια ή πλησιάζη ορνιθώνας ενώνει τα πόδια της, ώστε να τα κάνη ένα, προς τον σκοπόν να μη απλώνεται εις ευρύν χώρον και πατήση επάνω εις κανένα δόκανον. Αλλ’ όπως περπατεί ή μάλλον όπως πηδά και με τα τέσσαρα μαζί, συμβαίνει να πέση επάνω εις δόκανον και τότε πιάνεται και με τα τέσσαρα. Εντεύθεν η παροιμία «η πονηρή αλεπού πιάνεται και από τα τέσσαρα». Το Κουνάβι, μη επαγγελλόμενον ευφυίαν, περιπατεί και με τα τέσσαρα πόδια του ανοιχτά, πιά­νεται επομένως από το ένα, γυρίζει τότε και τρώγει το συλληφθέν πόδι του και αφήνει υγείαν εις το δό­κανον και εις κανέν υπόλειμμα του ποδιού του.

Οι κουναβοκυνηγοί λοιπόν παρητήθησαν προ πολλού τής διά του δοκάνου μεθόδου και το κυνηγούν ως εξής. Εάν είναι χειμών ακολουθούν τα ίχνη του επάνω στα χιόνια και τοιουτοτρόπως ευρίσκουν τη φωλιά του, η οποία θα είναι ή εις την κουφάλαν κα­νενός δένδρου ή εις καμμίαν σπηλιάν. Οι κυνηγοί γνωρίζοντες ότι πάντοτε η φωλιά των κουναβιών θα έχη δύο εξόδους, τοποθετούν εις το στόμιον της μιάς εξόδου σάκκον ανοικτόν προς τα χείλη του στομίου και κατόπιν πηγαίνουν από την άλλην οπήν και το καπνίζουν με αναμένα πανιά διά να το προγκήσουν. Εκείνο πηδά να φύγη και πέφτει μέσα εις το σακκί. Επειδή δε, όπως είπα, δεν είναι πολύ έξυπνον, παρα­σύρεται πολλάκις εις τα κόλπα των κυνηγών, το προχειρότερον των οποίων είναι η τοποθέτησις κρέατος εις μέρη επικίνδυνα διά την ασφάλειάν του. Δεν είναι καθόλου φιλύποπτον, όπως η αλεπού, η οποία όταν εμυρίσθη κάποτε τοιαύτην ετοιμασίαν εις μέρος ύποπτον, ελοξοδρόμησε και είπεν:

-Ωχ αδελφέ! πρέπει να μου βάλετε και κρασί... Γεύμα δίχως κρασί δεν κάνει η αλεπού...

Πολλάκις το Κουνάβι καταδιωκόμενον χώνεται εις μίαν κουφάλαν, η οποία πιθανόν να μη έχη άλλην έξοδον, και σκαλώνει εις το υψηλότερον μέρος της, ώστε να μη ημπορούν να το τουφεκίσουν οι κυνηγοί. Τότε ανάβουν υπό την κουφάλαν άχυρα και τα κου­νάβια πίπτουν κάτω μεθυσμένα, σχεδόν αναίσθητα. Επίσης οι κυνηγοί γνωρίζουν, ότι άμα τον χειμώνα είναι μεγάλη λιακάδα, τα κουνάβια πηγαίνουν στις φωλιές των νυφιτσών, αι οποίαι έχουν την ποιητικήν ιδιοτροπίαν να της πλέκουν εις τας υψηλοτέρας κορυφάς των ελατιών. Τα κουνάβια όμως τας διώχνουν για να ηλιασθούν αυτά, οι δε κυνηγοί, οι οποίοι ηξεύρουν την αγάπην των αυτήν προς την θαλπωρήν των νυφιτσοφωλιών, πολλάκις έτυχε να τουφεκίσουν νυφίτσες για Κουνάβια, τουτέστι μπούφους για αηδόνια. Μ' όλα ταύτα οι πρωτόπειροι κουναβολόγοι (έμποροι κουνα­βιών) την παθαίνουν κάποτε και αγοράζουν νυφιτσοδέρματα ως μικροκουνάβια. Λέγεται δε ότι έγινε τόση κατάχρησις της πονηρίας αυτής εκ μέρους των χωρικών, ώστε να δημιουργηθή πλέον τάξις ειδικών κουναβολόγων.

Ωσαύτως έχει αναπτυχθή τάξις ειδικών σκύλων. Τα κουναβόσκυλα αυτά όχι μόνον δεν κυνηγούν τί­ποτε άλλο, αλλά και άμα ανακαλύψουν Κουνάβι το καταδιώκουν έως ότου το αναβιβάσουν εις κανέν δέν­δρον και αφού καταλάβουν το μέρος ώστε να το βλέ­πουν ότι είναι επάνω, γαυγίζουν, ειδοποιούντα τον κυνηγόν. Πολλά κουναβόσκυλα συλλαμβάνουν τα κου­νάβια εις το πήδημά των από τα δένδρα, αλλά, ως να γνωρίζουν πόσον πολύτιμον είναι το τρίχωμά των, τα αρπάζουν τεχνικά διά να μη τα μαδήσουν.

Το κουνάβι όπως και η αλεπού μαδά μέχρις απογυμνώσεως την άνοιξιν η οποία είναι και η εποχή των ερώτων των. Εις αυτήν δε την εποχήν αποκουτιαίνεται ώστε να ημπορούν να το πιάσουν και τα μικρά παιδιά. Λέγει ο μύθος ότι ένα Κουνάβι παρεπονείτο εις την Αλεπού κατά του Θεού, διότι νερουλιάζει τόσον τα μυαλά των την άνοιξιν. Η Αλεπού, εν τη πανσοφία της, συνέστησεν εις το κουνάβι να ευλογή τον Ύψιστον, διότι αν τούς παίρνη τα μυαλά τούς παίρνει ταυτο­χρόνως κατά την άνοιξιν και το τρίχωμά των, πράγμα το οποίον τα απαλλάσσει από τα μαρτύρια του κυνη­γιού, διότι δεν έχουν καμμίαν αξίαν άμα είναι μαδημένον το δέρμα των.

- Μπα ! είπε το Κουνάβι, για τα μαλλιά μας μάς κυνηγούν;

- Αμ γιατί σε κυνηγούν, θαρρείς; του απήντησε η αλεπού. Για να σε βάλουν δημογέροντα;

Και τοιουτοτρόπως περνούν τα μελίμηνά των θεία συνάρσει εν πλήρει ησυχία.

Τρίτη 7 Δεκεμβρίου 2021

Ο αγώνας φέρνει τη Νίκη και η επαγρύπνηση τη διαφυλάττει!



Είχαμε μια σημαντική ΘΕΤΙΚΗ ΕΞΕΛΙΞΗ όσον αφορά τον Αγώνα μας για τη σωτηρία των Αγράφων. Μια ΠΡΩΤΗ ΝΙΚΗ με πολυδιάστατη αξία!

Πρόκειται για μία πρόσφατη απορριπτική απόφαση του ΥΠΕΝ βάσει της οποίας φαίνεται να "μπλοκάρεται" η επιχειρούμενη εγκατάσταση ανεμοτεράτων στην εμβληματική Νιάλα αλλά και το Βοϊδολίβαδο Αγράφων.

(Δείτε ενδεικτικά... εδώεδώ κι εδώ).

Δεν ήταν μια "χαριστική" απόφαση. Ήταν ΚΑΤΑΚΤΗΣΗ, αποτέλεσμα του δικού μας μαχητικού αγώνα και της συνεπούς στάσης όλων εκείνων των ανυποχώρητων που δεν αποδέχθηκαν τα δήθεν "τετελεσμένα" και στάθηκαν στις επάλξεις!

Η πρώτη επίθεση της βαρβαρότητας αποκρούστηκε! Οι αλησμόνητοι νεκροί μας θα συνεχίσουν να κοιμούνται στην απόρθητη Νιάλα χωρίς να έχει βεβηλωθεί ο τόπος της θυσίας τους.
Τα πλάσματα του βουνού θα συνεχίσουν τον ελεύθερο  βίο τους στα αμόλυντα όρη μας.
Κι ο "παγωμένος αντάρτης" από ψηλά θα χαιρετά με το δικό του τρόπο εκείνους που πασχίζουν να  κρατούν το νήμα της Ιστορίας.

Όσοι βαδίσαμε σε μαζικές ή πιο μοναχικές πορείες, σε πόλεις και σε χωριά, μέσα σε βροχές και σε λιοπύρια, από το Σύνταγμα μέχρι το Καρπενήσι και την Καρδίτσα, την πεζοπορία στην ιστορική Νιάλα και την ανάβαση στο επιβλητικό Βοϊδολίβαδο, αλλά και όπου αλλού συμμετείχε ο καθένας μας υψώνοντας φωνή αντίστασης μέσα από πολύμορφες αγωνιστικές δράσεις (βλ. ενδεικτικά εδώεδώεδώ κι εδώ) - νιώθουμε σήμερα να ζεσταίνεται η ψυχή μας.

