Σάββατο 29 Αυγούστου 2015

Στον απόηχο των… εκλογών (και ο νοών νοείτω) !



ΞΕΣΠΑΣΜΑ

«Πικρά το λένε τα πουλιά, πικρά το κελαηδούνε
κι οι τάφοι μες στις καταχνιές ρουφάν χολή τ’ απόηχο.
Τα παλικάρια μας βουβά, σκυφτά, ταπεινωμένα,
μονάχα μέσα στα βουνά κι απ’ όλους προδομένα
τ’ αγαπημένα τους φιλούν τα όπλα και δακρύζουν.
Σε μάχη δε νικήθηκαν. Στη φρίκη του πολέμου
κι αν πόνεσαν δεν τρόμαξαν και βάσταξαν ταμπούρι
και νίκησαν και λάμψανε με την Αθανασία.
Και τώρα αυτά τ’ ατρόμητα, τα θεία παλικάρια
ενώ φοράνε τ’ άρματα κι ενώ η ψυχή τους βράζει,
τους λέν να τα πετάξουνε, τους λέν να σκλαβωθούνε.
Σαν πουλημένα πρόβατα τ’ αφήσαν οι μεγάλοι
οι άνανδροι και φύγανε. Σχοινί, φωτιά, ντουφέκι
να τους περάσει στο λαιμό και στης καρδιάς τα φύλλα.
Κι όσοι πουλάνε τους λαούς με προδοσιά και δόλο
φίδια οι κατάρες να γεννούν, χαράμι όσα λάβουν.
Πικρά το λένε τα πουλιά, πικρά το κελαηδούνε
κι οι τάφοι μες στις καταχνιές ρουφάν χολή τ’ απόηχο.
Φωτίζει ο ήλιος σκλάβα γη κι η άνοιξη π’ ανθίζει
τους σκλάβους λες κι αναγελάει μ’ όσα φορεί στολίδια.
Κατάρα ίσως ή ευχή τη συμφορά μας δίνει;
Μήπως τα όσα εγκλήματα, καιρός να πληρωθούνε;
Μήπως το θέλημα θεού ξανά ν’ αδελφωθούμε
να μας ποτίσει ένας καϋμός, να λείψουν οι προδότες,
πιο λεύτεροι να γίνουμε; Ποιός ξέρει; Ποιός αλήθεια;
Άνοιξη που σε σκλάβα γη γελάς μυριανθισμένη
δέσε καρπούς για λεύτερους, ποτέ, ποτέ για σκλάβους!» 


(Το δυσεύρετο ποίημα που επιλέξαμε  υπό τον τίτλο “Ξέσπασμα”, ανήκει στον αλησμόνητο νεαρό Ευρυτάνα ποιητή Δώρη Άνθη -κατά κόσμο Νίκο Ζωγραφόπουλο-  που υπήρξε πρωταντάρτης του Άρη και Ελασίτης καπετάνιος και ο οποίος,  για να υπερασπιστεί τα παιδιά του λόχου του, έπεσε από αγγλικό τανκ στα Δεκεμβριανά, απάνω στον ανθό της νιότης του… μόλις στα 24 του χρόνια!).

ΥΓ. Για τον Δώρη Άνθη δείτε,επίσης, και...  1  2  3  4  5


Τετάρτη 26 Αυγούστου 2015

Γεια σου γεροπλάτανε!


"Του κάκου σε βαραίνουν τα χινόπωρα!
Γεράματα δεν έχεις, γεροπλάτανε.
Την άνοιξη είσαι νιός και πάλι πράσινος.

Μια μέρα να ξαπόσταινα στον ίσκιο σου,
στην βρύσην, όπου πίνεις, να ξεδίψαγα
και να ‘βλεπα το τ’ είδες τον παλιό καιρό!

Για πές μου για τα χιόνια πως τα βάσταξες,
τα καλοκαίρια, πές μου, πως τραγούδησες,
πως έβλεπες τους κλέφτες, τους αρματολούς.

Για το μικρό, για πές μου, το κλεφτόπουλο,
που στο λιθάρι πρώτο και στο πήδημα
τα βόλια λαχταρούσε , τις λαβωματιές…"

(Του Ευρυτάνα λογοτέχνη Ζαχαρία Παπαντωνίου)


ΥΓ. Η φωτογραφία με τον υπεραιωνόβιο πλάτανο της Βράχας είναι του "Ευρυτάνα ιχνηλάτη"

Τετάρτη 5 Αυγούστου 2015

Περί πέστροφας!



