Παρασκευή 17 Ιουνίου 2016

Βρυσούλα



Μουρμουρητά, ερωτιάρικα, το δροσερό νερό σου,
κάθε στιγμή σου τραγουδεί, βρυσούλα, τον καϋμό σου.
Το ίδιο λέει βρυσούλα μου, πάντοτε το τραγούδι.
Και τρέχει το νεράκι σου…   Δροσίζ’ ένα λουλούδι,
και τώρα πια ολαύλακα το δρόμο έχει πάρει.
Πάει σε λειβάδι χλοερό, ποτίζει το χορτάρι,
διαβαίνει  κείθε, χάνεται, στο ρέμμα ξαπολυέται,
σα σύγνεφο και σα βροχή πάλι σε σένα ‘ρχέται.
…. Πλάι σου ο γέρο-πλάτανος όλο δροσιά ρουφάει,
κι απλώνει φύλλα και κλαδιά, και ίσκιο σου κρατάει.

Και συ κοιμάσαι…  Τα νερά τα κρύα σου κυλούνε,
κι οι ίσκιοι των ονείρων σου τριγύρω σου πετάνε…


(Του Ευρυτάνα φυσιολάτρη ποιητή και καπετάνιου του ΕΛΑΣ Δώρη Άνθη)



Πέμπτη 9 Ιουνίου 2016

ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ !!!




«Κι απάνω-απάνω στα βουνά, κι απάνω στις κορφές τους,

φωτάει με μιας Ανάσταση, ξεσπάει αχός μεγάλος.

Η Ελλάδα σέρνει το χορό, ψηλά με τους αντάρτες,

-χιλιάδες δίπλες ο χορός, χιλιάδες τα τραπέζια,-

κ’ είν’ οι νεκροί στα ξάγναντα πρωτοπανηγυριώτες!»

(απόσπασμα στίχων από το ποίημα του Άγγελου Σικελιανού “Αντίσταση”)


========


Στις αρχές Ιουνίου 1942, ο Άρης Βελουχιώτης κηρύσσει την έναρξη του ένοπλου απελευθερωτικού αγώνα στη Δομνίστα Ευρυτανίας (βλ. πλήρες αφιέρωμα). Απ’ αυτή τη σκληροτράχηλη γη, από τούτες τις αδούλωτες κορφές, ξεκινά ο θρυλικός πρωτοκαπετάνιος του ΕΛΑΣ μαζί με λίγους αετοφτέρουγους επαναστάτες, με μια χούφτα ψυχωμένους κι οραματιστές αντάρτες, για τη μεγάλη εποποιία της Αντίστασης του Λαού μας κόντρα στη χιτλερική κατοχή, με στόχο την αποτίναξη του φασιστικού ζυγού και την οικοδόμηση μιας νέας Ελλάδας με το λαό μας νοικοκύρη και αφέντη στον τόπο του! Έτσι πάντα γίνεται : λίγοι ξεκινούν, “ξεροκέφαλοι” κι ατρόμητοι, για να σπάσουν πρώτοι την “άτιμη την αλυσίδα”, δίνοντας κατόπιν τη σκυτάλη στους πολλούς που ακολουθούν ώστε να αλλάξουν το ρου της ιστορίας! Γιατί για να αναστηθούν οι πιο ευγενικές πανανθρώπινες προσδοκίες δεν αρκεί μονάχα η φωτιά από το τιμημένο τουφέκι της λευτεριάς, αλλά συνάμα θέλει και “τη μεγάλη απόφαση”, εκείνο το πύρωμα της ψυχής, τη “μαγική” σπίθα, που από ανέκαθεν πυροδοτούσε το όραμα για έναν κόσμο δικαίου και προκοπής! Αφού όπως έλεγε και ο άλλος αλησμόνητος Ευρυτάνας αγωνιστής ο Γεωργούλας Μπέικος (δείτε εδώ !) : “χωρίς όνειρο και όραμα, δίχως φαντασία κι αποκοτιά, αν με το νου και την καρδιά ανεμόσκαλες δε στήνεις, ποτέ γραφτό δε σου είναι να πατήσεις τον Ήλιο”! 

Παρασκευή 3 Ιουνίου 2016

Οι οδυνηρές αναμνήσεις ενός Ευρυτάνα αγωνιστή…

Φαρσακίδης - χαρακτικό 1952

Το blog "Ευρυτάνας ιχνηλάτης" παρουσιάζει μία παρελθούσα συγκλονιστική μαρτυρία προερχόμενη από έναν παλιό Ευρυτάνα αγωνιστή το Νίκο Μπαλκούρα, ο οποίος περιέγραφε τα ανείπωτα βάσανα που βίωσε, εξαιτίας της αντιστασιακής του δράσης, επί 93 ολόκληρες μέρες και νύχτες, από το λεγόμενο «κράτος της εθνικοφροσύνης», στο “Νταχάου της Λαμίας”! Ιχνηλατήσαμε τη σημαντική αυτή μαρτυρία από το αρχείο μας- στο περιοδικό «Εθνική Αντίσταση», έκδοση της ΠΕΑΕΑ, τ. 122- και τη δημοσιεύουμε σήμερα.

