Πέμπτη 28 Απριλίου 2022

Πάντα στην υποδοχή η αγάπη...

 


Πέντε- έξι σπιτάκια αφημένα στη μοναξιά του χρόνου. Και το ένα ακόμη πιο μοναχικό! Μοναδικός διακριτικός επισκέπτης το θρόισμα του αέρα που ριγά τη χλόη και χαϊδολογά στοργικά λίγα χρωματιστά αγριολούλουδα. Ο συνοικισμός λαβωμένος από το φευγιό των ανθρώπων. Ήταν, βλέπεις, η ανάγκη που μετατράπηκε σε ανθρωποδιώκτη. Ας όψονται οι αίτιοι...

Πέρασε τόσος καιρός...

Η απουσία θέριεψε την αγριάδα. Η προσμονή αφομοιώθηκε από την διάψευση και η επανένταξη στην μικρή προσωπική Ιθάκη φαντάζει πλέον αδύνατη.

Μόνον οι αναμνήσεις διαπερνούν σαν αόρατες σκιές το χωροχρόνο πασχίζοντας να συμφιλιώσουν το επώδυνο παρόν με το αλλοτινό τρυφερό παρελθόν.

Πόση χαρμολύπη εδώ!

Πάντα όμως στην υποδοχή θα στέκει η αγάπη. Αυτή θα ανοίγει χαμογελαστή τη θύρα της μνήμης μαζί με τις πνευματικές -πλέον- μορφές εκείνων που κάποτε κοσμούσαν τη ζωή.

Ένα αηδονάκι τιτιβίζει χαρούμενο.

Λες;


(αφιερωμένο στα "παιδιά της ξενιτιάς" που ίσως και φέτος να μην κατάφεραν να γυρίσουν στο γενέθλιο τόπο...)



Κυριακή 17 Απριλίου 2022

Δημήτρης Σαξώνης : ο Πρώτος Μάρτυρας του Ε.Λ.Α.Σ σε ανοιχτή μάχη, στο Κρίκελλο Ευρυτανίας.

Δημήτρης Σαξώνης (1899-1942)

Μια πολύτιμη Ιστορική Έρευνα 

από την Αθανασία Παν. Κατσικερού - Φλώρου

για τον πρώτο νεκρό αντάρτη του Ε.Λ.Α.Σ σε ανοιχτή μάχη!

Πρωτοδημοσιεύεται, σήμερα, στο blog "Ευρυτάνας ιχνηλάτης"


«Βγήκαν αντάρτες στα βουνά,

τα ρουμελιώτικα παιδιά.

Έχουν ψυχή, έχουν καρδιά,

πεθαίνουν για τη λευτεριά….» 

(Αντάρτικο τραγούδι)

Οι Ελασίτες με μάτια «κόκκινα απ’ την αγρύπνια» ακολουθούν τον Άρη Βελουχιώτη, τον Πρωτολάτη της Αντίστασης, στα μετερίζια του Αγώνα κατά των Ιταλών, των Γερμανών και των ντόπιων συνεργατών τους.

Στην πρώτη τους πολεμική αναμέτρηση με τους Κατακτητές, στις 9/9/1942, στη Ρεκά της Γκιώνας, διατρανώνουν το δικό τους «ΟΧΙ» στον Φασισμό. Σηματοδοτούν το πέρασμά τους από την ιδεολογική προετοιμασία στην ένοπλη αντιπαράθεση. «Με το πείσμα δαγκωμένο στα δόντια τους σαν άγουρο γκόρτσι» γράφουν Ιστορία, σ’ ολόκληρη την υποδουλωμένη Ευρώπη, που μουδιασμένη ψάχνει να βρει την περπατησιά της.

Αρχάγγελοι της Λευτεριάς με «μια βαθειά χαρακιά σφηνωμένη ανάμεσα στα φρύδια τους σαν ένα κυπαρίσσι ανάμεσα σε δυο βουνά το λιόγερμα», οργώνουν τα βουνά. Μπουρλοτιέρηδες των ψυχών σαλπίζουν την Άνοιξη των Λαών, με σύνθημα: «Έλληνες ακολουθήστε των ανταρτών τη φωνή».

Στις 28 του Οκτώβρη, φτάνουν στο αγαπημένο χωριό του Άρη, στο Κρίκελλο Ευρυτανίας. Απιθώνουν τους καημούς και τα ονείρατά τους στα ελατόκλαρα της Κουφόβρυσης. Είχαν πληροφορηθεί πως 500 Ιταλοί, επιφορτισμένοι να συναντήσουν, να καταδιώξουν και να εξοντώσουν τους αντάρτες που είχαν χτυπήσει το ιταλικό τμήμα στη Ρεκά, έφυγαν απ’ το χωριό για το Καρπενήσι, αφήνοντας πίσω τους 30 περίπου στρατιώτες, γιατί αρρώστησε ένα μουλάρι τους, με την εντολή αν δε γίνει καλά, να το σκοτώσουν και να τους ακολουθήσουν.

Από την τρίτομη εγκυκλοπαίδεια "1940-1945 Ιστορία της Αντίστασης"

Ανάμεσά τους, ένας καλοκάμωτος, καλοΐσκιωτος άντρας, ορμηνεύει τα παλληκάρια της 3ης ομάδας. Είναι ο καπετάνιος τους, ο Δάσκαλος Δημήτρης Σαξώνης, «ο Δασκαλάκης», όπως τον ξαναβάφτισαν στην κολυμπήθρα της ανυπόταχτης Ρωμιοσύνης οι συνοδοιπόροι του.

Ξημερώνει! Ένας ήλιος χλωμούτσικος παλεύει να ξανοίξει τη μαυρίλα της νύχτας, να γλυκάνει τις ρυτίδες της έγνοιας στα μέτωπα. Αχνοδιαγράφονται τα Βαρδούσια. Μια βροχή κλαψιάρικη μουσκεύει τον τόπο, τα κορμιά. Ένας αγέρας αψύς περονιάζει τα κόκκαλα.

Σφίγγει ο Δάσκαλος πάνω του μια ιταλική χλαίνη, λάφυρο απ’ τη μάχη στη Ρεκά. Τα μάτια του, δυό λίμνες ανταριασμένες, ταξιδεύουν κατά τη Φθιώτιδα. Ο νους του δρασκελάει λογγιές και ρουμάνια, ανεμοφτερουγάει πάνω απ’ τη Σέλλιανη (τα Μάρμαρα), απαγκιάζει στο πετροπελεκημένο αρχοντικό της μάνας του, της Βασιλικής Ανδρεοπούλου.

Αντάρτης του Ε.Λ.Α.Σ στην Ευρυτανία - φωτο: Σπ. Μελετζής

Την είδε ο Νίκος, ο Σαξωνονικολός για τους συγχωριανούς, τη θαύμασε για την εργατικότητά της, για την καλοσύνη της και την παντρεύτηκε. Μέχρι που πέθανε στα 1928, διαφέντευε τη γη. Πρωτοπόρος στη σκέψη, συμβούλευε τα παιδιά του να σπουδάσουν. Ο Γιώργης κι ο Δημήτρης πορεύτηκαν στους δρόμους της Γνώσης κι έγιναν δάσκαλοι. Η Κωσταντούλα, χεροδύναμη και παινεμένη νοικοκυρά στάθηκε στο πλευρό των γονιών, αλετροζυμώνοντας τα νιάτα της στα χωράφια, μέχρι να τελειώσουν τις σπουδές τ’ αδέρφια της. Ο «Βενιαμίν» της οικογένειας, ο Γιάννης, 15 χρονών, κατέβηκε στην Αθήνα ν’ ακολουθήσει το δικό του άστρο, το προικισμένο με πολλή τρυφερότητα για τον συνάνθρωπο, το απαλλαγμένο απ’ τα συντηρητικά στερεότυπα του καθωσπρεπισμού της εποχής.

Στήνουν χορό πυρρίχιο οι θύμησες στις κάμαρες του πατρικού του. Ανασταίνονται κουβέντες της μάνας του, της «Σισμάνως», όπως την φώναζαν οι πονηρολαλούσες γειτόνισσες, γιατί ήταν μονοθυγατέρα του «Σισμάνη», παρωνύμι του πατέρα της, επειδή ήταν μεγαλοκτηματίας της περιοχής. Τραβοπαλέματα με τ’ αδέρφια του, γλέντια τρικούβερτα με ψυχές αγκουσεμένες για φως και δικαιοσύνη. Θρήνοι και αγωνίες για φίλους και συγγενείς που χάθηκαν πολεμώντας στους Βαλκανικούς Πολέμους, που δεν γύρισαν ποτέ απ’ τη Μικρά Ασία.

Ένα κλάμα βουβό, μακρόσυρτο μοιρολόι, ξεχύνεται απ’ τα φυλλοκάρδια του Δημήτρη και σμίγει με το παράπονο του γκιώνη. Ασπάζεται το φυλαχτό, που του ’δωκε η μάνα του λίγο πριν ξεψυχήσει, στα 1939. Τα τελευταία της λόγια αγκιστρώθηκαν στην ώρα που τον γένναγε, στα 1899.

-Καλότυχος! Της είπε η μαμή.

Μα η λεχώνα ανεμάρπασε στο βλέμμα του το φως της θυσίας και ταράχτηκε. Ένοιωσε πως τούτο το παιδί δεν θα καθόταν ήσυχο «να γένει νοικοκύρης». Δεν θα περπάταγε τις μέρες του «κάτω από ξένα βήματα». Τον έβλεπε να μεγαλώνει μ’ ένα βιβλίο στο χέρι κι ένα κρυφομιλητό με τα σύννεφα και τα πετούμενα τ’ ουρανού. Τον καμάρωνε δικαιοκρίτη στα μικρονιτερέσια των συμμαθητών του, ξομπλιαστή ιστοριών για ήρωες που πέτρωσαν τις ζωές τους στο χοροστάσι της προσφοράς.