Από τη συλλογή της προσωπικής μας βιβλιοθήκης επιλέξαμε το εξαιρετικό βιβλίο του σπουδαίου Ευρυτάνα λογοτέχνη Στέφανου Γρανίτσα (1880-1915) με τίτλο «Τα άγρια και τα ήμερα του βουνού και του λόγγου» (Βιβλιοπωλείον της Εστίας) για να σας παρουσιάσουμε ένα καταπληκτικό –και συνάμα διδακτικό- κείμενο!


Απολαύστε το…


Η  ΠΕΣΤΡΟΦΑ

Η Πέστροφα είναι το ευμορφότερο και αφθονώτερο ψάρι των Ευρυτανικών ποταμιών. Το όνομά το χρεωστεί εις το κυριώτερον χάρισμα που έχει. Είναι το μόνο ψάρι που ανηφορίζει τα ποτάμια (επιστρέ­φει, πέστρο­­φα).

Το πράγμα δεν είναι ολίγον παράξενον. Τα Ευρυτανικά ποτάμια, ιδίως τα των Αγράφων, δεν έχουν μόνον τας αποτομωτέρας κλίσεις, αλλά και συχνούς καταρράκτας μεγάλου ύψους. Πώς λοιπόν αναβαίνει η Πέστροφα; Ιδού η τέχνη της: Άμα φθάση εις τον πούντον (το κάτω μέρος του καταρράκτου), δαγκώνει την ουράν της, κουλουριάζεται και εκσφεν­δονίζεται προς τα επάνω, διατρυπώσα ως βέλος την σούδαν των νερών.

Το ψάρευμα της Πέστροφας είναι το προσφιλέστε­ρον Ευρυτανικό κυνήγι. Ο Ασπροπόταμος και τα παραπόταμά του είναι γεμάτα από το ψάρι αυτό, το νοστιμώτερον, όχι μόνον των ψαριών των γλυκών νερών, αλλά και των θαλασσινών. Το κυνήγι της είναι πολύτροπον. Ιδίως την κυνηγούν με δυναμίτιδα και ξυλοφωτιές. Ανάβουν την νύκτα ένα δέμα ξηρές βέρ­γες και με αυτές στο χέρι κατεβαίνουν εις τις όχθες των ποταμών. Οι πέστροφες ζαλίζονται εις το πολύ φως και χοροπηδούν. Τότε βουτούν οι κυνηγοί με τα χαντζάρια στα χέρια και τις σκοτώνουν. Είναι πούν­τοι, από τους οποίους ημπορούν ν’ αποσύρουν δέκα και είκοσι οκάδες πέστροφες.

Αλλά υπάρχει και άλλος τρόπος ψαρέματος της Πέστροφας, καταστρεπτικώτερος και της δυναμίτιδος ακόμη, δυστυχώς δε δυσκολοκαταδίωκτος, ώστε να μη ημπορώ να συστήσω κανέν μέτρον ως αποτελεσματικόν εις τον κ. Μιχαλακόπουλον. Είναι το σπλόισμα. Έστι δε το σπλόισμα πέταγμα εις τα ποτάμια αποστάγματος χλωρών καρυδοφλοιών ή χυμού γαλατσίδας (ενός κιτρίνου δηλητηριώδους λουλουδιού), το οποίον ιδιαιτέρως ονομάζεται και σπλόιμος. Και είναι τόσον δηλητηριώδη και τα δύο αυτά, ώστε αμέσως μετά το ρίψιμον να γεμίζη η επιφάνεια των ποτα­μιών από νεκρές Πέστροφες. Το σπλόισμα είναι εις μεγάλην χρήσιν εις όλα τα Αγραφιοτοχώρια και ασφαλώς εις αυτό οφείλεται η ελάττωσις της Πέστρο­φας κατά τα τελευταία έτη. Μέγα μέρος της πεστροφοκαταστροφής οφείλεται και εις την υλοτομίαν, η οποία τα «σουδιάζει», όπως λέγουν οι χωρικοί, προς την θάλασσαν. Η ξυλεία, η οποία ρίπτεται εις τα ποτάμια διά να μεταφερθή εις το Αιτωλικόν, παρά το οποίον εκβάλλει ο Ασπροπόταμος, τις προγκά κατά κοπάδια προς τας εκβολάς του ποταμού, όπου την θανατώνουν τα αλμυρά νερά.