Γιατί τίποτε δεν πάει χαμένο, όταν κανείς δρα, μάχεται, αντιστέκεται!

ΟΜΩΣ, ας μην εφησυχαζόμαστε... 

Κάτι τέτοιο θα ήταν ολέθριο λάθος! Τίποτε δεν τελείωσε. Άλλωστε, η εμπειρία διδάσκει ότι μία κατάκτηση διαφυλάσσεται μόνο όταν αυτοί που την επιτυγχάνουν, επαγρυπνούν!

Συνεπώς τίθεται το καθήκον της συνέχισης του συλλογικού αγώνα αφενός για την περιφρούρηση της συγκεκριμένης κατάκτησης στην προαναφερόμενη περιοχή και αφετέρου για τη διάσωση (συνολικά) των θεόμορφων Αγράφων και του μοναδικού φυσικού κάλλους της αμόλυντης Ευρυτανίας που αποτελεί μία από τις καθαρότερες περιοχές της Ευρώπης και του πλανήτη!

Διότι τα σχέδιά τους δεν σταματούν εδώ. Στο στόχαστρο της παμφάγας ενεργειακής κερδοφορίας έχουν ήδη μπει πολλές ακόμη κορυφές των Αγράφων και όχι μόνο.

Συνεχίζουμε λοιπόν στα "χαρακώματα του δίκιου"!

Για να παραμείνουν ΟΛΑ τα βουνά μας λεύτερα.

Ο λαός μπορεί να καταφέρει τα πάντα, αρκεί να πιστέψει στις δικές του δυνάμεις. Αυτές τις τόσο πολύτιμες και ικανές δυνάμεις του, που οι αφεντάδες μας και οι ποικιλόμορφοι υπηρετίσκοι τους προσπαθούν με χίλιους δύο τρόπους και μεθοδεύσεις να τις λοιδορήσουν και να τις απαξιώσουν με στόχο να κατρακυλήσει ο κόσμος στη μοιρολατρία και την απάθεια κι έτσι να καταστεί ακίνδυνος για τους σχεδιασμούς τους.

Εμείς όμως μάθαμε ότι εύκολοι δρόμοι δεν υπάρχουν και μόνο εάν βαδίσουμε στα δύσκολα ενεργοποιώντας και πάλι τις συλλογικές μας δυνάμεις θα μπορέσουμε να σώσουμε και την Καράβα και τα Καμάρια και τη Βουλγάρα και τη Σαράνταινα και κάθε βουνό, κάθε κόκκο γης από  αυτό τον καθάριο ευλογημένο τόπο που μας δώρισε η Μάνα Φύση και που αποτελεί λαϊκή περιουσία κι όχι τσιφλίκι κάθε λογής "αρπακτικών" που ενίοτε εμφανίζονται και με εταιρικά διακριτικά.

Συνεχίζουμε, αντέχουμε, προχωράμε...

✓Να ανακηρυχθούν τα Άγραφα και η Ευρυτανία Προστατευόμενο Εθνικό Πάρκο!

ΥΓ. Κανένα βουνό ανυπεράσπιστο, κανένας υπερασπιστής του, ανυπεράσπιστος! Αλληλεγγύη-Λευτεριά στα αδέρφια που δικάζονται στην Καρδίτσα στις 7 Δεκέμβρη. Είμαστε όλοι στο πλευρό τους, από κάθε γωνιά της Ελλάδας.

Πέμπτη 25 Νοεμβρίου 2021

Καρπενήσι 1943 : σκηνές της καθημερινότητας από τη λεύτερη ανταρτόμορφη πόλη μας!

Φωτο: παρέλαση του Λόχου Διοίκησης της ΧΙΙΙ Μεραρχίας του ΕΛΑΣ
στην πλατεία Καρπενησίου

Μέσα σε συνθήκες φασιστικής κατοχής για ολόκληρη, σχεδόν, την υπόλοιπη Ελλάδα, κάπου εκεί στο ανταρτόμορφο Καρπενήσι - που από τον Απρίλη του 1943 έχει ήδη αποτινάξει το ζυγό του κατακτητή (βλ. αφιέρωμα "Ευρυτάνα ιχνηλάτη") και προετοιμάζεται για το μεγάλο Συνέδριο του ΕΑΜ Ρούμελης - η καθημερινή ζωή κυλά έντονη, με κίνηση και δημιουργική δράση σε μια κυριολεκτικά μεταμορφωμένη πόλη που αποπνέει ζωντάνια και αίσθηση ελευθερίας!

Επιβλητικοί αντάρτες στους δρόμους του Καρπενησίου, διανοούμενοι, πλήθος κόσμου που συρρέει στην κεντρική πλατεία και στους καφενέδες, καλλιτεχνικά δρώμενα στο γυμνάσιο, ελεύθερα τυπογραφεία εφημερίδων και... η μοιραία απερισκεψία ενός Γερμανού ναζί που τόλμησε να παραβιάσει "τα σύνορα" της Ελεύθερης Ελλάδας και να έρθει προκλητικά για... περαντζάδα (!) στο ανταρτοκρατούμενο Καρπενήσι!!! 

Απολαύστε τη σχετική αφήγηση με τη συναρπαστική γραφή του αείμνηστου Ευρυτάνα αντιστασιακού αγωνιστή Γεωργούλα Μπέικου - βλ. "Ευρυτάνα ιχνηλάτη", μέσα από ένα επιλεγμένο απόσπασμα από το δίτομο εμβληματικό έργο του με τίτλο : "Η λαϊκή εξουσία στην Ελεύθερη Ελλάδα,  εκδ. Θεμέλιο 1979. Η κεντρική φωτογραφία (Καρπενήσι 1-5-44) προέρχεται επίσης από το ανωτέρω βιβλίο του Γ. Μπέικου. Διατηρήθηκε η ορθογραφία του πρωτοτύπου.

---------------------------

Στις αρχές απ' το τρίτο δεκαήμερο του Αυγούστου 1943 βρέθηκα στο Καρπενήσι.

Πολύν καιρό που δεν είχα πάει εκεί. Σχεδόν πάνω από χρόνο. Όσο το κατείχανε οι Ιταλοί, δεν πήγα. Μετά την απελευθέρωσή του, είναι τούτη η πρώτη μου επίσκεψη.

Αν υπολογιστεί, ότι σε λίγες μέρες εδώ θ' άρχιζε συνέδριο του ΕΑΜ Ρούμελης, τότε πρέπει στο επικείμενο τούτο γεγονός να χρωστιέτανε η παρουσία μου στο Καρπενήσι.

Απ' την πρώτη στιγμή μου φάνηκε πολύβοη η αλλοτινή ήσυχη πολιτειούλα. Μου δημιούργησε μια αίσθηση "κοσμοπολιτισμού". Πολύς κόσμος έδειχνε ξενόφερτος - ντύσιμο, περπατησιά, μορφή. Γενικά οι άνθρωποι ήσανε φουριόζικοι, όσο και γεμάτοι φροντίδες. Αλλά και τα καφενεία παλιού καιρού γεμάτα, ιδιαίτερα οι καρέκλες τους στα πεζοδρόμια. Προσφέρανε "καφέ" σκέτο ροβυθάκι ή κριθάρι με ζαχαρίνη. Το "τσιπράκι" ντόπιο, προπολεμικό. Μπορούσες να πιάσεις μια καρέκλα χωρίς να παραγγείλεις και τίποτα- το διαπίστωσα την ίδια μέρα του ερχομού μου.

Αντάρτες και παλιού τύπου, με γενειάδες και σταυρωτά φυσεκλίκια, αλλά και "εκμοντερνισμένοι", μάλιστα ολοφάνερα οι πιο πολλοί τούτοι, πηγαινοερχόντανε. Μερικοί κάνανε και τον περίπατό τους στην πλατέα - καλοβαλμένοι στις στρατιωτικές τους στολές, ξουρισμένοι, κάθε άλλο παρά "λεροί" - πρόοδος. 

Εδώ στο Καρπενήσι θα διαβάσω τις μέρες αυτές στην "Αντάρτικη Ζωή", όργανο του προ ημερών μόλις Γενικού Αρχηγείου Ρούμελης, "παράπονο" των ανταρτών κι αντίδραση ενάντια στην εκστρατεία για την... αποκαθήλωση της αντάρτικης γενειάδας. Οι εναντίον της γενειάδας "τα βάζουν με τις τρίχες", έγραφε η ανταρτοεφημερίδα.

Εντυπωσιακή, τουλάχιστο σ' εμένα, ήτανε η παρουσία αξιωματικών με στολή από χακί καμπαρντίνα, μπότες κι άστρα...