Στη Λαμία, για τρία χρόνια μαθήτευσε στο Σχολαρχείο «το Ελληνικόν Σχολείον», το παλαιότερο σχολείο της Μέσης Εκπαίδευσης μεταξύ του τετραταξίου Δημοτικού και του Γυμνασίου.

Γράφτηκε στο Γυμνάσιο κι εκεί γνωρίστηκε με τον Θανάση Κλάρα, που έδειχνε τη μεγάλη προτίμηση, την πραγματική αγάπη του κι εκτίμηση σ’ όλα τα φτωχόπαιδα. Δεν ήταν μόνο η καλοσύνη του και ο αλτρουισμός του που τον φέρανε δίπλα τους να τα βοηθήσει. Ήταν μια «ασύνειδη ώθηση» να είναι δίπλα στους φίλους του που τους έβλεπε να μην είναι καλοντυμένοι και χορτάτοι. Μοιραζόταν μαζί τους ό,τι του ’διναν οι εύποροι γονείς του, από χρήματα μέχρι ρούχα και φαγητό. Γίνανε φίλοι και μαζί αλωνίζανε τις γειτονιές, συνταιριάζανε τις ανησυχίες τους και υπερασπίζονταν τους αδικημένους. Ο ατίθασος και αντισυμβατικός Θανάσης του ’μαθε να ’ναι ταυτόχρονα ιδεολόγος και ρεαλιστής και του θύμιζε συχνά: « Δεν έχει πίσω, ούτε μετά! Μπροστά μόνο!» Χώρισαν, όταν ο Κλάρας έφυγε για τη Λάρισα να σπουδάσει στην Αβερώφειο Γεωργική Σχολή, στα 1919.

Ο Σαξώνης, μετά το Γυμνάσιο, δούλεψε υπάλληλος σ’ ένα μαγαζί στο Λιανοκλάδι. Δεν άντεξε, όμως, την καταπίεση, την εκμετάλλευση και τη βαρβαρότητα του αφεντικού. Τα παράτησε και γύρισε στη Λαμία να συνεχίσει τις σπουδές του. Έδωσε εξετάσεις και πέρασε στο Διδασκαλείο που δημιουργήθηκε το 1914, όταν Υπουργός Παιδείας ήταν ο Λαμιώτης Ιωάννης Τσιριμώκος. Διευθυντές στα τρία χρόνια είχε τον Χαρ. Παπανικολαΐδη (φιλόλογο) και τον διαπρεπή Ιω. Σκουτερόπουλο.

Οργανώθηκε στην Ο.Κ.Ν.Ε. (Ομοσπονδία Κομμουνιστικών Νεολαιών Ελλάδας).

Έζησε σε χρόνια ανταριασμένα. Μεγάλωσε μέσα στον φόβο του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, της Μικρασιατικής Καταστροφής, που αποδείχτηκε «ο τάφος του Ελλαδίτη στρατιώτη και το ξεκλήρισμα και ξεπάστρεμμα του Μικρασιατικού Ελληνισμού». Τα σύννεφα της ντροπής, του πόνου, έφερναν καινούργιους στρατιωτικοπολιτικοκοινωνικούς σχηματισμούς. Η υψηλή μπουρζουαζία αδυνατούσε ν’ αντιμετωπίσει σωστά τα προβλήματα του κόσμου, να φροντίσει τους απόμαχους της εγκατάλειψης, ενώ οι εκπρόσωποι των Μεγάλων Δυνάμεων φάσκιωναν τις ορέξεις τους σε σχέδια επί χαρτών και σε υπογραφές Συνθηκών γραμμένων με το αίμα των λαών.

Ορκίστηκε να τιμήσει το λειτούργημα του Δασκάλου. Στις αποσκευές του μυαλού του οι νουθεσίες του πρωτοπόρου Παιδαγωγού, Μιχάλη Παπαμαύρου, Διευθυντή στο Διδασκαλείο Λαμίας, (1928-1933) :

«Όταν λέμε δάσκαλο, δεν εννοούμε κείνον που ξέρει πολλά παιδαγωγικά γράμματα, ούτε κείνον που διδάσκει καλά. Καλός παιδαγωγικός δάσκαλος είναι κείνος που κοντά σ’ αυτά έχει και την ικανότητα να ενώνεται ψυχικά με τα παιδιά…».

ΕΑΜίτης δάσκαλος με τους μαθητές του

Ασπάστηκε τις επαναστατικές ιδέες, τις προωθημένες θέσεις, τις τολμηρές καινοτομίες, την προσήλωση στον δημοτικισμό και στις προτροπές του Δημήτρη Γληνού, που δεν ήθελε «το σχολείο-φυλακή, το σχολείο-υπνωτήριο, το σχολείο- οδοστρωτήρα και Προκρούστη των ψυχών, το σχολείο που δίδει χαρτιά και τίποτε άλλο, το σχολείο που παραγκωνίζει τη γνώση των πραγμάτων και την άσκηση των παιδικών δεξιοτήτων».

Διορισμένος στη Θεσσαλονίκη πρωτοστάτησε για μια καλύτερη Παιδεία. Ηγήθηκε σε πορείες κατά των αυταρχικών κυβερνήσεων και των «μαγκουροφόρων τραμπούκων». Συμμετείχε ενεργά σε απεργίες που απαιτούσαν ηρωισμό, αφού είχαν κριθεί ως παράνομες. 

Ήδη, είχε ψηφιστεί ο Ν.4229 (27-1-1926), το περίφημο Ιδιώνυμο, περί «υποχρεωτικής διδασκαλίας ειδικών μαθημάτων σ’ όλα τα σχολεία για την καταπολέμησιν του κομμουνισμού». Από τον Μάρτη του 1931, ίσχυε το αντιϋπαλληλικό νομοσχέδιο, όπου τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου που θα αποφάσιζαν κάθοδο σε απεργία τιμωρούνταν με φυλάκιση ενός έτους και εξοντωτικό πρόστιμο 20-30 χιλιάδων δραχμών (αποδοχές άνω των πέντε ετών). 

Η 14η Γενική Συνέλευση της ΔΟΕ, στην οποία ο Σαξώνης συμμετείχε σαν αντιπρόσωπος, ψήφισε παμψηφεί τις θέσεις που πρότεινε η «Αριστερή Παράταξη Δασκάλων». Το κύμα τρομοκρατίας ήταν πρωτοφανές εναντίον χιλιάδων αντιφρονούντων που κατέβαιναν στους δρόμους και συγκρούονταν με τα μπουλούκια των χαφιέδων και των δυνάμεων καταστολής.

Ήταν στέλεχος του ΚΚΕ, Γενικός Γραμματέας της Ομοσπονδίας Δημοσίων Υπαλλήλων Μακεδονίας-Θράκης, Αντιπρόσωπος της Γενικής Συνελεύσεως της Διδασκαλικής Ομοσπονδίας. Για τη συνδικαλιστική του δράση είχε απολυθεί ένα διάστημα.

Από το 1935 ως το 1940 υπηρέτησε στα Βάγια Θηβών.

Δημοτικό Σχολείο Βαγίων 1937-1938. Αριστερά 3η σειρά καθήμενος 
3ος ο Δημήτρης Σαξώνης και μπροστά του και λίγο δεξιά ο γιος του
και πιο μπροστά στη 2η σειρά και από αριστερά 5ος ο Γρηγόρης Παπαγρηγορίου.
Μπροστά του ακριβώς ο Σταμέλος Σπύρος.
Αριστερά του Σαξώνη η δασκάλα Μουτσοπούλου Λένα
και δίπλα της στην άκρη η κόρη του Σαξώνη Βασιλική.
στην άκρη  

Βουνό οι δυσκολίες.

Η φασιστική, υπερφίαλη εξουσία του Ιωάννη Μεταξά, περιφρονούσε εργασιακά, κοινωνικά και μισθολογικά τους δασκάλους. Σ’ επίσημη στατιστική του σχολικού έτους 1938-39: «74.392 μαθητές διέκοψαν. Το 60% του συνόλου των δημοτικών σχολείων ήταν μονοτάξια. Πάνω από 100.000 παιδιά σχολικής ηλικίας δημοτικού δεν φοιτούσαν. 3.000 χωριά και οικισμοί δεν είχαν σχολείο». Οι μισοί μαθητές σταματούσαν στην Δ’ τάξη, και δεν συνέχιζαν στο Οκτατάξιο Γυμνάσιο, γιατί οι γονείς ήσαν φτωχοί κι αδυνατούσαν να πληρώνουν τα βιβλία, τις εισφορές και τα εκπαιδευτικά τέλη.

Συγγενής του Σαξώνη, στις 16-10-1939, του έστειλε γράμμα, όπου διεκτραγωδούσε την οικονομική του κατάσταση:

«Αδελφέ Μήτρο, χαίρε.-

Δεν ειμπορώ φυσικά να μη σου γράψω παν ότι μου συμβαίνει, με θλίβει και με στενοχωρεί. Στο περασμένο χρόνο μου αρρώστισαν τα παιδιά και τα δύο. Με είχον γδύσει οι γιατροί και τα φαρμακεία και ένεκεν αι δύο τελευταίαι εγγραφαί του κοριτσιού είχον μείνει απλήρωται. 925 δραχμαί εις την καινούργια εγγραφήν μου ήτο εμπόδιον να πάρω ενδεικτικόν καθότι τα χρήματα δεν τα είχα να τα καταθέσω εγκαίρως….»

Έβλεπε πόσο κινδύνευαν οι μαθητές του από τις διαταγές του δικτάτορα Μεταξά που τους υποχρέωνε να εντάσσονται στην Εθνική Οργάνωση Νέων (ΕΟΝ), αφού αυτό ήταν το πολιτικό τους διαβατήριο για τη μόρφωση. Τους ανάγκαζε να γράφουν «λυσσόδηκτες» εκθέσεις, να παρευρίσκονται και να χειροκροτούν για το κάψιμο των «ερυθρών» βιβλίων, να χαιρετούν φασιστικά, αυτόν που αναλαμβάνοντας Υπουργός Παιδείας στα 1938 δήλωσε:

«Κύριοι, είμαι αποφασισμένος εάν παρουσιαστή οιαδήποτε αντίδρασις να την θραύσω κατά τρόπον αμείλικτον. Θα σας παρακαλέσω επομένως επί του ζητήματος αυτού να μην μου παρουσιασθή ποτέ από κανέναν εκπαιδευτικόν αντίδρασις, όχι φανερά βέβαια που δεν θα το κάμνη, αλλά ούτε υπόκωφος…».