Μεγάλην επίσης καταστροφήν κάνει εις την Πέστροφαν η πλημμύρα, η οποία εσχάτως εις τα βορεινά μέρη της Ευρυτανίας έγινεν ενδημική, ένεκα της μεγάλης υλοτομίας. Την σκοτώνει, την πνίγει, την θάβει υπό την άμμον και τον χαλικιάν. Όση γλυτώνει σύρεται από την θολούραν εις τας όχθας διά να βοσκήση και εκεί, όπως είναι ζαλισμένη, την αναμένει ο δια χαντζάρας θάνατος. Διότι, επαναλαμβάνω, ότι το κυνήγι της Πέστροφας είναι μία τελεία επιστήμη εδώ.

Προχθές εκυνηγούσαμε Πέστροφες εις ένα παραπόταμον του Αχελώου. Ένας τζοπάνος, ο οποίος μας εβοηθούσε μας επληροφόρησεν ότι στη σπηλιά της γεφύρας είναι μία που περνά τις τρεις οκάδες. Επήγαμεν εκεί, όπου ο ειδικός πεστροφοκυνηγός, αφού εξηρεύνησε το έδαφος, εισήλθε διευθυνθείς προς το μέ­ρος, εις το οποίον εκρύβετο η Πέστροφα. Μετ’ ολίγας ερεύνας την ευρήκε και την ερρίζωσεν εις την σχισμάδα ενός βράχου.

Απλώνει προς τα εκεί, αλλ’ εκείνη επλατάγιζε τα νερά και εσκεπάζετο, ώστε να χάνη την ακριβή θέσιν της ο κυνηγός, ο οποίος προσεπάθει να βουτήξη τα δάκτυλά του εις τ’ αυτιά της, το μόνον μέρος από το οποίον ειμπορή να την κρατήση, διότι το άλλο σώμα της γλυστρά ωσάν χέλι. Επί τέλους εις μίαν βουτιάν των χεριών του κατώρθωσε να βυθίση τα δάκτυλά του εις τ’ αυτιά της και την ανέσυρεν επάνω σπαρταρίζουσαν, τραντάζουσαν τον νικητήν της, ώστε να νομίζωμεν ότι θα τον αναποδογυρίση. Αλλ’ εκείνος, κινδυνεύων να πέση, την εξεσφενδόνισε προς τον γιαλόν, όπου εσηκοβροντιόνταν επί ώραν, ταράσσουσα τον χαλικιάν ως αλογοποδοβολητό.

Ή αγριάνθρωποι είναι οι πεστροφοκυνηγοί, ή τους έχει κυριεύσει τόσον το πάθος - το οποίον άλλως τε απαντάται εις σχετικόν βαθμόν εις όλους τους κυνη­γούς - ώστε να μη διστάζουν προ καμμιάς αγριότητος!

Η ατυχής Πέστροφα, διά να διεκπεραιώση τους έ­ρωτάς της, αποσύρεται κατά τον Μάρτιον από την ορμητικήν κοίτην των ποταμών εις τα ρηχά και στά­σιμα παρακλάδια, πρώτον, διότι εκεί δεν κινδυνεύουν να παρασυρθούν και πνιγούν τα ωάριά της και δεύτε­ρον, διότι είναι ζεστασιά, ευνοϊκή, διά τα γόνημά της. Οι πεστροφοκυνηγοί λοιπόν δεν της χαρίζουν την ησυχίαν, ούτε εις την ηδονικήν αυτήν ώραν της ζωής της.

Επέρχονται με τα χαντζάρια και τις σκοτώνουν κατά ζεύγη, επάνω εις τις ερωτικές συνεντεύξεις των, αι οποίαι είναι και πολύωροι δυστυχώς.

Φαίνεται ότι έχουν το ατύχημα να είναι πολύ ρωμαντικαί, ίσως λόγω των πολλών ευμορφιών των Ευρυτανικών ακροποταμιών.