"Καπλάνης" (Σπύρος Γκούβας) και "Θρύλος" (Θανάσης Ελεφάντης)  
Ευρυτανία 1943

Κυκλοφορούσανε και μερικά φορτηγά αυτοκίνητα σωστό θαύμα και για την εποχή και για το αντάρτικο - η βενζίνη ήτανε το πιο δυσεύρετο είδος, γιαυτό και το αξιολογότερο στη μαύρη αγορά, "άξιο" να τ' αποθανατίσει η "λαϊκή" μούσα της εποχής: " Βενζίνες και πετρέλαια εμείς τα κυνηγούσαμε...", ραψωδούσε ο μαυραγορίτης της πιάτσας, όπως και το "θα σαλτάρω, θα σαλτάρω, τη ρεζέρβα θα σου πάρω..."  Γιατί και τα ελαστικά των αυτοκινήτων είχανε πάρει πολύ "απάνω".

Δυό γερμανικές μοτοσυκλέτες με σάιντ κάαρ, που τις οδηγούσανε αντάρτες, μπαινοβγαίνανε στην πλατέα κροτοβολώντας διαολεμένα. Η μιά ήτανε στη διάθεση Μανιάτη, που, ως την ώρα, "έφερνε τα πρώτα" εδώ. 

Λάφυρο η μιά σε μια μάχη με Γερμανούς, δώρο... εξ ουρανού η άλλη. Απ' τα "παράδοξα" του πολέμου, αλλά και "μαρτυρία" για το εδραιωμένο αίσθημα ασφάλειας της ελεύθερης Ρούμελης και ταυτόχρονα"δείγμα" επικίνδυνης ξεγνοιασιάς και χαλαρής επαγρύπνησης. 

Να το περιστατικό, που θα ήτανε για ξεκάρδισμα στα γέλια, αν δεν συμπεριείχε και ανθρώπινη τραγωδία.

Ένας Γερμανός μοτοσυκλετιστής, έχοντας αποστολή για Δομοκό, ήρθε όχι μόνο το δρομολόγιό του λάθος μα και τη ζωή του, όπως θα 'λεγε κι ο ποιητής, χωρίς να μπορεί ν' αλλάξει μήτε το ένα, μήτε την άλλη! Βγήκε στην οδική αρτηρία προς Καρπενήσι κι έβαλε φουλ! Βλέπετε, ο φασισμός κατάφερε να βγάλει από έναν πολιτισμένο λαό, όπως ο γερμανικός, απίθανους εγκληματίες, αλλά και από ευφυείς ανθρώπους, όπως οι Γερμανοί κατά κανόνα, άγαρμπους μπουνταλάδες. Ένας τέτοιος... αγέρωχος μπουνταλάς κατά τα φαινόμενα ήτανε κι ετούτος, που δε νοιάστηκε δεκάρα, δεκάδες χιλιόμετρα, που τον πάνε οι ρόδες του. Πάταε γκάζι και τράβαε άναυλος για την αντίπερα όχθη της Αχερουσίας! Πέρασε αεροδυναμικός το Λιανοκλάδι, έκοψε το μάτι του κάτι Γερμανούς απ' τη φρουρά του σιδηροδρομικού σταθμού, σιγουρεύτηκε για το φίλιο του εδάφους, μπήκε στην Ελεύθερη Ελλάδα.

Ούτε σε χωριό, ούτε στην Μακρακώμη τον σταμάτησε κανένας. Ούτε που τον αντιληφθήκανε. Τα Κ.Π. (Κέντρα Πληροφοριών) είχανε πάρει τον τρισμακάριο εξαιτίας του υπνωτικού της σιγουριάς για το απαραβίαστο της Ελεύθερης Ελλάδας από μεμονωμένους ή ολιγάριθμους εχθρούς.

Ο Γερμανός φουλαριστός πέρασε και τα Διπόταμα κι ανηφόρισε κυκλογυρίζοντας τα Κάψια, καβατζάρισε τον αυχένα του Βελουχιού και μ' εκατό και πάνω χιλιόμετρα την ώρα σφεντόνα για το Καρπενήσι, εισόρμησε στην πλατέα, σα να 'μπανε, ο ερίφης, στον... όρχο του! Βρέθηκε στη στιγμή κυκλωμένος από κατάπληχτους αντάρτες και λαό, που τον ξεπεζέψανε κατάπληχτο κι αυτόν κι ως να πει κίμινο...

Λιθογραφία εποχής-ΕΑΜ
του Κώστα Γραμματόπουλου

Τώρα η μοτοσυκλέτα στάθμευε μπροστά στο επιβλητικό τουριστικό ξενοδοχείο των Αφών Πριόβολου "Ο Τυμφρηστός", που είχε παραχωρηθεί για τις ανάγκες του Αγώνα και στέγαζε τα Γραφεία των οργανώσεων της Ρούμελης, χρησιμεύοντας και για διαμονή μερικών στελεχών, όπως, λ.χ., του Μανιάτη και άλλων.

Πέρα, στην άκρη της πόλης, στο κτίριο και το προαύλιο του γυμνασίου έβραζε ο τόπος - εδώ ήτανε η έδρα της ΧΙΙΙ Μεραρχίας του ΕΛΑΣ, όπως ακριβώς αυτόν τον καιρό, ονομάστηκε κι αναδιοργανώθηκε το Γενικό Αρχηγείο Ρούμελης.

Φέρνοντας μια γύρα το διδακτήριο, έπεσε το μάτι μου και στα ισόγεια, που χρησιμεύανε άλλα για αποθήκες κι άλλα για τη "σουηδική" των μαθητών, όταν ο καιρός δεν την επέτρεπε στο ύπαιθρο. Τώρα στεγαζόντανε εδώ τα συνεργαζόμενα της Μεραρχίας - αρβυλοποιεία, ραφεία, πλεχτήριο, συνεργείο επισκευής οπλισμού. Με εντυπωσίασε η ποσότητα των δερμάτων - σολόδερμα και βακέτα - που είδα εδώ σωρούς, καθώς και ογκωδέστατα τόπια από ύφασμα ερέας χακί για στρατιωτικές στολές. Ανέβηκα και στις αίθουσες. Στη μεγάλη, των τελετών δεν μπόρεσα να μπω, γιατί εκείνη τη στιγμή έκανε τις τελευταίες του πρόβες ένας ερασιτεχνικός θίασος του Καρπενησιού - θα ανέβαζε "Αντιγόνη".

Αίσθηση μου προκάλεσε τούτο το "άλλο" Καρπενήσι. Με συνεπήρε, μπήκα να το "χαζέψω", δεν τράβηξα να βρω μήτε Μπακόλα, μήτε κανέναν άλλο.

Ώσπου απόστασα να γυροφέρνω, άγνωστος μέσα σε τόσον άγνωστο κόσμο, νιώθοντας και κομμάτι σαν χωριάτης που πρωτόπεσε στην πρωτεύουσά. Γύρισα στην πλατέα, στο καφενείο του "Τυμφρηστού", ελπίζοντας να βρω καμιά καρέκλα. Άδεια, μήτε μια! 

Τράβηξα κατά την είσοδο του ξενοδοχείου, ένας αντάρτης με γενειάδα  μισοξαπλωμένος σε ψάθινη πολυθρόνα ξεκοκάλιζε μιάν εφημερίδα. Είδα τον τίτλο της "Ρούμελη". Πρώτη φορά έβλεπα τέτοιο έντυπο. Ρώτησα το συναγωνιστή που θα μπορούσα να βρω ένα φύλλο. Έκανε μια κίνηση του χεριού, χωρίς να σηκώσει και τα μάτια απ' το διάβασμα, και με τον αντίχειρα μου 'δειξε πάνω από τον ώμο του πίσω την εσωτερική σκάλα του ξενοδοχείου λέγοντάς μου βαριεστημένα και με μια βάση να με ξεφορτωθεί: "τρίτος όροφος".

Στον τρίτο όροφο ανακάλυψα σε μια πόρτα δωματίου κολλημένο τον τίτλο της εφημερίδας, κομμένον από έντυπο "Ρούμελη". Χτύπησα, μπήκα. Το δωμάτιο, απ' όπου είχε παρθεί το κρεβάτι, μετατράπηκε σε γραφείο. Τραπέζι, καρέκλες, έντυπα, δημοσιογραφικό χαρτί στις γωνιές. Δυό ή τρεις συναγωνιστές ήσανε εκεί με τη μύτη χωμένη στα χαρτιά. Παρακάλεσα για ένα φύλλο, ένας τους μού έδειξε, χωρίς λόγια, μια στοίβα φρεσκοτυπωμένες εφημερίδες (...)

Η περίφημη αντιστασιακή εφημερίδα "Ρούμελη" - ΑΣΚΙ


blog "Ευρυτάνας ιχνηλάτης"

Σάββατο 20 Νοεμβρίου 2021

Τ' ουρανού τα θάματα!


"(...) Ο Φάνης άνοιξε τα μάτια του. Από κάποιες τρύπες της καλύβας βλέπει ουρανό και καταλαβαίνει πως είναι ακόμη νύχτα. 

Μα δυσκολεύεται να κοιμηθεί άλλο. Ντύνεται και γλιστράει έξω από την καλύβα· θέλει να δει τη νύχτα στο δάσος. 