Να πλέκουν ύμνους και να δοξάζουν τον Μεγάλο Αρχηγό: «Στον Τομέα χθες είχαμε μάθημα Εθνικής Αγωγής. Ο Τομεάρχης που τον αγαπούμε όλοι οι Σκαπανείς, γιατί είναι βέβαια αυστηρός στις ώρες της υπηρεσίας και των ασκήσεων, μα στις διδασκαλίες είναι τόσο ευχάριστος, που τον ακούμε όλοι με χαρά, μας μίλησε για τον Αρχηγό. Τι ωραία που τα είπε! Μας είπε για την καλωσύνη του, για την απλότητά του, για την αγάπη του προς όλους εμάς, για το ενδιαφέρον του σε ότι αφορά την υγεία μας, την πρόοδό μας και στο σχολείο…».

Προπαγανδιστικός ύμνος στο δικτάτορα Μεταξά

Η Εκπαίδευση είχε μετατραπεί σ’ έναν ταξικό, αυταρχικό, ακραία εθνικιστικό και φιλοφασιστικό ιδεολογικό μηχανισμό του κράτους.

Μέσα σ’ αυτόν τον στείρο Καιάδα του σκοταδισμού προσπαθούσε να προστατέψει τις αθώες ψυχές, να τις μυήσει στα δίκια του λαού, να τις μάθει πώς να γίνουν καλύτερες, για να μεταμορφώσουν τον κόσμο. Πάλευε να κρατηθεί ζωντανή η «Βασιλική Δρυς» των εκπαιδευτικών, να μείνει «σιδερόκορμη και ουρανόφταστη, στην καρδιά της γης ριζοδεμένη». Αρνιόταν να γίνει «δουλοπάροικος στα πολιτικά λιβάδια της εξουσίας».

Όταν ξέσπασε φωτιά στο Ειρηνοδικείο του χωριού, τον χειμώνα του 1940 και κάηκαν όλα τα έγγραφα, οι «νομιμοφρονούντες» βρήκαν την ευκαιρία να τον κατηγορήσουν, να τον συλλάβουν στο σπίτι του, μπροστά στα μάτια των μικρών παιδιών του, και να τον φυλακίσουν στην αρχή στα κρατητήρια της αστυνομίας Βαγίων και στη συνέχεια στις φυλακές Θηβών και στις φυλακές Αβέρωφ. 

Η δικτατορία του Μεταξά τον παρέδωσε σιδηροδέσμιο στους ομοϊδεάτες τους Ιταλούς φασίστες, τον Γενάρη του 1941. Μετά λίγο καιρό δραπέτευσε και εντάχτηκε στις πρώτες ελασίτικες ομάδες του Άρη Βελουχιώτη.

Ο Σαξώνης ήταν γνωστός για τις μαρξιστικές του ιδέες. Έκανε πολλή παρέα με τον κομμουνιστή Σαράκη Σταύρο, προϊστάμενο των ΤΤΤ (Ταχυδρομείων Τηλεγραφείων, Τηλεφωνείων), με τον Φάκα Παναγιώτη και τον Ανδρέου Αθανάσιο, αγρότες κομμουνιστές. Φίλος του ήταν και ο Βουδούρης Χρήστος του Γρηγορίου που είχε σπουδάσει μαθηματικός, παίρνοντας πτυχίο μετά από πολλές δυσκολίες, αφού τον καταδίωκαν συνεχώς ως μέλος του ΚΚΕ. Τα πιστεύω του και οι παρέες του καθιστούσαν τον δάσκαλο επικίνδυνο εχθρό για την καθεστηκυία τάξη. Έπρεπε να τον βγάλουν από τη μέση. Ακουγόταν τότε για πολύ καιρό στην περιοχή, πως αίτιοι της πυρκαγιάς ήταν κάποιοι υπόδικοι που ήθελαν να εξαφανίσουν τις υποθέσεις τους απ’ τ’ αρχεία. Υπόνοιες που ενισχύθηκαν μετά τον άγριο ξυλοδαρμό του γραμματέα του Ειρηνοδικείου. Ποτέ οι Βαγιώτες δεν έμαθαν από επίσημα χείλη ποιος έβαλε τη φωτιά.

Στον καθημερινό του αγώνα είχε πολύτιμη σύντροφο, τη γυναίκα του, Μαρία Ντινοπούλου, από τις Μεξιάτες Λαμίας. Μια κοπέλα από ευκατάστατη οικογένεια, σπάνιας ομορφιάς, προικισμένη με χάρες πολλές. Ήταν οικονόμα και φιλότιμη. Γοήτευε τους πάντες η κομψότητά της και η αγάπη της για το ωραίο. Όταν ο Σαξώνης βρέθηκε καλεσμένος στο χωριό της, με το που την αντίκρισε ένοιωσε πως αυτή θα ήταν η γυναίκα της ζωής του. Έφεραν στο φως του ήλιου δυό παιδιά, τη Βασιλική και τον Νίκο. Κι όλοι τούς μακάριζαν, σαν τους έβλεπαν να είναι μια ευτυχισμένη οικογένεια. 

Αρχές του Φθινοπώρου του 1942, άκουσε πως ο Θανάσης Κλάρας, παλιός του φίλος και συμμαθητής, βρισκόταν στην Πέρα Χωμίριανη (Ανατολή) Φθιώτιδας. Πήρε αμέσως, τη μεγάλη απόφαση. Φώλιασε στο δισάκι του, αυτό που για χρόνια δίδασκε στους μαθητές του: «Καλύτερα μιας ώρας ελεύθερη ζωή, παρά σαράντα χρόνια σκλαβιά και φυλακή», και παρουσιάστηκε στην ανταρτοομάδα.

Ο Άρης έδωσε εντολή να γίνει συγκέντρωση των κατοίκων στην εκκλησία για να τους μιλήσει και για να δώσουν όρκο βαρύ οι νέοι αντάρτες:

-«Εγώ παιδί του ελληνικού λαού, ορκίζομαι ν’ αγωνιστώ πιστά στις τάξεις του ΕΛΑΣ, χύνοντας και την τελευταία ρανίδα του αίματός μου, σαν γνήσιος πατριώτης για το διώξιμο του εχθρού απ’ τον τόπο μας, για τις ελευθερίες του λαού μας. Κι ακόμη να είμαι πιστός και άγρυπνος φρουρός προστασίας στην περιουσία και το βιός του αγρότη. Δέχομαι προκαταβολικά την ποινή του θανάτου αν ατιμάσω την ιδιότητα του πολεμιστή, του Έθνους και του Λαού. Και υπόσχομαι να δοξάσω και να τιμήσω το όπλο που κρατώ και να μην το παραδώσω, αν δεν ξεσκλαβωθεί η πατρίδα μου και δε γίνει ο Λαός νοικοκύρης στον τόπο του.»

Άρης Βελουχιώτης

Πιστός σύντροφος του Βελουχιώτη, που του ανέθετε τις πιο εμπιστευτικές αποστολές. Σε μια απ’ αυτές, στις 2 του Οκτώβρη, στις 4 τα ξημερώματα, τον έστειλε να επιδώσει στον Σταθμάρχη της χωροφυλακής Κρικέλλου το γραπτό μήνυμα:

«Πρέπει να πάψετε να συνεργάζεστε με τους Ιταλούς και να προσχωρήσετε σε μας, που πολεμάμε ενάντια στους καταχτητές. Απαραίτητο για την προσχώρηση αυτή θέτουμε την παράδοση των όπλων σας, τα οποία θεωρούμε ιταλικά και κατά συνέπεια εχθρικά για μας. Πάσα καθυστέρησις, θα εκληφθεί ως άρνηση, οπότε θα βρεθούμε στην ανάγκη να χρησιμοποιήσουμε βία. Επίσης σας γνωρίζουμε ότι ο σταθμός είναι κυκλωμένος από όλες τις μεριές και κάθε απόπειρα αποδράσεώς σας θα σας στοιχίσει πολύ ακριβά.»

Ο Καπετάν-Δασκαλάκης περίμενε ώρα πολλή, μέχρι να του δώσουν την απάντηση πως δεν επρόκειτο ν’ αντισταθεί κανείς τους στον Πρωτοκαπετάνιο του, που αφόπλισε τους χωροφύλακες χωρίς να χυθεί αίμα.

Εκείνο τον καιρό ο ΕΛΑΣ είχε την ευθύνη της τήρησης της τάξης στον χώρο, απ’ όπου εκτοπίζονταν ο καταχτητής και τα όργανά του. Είχε να εκπληρώσει και διοικητικά και καθοδηγητικά καθήκοντα. Να προπαγανδίζει τους σκοπούς και τα προγράμματα του ΕΑΜ. Όλα αυτά απαιτούσαν στελέχη ικανά. Ο Άρης ζητούσε στρατιωτικά και πολιτικά στελέχη συνεχώς από την Κεντρική Επιτροπή στην Αθήνα. Παράλληλα, όμως, άρχισε να κάνει κι αυτός επιλογή ανάμεσα στους ανθρώπους που είχε μαζί του. Έτσι, στη Βράχα, έβαλε τον Σαξώνη να διαφωτίσει τους κατοίκους για τον ξεσηκωμό και να τους πείσει πως οι ίδιοι κρατάνε την τύχη στα χέρια τους, πως το μέλλον είναι δική τους υπόθεση, κι έχουν χρέος τη λαϊκή κυριαρχία να την κάνουν ζωή και πράξη.