Για να θυμούνται οι παλιότεροι και να διδάσκονται οι νεότεροι…

Ιδού:

=========

Αντιστασιακή δράση και διώξεις…

Οργανώθηκα περί τα τέλη Νοεμβρίου 1941 στο ΕΑΜ, οπότε αρχίζει η ΕΑΜική μου δράση.

Το Μάρτη του 1942 έγινα μέλος του ΚΚΕ, το οποίο μου ανέθεσε τη διαφώτιση και οργάνωση μερικών χωριών της περιοχής μας, του Κρίκελλου. Είχα μεγάλη οργανωτική δουλειά, διότι ο κόσμος ζητούσε να οργανωθεί στο ΕΑΜ, για να βοηθήσει στην απελευθέρωση της πατρίδας μας από τον κατακτητή. Όταν, μάλιστα, εμφανίστηκαν οι πρώτες ομάδες των ανταρτών, τότε ενθουσιάστηκαν πολύ περισσότερο και έσπευσαν, χωρίς δισταγμό, να ενταχθούν στις γραμμές του.

Αργότερα, έγινα μέλος της Αχτιδικής Επιτροπής, με έδρα το χωριό μου, το Κρίκελλο. Το 1943, έγινα μέλος της Περιφερειακής του ΚΚΕ. Έπειτα διαμερισματάρχης της ΕΤΑ, για την τροφοδοσία της 13ης Μεραρχίας του νοσοκομείου του ΕΛΑΣ Μ. Χωριού, και για, τυχόν, διερχόμενα τμήματα.


Δημήτρης Μεγαλίδης - από το Λεύκωμα του Αγώνα

Μετά την απελευθέρωση, καταδιώχτηκα πάρα πολύ από τους Χίτες, για να πάρουν τη διαχείριση του μονοπωλίου, του οποίου ήμουν διαχειριστής. Μου έκαναν μήνυση για κατάχρηση πετρελαίου, κλπ. Η εταιρία έστειλε επιθεωρητή να διεξάγει ανακρίσεις. Πριν τη συνάντησή μου με τον επιθεωρητή, με υπόδειξη της «Χ», με συνέλαβε ο ταγματασφαλίτης υπενοματάρχης Γραμματέλης Γεώργιος, με το πρόσχημα ότι με ζητά ο εισαγγελέας Μεσολογγίου. Πρώτον, για να μην επηρεάσω τον επιθεωρητή και δεύτερον, καθ’ οδόν να με εξαφανίσουν, διότι στην Άμφισσα, απ’ όπου θα περνούσα, δρούσαν οι μαυροσκούφηδες της ΕΚΚΑ και δεν περνούσε από την Αϊ-θυμιά ούτε πουλί. Στάθηκα τυχερός, γιατί εκτός από το ξύλο που έφαγα -μου έσπασαν μύτη και δόντια - μπόρεσα και πέρασα τη Γραβιά.

Όταν έφτασα στο Μεσολόγγι, αφέθηκα ελεύθερος. Και τότε μπήκε σε ενέργεια ο παρακρατικός μηχανισμός.

Με τη διάλυση του Σταθμού Χωροφυλακής από το ΔΣΕ, αναγκάστηκα να ακολουθήσω τα τμήματα του ΔΣΕ. Λόγω της αναπηρίας μου, από πλευρίτιδα, μπήκα στην αυτοάμυνα. Όταν ήρθε ο στρατός στο χωριό, υποχρεωθήκαμε να φύγουμε. Ανέλαβα την καθοδήγηση της περιοχής και αργότερα μπήκα στην πολιτοφυλακή, ως υπεύθυνος και της τροφοδοσίας του νοσοκομείου της περιοχής.

Με τη διάλυση του ΔΣΕ, άρχισα να περιπλανώμαι στα δάση, μαζί με άλλους συντρόφους. Στις 14 Αυγούστου 1949, πέσαμε σε ενέδρα. Ο δάσκαλος Βασίλης Παπανικολάου αυτοκτόνησε (σ.σ. βλ. αφιέρωμα blog), εγώ τραυματίστηκα στo χέρι μου, με αποτέλεσμα να μου πέσει η χειροβομβίδα, την οποία κράταγα στο χέρι αυτό. Έτσι πρόλαβαν και με έπιασαν φωνάζοντας: «Παραδώσου Βούλγαρε..». Έφαγα κάμποσες και με πήγαν στη διοίκηση.