Κάθισε εκεί απέξω καταγής.

Πρώτη φορά είδε τόσο βαθύ ουρανό. Πόσα άστρα! Ήταν σαν αμέτρητο χρυσό μελίσσι, που χύθηκε ψηλά κι έβοσκε. 

Άστρα πολλά εδώ, άστρα λίγα παρακάτω. Κάπου δυο μαζί. Κάπου ένα μοναχό, σαν ξεχασμένο. Πέντ’ έξι άστρα μαζί, σαν κλαράκι. Νάναι η πούλια;

Στη μέση τ’ ουρανού, από πάνω από το Φάνη, ένα λευκό ποταμάκι χυνόταν ήσυχα από το βοριά στο νότο· κυλούσε μυριάδες μικρά άστρα, λευκά σαν ανθούς.

Μέσα στο δάσος αμέτρητοι γρύλοι τραγουδούσαν κι έλεγαν όλοι το ίδιο τραγούδι. 

Από πέτρες, από τρύπες της γης έβλεπαν την αστροφεγγιά οι μικροί τραγουδιστάδες και την κελαηδούσαν. 

Κι ύστερα ακούστηκαν μακριά τα κουδούνια των κοπαδιών. Είναι οι βλάχοι. Δικό τους θα είναι το μεγάλο κοπάδι, πού βόσκει. 

Άκου πόσα κουδούνια!... Μικρά, μεγάλα, ψηλά, βαθιά, γλυκά, βραχνά. Κουδουνίσματα πολλά όπως τ’ άστρα, όπως ο γρύλοι.

Κι έξαφνα ένα πράσινο άστρο, σα να ήταν πολύ χαρούμενο, άναψε, χύθηκε ανάμεσα στ’ άλλα και χάθηκε…..

Τι ωραία νύχτα.

Ο Φάνης ένιωσε ψύχρα και μπήκε μέσα να πλαγιάσει. Μα και σκεπασμένος έβλεπε την αστροφεγγιά. 

Του φαίνονταν όλα εκείνα τ’ άστρα δικά του. Κανένας από τους άλλους δεν τα είχε δει.

Αποκοιμήθηκε ακούγοντας τα κουδούνια."

(Απόσπασμα από το εμβληματικό αναγνωστικό «Τα ψηλά βουνά» του σπουδαίου Ευρυτάνα λογοτέχνη Ζαχαρία Παπαντωνίου. Ήταν το πρώτο αναγνωστικό που γράφηκε στη δημοτική γλώσσα εν έτει 1918)

blog "Ευρυτάνας ιχνηλάτης"


Τρίτη 16 Νοεμβρίου 2021

"Δώστε τη χούντα στο λαό"

 


Νοέμβρης 1974
Ενας (+) χρόνος μετά από εκείνη τη ματωμένη νύχτα...
Πρώτη επέτειος του Πολυτεχνείου σε "συνθήκες δημοκρατίας".
Κάπου στην οδό Πατησίων ένα μικρό Ευρυτανόπουλο, δεν θα 'ναι παραπάνω από εννιά χρονών, στέκει στο πεζοδρόμιο, ανάμεσα στο πλήθος.
Κρατά σφιχτά το χέρι του πατέρα του και παρατηρεί με δέος την εικόνα που ξετυλίγεται μπροστά του, με χρώματα, τραγούδια και... κόκκινα γαρύφαλλα!
Χιλιάδες άνθρωποι προχωρούν μαζί, σαν ενα τεράστιο ποτάμι που αργοκυλά κατακλύζοντας τα πάντα! Πρώτη φορά στη ζωή του ο μικρός βλέπει τόσους ανθρώπους μαζεμένους...
Πρόσωπα γεμάτα ορμή, ενθουσιασμό, λευκά πανό με κόκκινα γράμματα, κόκκινα πανό με άσπρα γράμματα, παντού κυριαρχεί το κόκκινο! Σαν το αίμα των παιδιών που πριν από ένα χρόνο πότισε τους δρόμους ..
"Ο λαός δεν ξεχνά, οργανώνεται νικά",  "Φονιάδες των λαών Αμερικάνοι", "ΕΣΑ, ΕΣ-ΕΣ, βασανιστές", "Εμπρός στον δρόμο που χάραξε ο Νοέμβρης" ...
Στα παιδικά του μάτια, όλα φαντάζουν παράξενα, ανεξήγητα... Κάτι άκουγε σε χαμηλόφωνες συζητήσεις στο σπίτι για τους δολοφόνους της χούντας, για τους ήρωες του Πολυτεχνείου, αλλά πολύ λίγα καταλάβαινε και κανείς δεν του εξηγούσε παραπάνω...
Ξαφνικά, όλο μαζί εκείνο το πλήθος, λες κι ήταν συνεννοημένο, αρχίζει να φωνάζει ένα αλλιώτικο σύνθημα, με μια φωνή, χτυπώντας ταυτόχρονα παλαμάκια στο ρυθμό :
"Δώστε τη χούντα στο λαό"!
Όλοι το φωνάζουν, όλοι! Και στο δρόμο και από τα πεζοδρόμια!
Ξάφνου ο μικρός νοιώθει το χέρι του να λύνεται από την παλάμη του πατέρα του.
Γυρίζει και τον κοιτάζει... χτυπά κι εκείνος παλαμάκια φωνάζοντας :
"Δώστε τη χούντα στο λαό". 
Πρώτη φορά το παιδί βλέπει τον συνήθως λιγομίλητο πατέρα του να είναι τόσο εκδηλωτικός!
Δεν χρειάζεται κανείς να εξηγήσει τίποτε άλλο στο μικρό Ευρυτανόπουλο.
Χωρίς να το καταλάβει, πιάνει τον ευατό του να χτυπά ρυθμικά τα χέρια του...
ΔΩΣΤΕ ΤΗ ΧΟΥΝΤΑ ΣΤΟ ΛΑΟ!!!

(47 χρόνια πριν...)

blog "Ευρυτάνας ιχνηλάτης"

Τετάρτη 10 Νοεμβρίου 2021

Η Βιβλιοθήκη και η Σχολή του Προυσού


Παρουσιάζουμε τμήμα παλαιάς εκτενούς εργασίας του αείμνηστου προοδευτικού Ευρυτάνα λόγιου Πάνου Βασιλείου (1898-1985) υπό τον γενικότερο τίτλο "ΤΟ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ ΠΡΟΥΣΟΥ (ένα θρυλικό Χριστανικό μνημείο της Ρούμελης)". 

Το κείμενο χρονολογείται 56 χρόνια πριν (1965) και προέρχεται από το ετήσιο περιοδικό "Ρουμελιώτικο Ημερολόγιο", το οποίο διηύθυνε ο επίσης Ευρυτάνας διανοούμενος Δημήτριος Σταμέλος.

Το εν λόγω τμήμα που ιχνηλατήσαμε και επιλέξαμε να σας παρουσιάσουμε μέσα από τις ηλεκτρονικές σελίδες του "Ευρυτάνα ιχνηλάτη" αφορά ειδικότερα τη Βιβλιοθήκη και τη Σχολή της Μονής Προυσού.

Διατηρήθηκε η ορθογραφία του πρωτοτύπου.

Ιδού:

------------------------------

------------------------------


Η ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΤΟΥ (ΠΡΟΥΣΟΥ)

Από το "Παρεκκλήσι" ανοίγοντας μια πορτούλα με το φως φαναριού, ανεβαίνουμε τα 30 σκαλοπάτια μιας στενής λίθινης σκαλίτσας και σε λίγο βρισκόμαστε πάνω απ' αυτό, σ' ένα στενόχωρο δωματιάκι-κρυψώνα, σφηνομένο στο βράχο. 

Εκεί μέσα παλιότερα υπήρχε πλούσιο έντυπο και χειρόγραφο υλικό από το οποίο, παρ' όλες τις κατά καιρούς δικαιολογημένες ή μη απώλειές του, απόμεινε αρκετό και λίαν ενδιαφέρον για τους σύγχρονους ερευνητές.

Στα 1940 εμέτρησα 500 περίπου τόμους βιβλίων και κωδίκων από τους οποίους στα 1951 απόμειναν τόμοι 288 εντύπων και 70 κωδίκων.