Μαζί με τους άλλους αντάρτες πρόσφεραν στους τυραγνισμένους χωρικούς ασφάλεια, ακολουθώντας την παραίνεση του αρχηγού τους: « Πρέπει όλοι ν’ αρκεστούμε ότι θα ’μαστε άγρυπνοι φρουροί των αγαθών του λαού μας και σκληροί τιμωροί αυτών που θα τολμούσαν να τ’ αγγίξουν». Τους έπειθαν να κρύβουν το βιός τους και ν’ αρνούνται να το δίνουν στους καταχτητές και στους «αετονύχηδες πλιατσικολόγους», για τους οποίους ο Χίτλερ είχε πει: «Σε κάθε τόπο θα βρεθούν κάμποσα φιλόδοξα και ιδιοτελή καθάρματα που θα εξυπηρετήσουν πρόθυμα τους σκοπούς μου, γιατί αυτό θα είναι ο μόνος τρόπος για ν’ αναδειχτούν και να πλουτίσουν στη χώρα τους».

- «Ούτε ένα σπυρί σιτάρι, ούτε δράμι λάδι, σταφίδα και καπνό στους ληστοσυμμορίτες του Γκαίριγκ-Μουσολίνι!», φώναζαν οι Αγωνιστές της Λευτεριάς.

Οι Ευρυτάνες γοητεύονταν από τον λόγο του Άρη: «ο ΕΛΑΣ θα εξαλείψει την κλοπή. Θα κάνουμε κι εκείνους που είχαν τη συνήθεια να κλέβουν, να κρέμεται το μέλι απ’ τα μουστάκια τους και να μην τολμούν να βγάλουν τη γλώσσα τους να το γλύψουν». Ιδιαίτερα οι ξωμάχοι των βουνών στάθηκαν οι μόνιμοι τροφοδότες των ανταρτών, στα σπίτια και τις χαμοκέλες τους, λέγοντας μεταξύ τους: «το ΕΑΜ μας έσωσε από την πείνα, θα μας σώσει κι απ’ τη σκλαβιά!».

Παντού μπροστάρης! Να φυλάει τ’ άπαρτα βουνά, να βιγλίζει πέρα δώθε, μην κάνουν τον ανήφορο «του κάμπου οι πουλημένοι».

Λιθογραφία εποχής - ΕΑΜ
του Κώστα Γραμματόπουλου

- Πού χάθηκες, μωρέ;

- Στα όπλα! Στα όπλα!

Ο Καπετάν-Δασκαλάκης ριζωμένος στον έλατο, πετάγεται αλαφιασμένος. Μπροστά του στέκει ο Αγησίλαος (ο Αντώνης Τσιαπούρης απ’ το Καρπενήσι). Κρατά απ’ τα γκέμια ένα περήφανο μαύρο άτι, πεσκέσι για τον Αρχηγό. Τον ακούει να περιγράφει με την αγριοφωνάρα του πώς γκρέμισε απ’ τη σέλα του τον ιπποκόμο του Ιταλού Διοικητή, καθώς τον βρήκε στους Αγίους Θεοδώρους να κατεβαίνει προς το Κρίκελλο, για να μάθει, γιατί αργούσε η οπισθοφυλακή.

Βλέπει τον Βελουχιώτη να πετάγεται απ’ το καλύβι του παπα-Οδυσσέα Κρικέλλα, να τους χωρίζει σε τρεις ομάδες και να διατάζει τον Νικηφόρο με την ομάδα του να τους καλύπτει απ’ τη μεριά του όγκου των Ιταλών. Οι άλλες δυο ομάδες, παίρνοντας όλα τα μέτρα ασφαλείας, ακούνε τον Άρη: «αν καθ’ οδόν πέσουμε απάνω τους θα αναπτυχθούμε αμέσως και θα τους χτυπήσουμε, να τους αιφνιδιάσουμε και να τους τσακίσουμε….».

Εφημερίδα "Μαχόμενη Ευρυτανία"(όργανο του ΕΑΜ Ευρυτανίας)
με αναφορά και στη Μάχη του Κρίκελλου

Οι Αντάρτες ακροβολίζονται δεξιά και αριστερά του δρόμου και εφορμούν στους ανυποψίαστους Ιταλούς, που ανεβαίνουν τον δρόμο για το Καρπενήσι, φωνάζοντας τη γνωστή ιαχή «Αέρα!».

Το προβάδισμα το έχει η ομάδα του Σαξώνη, ο οποίος ψηλός και λεβεντόκορμος διακρίνεται από παντού.

Ο θάνατος καραδοκεί.

Σε λιγότερο από μισή ώρα η μάχη τελειώνει. Σε τούτο το άγριο «αναρόχασμα», ο Δημήτρης Σαξώνης σωριάζεται στο χώμα. 

Ο συναγωνιστής του Νικηφόρος (Δημήτρης Δημητρίου απ’ την Αγόριανη) συγκλονίζει:

«….Είδα τους δικούς μας σκοτεινούς κι αμίλητους.

- Τι τρέχει; Απόρησα

- Ο Δασκαλάκης, μου ’πε ο Λευτέρης ( Σπύρος Τσιλιγιάννης απ’ τη Χρύσω)

- Ε! μωρέ! Τινάχτηκα. Πάει;

- Στον τόπο.

Τον έφερα στο μυαλό μου, λεπτόν, αδύνατον, σαν θλιμμένον πάντα κι απέπνεε θανατίλα.

- Πάει ο Δασκαλάκης, είπα μόνος μου.

Λύθηκαν τα σωθικά μου…. 

Ξανακατέβηκα στη δημοσιά. Φτάνανε και οι τελευταίοι της οπισθοφυλακής. Μας έφυγε ολουνών το κέφι. Ο Άρης είπε να σηκώσουμε τον νεκρό. Έστειλε στο χωριό να σκάψουν αμέσως ένα λάκκο στο νεκροταφείο και να ειδοποιήσουν τον παπά. Φεύγαμε κι εμείς αμέσως. Σχολιάζαμε ανόρεχτα τη μάχη. Ο νους μας όλο στον νεκρό μας. Τότε, είπε ένας μήπως έγινε αναμεταξύ μας παρεξήγηση, φορούσε ιταλικό χιτώνιο ο Δασκαλάκης. Τιναχτήκαμε μόλις τ’ ακούσαμε. (Σάμπως μ’ αυτά τα ρούχα…. έκαμε ένας). Μια υπόθεση, όμως, ήταν αυτό….»

28-10-1942 - Ο Πρώτος Μάρτυρας του Λαϊκού Στρατού σε ανοιχτή μάχη:
Δημήτρης Σαξώνης (Δασκαλάκης)
Αγία Παρασκευή, Κρίκελλο

Ο συναγωνιστής του, ο Κρικελλιώτης Νίκος Μπαλκούρας, γράφει πως «ενώ οι Ιταλοί παραδίδονται, τρεις το βάζουν στα πόδια. Τους βλέπει ο αντάρτης Δασκαλάκης και τρέχει να τους προλάβει. Επειδή, όμως, φορούσε ιταλική χλένη- παλιότερο λάφυρο - άλλος αντάρτης που τον έβλεπε να τρέχει, τον εξέλαβε για Ιταλό και τον πυροβόλησε… Έκλαψαν όλοι πικρά. Ο αντάρτης που τον χτύπησε, συγκινημένος αποπειράθηκε ν’ αυτοκτονήσει. Όμως, οι άλλοι συναγωνιστές του τον πρόλαβαν λέγοντας: ό,τι έγινε-έγινε, δεν θα διπλώσουμε τώρα το κακό…»

Ο Πρώτος Μάρτυρας του Λαϊκού Στρατού σε ανοιχτή μάχη με τον εχθρό

Ήρωας!

«Ανεβαίνει μοναχός κι ολόλαμπρος.

Στράφτουν βαθιά οι λοφοσειρές.

Και πιο βαθιά τ’ απρόσιτα όνειρα

των βουνών της Άνοιξης» 

(Οδυσσέα Ελύτη)

Οι συναγωνιστές τυλίγουν τη σορό με τη Σημαία του τμήματός του και παίρνουν τον δρόμο κατευθείαν στο νεκροταφείο, στο λόφο της Αγίας Παρασκευής. Τον κατεβάζουν στη γη χωρίς φέρετρο, μπροστά στην πόρτα της εκκλησιάς.

Του αποδίδουν τιμές πατριωτικές.

Ο Άρης γονατίζει.

Πρώτη φορά τον βλέπουν να κλαίει.

Η φωνή του βροντερή σκορπάει τη Λύπη στα Ουράνια :

-«Επέσατε θύματα, αδέρφια εσείς

σε άνιση πάλη κι αγώνα.

Ζωή, λευτεριά και τιμή του λαού

γυρεύοντας βρήκατε μνήμα..»

Τραγουδούν τον Εθνικό Ύμνο και αποχαιρετάνε τον συναγωνιστή τους, αυτόν που με το αίμα του πότισε το δέντρο της Λευτεριάς και χαλύβδωσε τ’ αδούλωτα όνειρα.

Στον απολογισμό της μάχης, άλλοι μιλούν για 9 νεκρούς Ιταλούς και 13 αιχμαλώτους, άλλοι για 8 νεκρούς και 18 αιχμαλώτους. Στην πινακίδα του μνημείου αναγράφεται ότι ήταν 3 οι νεκροί και 15 οι αιχμάλωτοι, ενώ στην εφημερίδα "Μαχόμενη Ευρυτανία" γίνεται λόγος για 4 νεκρούς και 14 αιχμαλώτους. 