93 μέρες στο “Νταχάου της Λαμίας”…

Στις 16 του Αυγούστου μας μετέφεραν στο “Νταχάου” της Λαμίας. Μόλις μπήκα στην πόρτα, άρχισαν τα «καλωσορίσματα»… Ξύλο να δουν τα μάτια σου. Αφού μου έριξαν αρκετές, με πήγαν στο θάλαμο. Στην είσοδο, ένας χωροφύλακας, ονόματι Βασιλείου Νίκος, μου έδωσε τέτοια κλωτσιά, που βρέθηκα στον αέρα και έπεσα λιπόθυμος. Μ’ έπιασαν από τις μασχάλες και τραβώντας με, μέ έβγαλαν έξω στο διάδρομο και μου έριξαν νερό, με τον κουβά, για να συνέλθω. Μετά, με κατέβασαν στη απομόνωση.

Σ’ ένα θάλαμο 8μ. μήκος, 1.80 μ. ύψος και 3 μ. πλάτος, ζούσαμε 45-50 άτομα. Το παραθυράκι του θαλάμου ήταν μικρό. Κάναμε συνέχεια αέρα, γιατί δημιουργούνταν σταλακτίτες, γινόμασταν μούσκεμα από τον ιδρώτα και την έλλειψη οξυγόνου. Ο ύπνος μας ήταν δράμα, κοιμόμασταν όλοι μαζί, με μαζεμένα τα πόδια μας ή καθιστοί. Επειδή δεν μας χωρούσε όλους, κοιμόμασταν με βάρδιες. Ήμασταν όλοι σακατεμένοι, βογκούσαμε από τους πόνους.

Μια μέρα με φώναξαν στο θάλαμο βασανιστηρίων. Εκεί, καμιά δεκαριά χωροφύλακες, παραταγμένοι σε δύο σειρές, σε δίνανε πάσα ο ένας στον άλλο, σε βαρούσαν όπου έφταναν, μέχρι να πέσεις κάτω λιπόθυμος. Μετά, σου έριχναν έναν κουβά νερό για να συνέλθεις και άρχιζαν πάλι από την αρχή, μέχρι να πάθεις παράλυση. Μετά ξανά στο θάλαμο. Για να μην ακούγονται τα ουρλιαχτά, όταν σε χτυπούσαν, έβαζαν τα μεγάφωνα στη διαπασών. Το μόνο που γλίτωσα εγώ, για λόγους δήθεν συμπόνιας, λόγω του τραυματισμού μου, ήταν το ρεύμα. Άλλους, όμως, τους έβαζαν, με συνέπεια να παθαίνουν νευρικό κλονισμό, όπως ο Γιάννης Μαργαρίτης, ο οποίος έπαθε αγκύλωση στο χέρι. Άλλων πρήζονταν τα μάτια, άλλοι έμεναν με μόνιμο τρέμουλο στα χείλη…


Ηλίας Φέρτης - Βασανιστήρια, τέμπερα

Το πρωί μας έβγαζαν για ένα δεκάλεπτο, για τη σωματική μας ανάγκη και για να πλυθούμε. Εγώ, χρησιμοποιώντας μόνο το δεξί μου χέρι, αφού το αριστερό ήταν τραυματισμένο, ήταν αδύνατο να τελειώσω στο δεκάλεπτο, γι’ αυτό έμενα πάντα τελευταίος, με συνέπεια να τρώω ξύλο. Αυτό γινόταν κάθε μέρα, πρωί, μεσημέρι, βράδυ. Είχα παραλύσει από το ξύλο, μόλις που μπορούσα να κουνήσω τα πόδια μου.

Το τραυματισμένο χέρι μου είχε πρηστεί, το άφησαν μέχρι να πάθει γάγγραινα. Πονούσα φοβερά. Με άκουσε ο αείμνηστος Πάνος Λαδάς, ταγματάρχης αεροπορίας, τον οποίο, αργότερα εξαφάνισαν. Με βοήθησε, ειδοποίησε το σκοπό και με έστειλαν στο νοσοκομείο. Εκεί, ήρθαν δύο νοσοκόμες, η μία άρχισε να το καθαρίζει, ενώ η άλλη μου έδωσε ένα χαστούκι και μου λέει: «Βούλγαρε θα πεθάνεις». Αφού το καθάρισαν, με έστειλαν πάλι στην απομόνωση. Την επόμενη μέρα ήρθε η συν. Βέρα από το Σερνικάκη, η οποία έκανε χρέη νοσοκόμας, για να με περιποιηθεί (έμαθα ότι ζει στην Αθήνα, ας είναι καλά, δεν την ξεχνώ ποτέ) και μου λέει: «Νίκο, οι αγωνιστές δεν πεθαίνουν έτσι».