Ο χρόνος που αρχικά ιδρύθηκε η Βιβλιοθήκη δεν μας είναι γνωστός μιά και αρκετά από τα γενικώτερα βασικά χρονολογικά ενδιαφέροντα του μοναστηριού καλύπτονται από τον πέπλο της άγνοιας. Όμως είμαστε υποχρεωμένοι να παραδεχτούμε ότι η Βιβλιοθήκη τούτη πρέπει να πρωτοϊδρύθηκε τουλάχιστο από τότε που λειτούργησε στο μοναστήρι σχολείο ελληνικών γραμμάτων, που και αυτού η χρονολογική τοποθέτηση μάς είναι άγνωστος. Πάντως, έχοντας υπ' όψη μερικά στοιχεία, θα μπορούσε να πιθανολογήση κανείς, ότι η συγκρότηση της Βιβλιοθήκης ανάγεται γύρω στο πρώτο ήμισυ του 17ου αιώνα, οπότε θα πρέπει να λειτουργούσε και εις τον 42 κώδικα (σελ.4) του μοναστηριού αναφερόμενο ως "έκπαλαι εις το μοναστήριον τούτο λειτουργούν σχολείον των Ελληνικών Γραμμάτων της Ρούμελης"

Στα 1814 η Βιβλιοθήκη του μοναστηριού επλουτίσθη με 252 βιβλία κλπ, που πρόσφερε ο Κύριλλος Καστανοφύλλης "εις μνημόσυνο του  εαυτού γεννητόρων Δημητρίου και Στάμως και των αυταδέλφων του Γεωργίου, Ιωάννου, Αγόρως και Χάιδως" και που κατεγράφησαν στις σελ. 847-848 του υπ. αριθ. 42 κώδικα του μοναστηριού. 

Ύστερα από το 1814 ο πρώτος γνωστός αξιόλογος απογραφέας και οργανωτής της βιβλιοθήκης αυτής, που διετέλεσε και ηγούμενος του μοναστηριού ως το 1823, ήταν ο Καστανιώτης Κύριλλος Καστανοφύλλης. Σαυτόν οφείλεται και η αντιγραφή μερικών σιγιλλίων πατριαρχικών γραμμάτων για την περίπτωση απωλείας ή καταστροφής των πρωτοτύπων. 

Αξιοσημείωτο είναι το ότι έκτοτε δεν πάρθηκε καμμιά μέριμνα πλουτισμού της βιβλιοθήκης ή τουλάχιστον ασφαλούς διαφυλάξεως και προστασίας αυτών που υπήρχαν βιβλίων και λοιπών πολύτιμων αντικειμένων και, το σπουδαιότερο, της συγγραφής και δημοσιεύσεως νέου γενικού καταλόγου, εργασία που, αν γινόταν πρωτήτερα θα απέκλειε την ευχέρεια "απωλείας" πολύτιμων εντύπων και χειρογράφων. 

Δεύτερη πλημμελής καταγραφή μόνο 59 κωδίκων έγινε από τον καθηγητή του Γυμνασίου Αγρινίου Ι. Τέντε στα 1909. 

Τρίτη καταγραφή ή μάλλον απογραφή των υπαρχουσών στο μοναστήρι εν γένει περιουσιακών στοιχείων, εγινε στα 1951 από τους Γρηγ. Νταβαρίνον γυμνασιάρχη και Ανδρέα Τσαπέρα δημοδιδάσκαλο που είναι άξιοι κάθε επαίνου για την εργασία τους αυτή πολυ περισσότερο, γιατί εδημοσίευσαν σε ειδική μονογραφία τους εκτός πλείστων αφορώντων τα ιστορικά του μοναστηριού και Καταλόγους των υπαρχόντων βιβλίων, χειρογράφων, ιερών κειμηλίων και σκευών. Περί του έργου αυτού βλπ. κριτικό σημείωμά μου στο π. "Φθιώτις" Λαμία 1958 Νο 13 σελ.62-67.


Τα αποτελέσματα της τρίτης αυτής καταγραφής ήσαν τα εξής:

α) Έντυπα:

Θεολογικά      τόμοι   155     έργα   136

Φιλολογικά       >>       50       >>      34

Ιστορικά            >>      50        >>      34

Γεωγραφικά.     >>        7        >>        5

Νομικά.             >>      18        >>      15

Μαθηματικά.     >>        3        >>       3

Φυσικά.              >>       5        >>       4


Σ ύ ν ο λ ο ν        >>   288        >>    231


Τα ανωτέρω έντυπα εξεδόθησαν από το 1638 (Καινή Διαθήκη σε απλήν διάλεκτο δια του μακαρίτου κυρίου Μαξίμου του Καλλιπολίτου εν έτει 1638) ως το 1927 χωρίς έκτοτε να αγορασθή ούτε ένα βιβλίο ούτε θεολογικό. 

Σημειώνουμε χάρη των ερευνητών ότι τα έντυπα που αναφέρονται στην τελευταία (1951) καταγραφή τυπωθήκανε στις πόλεις: Βενετία (κατά το πλείστον), Λειψία, Βουκουρέστι, Παρίσι, Αμστελόδαμο, Μόσχα, Βραϊσκόπφ, Γιάσι, Βιέννη, Αλεξάνδρεια, Ιεροσόλυμα, Κωνσταντινούπολη, Αθήνα, Τρίπολη, Ζάκυνθο, Αλεξανδρούπολη, Σύρο και Αίγινα.

β) Χειρόγραφα: Ο Τέντες στα 1909 κατέγραψε, καθώς ειπώθηκε, 59 μόνο κώδικες. Στην καταγραφή του 1951 βρέθηκαν 72 κώδικες από τους οποίους θα πρέπει να αφαιρεθή ο υπ' αριθ. 41, γιατί αναφέρεται χωρίς να ευρεθή, επίσης ο υπ' αριθ. 72 ως άχρηστος λόγω φθοράς του και ένας ακόμη κώδικας με κυριλλική γραφή για την αξία του οποίου έγραψε ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Ι. Παπαδόπουλος. Κι' αυτός ο κώδικας παραδόξως χάθηκε. Δέουσα περιγραφή των ανωτέρω κωδίκων, δυστυχώς, δεν έγινε μέχρι σήμερα. Εν τούτοις και και μόνη η δημοσιευθείσα απογραφή των καθώς και των βιβλίων, των ιερών κειμηλίων και σκευών του μοναστηριού, εξασφαλίζει πλέον (από το 1957 και πέρα) την πολύτιμη αυτή κληρονομιά των περασμένων από "απώλεια" ή... καταστροφή των.

Η   Σ Χ Ο Λ Η  ΤΟΥ :

Ανεξάρτητα από όσα έφερε ως εμάς η παράδοση, και μόνο η ύπαρξη μιας τόσο πλούσιας βιβλιοθήκης δείχνει ότι το μοναστήρι αυτό κάποτε, σε χρόνια δεινής σκλαβιάς, λειτούργησε Σχολή, ασφαλώς για ανώτερη μόρφωση των ελληνόπουλων. Δεν είναι γνωστό ποιοί βιβλιόφιλοι πήραν τη μέριμνα για τη συγκέντρωση μιας τόσο πλούσιας (έστω και με το υλικό που απόμεινε) βιβλιοθήκης.

Όμως προεπαναστατικά στον Κύριλλο Καστανοφύλλη (1813 κι' έπειτα) αν δεν οφείλεται εξ ολοκλήρου η προσπάθεια για την επαναλειτουργία της Σχολής στο καινούργιο που χτίστηκε στους Αγίους Πάντες διώροφο οίκημα (1819), η οργάνωση και ο εμπλουτισμός της βιβλιοθήκης της εξ ολοκλήρου οφείλεται στο άξιο τούτο πνευματικό τέκνο της Καστανιάς.

Σκοτάδι σκεπάζει την όποια δράση Σχολείου στο μοναστήρι από τον 13-18 αιώνα. Ίσως θάταν κανείς κοντά στην αλήθεια αν υποστήριζε τη λειτουργία σχολείου ή μάλλον επαναλειτουργία, στα μισά του 18ου αιώνα χάρη στη δραστήρια επέμβαση του μεγαλύτερου των διαφωτιστών του υπόδουλου ελληνικού λαού, του θρυλικού Κοσμά του Αιτωλού (1714-1779). Και πρόσθεσα επαναλειτουργία, γιατί δεν μπορώ να φαντασθώ ανυπαρξία Σχολείου σε τόπο από κάθε άποψη κατάλληλο για ένα τέτοιας αξίας και σημασίας μορφωτικό σκοπό καθώς ηταν, η διδασκαλία των ελληνικών γραμμάτων στα χρόνια της τουρκοκρατίας.

Δυστυχώς δεν υπάρχει κανένα γνωστό στοιχείο που ν' αναφέρει όνομα δασκάλου ούτε για τα παλιά, ούτε για τα νεώτερα χρόνια, ούτε κατι σχετικό με τη δράση του σχολείου του μοναστηριού εκτός από μια φράση γραμμένη στον υπ' αριθ. 42 (σελ. 4) κώδικα του μοναστηριού συμφωνα με την οποία θα "έπρεπε να διατηρήση το έ κ π α λ α ι   ε ι ς  τ ο  μ ο ν α σ τ ή ρ ι ο ν   τ ο ύ τ ο  λ ε ι τ ο υ ρ γ ο ύ ν (αντί λειτουργήσαν) σχολείον ελληνικών γραμμάτων της Ρούμελης".