Αναμνηστική πινακίδα στην Κουφόβρυση του Κρίκελλου

Οι Άγγλοι του Στρατηγείου Μέσης Ανατολής, που είχαν πέσει με αλεξίπτωτο το προηγούμενο βράδυ και τους έσερνε μαζί του ο Άρης, (ο Άγγλος ταγματάρχης Κουκ, ο Ελληνοάγγλος λοχαγός Θέμης Μαρίνος κι ο Άγγλος υπαξιωματικός Γκιλ, τρίβουν τα μάτια τους. Πρώτη φορά βλέπουν μάχη ανταρτών κατά των καταχτητών. Αναρωτιούνται πού βρίσκουν τέτοια αντρειοσύνη. «Από τη μια θαυμάζανε κι απ’ την άλλη σκοτείνιαζε ο νους τους, ιδιαίτερα του Θέμη Μαρίνου, που, όπως αποδείχτηκε κατοπινά, είχε έρθει με άλλους σκοπούς κι έβλεπε πόσο δύσκολα θα ’τανε να τους πετύχει έχοντας ν’ αντιμετωπίσει έναν Άρη με παλληκάρια, αποφασισμένα να ελευθερώσουν τον τόπο τους από κάθε σκλαβιά».Τα λάφυρα, «3 οπλοπολυβόλα, 14 τουφέκια ατομικά, ένα ολμάκι, χειροβομβίδες, 6 πιστόλια και 4 μεταγωγικά».

Τα αντίποινα σκληρά.

Οι Ιταλοί που προπορεύονταν, ακούγοντας τους πυροβολισμούς σπεύδουν στην Κουφόβρυση κι αιχμαλωτίζουν τον παπα-Οδυσσέα και καμιά εικοσαριά Κρικελλιώτες, που, αφού ενημέρωσαν τον Άρη πήγαν να θάψουν τους νεκρούς Ιταλούς. Τους δέρνουν αλύπητα και τους οδηγούν στο Καρπενήσι, παρουσιάζοντάς τους ως αντάρτες. Για πολλές μέρες τους βασανίζουν φριχτά.

Τις επόμενες μέρες 2.000 Ιταλοί μπαίνουν στο Κρίκελλο. Καίνε 40 σπίτια, αρχίζοντας απ’ το σπίτι του Δάσκαλου Βασίλη Παπανικολάου, φίλου του Δημήτρη Σαξώνη.

Σκοτώνουν τον 25χρονο κομμουνιστή, Κώστα Μυντζιβήρη, φοιτητή της Νομικής και πρωτοξάδερφο του Βασίλη Παπανικολάου και τον 50χρονο Γιώργο Ζούκα αγρότη, με καταγωγή από τους Στάβλους και γαμπρό στο Κρίκελλο.

Η Λαϊκή Μούσα υφαίνει τραγούδι τα συμβάντα:

« Κατακαημένο Κρίκελλο τι σου ’μελε να πάθεις,

με δυο χιλιάδες Ιταλούς τρεις λεβεντιές να χάσεις.

Ο ήλιος που σ’ ανέτειλε κάθε πρωί με χάρη

έχασε τώρα και αυτός την αργυρή του λάμψη.

Κι η κουκουβάγια από ψηλά ήρθε κι εθρονιάστει

μες στα χαλάσματα που ο εχθρός μας έχει φτιάξει.

Εβουβαθήκαν τα πουλιά εκείνη την ημέρα

και κάπου κάπου ακούγεται του Άρη καμιά σφαίρα.

Τους γέροντες τους δέρνανε, με λύσσα τους ρωτούσαν

«-Τους αντάρτες που τους είχατε;» Μ’ αυτοί δεν απαντούσαν.

Κι ο Άρης μας σαν τ’ άκουσε, πολύ του κακοφάνει

κι εκδίκηση γυρεύει

τρέχει στο Γοργοπόταμο, τη γέφυρα τινάζει

και πιάνει όλους τους φρουρούς κι όλους μαζί τους σφάζει.»

Και λίγο αργότερα στιχοπλέκει:

«Κρίκελλο και Μικρό Χωριό και Χρύσω από πέρα

Αντάριασαν απ’ τον καπνό, όλα για μιαν ημέρα»

Το θλιβερό μαντάτο του θανάτου του Δημήτρη Σαξώνη, έφτασε στη Σέλλιανη. Μαυρομαντιλώθηκε η αδερφή του, η Κωσταντούλα.

Η Μαρία του έγινε «Λέαινα» να προστατέψει τα παιδιά τους, τον Νίκο 8 χρονών και την Κική 12.

Πήγε στον Ληξίαρχο Μαρμάρων Χρήστο Κατσιμάνη και δήλωσε ότι «εν τη οικία της κειμένη εν Μαρμάροις την 28 ην εικοστήν ογδόην του μηνός Οκτωβρίου ημέραν Παρασκευήν και ώραν 5 ην μ. μεσημβρίαν του χιλιοστού εννεακοστού τεσσαρακοστού δευτέρου έτους απεβίωσεν ο σύζυγός της Δημήτριος Ν.Σαξώνης…. Ο θάνατος κατά την πιστοποίησιν του ιατρού επήλθεν εκ φόνου Ιταλών….»

Η ληξιαρχική πράξη θανάτου του Δημήτρη Σαξώνη

Νύχτα έφυγε απ’ το χωριό για τη Λαμία.

Ξαμολήθηκε πίσω της η Λερναία Ύδρα του Φασισμού: Ιταλοί, Γερμανοί, απάτριδες ταγματαλήτες, χαφιέδες δολοφόνοι ν’ αφανίσουν τους «κομμουνιστόσπορους». Η υπερεθνικοφροσύνη της Λαμίας βυσσοδομούσε, μηχανορραφούσε και εξόντωνε.

Θέριεψε μέσα της η οργή για τ’ άδικο.

Ήξερε πως ο αγώνας του Δημήτρη της δεν ήταν ένα τετράδιο με ξερά γεγονότα. Ήταν μια φωτιά που τον κρατούσε σ’ εγρήγορση για να μπορεί να υπογράφει τις πράξεις του σαν ελεύθερος άνθρωπος.

Ο Δημήτρης Σαξώνης με τη γυναίκα του Μαρία
και τα παιδιά τους Βασιλική και Νίκο



Κυνηγημένη, βρέθηκε στην Αθήνα, στο Περιστέρι, βολοδέρνοντας για το μεροκάματο. Καθάριζε σκάλες για πενταροδεκάρες. Το λιγοστό φαΐ που της δίνανε το μεσημέρι, όταν δούλευε στα εργοστάσια, το κράταγε για τα παιδιά της.

Ξεκίναγε νύχτα με τα πόδια, για να φτάσει στο κέντρο, στην Κολοκυνθούς, προκειμένου να γλυτώσει το εισιτήριο. Τα βράδια, μόλις έβανε τα παιδιά για ύπνο, έπιανε το βελονάκι κι όπως ήταν χρυσοχέρα, έφτιαχνε αριστουργήματα που γίνονταν ανάρπαστα από τις μεγαλοκυράδες.

Και κάθε που ένοιωθε πως χάνεται ο κόσμος γύρω της, έστηνε κουβέντα με τη φωτογραφία μιας πεθαμένης ευτυχίας με τον άντρα της και του διάβαζε τον αγαπημένο του ποιητή, Γιάννη Ρίτσο:

«Σκέψου η ζωή να τραβάει το δρόμο της

κι εσύ να λείπεις.

Να ’ρχονται οι Άνοιξες με πολλά διάπλατα παράθυρα

κι εσύ να λείπεις.

Αν έχεις λείψει για ό,τι πρέπει,

θα ’σαι για πάντα μέσα σ’ όλα εκείνα

που γι’ αυτά έχεις λείψει.

Θα ’σαι για πάντα μέσα σ’ όλον τον κόσμο».

Το Πατρικό του Σαξώνη παραδομένο στο φθορά του χρόνου - Μάρμαρα 2021

Λεβεντογυναίκα μέχρι το τέλος.

Τίμησε τον Δάσκαλο.

Πορεύτηκε με Αξιοπρέπεια.

Γαλούχησε τα ορφανά της στην Εντιμότητα και στον Σεβασμό. Κι αυτά έμειναν ανύπαντρα. Της εξασφάλισαν ήσυχα γεράματα, μένοντας οι τρεις τους σ’ ένα μικρό διαμερισματάκι, στους Αμπελοκήπους.

Η ψυχή του Δημήτρη Σαξώνη, είναι βέβαιο, ότι θα χαίρεται στις γειτονιές του Ήλιου.

Γιατί τα βλαστάρια του, παρόλο τον κατατρεγμό, υπήρξαν καλοί άνθρωποι.

Γιατί πολλοί μαθητές του άκουσαν, ένιωσαν κι έκαναν πράξη όσα τους δίδαξε.

Ακόμα και σήμερα, στα 2022, όσοι τον έζησαν μιλάνε με σεβασμό.


Ο κ. Παπαγρηγορίου Γρηγόρης του Γκίκα, 96 χρονών, ξεφυλλίζει τα κιτάπια της ζωής του, στα 1937-1939:

-«Ογδονταπέντε ολάκερα χρόνια τον έχω «συγκάτοικό μου». Κάθε μέρα βλέποντας την ουλή στο πανωχείλι μου ζωντανεύει η στητή του κορμοστασιά, το αυστηρό του βλέμμα, η επιβλητική και υποβλητική του φωνή.

Εκείνη την εποχή δεν είχαμε θάρρος με τους δασκάλους μας. Τους φοβόμασταν. Έτσι και τους βλέπαμε να ξεφυτρώνουν απ’ το πουθενά, γινόμασταν αερικά. Οι μεγάλοι μάς είχαν μπολιάσει με ευθύνες παράταιρες για την ηλικία μας και μας είχαν πείσει πως δεν είχαμε δικαίωμα να λιώνουμε τις ώρες μας στο παιχνίδι.