ΥΓ. Η συνοδευτική φωτογραφία είναι του...  blog "Ευρυτάνας ιχνηλάτης"

Σάββατο 1 Αυγούστου 2015

Οι πρώτοι δάσκαλοι της Ελεύθερης Ελλάδας!



Το blog "Ευρυτάνας ιχνηλάτης" παρουσιάζει ένα ιδιαίτερα συγκινητικό κείμενο-ντοκουμέντο το οποίο αναφέρεται στην τελετή ορκομωσίας των πρώτων απόφοιτων δασκάλων της ΠΕΕΑ (Πολιτική Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης) που πραγματοποιήθηκε στο ορεινό χωριό Τροβάτο της Ευρυτανίας όπου εκεί, στην εκκλησία του Αγίου Δημητρίου, είχε μεταφερθεί το Παιδαγωγικό Φροντιστήριο Καρπενησίου της Αντίστασης, μετά την εισβολή και το κάψιμο της ευρυτανικής πρωτεύουσας από τους ναζί τον Αύγουστο του 1944 (βλ. εδώ)
Το κείμενο εμπεριέχεται στο ιστορικό αναγνωστικό «ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΕΛΛΑΔΑ της Ε’ και ΣΤ’ τάξης του Μ. Παπαμαύρου, με τη συνεργασία και άλλων εκπαιδευτικών», έκδοση της ΠΕΕΑ του 1944, επανέκδοση “Σύγχρονη εποχή”.

Παραθέτουμε το εν λόγω κείμενο:



“ ΕΝΑΣ ΟΡΚΟΣ

Απ’ έξω από την εκκλησία του Άι-Δημήτρη στο χωριό Τροβάτο της Ευρυτανίας, είναι μαζεμένοι οι σπουδαστές του Παιδαγωγικού Φροντιστηρίου του Καρπενησιού.
Στο χωριό αυτό τελείωσαν τα μαθήματά τους και τώρα διορίστηκαν όλοι δάσκαλοι στην Ελεύθερη Ελλάδα.

Σήμερα θα δώσουν τον όρκο στην ΠΕΕΑ.
Μπροστά σε ένα τραπέζι στέκονται ο παπάς του χωριού ο Παπαγιώργης, ο πρόεδρος της Αυτοδιοίκησης, ο διευθυντής και οι καθηγητές του Φροντιστηρίου.
Ολονών η καρδιά είναι σφιγμένη. Μερικά μάτια είναι βουρκωμένα.
Οι τελευταίες περιπέτειες της εχθρικής επίθεσης, οι κόποι και τα βάσανα της πορείας, από το Καρπενήσι ως εδώ, είχαν ενώσει τις ψυχές τους. Καθηγητές και σπουδαστές είχαν όλοι την ίδια τύχη και ζούσαν όλοι σαν φίλοι, σαν αδερφοί.
Ο Παπαγιώργης έβαλε «ευλογητός». Ευλόγησε όλους, που εργάζονται στον Αγώνα είτε με το ντουφέκι είτε με την πένα.
Ο διευθυντής του Φροντιστηρίου διέταξε: «Προσοχή!». Όλοι στάθηκαν ακίνητοι.
Ο παπάς διαβάζει μία-μία τις λέξεις του όρκου και οι σπουδαστές τις επαναλαμβάνουν με υψωμένο το δεξιό τους χέρι.

«Ορκίζομαι ότι θα εκτελέσω πιστά τα καθήκοντά μου σαν υπάλληλος της Πολιτικής Επιτροπής Εθνικής Απελευθέρωσης, έχοντας σαν γνώμονα το συμφέρο της Πατρίδας μου και του Ελληνικού λαού. Ότι θα αγωνιστώ με αυτοθυσία για την απελευθέρωση της χώρας μου από τον ζυγό των κατακτητών. Ότι θα υπερασπίζω παντού και πάντοτε τις λαϊκές ελευθερίες και θα είμαι παραστάτης και οδηγός του λαού στον αγώνα για τη λευτεριά του και τα κυριαρχικά του δικαιώματα».