Εκείνο που γνωρίζουμε από στοιχεία αναμφισβήτητα είναι η επιτυχημένη προσπάθεια του προοδευτικού επισκόπου Λιτζάς και Αγράφων Δοσίθεου (1819) μαζί με τον Κύριλλο Καστανοφύλλη και άλλους του μοναστηριού τροφίμους και μερικούς κατοίκους του Προυσού (χωριού) για την διενέργεια εράνου με το προϊόν του οποίου χτίστηκε το ακόμη υπάρχον τριώροφο οίκημα της Σχολής κοντά στο κοιμητήρι του μοναστηριού στη θέση Άγιοι Πάντες, που δεν λύγισε καθόλου στου χρόνου τα σκληρά χτυπήματα.

Η Σχολή αυτή λειτούργησε, σύμφωνα με έγκυρα στοιχεία, ως το τέλος του 1825.

Σε συνέχεια αναφέρεται ότι σοβαρόν κληροδότημα με πλουσιώτατη βιβλιοθήκη αφήκε στο σχολείο πια του χωριού Προυσός ο Προυσιώτης καθηγητής των ελληνικών γραμμάτων στο Λονδίνο Αναστ. Αγαθείδης (1794-1882), με δωρεά του οποίου χτίστηκε και το ημιγυμνάσιο Προυσού που κατέρρευσε τελευταία για να ξαναχτιστή το 1961 με δαπάνη του Χριστόφορου Κατσάμπα, ο οποίος επλούτισε και τη γυμνασιακή βιβλιοθήκη.

ΥΓ (Ευρ. ιχν.) : Μπορείτε, επιπλέον, να δείτε και ένα πλήρες αφιέρωμα για το Μοναστήρι του Προυσού, από το blog μας, κλικάροντας  Ε Δ Ω

blog "Ευρυτάνας ιχνηλάτης"

Τετάρτη 3 Νοεμβρίου 2021

Ο τσοπάνης

 

φωτο Σπύρος Μελετζής : Η οικογένεια Σαλαγιάννη
(στ' Άγραφα)

Ο βασιλιάς του βουνού και του λόγγου. Ο άρχοντας της φύσης. Ο πιστός της ερωμένος που ξέρει ως και το τελευταίο της τσαλιμάκι.

Ζει κοντά στις δροσερές βρυσούλες και στις φωληές των αγριοπουλιών. Απ' το τραγίσιο καπί περνά κι η χιονούρα του κουτσοφλέβαρου και η μαγιάτικη δροσιά. Έχει ελατόκλαρα για στρώμα την πέτρα για προσκέφαλο και σκέπασμα την κάπα.

Ευτυχισμένος; Δυστυχισμένος; Να μια περίπτωση που δεν ορκίζεσαι πως μπορείς να δώσεις τη σωστή απάντηση.

Λεβέντης εροβόλαγεν
από ψηλή ραχούλα.

Ας πάμε λοιπόν για λιγο κοντά του στα ψηλά βουνά εκεί που περνάει τον καιρό του μακριά απ' τη μασκαρεμένη και ακατανόητη γι αυτόν εθιμοτυπία.

Ανοιχτόκαρδος. Με το γέλιο στο στόμα, με το αστείο και το κέφι. Τον ανταμώνεις στο διάσελο και σε σταυρώνεις ντε και καλά διψασμένος για κόσμο να του πεις δυό κουβέντες. Δε μπορείς να τ' αρνηθείς. Τον πόνο της ερημιάς κουβαλάει μαζί του! Ακουμπά την κοντόκαπα στην τούφα και ξαπλώνει, δα σε πολυθρόνα, βγάνει την καπνοσακούλα με τα ροκόφυλλα. Τυλίγει μια τσιγάρα. Τραβάει βαθειά τον καπνό μ' ευχαρίστηση και σε κοιτάει με τα λαμπερά του μάτια.

-Τι χαμπέρια κουμπάρε;

Τον κοιτάς από τον τσαμπά ως τα νύχια. Ολογέλαστος. Κι όμως, το δείχνουν τα τρύπια γουρνοτσάρουχα, ο παλιοτροβάς με το καλαμποκίσιο ψωμί, τη μπομπότα, - που καλά καλά δεν τη χορταίνει- το κλουτσοτύρι, η χιλιομπαλωμένη πατατούκα του. Δυστυχισμένος; Δε μπορώ να το υποστηρίξω. Ίσως, για έναν που βλέπει τη ζωή παραόξω απ' το μαντρί και δε βλέπει τη δυστυχία παρά στη στερφογαλιά, τα πράματα νάναι αλλιώς. Ποιος ξέρει!

Στον Παρνασσό, μολογάει ένας φίλος μου γεωπόνος, όταν ρωτήθηκε ένας γέρο τσομπάνος από κάτι διανοούμενους που γυρίζανε στο βουνό "είσαι ευχαριστημένος παππού" αυτός ξένοιαστος απάντησε: Τι μου λείπει, σάματις δεν έχω να φάω, για δεν έχω να πιώ, για δεν έχω να κοιμηθώ!

Αυτός ζει πάντως περισσότερα χρόνια από σένα αναγνώστη μου, αναπνέοντας τουλάχιστο καθαρό αέρα.... Παληό κόκκαλο λένε... Στέριο κόκκαλο...

Φυλάει ζα δικά του ή ξένα. Μολογάνε για τσοπαναρέους των μεγαλοτσελιγκάδων πως ειναι πάππου προσπάπ'...

Παιδεύεται όλη η φαμελιά τους μέρα-νύχτα. Άλλος στα γαλάρια. Άλλος για κλαρί και για κισσό. Άλλος τ' αποκομμένα. Τα μικρότερα παιδιά στο μπισίκι ή στην πρωτότυπη κούνια, ανάμεσα σε δυο δέντρα ή στ' ανάποδα γαϊδουροσάμαρο.

φωτο: Κώστας Μπαλάφας


Λένε πως τα χιλιοτραγουδισμένα βουνά, τα στολισμένα με έλατα και καταπράσινα χορτάρια, που τα ζωντανεύει η φλογέρα του τσοπάνη, τα κυπροκούδουνα των ζώων και τα γαυγίσματα των σκύλων είναι η μόνιμη πατρίδα των βλάχων. Μα τότε τι γίνεται η δεύτερη πατρίδα τους, τα  ξεχειμαδιά, που περνάνε το μισό χρόνο; Α! Αυτό δεν το γράφουν στα χαρτιά τους και δε θέλουν να το θυμηθούν. Όσοι απ' τους βλάχους παίρνουν το μεγάλο δρόμο για τη Λειβαδιά, τη Θεσσαλία και τ' άλλα καμποχώρια της Ρούμελης που είναι τα ξεχειμαδιά, σ' ένα πολυήμερο και βασανισμένο ταξίδι.ε τις βροχές και το κυνηγητό των αγροφυλάκων, με γέρους ογδοντάρηδες και γυναίκες φορτωμένες "σέια", καμιά φορά τη σαρμανίτσα με το παιδί, το κάνουν ξώκαρδα, από ανάγκη. Ταιριάζει το τραγούδι τους εδώ:

.......................

Σαν τι κακό απόχουμε εμείς οι μαύροι βλάχοι;
Το καλοκαίρι στο βουνό και το χειμώνα κάτω.
Κι' αν αρρωστήσει και κανείς, στο δρόμο τον αφήνουν.

Κι εκει που το χειμώνα στα χειμαδιά τους δερνει το δρολάπι, τους πνίγει η λασπούρα και ξεποδαριάζονται οι γυναίκες τους να πουλάνε χόρτα και ξύλα στην πόλη, αγναντεύουν απ' τον κάμπο τα ψηλά βουνά και λένε το τραγούδι:

................................

Λυώστε τα χιόνια γρήγορα να χορταριάσ' ο τόπος, να βγουν οι βλάχοι στα βουνά, να βγουν κι οι βλαχοπούλες..

φωτο: Σπύρος Μελετζής


Τ' άι Γιωργιού, όταν η γη ντυθεί στα καταπράσινα, αρχίζει η επιστροφή.
Η άνοιξη είναι και για τον τσοπάνη διπλή χαρά. Με το κελάιδημα των πουλιών βόσκουν στις πλαγιές τα πρόβατα το πλούσιο χορτάρι, βελάζουν και παίζουν χαρούμενα τ' αρνάκια κι αχολογάν οι ρεματιές απ' τη φλογέρα του. Λένε, πως παίζει τη φλογέρα ο τσοπάνης για να βόσκουν καλύτερα τα πράματα (τα ζωντανά).