Πήγαινα στην Δ' τάξη. Είχα δασκάλα τη Σοφιανού Βασιλική. Εκείνο το μεσημέρι, μετά το σκόλασμα, δεν πήγα στο σπίτι. Ξεσήκωσα τους φίλους μου, και για ώρες ξεχαστήκαμε να κλωτσάμε μια μπάλα, φτιαγμένη από κουρέλια που χρησιμοποιούσε η μάνα μου στον αργαλειό. Σειότανε ο τόπος απ’ τα χάχανα και τα ξεφωνητά μας. Και σε μια στιγμή πήρε το μάτι μου τον Δημήτρη Σαξώνη που ήταν και Διευθυντής του Σχολείου, να ’ρχεται στο βάθος του δρόμου. Τα πόδια μου βαρέσανε στο κεφάλι. Έτρεξα να εξαφανιστώ κατά το ρέμα. Για κακή μου τύχη σκόνταψα σ΄ ένα παλιοσίδερο. Ένοιωσα να σκίζεται το πρόσωπό μου. Γέμισα αίματα. Οι φίλοι μου τρομαγμένοι με κουβάλησαν στο σπίτι. Η μάνα μου έλειπε στα βαμπάκια. Μέχρι το βράδυ που ’ρθε ο γιατρός και μου ’ραψε την πληγή, προσπαθούσα ν’ αποδείξω πως ήμουν άντρας και δεν πόναγα. Έμεινε το σημάδι βαθύ για να μην ξεχνώ.

Στην ΣΤ' τάξη ήταν ο δάσκαλός μου. Ήμουνα μέτριος μαθητής. Με «7» πήρα το απολυτήριο. Πολλές φορές, αντί για το σχολειό, έπαιρνα το δρόμο για τα χωράφια, να βοηθήσω τους γονιούς μου, που μου ’μαθαν «πώς βγαίνει το ψωμί». 

Απολυτήριο Γρηγόρη Παπαγρηγορίου

Δεν πολυδιάβαζα. Ειδικά με τη Γεωγραφία δεν είχα καλή σχέση. Κι έτσι μια Πέμπτη, βρέθηκα αδιάβαστος να ’μαι όρθιος, με το κεφάλι κατεβασμένο, να μην ξέρω πού να βολέψω την ντροπή μου. Ο δάσκαλός μου τότε, ζήτησε απ’ τον αριστούχο της τάξης να μας πει το μάθημα και κοιτάζοντάς με είπε:

- «Οι επιμελείς μαθητές δεν μ’ έχουν ανάγκη! Εσείς, που σας κανοναρχάνε πως δεν παίρνετε τα γράμματα με χρειάζεστε περισσότερο! Εσάς, οφείλω να κάνω ανιχνευτές των ονείρων σας!»

Την επόμενη Πέμπτη, οι πέντε φίλοι που μοιραζόμαστε το ίδιο θρανίο πήγαμε αδιάβαστοι, σίγουροι πως, αφού μας είχε σηκώσει στον πίνακα την προηγούμενη βδομάδα, δεν κινδυνεύαμε να μας ξαναεξετάσει! Αμ δε! Μόλις άκουσα το όνομά μου, άρχισα να τρέμω και προσευχόμουνα ν’ ανοίξει η γη να με καταπιεί. Ο δάσκαλός μου με κοίταξε με θλίψη. Μας ζήτησε μόνο, όταν θα μπορούσαμε, να γράψουμε πέντε φορές το μάθημα, μπας και τυπωθεί κάτι στο μυαλό μας.

Όταν οι συνάδελφοί του είχαν τη βέργα προέκταση του χεριού τους για να τιμωρήσουν τους ατίθασους κι αδιάφορους, αυτός μας κουβέντιαζε για ώρες με λέξεις κοφτές κι αυστηρές.

Ήταν πολύ καλός άνθρωπος. Δεν έδινε ποτέ δικαιώματα να τον σχολιάσουν. Κοινωνικός, συνομιλούσε ακόμα και μ’ αυτούς που τον κακολογούσαν πισώπλατα, επειδή ήταν κομμουνιστής και δεν έκρυβε ποτέ την πολιτική του ταυτότητα. Του οφείλω πολλά. Απ' αυτόν έμαθα να μην παραιτούμαι, να μην το βάζω στα πόδια με την πρώτη δυσκολία.

Δεν πήγα γυμνάσιο, γιατί ο πατέρας μου δεν είχε τη δυνατότητα και με χρειαζόταν δίπλα του. Μέχρι τα 30 μου υπηρέτησα τη γη. Ύστερα κυνήγησα τις ευκαιρίες που μου παρουσιάστηκαν. Με υπομονή και πολλή δουλειά χάραξα την πορεία μου σε τούτη τη ζήση. Το απολυτήριό μου είναι το μόνο «χαρτί» που έχω απ΄ τη μαθητική μου καριέρα. Αυτό έδειχνα μέχρι το 1961 σαν ταυτότητα. Και κάθε που το ανοίγω, ξαναζώ τη στιγμή που το πήρα απ’ τα χέρια του δασκάλου μου.

Θα του είμαι πάντα ευγνώμων.»

Η κ. Ελένη Γεωργίου-Στενού του Λουκά, 92 χρονών, αναθιβάλλει μνήμες απ’ τα μικράτα της, όταν στα Βάγια τον είχε δάσκαλο στις τρεις τελευταίες τάξεις του δημοτικού:

-«Αυτός μας άνοιξε τα μάτια της ψυχής μας. Τον θυμάμαι ευθυτενή, πολύ αδύνατο, πάντα καλοντυμένο. Μας ταξίδευε σε κόσμους άγνωρους. Με πολλή υπομονή μας εξηγούσε όλα τα μαθήματα. Επέμενε να μας μάθει να κάνουμε ωραία γράμματα και στις εκθέσεις απαιτούσε να είμαστε καλλιγράφοι.

Η αυστηρότητά του παροιμιώδης. Αναγκαία, όμως, γιατί εκείνα τα χρόνια τ’ αγόρια μεγάλωναν μέσα στην αγριάδα και στη σκοτεινιά των Καιρών. Έτσι, προτιμούσαν τα χωράφια απ’ το διάβασμα. Κι ο δάσκαλός μας ήθελε να μάθουμε γράμματα για ν’ αλλάξουμε τις αθλιότητες του κόσμου. Επιβαλλόταν με τον λόγο. Δεν πέρναγε ούτε για μια στιγμή απ’ το μυαλό μας να κάνουμε ζαβολιές στο μάθημά του. Ήμουνα συμμαθήτρια κι αδελφική φίλη με την κόρη του τη Βασιλική, κι έζησα από κοντά την οικογένειά του. 

Δημοτικό Σχολείο Βαγίων 1937-1938.
Ο Δημήτρης Σαξώνης καθήμενος στη 2η σειρά δεξιά
και όπως βλέπουμε αριστερά του ο δάσκαλος Τζαβάρας Δημήτρης.
Δεξιά του Σαξώνη ο γιος του Νίκος.
Αριστερά 4η σειρά με τιράντες και κορδέλα στα μαλλιά η κόρη του Βασιλική
και δίπλα της η φίλη της Ελένη Στενού.

Όσο ζω, δεν θα ξεχάσω την τελευταία του μέρα στην τάξη. Μας καλημέρισε, έβαλε τη ρεπούμπλικα στην έδρα, μας κοίταξε συγκινημένος

-Σηκωθείτε όρθιοι! Σήμερα είναι μια ξεχωριστή μέρα! Οι Ιταλοί μας κήρυξαν τον πόλεμο!

Αρχίσαμε να κλαίμε…..

-Κλάματα δεν χρειάζονται τώρα, μας είπε, μόνο λεβεντιά και περηφάνεια χρειαζόμαστε. Η Ελλάδα μας έχει παλληκάρια που θα νικήσουν τους εχθρούς. Να προσεύχεσθε και να προσέχετε, παιδιά μου!»

Μ’ αυτή τη λεβεντιά πορεύτηκε μέχρι εκείνη τη μέρα της 28ης Οκτωβρίου του 1942, όπου η Άτροπος κραδαίνοντας τα τρομερά της ψαλίδια, του έκοψε το νήμα της ζωής, στα 43 του τα χρόνια.

Κι έμεινε το όνομά του:

Σε μια υπογραφή περίτεχνη στ’ αρχεία του 1ου Δημοτικού Σχολείου Βαγίων να θυμίζει τον Δάσκαλο.

Σ’ έναν σταυρό στον τάφο του στο Κρίκελλο, να θυμίζει τον Άνθρωπο.

Σε μια μισοκατεστραμμένη πινακίδα στην Κουφόβρυση, να θυμίζει τον Αντάρτη.

Στο Δασκαλικό Βήμα, (Αριθ. 1. Αθήνα 10 Οχτώβρη 1944), όπου αποτίεται φόρος τιμής στους πρώτους δασκάλους νεκρούς του Αγώνα, να θυμίζει το Χρέος.

Στο χρονικό του Νίκου Γιολδάση (Βύρωνα), γραμμένο 40 χρόνια μετά, να ζωντανεύει τη Μνήμη.

Σ’ ένα δάκρυ, στις 28-10-2021 του συναγωνιστή του, Χαραλαμπόπουλου Γιάννη του Κωνσταντίνου, να θυμίζει τη Συντροφικότητα.

79 χρόνια μετά: ο Γιάννης Χαραλαμπόπουλος καταθέτει στεφάνι
στο Μνημείο στην Κουφόβρυση

Σε λίγα χινοπωριάτικα χρυσάνθεμα, φυτεμένα 79 χρόνια μετά από μια δασκάλα, να θυμίζουν τα Όνειρά του, τα στολισμένα με Ιδέες Απέθαντες και να υπογράφουν την πολιτογράφησή του στη Χώρα του Αχωρήτου.