Μερικοί χωρικοί, που από το δρόμο παρακολουθούσαν την τελετή, στάθηκαν κι αυτοί, όσο βαστούσε ο όρκος, αμίλητοι κι ακίνητοι στις θέσεις τους. Κοντά τους στέκονταν σε θέση προσοχής και οι Ιταλοί αιχμάλωτοι, που ζούσαν στο χωριό.

Η αναμνηστική πλάκα στην εκκλησία του Άι-Δημήτρη στο Τροβάτο

Όταν τελείωσε ο όρκος, ο διευθυντής του Φροντιστηρίου άρχισε να διαβάζει ένα μήνυμα από τον πρόεδρο της ΠΕΕΑ, που αποχαιρετούσε τους σπουδαστές και τους ευχόταν καλή επιτυχία στο μεγάλο έργο του δασκάλου, που άρχιζαν από τη μέρα εκείνη.
Τους έλεγε μαζί πως δεν πρέπει ποτέ να ξεχνούν πως είναι κι αυτοί παιδιά του λαού. Πως γι’ αυτό πρέπει πάντα να στέκουν κοντά στο λαό.
Πως έχουν χρέος όχι μόνο να μάθουν γράμματα στα παιδιά, μα και να διδάξουν και να οδηγήσουν και τους μεγάλους.
Ακόμα τους έλεγε πως πρέπει να είναι περήφανοι, γιατί είναι δάσκαλοι. Γιατί και οι δάσκαλοι είναι από κείνους που εργάζονται για την πρόοδο του λαού.
Στα τελευταία τους έλεγε:
«Πηγαίνετε στο καλό! Και μην ξεχνάτε πως είστε οι πρώτοι δάσκαλοι της Ελεύθερης Ελλάδας. Είμαι βέβαιος πως θα φανείτε άξιοι της εμπιστοσύνης μας».
Όταν ο διευθυντής τελείωσε το διάβασμα οι περισσότεροι από τους σπουδαστές έκλαιγαν.
Έκλαιγαν από συγκίνηση, μα έκλαιγαν και από χαρά.

Μία άποψη του Τροβάτου Αγράφων

Ύστερα άρχισε να τους μιλεί ο διευθυντής του Φροντιστηρίου.
-Συναγωνιστές  και συναγωνίστριες! Είπε. Το έργο μας τελείωσε. Πρέπει να χωριστούμε!
Από σήμερα είστε δάσκαλοι των παιδιών του Ελληνικού λαού. Δουλέψτε με ενθουσιασμό, για να πλάσετε χαρακτήρες, ευγενική ψυχή, γερή καρδιά στα παιδιά.
Φανείτε αντάξιοι του ηρωικού λαού μας. Γίνετε οδηγοί του.
Κάμετε το λαό μας μεγάλο στην ψυχή, εργατικό και χαρούμενο!
Εργαστείτε κι εσείς να γίνει η Ελλάδα μας ελεύθερη, χαρούμενη κι ευτυχισμένη!
«Πηγαίνετε!» είπε στο τέλος, «και να μη μας ξεχνάτε! Εμείς, με το νου μας, θα είμαστε πάντα κοντά 
σας».

Όταν τελείωσε ο διευθυντής, ένας σπουδαστής βγήκε μπροστά και από μέρος και των άλλων σπουδαστών ευχαρίστησε το διευθυντή και τους καθηγητές για τους κόπους τους.
Τους έδωσε την υπόσχεση και τη διαβεβαίωση πως θα εργαστούν και μέσα στο σχολείο τους για τα παιδιά και τον λαολυτρωτικό Αγώνα για τα δικαιώματα του λαού μας για την επιτυχία των λαοκρατικών μας ιδανικών…

Κατόπι ένας-ένας περνούσε από το τραπέζι, έπαιρνε το διορισμό του, χαιρετούσε και πήγαινε και στεκόταν μαζί με τους άλλους.
Τραγούδησαν τον ύμνο της ΠΕΕΑ και τον Εθνικό Ύμνο και η τελετή τελείωσε.

Την άλλη μέρα, πριν καλά καλά ξημερώσει, οι σπουδαστές και οι σπουδάστριες, δάσκαλοι πια, έφευγαν για τα χωριά τους.

Και μόνο αυτοί που έγραψαν το βιβλίο σας τούτο έμειναν εκεί ακόμα λίγες μέρες, για να το τελειώσουν.”