Φιλόξενοι είναι οι βλάχοι, όσο δεν παίρνει. ο ξένιος Ζευς σ' έστειλε στο βουνήσιο τους κονάκι. Σαν τους επισκεφτείς εκεί, τρως άφθονο γάλα με ξύλινο χουλιάρι και μεγάλα κομμάτια χλωροτύρι κι αν είσαι της καρδιάς τους, σού σφάζουν και ψιμάδι. Δεν κάνει να μολογάς πως πέρασες απ' τη στάνη του δείνα και δε σε περιποιήθηκε. Έπειτα, σου λέγει ο βλάχος, βουνό το βουνό δε σμίγει, οι άνθρωποι σμίγουν. Στα βλάχικα κονάκια θα βρεις και θ' απολάψεις όλο το συγυριό του βλάχου. Θα φας και θα ξεμεσημεριάσεις και συ κάτω απ' το βαθύ ίσκιο του έλατου, έχοντας πλάι σου, κρεμασμένη στη φούρκα, την τσαντήλα με το τυρί και φύλακά σου άγρυπνο το σκύλο, ο οποίος όσο άγριος και θεριωμένος ήταν όταν σε πρωτοείδε, τόσο φίλο σε νοιώθει όταν φας στο κονάκι τ' αφεντικού του. Θα σε νανουρίζει το αργό κουδούνισμα του κοπαδιού που σταλίζει πιο πέρα στον παχύ τον έλατο κι αναχαράζει μέσα στο βράχο πούρχεται μυρωμένο κι ειδυλλιακό.

Το ειδύλλιο! Να κάτι που τραγούδησαν τόσοι και τόσοι. Η Γκόλφω κι ο Τάσος στέκουν σαν ιδανικές μορφές των νέων τσοπαναρέων πούναι γιομάτοι ζωή κι έρωτα. Το καϋμένο το τσοπανόπουλο:

Τόχει η αγάπη λαβωμένο
και βαρειά βαλαντωμένο...

Συνήθως ειναι κρυφά τα αισθήματα κι οι λαχτάρες τους. Σιγοκαίνε εκεί στις ισκιερές πλαγιές και στα χορταριασμένα γούπατα καθώς φυλάνε τα κοπάδια, αρχινάνε τ' αγνά ειδύλλια, τα τόσο ρωμαντικά:

Μπήκαν μωρέ μπήκαν τα γίδια στο μαντρί
τα πρόβατα στη στρούγκα
Χρυσούλα κι αδερφούλα - μικρή τσελιγκοπούλα.

Ύστερα κείνη η φλογερή με τους παθητικούς της καημούς και τα γκαρδιακά τ' αναστενάγματα. Περνά η ψυχή του τραγουδιστή μέσα από τις έξι τρύπες της.

Εχουν αναπτυγμένη την αλληλεγγύη. Συντραλήδες όπως λένε. Λες πως όλοι  τους είναι φαμελιά. Και την τελευταία χούφτα το καλαμποκάλευρο το μοιράζονται. Στα πανηγύρια, στις χαρές, στις λύπες, όλοι παντού. Κοντά στο χαρούμενο και κοντά στον πονεμένο.
Ζουν τα περισσότερα χρόνια, παλιά κόκαλα λένε. Στέρια κόκαλα.

***

Ζήλευα το μπάρμπα - Μάρκο, τον τσέλιγκα του χωριού μου που μ' όλα τα 89 του χρόνια, όταν ανεβαίναμε, απ' το χτισμένο στο πιο απομακρυσμένο σημείο του χωριού σπίτι του, το μεγάλο ανήφορο για την "παλιόστρουγκα", δεν ήθελε πουθενά να σταθεί και δεν αγκομαχούσε καθόλου κι ας κρατούσε στον ώμο του τον τρουβά με δυο κουλούρες ψωμί καλαμποκίσιο.

φωτο: Κώστας Μπαλάφας

Αυτά λέγονταν το 1938. Ο μπάρμπα Μάρκος πέθανε στα 1940. Για κακή μας μοίρα, η προφητεία του βγήκε σωστή.Μου μολόγαγε πως δω και 70 χρόνια που ήταν τσοπανόπουλο, ένας γιατρός στον Καρβασαρά τον είχε αποφασίσει, του βρήκε δυο-τρεις αρρώστειες και σύστησε στους δικούς του να τον πάνε στην Αθήνα. Μα αυτός δε δέχτηκε και τράβηξε για τα βουνά του. "Μι τ' βουήθεια τ' Θιού κι τα κρύα νερά, μου έλεγε, πέρασα τα χρουνάκια μ' μια χαρά. Τώρα κλαίου ισάς τα παιδιά μ'. Προυχτές κοίταγα τμ'μπλάτ' απ' τ' αρνί κι είδα αίματα, πουλλά αίματα, τρανή φουρτούνα νάρχιτι. Να βαλ' ο Θιός του χέρ' τ' κι να σας λ'π'θεί".

***
Καμιά φορά γκρεμίζεται ο βλάχος στις σάρες ή πέφτει από κάνα ελάτι καθώς βγάνει τον ξο. Θα πεθάνει εκεί κοντά στο κοπάδι, όπως έζησε. Θα τον ξεπροβοδίσουν, με τα τραγούδια των πουλιών και τα μοιρολογήματα του γκιώνη.

Πέθαν' ο βλάχος πέθανε
μέσα στο γιδομάντρι
τα πρόβατα ρημάξανε
και τα βουνά στενάξανε
κ' εγώ γ' η δόλια γ' η ορφανή
πως θα περάσω μοναχή...

Τον κλαίει με μαύρα δάκρυα η γυναίκα. Γιατί όχι; Τόση γνή αγάπη, μια ζωή καιρό. Οι χαρές και οι λύπες τους ήταν κοινές.

Ένας κόσμος γνος σαν τ' αγριοτριαντάφυλλα και τ' αμάραντα που βγαίνουν στ' απάτητα λαγούμια.
Γι αυτό κι ο πόθος του ποιητή δυνατός:

Ήθελα νάμουν τσέλιγκας,
νάμουν ένας σκουτέρης...

Πόθος που κορυφώνεται στη δραματική επίκληση:

Πάρτε μ' απάνου στα βουνά,
τι θα με φάει ο κάμπος.

(Ήταν ένα ηθογραφικό πορτρέτο από τον αείμνηστο Ευρυτάνα συγγραφέα Δημοσθένη Γ. Γούλα (1916-1990). Εμπεριέχεται στο σπάνιο βιβλίο του "Οι χωριανοί μου" -εκδ. Στέφανος Δ. Βασιλόπουλος, Αθήνα 1978 -ανατύπωση της πρώτης έκδοσης του 1953- που κοσμεί την προσωπική μας βιβλιοθήκη).

Υ.Γ. Η επιλογή των συνοδευτικών εικόνων έγινε από τον "Ευρυτάνα ιχνηλάτη".

Τετάρτη 27 Οκτωβρίου 2021

Η Φανέλλα του Στρατιώτη


Ένα διαλεχτό αφιέρωμα από την Κρικελλιώτισσα "Ακευσώ" 

για τους αναγνώστες του blog "Ευρυτάνας ιχνηλάτης"


-Άστην στην κασέλα! Εκεί που αναπαύεται τόσα χρόνια, θηλυκιασμένη με προσευχές, ραντισμένη με δάκρυα, τραγουδισμένη με προσδοκίες.

Στοίχειωσε η κάμαρη με τη φωνή της θειας- Ρίνας της δασκαλοπλέχτρας.

Απίθωσα τη φανέλλα στη θέση της κι αποξεχάστηκα να τη θωρώ και να ιχνηλατώ στις στράτες της ζωής της γερόντισσας.

Δεκαεφτά χρονώ νιοβλάσταρο την παντρεύτηκε ο Γιωργής τραγουδώντας:

«Ρίνα και Κατερίνα μη βαλαντώνεσαι,

την Κυριακή σε παίρνω και λευτερώνεσαι…»

Δεν πρόκαναν να μαραθούν οι λεμονανθοί στα στέφανα κι ο πόλεμος τής άρπαξε τον λεβέντη της και τον ξόριασε στα βουνά της Πίνδου να μάχεται τον φασισμό και τον βαρύ χειμώνα. Να βολοδέρνει με τα μάτια κόκκινα απ’ την αγρύπνια, τα πόδια πρησμένα και πληγιασμένα, την καρδιά μπαρουτοκαπνισμένη απ’ το θανατικό, το μολύβι να ζωγραφίζει λίγα κολλυβογράμματα στο στρατσόχαρτο :

«Χριστούγενα 1940

Αγαπιμένη μου

Γλύτοσα και σήμερα. Έπεξα κριφτούλι με το χάρο και τον ξεγέλασα. Οι ψείρες τσαρμακολιμένες στο κορμί μου δε μ’ αφίνουν να λιγαδιάσω. Κρυόνω. Έφχομε να στε καλά.

Σας φιλώ

Γιωργής

Να προσευχόσαστε για μας που πολεμάμε τους φασίστες….»

Η Ρίνα ανασκουμπώθηκε. Καθάριζε τον πίνο απ’ το προβατόμαλλο, το λανάριζε, το ‘γνεθε,  το ‘πλεκε τσουράπια, φανέλλες, γάντια….Τα ‘δινε  στον πρόεδρο του χωριού για να τα στείλει στο « Ίδρυμα για τη Φανέλλα του Στρατιώτου». 