Όταν μας έδερναν, από τα κάγκελα του στρατοπέδου μάς έβλεπαν διάφοροι πολίτες και, κυρίως, συγγενείς των κρατουμένων. Κάποιος γνωστός με είδε και πήγε στον Κατσιώτα, στρατιωτικό διοικητή Στερεάς Ελλάδας και του είπε τα γεγονότα (ο Κατσιώτας ήταν συγχωριανός μου). Φαίνεται, ότι ο Κατσιώτας είχε άγνοια της κατάστασης στο στρατόπεδο και διέταξε αμέσως: «παύσατε πυρ». Την επομένη δεν έφαγα ξύλο, πράγμα που μου φάνηκε περίεργο. Μετά από λίγες μέρες κατάλαβα τι είχε συμβεί, όταν με πλησίασε ο χωροφύλακας Σκαδάς Βαγγέλης, νομίζω από το Μαυρίλο Φθιώτιδας, και μου είπε: «Άρε Μπαλκούρα, χάρη στον Κατσιώτα και μας, γλίτωσες. Εμείς σε σεβαστήκαμε σαν τραυματία, ενώ εσείς τους δικούς μας τραυματίες τους σκοτώνατε!...».

Στη διάρκεια της παραμονής μας στις φυλακές της Λαμίας, είχαμε μια απόπειρα αυτοκτονίας του Γρηγόρη Μπαλάφα, από την Παλαιοβράχα Σπερχειάδας, ο οποίος μη αντέχοντας άλλο τα βασανιστήρια και διαφεύγοντας την προσοχή των αστυνομικών, ανέβηκε στην ταράτσα του στρατοπέδου, έκανε σάλτο μορτάλε και έπεσε στο προαύλιο του σχολείου (το σχολείο το είχαν για στρατόπεδο). Ευτυχώς, δεν σκοτώθηκε. Όταν απολύθηκε από τις φυλακές, πήγε φαντάρος στα βουλγαρικά σύνορα, απ’ όπου διέφυγε προς τη Βουλγαρία.

Ο Μαγγλάρας Ηλίας, από τη Σπερχειάδα, στο διπλανό θάλαμο έγραψε στον τοίχο τη λέξη «ΝΤΑΧΑΟΥ». Την άλλη μέρα το πρωί ήρθε ο καθημερινός… «διαφωτιστής» μας Βεργόνης. Βλέπει τη λέξη, σηκώθηκαν οι τρίχες του κεφαλιού του και σα θεριό ουρλιάζει: «ποιος το έγραψε αυτό;» Σηκώνεται ο Μαγγλάρας και με απίστευτο θάρρος απαντάει: «Εγώ»

«Δεν θα σε στείλω απάνω, να σε λιώσουν στο ξύλο», -σάμπως λίγο είχε φάει – «θα το σβήσεις, αμέσως, με τη γλώσσα σου», του είπε ο Βεργόνης.

Πάνω από δύο ώρες τον παρακολουθούσε, αλλά, που να σβήσει. Ήταν με μελάνι γραμμένο, και όσο βρεχόταν με το σάλιο, τόσο μελάνιαζε ο τοίχος. Μετά από μέρες κατόρθωσε να το σβήσει.

Στις 19 Νοέμβρη, πρωί-πρωί, μας βάζουν στη γραμμή για το σχετικό έλεγχο και από κει, με αυτοκίνητο στο Λιανοκλάδι. Μας έβαλαν σε φορτηγά βαγόνια και μας κλείδωσαν. Σε λίγο, η απουσία οξυγόνου έγινε αισθητή και άρχισαν οι πρώτες λιποθυμίες. Βάλαμε τις φωνές, σταμάτησε το τραίνο, άνοιξαν την πόρτα και έβαλαν σκοπό έναν χωροφύλακα. Μετά από 6-7 ώρες, νηστικοί και διψασμένοι, φτάσαμε στο Λαύριο…

Το άλλο πρωί, γραμμή για το «Σχολείο της αναμόρφωσης», το νησί του διαβόλου, τη Μακρόνησο…


Φαρσακίδης - εξόριστοι

=========


ΥΓ: Ήταν μια παλιά αφήγηση του Ευρυτάνα αγωνιστή Νίκου Μπαλκούρα – πολύτιμη συμβολή στις αειθαλείς μνήμες του λαϊκού κινήματος του τόπου μας…


blog "Ευρυτάνας ιχνηλάτης"

Τετάρτη 1 Ιουνίου 2016

Νουθεσία



«Να περπατάς με το κεφάλι ψηλά όπως τα δέντρα, να ζεις με δύναμη και ένταση όπως τα βουνά, να είσαι πράος όπως το αεράκι την άνοιξη και να κρύβεις τη ζεστασιά του καλοκαιρινού ήλιου μέσα στην καρδιά σου, ώστε το Μεγάλο Πνεύμα να είναι πάντα μαζί σου.»

(Ινδιάνικο απόφθεγμα)