Αθανασία Παν. Κατσικερού-Φλώρου


Διευκρινιστικές ιστορικές επισημάνσεις:

i. Ο Βουδούρης Χρήστος του Γρηγορίου, απ’ τα Βάγια Θηβών, υπήρξε πρωτοπόρος στους αγώνες εναντίον των φασιστών. Εντάχτηκε στο ΕΑΜ. Μετά τα διαδραματισθέντα στη Βάρκιζα πιάστηκε και φυλακίστηκε. Όταν αποφυλακίστηκε, προσχώρησε στο ΔΣΕ στον Παρνασσό. Σκοτώθηκε το 1948, σε μάχη με τον κυβερνητικό στρατό, στον Ελικώνα. («Έπεσαν για τη ζωή», τόμος 7Α’ σελ. 383). Σύμφωνα με μαρτυρίες συγγενών του το πτώμα του δεν βρέθηκε ποτέ.

ii. Σχετικά με τη μάχη στο Κρίκελλο, αναγράφεται ως ημέρα διεξαγωγής της, η 29η Οκτώβρη 1942 από τους: Αλεξίου Έλλη, Γρηγορόπουλο Νίκο, Καραγιώργο Κώστα, Λάγδα Πάνο, Μπαλκούρα Νίκο, Σακαρέλο Κωνσταντίνο, Χαριτόπουλο Διονύση, Χατζηπαναγιώτου Γ. (καπετάν-Θωμά).

iii. Ο Γκιούσιας Ασημάκης στο «Ματωμένο Κρίκελλο», γράφει πως ο Άρης έβγαλε λόγο στην εκκλησία του Αη-Νικόλα: «Αγαπητέ Δασκαλάκη, υπήρξες το πρώτο θύμα για τον αγώνα. Μάθε όμως πως το αίμα σου που χύθηκε άφθονο δεν πήγε χαμένο. Το αγνό αυτό αίμα πότισε το δέντρο της Λευτεριάς και θα βγάλει καρπούς. Τους καρπούς αυτούς θα τρυγήσει η επιγενόμενη γενεά και θα δαμάσει το όνομά σου, το οποίο θα γραφεί στην Ιστορία με χρυσά γράμματα».

iv. Στη Ληξιαρχική Πράξη θανάτου του Δημήτρη Σαξώνη, η γυναίκα του δεν αναφέρει ότι σκοτώθηκε πολεμώντας ως αντάρτης, για να αποφύγει τον διωγμό και τη φυλάκισή της και να προστατέψει τα παιδιά της.


Ευχαριστώ όλους όσους στάθηκαν δίπλα μου σε τούτο το ταξίδι για τον Δάσκαλο:

Avaliani Darejan (Νταρίνα)

Αγγελόπουλο Σπύρο

Αναστασόπουλο Νίκο, γιο της Κωσταντούλας Σαξώνη

Ανδρεοπούλου Βασιλική

Αντωνίου Γιώργο

Βαλμά Γιώργο

Βουδούρη Χρήστο

Γκίκα Κατερίνα

Γκόγια Ευαγγελία

Γουβάλα Αριστείδη

Δημητρίου Νίκο

Δούση Γρηγόρη

Δρίτσα Σωτήρη

Ευσταθίου Κατερίνα

Θάνου Αφροδίτη

Μαργαρίτη Θεόδωρο

Μιχελή Βάσω

Μπαλωμένο Κώστα

Ντινοπούλου Ελπίδα

Ομάδα fb Vagia Memories

Παπαβασιλείου Γρηγόρη

Παπαγρηγορίου Γρηγόρη

Παπαϊωάννου Θεόδωρο

Παπαχαραλάμπους Ιωάννη

Παπουτσοπούλου Ευαγγελία

Παρλαβάντζα Γιάννη

Πιλάτο Σπύρο

Σαξώνη Νίκο, γιo του Γιάννη Σαξώνη

Σκούρτη Χριστίνα

Σταμάτη Χαρίκλεια

Σταμέλο Σπύρο

Στενού Κατερίνα (Λίνα)

Στενού-Γεωργίου Ελένη

Τζώρτζη Αλεξάνδρα

Τσιόγκα Θανάση

Υφαντή Αλεξία

Φλώρο Ευθύμιο

Χαραλαμπόπουλο Γιάννη του Κωνσταντίνου


Βιβλιογραφία:

*«Αντάρτης στα βουνά της Ρούμελης» Δημητρίου Ν. Δημητρίου (Νικηφόρος)

*«Από το Κρίκελλο στα χνάρια τους, τα χρόνια της Αντίστασης και του Εμφυλίου» Σακαρέλου Γ. Κωνσταντίνου, εκδόσεις «Γράμμα», Μεσολόγγι 2016.

*«Άρης, ο αρχηγός των ατάκτων», Διονύση Χαριτόπουλου, εκδόσεις «Τόπος», Αθήνα 2009.

*«Η Παιδεία στην Αντίσταση», Χάρη Σακελλαρίου, εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή»

*«1940-1945 Ιστορία της Αντίστασης», 3 τόμοι από το επιτελείο συντακτών και συνεργατών υπό τη δ/νση του Βάσου Γεωργίου-«Μιχάλης Παπαμαύρος» Χάρη Σακελλαρίου, εκδόσεις Gutenberg

*«Επιστολές Μιχάλη Παπαμαύρου», Λαμία 1930 σε επανέκδοση του Ιδρύματος Γιάννη Κουγιούλη

*Εφημερίδα «τα Νέα» 16-10-1975 , ρεπορτάζ Γιώργου Γάτου

*«Η Εκπαίδευση από τη δικτατορία του Μεταξά έως τον εμφύλιο πόλεμο (1936-1950), διδακτορική διατριβή των Γιαννάκου Αθηνάς και Συμεωνίδου Νικολέττας, Αλεξανδρούπολη 2014.

*«Η Ελληνική Εθνική Αντίσταση (1941-44) Η Ρούμελη στις φλόγες» Κώστα Καραγιώργου, Αθήνα 1979.

*«Άρης Βελουχιώτης, ο Πρώτος του Αγώνα. Βιογραφία (1905-1945)», του Πάνου Λάγδα με τη συνεργασία συναγωνιστών του Άρη, εκδόσεις «Κυψέλη», Αθήνα 1964.

*«Έπεσαν για τη ζωή» έκδοση Κεντρικής Επιτροπής ΚΚΕ.

*Εφημερίδα Ριζοσπάστης (17-11-1942 σελ 2 η )

*Εφημερίδα Ριζοσπάστης (15-12-1942 σελ. 1 η )

*Εφημερίδα «Η Μαχόμενη Ευρυτανία» όργανο του ΕΑΜ Ευρυτανίας, 15/2/1943.

*«Ιστορία του Α’ Ελληνικού Σχολείου (Σχολαρχείου) Λαμίας», Κώστα Δημοσθ. Γαλλή, από τα Φθιώτικα Χρονικά Λαμία 1986.

*«Ιστορία του Διδασκαλείου Λαμίας (1914-1934), Γεωργίου Π. Σταυροπούλου, ανάτυπο απ’ το περιοδικό «Φθιώτικα Χρονικά», τόμος 4ος (1983).

*«Η πολιτική  διαθήκη του Άρη Βελουχιώτη», Γ. Χατζηπαναγιώτου (Καπετάν-Θωμά).

*«Βασιλική Δρυς, το Χρονικό της Εκπαίδευσης», Έλλης Αλεξίου Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 1983.

*«Σαράντα χρόνια από τη μάχη του Κρικέλου» (28/10/1942-28/10/1982) του Νίκου Γιολδάση (Βύρωνα), (Περιοδικά Εθνικής Αντίστασης Τ. 33/1982)

*«Η μάχη στο Κρίκελλο Ευρυτανίας» του Νίκου Μπαλκούρα (Περιοδικά Εθνικής Αντίστασης Τ.70/1991).

*«Η μάχη του Κρίκελλου» Νίκου Δ. Γρηγορόπουλου, (Περιοδικά Εθνικής Αντίστασης Τ.48/1985)

*Δασκαλικό Βήμα, Όργανο των Δασκάλων της Ελλάδας, αριθ. 1, Αθήνα 10 Οχτώβρη 1944.

*«Δάσκαλοι στους κοινωνικούς αγώνες και στην εθνική λαϊκή αντίσταση» Κώστα Ντουντουλάκη

*Περιοδικό «Η Νεολαία», αρ. φύλλ. 24, 16-3-1940

*Περιοδικό «Η Νεολαία», αρ. φύλλ. 34, 26-5-1940.  


Ήταν ένα σπουδαίο Ιστορικό Αφιέρωμα 

από την Αθανασία Παν. Κατσικερού - Φλώρου

(πρώτη δημοσίευση  blog "Ευρυτάνας ιχνηλάτης" )


Δευτέρα 4 Απριλίου 2022

Στη μακρινή πατρίδα μου έχει ευωδιά και χάρη...


Από την Ευρυτάνισσα κυρά Λένη

για τους αναγνώστες του blog "Ευρυτάνας ιχνηλάτης"


Καλέ μου οι Αη Δημήτρηδες έχουν ανθίσει όλοι

κι ασπρολογά σα να 'πεσε χιόνι το περιβόλι.

Περνούνε τ' άγουρα παιδιά κι ανθό ζητούν να κόψουν

έρχονται οι νιές και μου ζητούν κλωνάρι να φυτέψουν.

Μα εγώ δεν δίνω κανενός και περιμένω εσένα. 

Και οι Άη Δημήτρηδες και οι Άη Γιώργηδες να ανθίσουν, κάποιοι καημοί θα σημαδεύουν την ανθρώπινη ψυχή. Κι από τους μεγαλύτερους καημούς είναι η "έρμη η ξενιτειά". Έρμη όνομα και πράγμα. Γιατί ερημώνει και τον τόπο και τις οικογένειες και την ψυχή! Από τα πολύ παλιά χρόνια εμείς οι Ευρυτάνες τη "γευτήκαμε". Οι άντρες ξενιτεύονταν. Σε πολλά ξένα κράτη. Διότι ο νομός Ευρυτανίας μπορεί να ήταν πλούσιος σε οξυγόνο με πολλά δάση και νερά, όμως τον είχαν αφήσει φτωχό σε υποδομές. Πως να δουλέψει ο κόσμος και να στηρίξει την οικογένειά του ; Έτσι τα ευρυτάνικα νιάτα αφήνανε ξοπίσω γονείς κι αδέρφια, γυναίκες και παιδιά, ότι πολυτιμότερο είχαν στη ζήση τους, και με πόνο ψυχής αποχαιρετούσαν αγαπημένους και πατρίδα και σκόρπιζαν στα πέρατα του κόσμου!