Τα χέρια της νιόνυφης παίρνανε φωτιά, ως εκείνη τη μαύρη Τετάρτη του Φλεβάρη του 1941. Είχε ετοιμάσει δυό σακιά με μάλλινα πλεχτά, κάστανα, κοκόσιες, κράνα, τσίπουρο από ντόπιο βρωμοστάφυλο που τόσο άρεσε στον άντρα της, ζαλιγκώθηκε και την ελπίδα και κίνησε για την πλατεία.

Είδε το φτερούγισμα το σκοτεινό στα μάτια του παπα-Δυσσέα, σαν της έδωσε το γράμμα:

«Σας συλλυπούμεθα. Ο Γ.Π.Χ. έπεσεν υπέρ της Πατρίδος, μαχόμενος στο όρος Τόμορο. Η μεταφορά της σορού μη εφικτή…»

Μαύρισε ο τόπος.

Τα συλλοϊκά της ξεστράτισαν, αλαλιασμένες Μαινάδες, σύρθηκαν στο λασπωμένο δρόμο, ύψωσαν μοιρολόϊ στον ουρανό να ‘βρει ανάπαυση η ψυχή του Γιωργή, να μη διαβεί άκλαυτη στον Άδη.

Από τότε η Ρίνα έγινε ένα με τις βελόνες.

Πρωτοστατούσε στους Εράνους. Στον Εμφύλιο χάριζε τα πλεχτά της και στους φαντάρους του Κυβερνητικού Στρατού και στους αντάρτες του Δημοκρατικού Στρατού. Παλιότερα, στον Άρη Βελουχιώτη έδωκε ό,τι είχε, σαν τον συνάντησε αρχές του Ιούνη του 1942, στο καλύβι του Δασκάλου της, του Βασίλη Παπανικολάου, στο Τσουγκρί.

Κι όταν ζήτησαν τις εισφορές σε χρήμα, πρόσφερε όλη την πενιχρή σύνταξή της λέγοντας  «σε καλή μεριά». Ποτέ δεν την άκουσε κάποιος να βαρυγκωμάει ή ν’ αμφισβητεί τον σκοπό του Εράνου. Ακούγονταν πολλά τότε και αρνιόταν να τα πιστέψει. Συμμετείχε στις Επιτροπές, γιατί όλοι την σέβονταν και την εμπιστεύονταν. 

Το 1950 οι Κρικελλιώτες έστειλαν 456.000 δραχμές για «τη Φανέλλα του Στρατιώτου», κι ο Νομάρχης τους τίμησε στο Καρπενήσι με αναμνηστικό μετάλλιο. Το 1952 κατέθεσαν 115.000 δραχμές. Τον Απρίλιο του 1953 η κυβέρνηση του Αλέξανδρου Παπάγου ευχαρίστησε όλους τους Ευρυτάνες, γιατί μάζεψαν 30 εκατομμύρια δραχμές για τους φαντάρους. Τον Δεκέμβριο του 1955 στο έγγραφο της Νομαρχίας οι Κρικελλιώτες συμμετείχαν στον Πανελλήνιο Έρανο με 275 δραχμές. Το 1957 απέστειλαν οι κυβερνώντες κάλεσμα με βαρύγδουπες εκφράσεις, εις άκραν καθαρεύουσαν, τις οποίες οι κάτοικοι ουδόλως εγνώριζαν, αλλά οι λέξεις «χειμώνας», «στρατιώτης με το όπλον παρά πόδα εις τα σύνορα», «το Ίδρυμα -η Φανέλλα του Στρατιώτου- υπό την επίτιμον Προεδρίαν της Α.Μ. Βασιλίσσης Φρειδερίκης»,  ήσαν αρκετές  για να δώσουν απ’ το υστέρημά τους, ακόμα κι αν τα παιδιά τους περπάταγαν ξυπόλητα!!

Μέχρι το 1970, που σταμάτησε η λειτουργία του Ιδρύματος, μπροστάρισσα  σ’ όλα η Ρίνα. Κράτησε για να θυμάται μια φανέλλα του αγαπημένου της, μισοτελειωμένη, τα λιγοστά γράμματα απ’ το Μέτωπο και κάποια έγγραφα που αποδεικνύουν την αλληλεγγύη των φτωχών ανθρώπων στις δύσκολες στιγμές. 

Το όνομα του Γιωργή της χαράχτηκε στο Ηρώο. Ακουγόταν το όνομά του κάθε 28η Οκτωβρίου. Σιγά-σιγά ξεχάστηκαν οι Μαχητές της Λευτεριάς. Πνίγηκαν οι ιστορίες τους στης Λήθης τ’ απονέρια, παραχαράχτηκαν τα γεγονότα, δηλητηριάστηκαν οι ψυχές με τον σπόρο του διχασμού, του εύκολου πλουτισμού, του χαφιεδισμού. 

Οι θηρευτές της εξουσίας καταθέτουν ένα στεφάνι σε κάθε επέτειο, ακκίζονται με τον φωτογραφικό φακό, και αναχωρούν με ρουσφετοψευτοχειραψίες, χαϊδεύοντας τη συνείδησή τους πως έπραξαν εις το ακέραιον το καθήκον τους. 

Τα νιάτα της Ρίνας, τα περπατημένα στις σάρες και στις κορφές της Οξυάς και της Σαράνταινας, τα πλεγμένα με της Ανάγκης τ’ αδράχτι, τ’ αργασμένα στα πετράλωνα της Προσφοράς, κλειδαμπαρώθηκαν στο νυφιάτικο μπαούλο της.

Στα γεράματά της, μισότυφλη, έπλεκε  και χάριζε:  

-Κεράκι φυτιλοπλεγμένο στη Μνήμη των Παλληκαριών μας, που φτερούγισαν πάρωρα για τους λειμώνες με τ’ ασφοδέλια.

Τις Κυριακές, ανηφόριζε πότε για τον Κόσμο της Σιωπής ν’ ανάψει όλα τα καντήλια, πότε για την Κουφόβρυση να πλέξει κουβεντολόϊ με τον πρώτο νεκρό της Αντίστασης κατά του Ναζισμού, τον Δάσκαλο Δημήτρη Σαξώνη απ’ τα Μάρμαρα Φθιώτιδας. 

Αυτόν τον Αντάρτη που πήρε τα βουνά αψηφώντας τον θάνατο. Τον θυμότανε, λίγο πριν σκοτωθεί, κουρνιασμένο σ’  έναν έλατο,  στην Αρέντα.

-Κρυώνεις; Να σου φέρω καμιά φανέλλα; 

Κι εκείνος της αντιγύρισε φιλώντας της τα χέρια:

-Άχ! Ρίνα. Ξέχασες; Πέντε φανέλλες μου ‘πλεξες για να κλείσω τον χιονιά όξω απ’ τα στήθια μου.

Κορυφαία τραγωδός ενός αιωνίου δράματος, στον ρόλο της Μάνας, της Συντρόφου, της Θυγατέρας, της Αδερφής, που δεν νεκροφίλησαν τους Λεβέντες τους, που δεν έμαθαν ποτέ πού κείτονται. 

Και σαν στέρευε εκείνος ο κόμπος στο λαιμό, έπλεκε τ’ ανάθεμα σ’  αυτούς που σχεδίαζαν τους πολέμους, εξόπλιζαν τους λαούς, τους φανάτιζαν, τους έδιναν και κάποια λάβαρα «υπέρ βωμών και εστιών» και τους έριχναν στα κρεματόρια της φρίκης, του ξολοθρεμού, της προσφυγιάς.

Ποτέ της δεν κατάλαβε, γιατί το Κράτος προκειμένου να τιμήσει τους Αγωνιστές στη Μάχη της Κουφόβρυσης έστησε κάτι άχαρες τσιμεντοκολώνες, μια ακαλαίσθητη πλαστικοποιημένη πινακίδα…. 

Έκλεισε η θεια-Ρίνα τα πορτοπαράθυρα  της θύμησης, μου φόρεσε μια ομορφοπλεγμένη απ’ τα γεροντοκομποθιασμένα της χέρια ζακέτα και με ξεπροβόδισε γεμίζοντας το διάβα μου μ’ ευχές:

-Ποτέ πια φασισμός, κόρη μου! Ο καθένας στο δικό του σπιτικό κι ο Θεός σε όλα.

----------------------

Λέξεις ντοπιολαλιάς

Λιγαδιάζω: κοιμάμαι ελαφρά, ηρεμώ

Τσαρμακολιέμαι: αρπάζομαι κι ανεβαίνω 

Πίνος : η λίγδα του μαλλιού στα πρόβατα

Λαναρίζω: κατεργάζομαι το μαλλί με το λανάρι

Τσουράπια: χοντρές μάλλινες κάλτσες

Κοκόσιες:  τα καρύδια

Ζαλιγκώνομαι: κουβαλώ στην πλάτη 


Ήταν ένα ξεχωριστό άρθρο της "Ακευσούς" από το Κρίκελλο

(για το "blog "Ευρυτάνας ιχνηλάτης" )