Πίσω απέμεναν οι γυναίκες. Αυτές αναλάμβαναν την ευθύνη της οικογένειας, αυτές θα φρόντιζαν τα παιδιά για ότι χρειάζονταν, για τα γράμματα και τη μόρφωσή τους σχολική και κοινωνική. Αυτές θα πήγαιναν στα χωράφια και στα ζώα, θα ασχολούταν με την καθαριότητα του σπιτιού, με το φαγητό της φαμελιάς, μέχρι και με τα ξύλα του χειμώνα! Σε πολλές από αυτές τις δουλειές και υποχρεώσεις βοηθούσαν και τα παιδιά! 

Οι γεροντότεροι και αυτοί βοηθούσαν σε κάποια πράγματα, όσο μπορούσαν κι αν βαστούσαν τα κότσια τους, αλλά περισσότερο έμεναν στο σπίτι για να φυλάνε τα μικρά παιδάκια, πρώτα για να τα φροντίζουν στην καθημερινότητά τους και κατόπιν για να τα κανακεύουν. Η γιαγιά έγνεθε με τη ρόκα το μαλλί για τις κάλτσες του χειμώνα. Και μαζί με αυτές έγνεθε και τα παραμύθια. "Μια φορά κι ένα καιρό..." 

Κι ο παππούς θα ξεκίναγε τα ποιήματα! Πες μας ένα ποιηματάκι παππού. Κι ο παππούς άρχιζε: 

Στην καρέκλα την παλιά 

με κάτασπρα τα μαλλιά

ο γεροπαππούς κοιμάται.

Μη μιλάτε, μη μιλάτε....


Μουρμουρίζει σιγανά

μες τον ύπνο και γελά

μη μιλάτε και ξυπνήσει

γιατί τ΄ όνειρο θα σβήσει.

Κι έτσι με την αγάπη και με τη φροντίδα στέριωνε γερά η οικογένεια που 'χε λαβωθεί από τον ξενιτεμό. Κι όλοι είχαν μια ευθύνη στο σπιτικό, μεγαλύτεροι και μικρότεροι.

Περίπου δυο φορές την εβδομάδα ερχόταν ο ταχυδρόμος του χωριού. Όλοι περίμεναν με αγωνία να ακούσουν την ταχυδρομική σάλπιγγα να αντιλαλεί στο βουναλάκι. Και με χτυποκάρδι και λαχτάρα να πάρουν το γράμμα από τον αγαπημένο ξενιτεμένο τους. Πρώτα - πρώτα να μάθουν για την υγεία του. Ύστερα για τα νέα του, πως κυλούσε η ζωή του, η δουλειά κι η προκοπή του, να μάθουν και για άλλους συντοπίτες. Τέλος, να λάβουν και τη βοήθεια για τη φτωχή οικογένεια, το δολάριο, το μάρκο ή και τη λίρα αν ήταν από Κωνσταντινούπολη που υπήρχαν πολλοί και εκεί, ξενιτεμένοι από τα Ευρυτανικά Πολιτοχώρια μας. 

Όλα καλά, όμως το να ξανανταμώσουν με τους δικούς τους ανθρώπους ήταν το σπουδαιότερο, ο μεγαλύτερος καημός και η μεγαλύτερη προσμονή. Γι΄ αυτό και το τρυφερό ή πονεμένο γράμμα που έστελνε και η σύζυγος στον άντρα της, πως... ο κήπος άνθισε και τα άνθη τα φυλάει για αυτόν που τον περιμένει με λαχτάρα!

Κανένας άνθρωπος δεν αφήνει τον τόπο του έτσι. Πάντα υπάρχουν οι αιτίες. Η μία ήταν η φτώχεια όπως είπαμε. Η άλλη ήταν οι πόλεμοι κι όσα προξένησαν στον τόπο και τις οικογένειες. Καταστροφές, ερείπια, ξεριζωμοί, διώξεις. Ποτέ δεν έλλειψαν αυτά από την Ελλάδα. Κατά καιρούς πότε οι Τούρκοι, πότε οι Ιταλοί, οι Γερμανοί και πάει λέγοντας. Κι ο κόσμος να φεύγει, να φεύγει, πότε κυνηγημένος και διωγμένος και πότε από την ανάγκη να ψάξει μια καλύτερη ζωή. 

Οι νέοι σήκωναν το βάρος περισσότερο απ' όλους, να κυνηγήσουν τα όνειρά τους, να φτάσουν κάπου, να προκόψουν, να βοηθήσουν κι αυτούς που έμειναν πίσω. Αλλά ο ξεριζωμός από τον τόπο σου είναι μεγάλος πόνος. Πάντα νοσταλγείς το φτωχικό σου σπιτάκι, τους γέρους γονείς, τη γυναίκα και τα παιδιά σου, τη γειτονιά σου, ακόμη και το κάθε λουλουδάκι, το χορταράκι, τον ήλιο σου. 

Όπου αλλού και να ριζώσουν, η πατρίδα τους θα είναι πάντα στην καρδιά τους. Και οι ξενιτεμένοι αλλά και οι πρόσφυγες. Μην τους ξεχνάμε κι αυτούς, αφού και εκείνοι βρέθηκαν μακριά από τα δικά τους χώματα γιατί ήταν ματωμένα όπως λέει και το βιβλίο! Από παντού, από κάθε γωνιά αυτού του άδικου κόσμου που τους ξερίζωσε. Και ο γυρισμός είναι η παντοτινή λαχτάρα ολονών. Ας μην περιφρονούμε λοιπόν κανέναν λαό, να μην λησμονούμε και τα δικά μας, πόσα περάσαμε κι εμείς οι Έλληνες, και ας γίνουμε πιο ανθρώπινοι.  

Ξένε που μόνος και έρημος

σε ξένους τόπους τρέχεις 

πες μου ποιος ειναι ο τόπος σου

και ποια πατρίδα έχεις.


Στη μακρινή πατρίδα μου 

έχει ευωδιά και χάρη

το ταπεινότερο δεντρί

το πιο φτωχό χορτάρι.


Φτάνει, τη χώρα που μου λες

τη γνώρισα την είδα,

τη μακρινή πατρίδα σου

έχω κι εγώ πατρίδα.


ΥΓ. Το αφιερώνω στη μνήμη των αγαπημένων μου αδερφών που έφυγαν από τη ζωή στη μακρινή ξενιτειά. Λίγα άνθη ακουμπώ με αυτό στη θύμησή τους. 


Ήταν ένα κείμενο μνήμης και τιμής

από την Ευρυτάνισσα κυρά Λένη

στο blog "Ευρυτάνας ιχνηλάτης" 


Παρασκευή 1 Απριλίου 2022

Εφημερίδεεες - ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ : Ένα "θαύμα" στην Ευρυτανία!



"Επί του πιεστηρίου" πληροφορηθήκαμε το νέο "αναπτυξιακό θαύμα" που προωθείται για το νομό Ευρυτανίας.

Μετά τους τεράστιους ανεμιστήρες που θα δροσίζουν τους βοσκούς μας στα θερμόπληκτα βουνά μας και τα υδροηλεκτρικά νερομαζώματα που θα εκμεταλλεύονται τα περιττά ύδατα των  ποταμών μας, τώρα έρχεται και νέα καινοτόμος ιδέα!

Συγκεκριμένα ; στη Λίμνη Κρεμαστών σχεδιάζεται να τοποθετηθεί πλωτό φωτοβολταϊκό πάρκο σε έκταση τουλάχιστον 10.000 υδάτινων στρεμμάτων.

Υπολογίζεται ότι το μεγαλεπήβολο έργο θα αποδίδει ενέργεια ικανή να καλύψει τις ανάγκες της χώρας έως το 2150 μ.Χ, ενώ το κόστος του θα επιδοτηθεί με 100.000.000 γρόσια (από τους ραγιάδες) και θα αποφέρει κέρδη της τάξης του 1 δις... κρυπτονομισμάτων (στους αετονύχηδες).

Συνεπώς η μέχρι πρότινος άχρηστη, τουριστικώς, Λίμνη των Κρεμαστών, θα αξιοποιηθεί δεόντως, πλέο(ω)ν, από τους χρήσιμους επενδυτάς που σε συνεργασία με τους άοκνους κυβερνήτες μας και την αξιαγάπητη ευρωπαϊκή ένωσις εργάζονται νυχθημερόν "για το καλό μας"!

Θα απαγορεύεται αυστηρά η πλεύση για τις ξυλόβαρκες των ιθαγενών καθώς τα ίδια τα πάνελ θα είναι σε μορφή σύγχρονης ηλεκτρικής βάρκας -τύπου carousel- όπου με ταχεία φόρτιση και το ανάλογο κέρμα στην υποδοχή οι ταξιδιώτες θα μπορούν να πραγματοποιούν φωτο-βολταϊκές βόλτες στο ανανεώσιμο πάρκο της τεχνητής λίμνης, ενώ το εντυπωσιακό είναι πως αυτές οι πρωτοποριακές κυψέλες θα διαθέτουν και ντουζιέρες ώστε με το ζεστό νερό που θα συσσωρεύουν λόγω της ηλιακής ενέργειας να είναι επιπλέον χρήσιμες για τους "τουρίστες μας".

Σημειωτέον δε, ότι η παραλίμνια τοποθεσία με την... μπανάλ ονοματοδοσία "Πήδημα του Κατσαντώνη" θα μετονομαστεί σε "Pidima" (σκέτο).

Την απόφαση για το έργο χαιρετίζουν οι τοπικοί σύλλογοι και οι φυσιολατρικοί ευρυτανικοί φορείς, ενώ οξύτατες αντιδράσεις αναμένονται από την αναπτυξιακή κοινοπραξία "Ο Καλός Σαμαρείτης Α.Ε" που αιτήθηκε την μετατροπή του γεωγραφικού χώρου της Ευρυτανίας σε "εθνικό πάρκο"!

Και "μη καλύτερα" να λέμε... 

Εν Ευρυτανία τη 1η ΑΠΡΙΛΙΟΥ του σωτηρίου έτους 2022

Για τη δημοσιο-γραφική "αποκάλυψη" :