Από τον συμπατριώτη μας Δημήτρη Α. Γκορόγια
για τους αναγνώστες του blog "Ευρυτάνας ιχνηλάτης"
«…Μα για μένα, απ΄ όλα το πιο αβάσταχτο, το πιο πικρό, δεν θα ΄ναι που θα χάσω τον κόσμο, ούτε που θα χάσω το φτωχό μου φωτοστέφανο.
Για μένα το πιο πικρό θα΄ναι που δεν θα μπορέσω να σηκωθώ στα πόδια για να σκαρφαλώσω στη μικρή μας κληματαριά και να κόψω το άστρο που σου 'ταξα!»
(Μενέλαος Λουντέμης)
Είναι τέλος του μήνα Τρυγητή, ίσως και αρχές του Αγιοδημήτρη, μα το σκηνικό του καιρού θυμίζει πιότερο την καρδιά του καλοκαιριού παρά τα μέσα του χινόπωρου. Η ώρα περασμένες έντεκα με τον ουρανό καταξάστερο, γαλατένιο, γεμάτο από τα εκατομμύρια των αστεριών του που τρεμοπαίζουν σαν φαναράκια κρεμασμένα με αόρατη κλωστή, από το ταβάνι μιας απέραντης μαγικής φάτνης. Ανισόφωτα, παιχνιδιάρικα, πολλά ξιπασμένα στην ομορφιά τους κι άλλα ντροπαλά και χαμηλόβλεπα, κάποια απρόσμενοι ταξιδευτές που εμφανίζονται ξαφνικά κι απ΄το πουθενά, διαγράφουν μια σύντομη χρυσή τροχιά και σβήνουν για πάντα στο αχανές του σύμπαντος. Ευλογημένες ώρες σιγαλιάς, ο αχός του ανθρώπινου μόχθου έχει κοπάσει, τώρα ξαγρυπνούν μονάχα τα πλάσματα της νυχτιάς, αυτά κυρίως, τα πιότερα σχεδόν αόρατα και μυστηριώδη. Κάποια αθόρυβα σαν τις ειδικές δυνάμεις του στρατού κι άλλα χαμηλόφωνα, με ήχους απόκοσμους, θλιμμένους ή ολότελα λυπητερούς. Μα όπως προείπαμε όχι μόνο αυτά. Πέρα από τη λίμνη, προς τη μεριά των Κοψέϊκων ένας σκύλος δηλώνει, με την ένταση του νεοσύλλεκτου φαντάρου που αναφέρεται, την επαγρύπνησή του στο χώρο της νυχτερινής εποπτείας του. Το κάνει με ρυθμικά διακοπτόμενα διαστήματα γαυγισμάτων και παύσεων αφήνοντας έτσι τον απαραίτητο χρόνο για τις αντίστοιχες αντιδηλώσεις παρουσίας κοντινών ή και πιο απόμακρων συγγενών του.
Από πέρα βαθιά, την κοιλάδα της Κοφτερίδας, φτάνουν ως εδώ κομματιασμένες μελωδίες, ιδίως εκείνα τα εμφαντικά ξεσπάσματα του Καζαντζίδη, του Στέλιου των πέντε ηπείρων και των επτά θαλασσών... Κάποιοι μερακλωμένοι γλεντάνε στο τσαρδί του Αριστείδη του μυλωνά στις Αμπάρες, αναθεματίζουν τη μοίρα τους, φιλιώνουν με τα πάθη τους, γελάνε και κλαίνε με τη χαμένη ζωή τους, όλα σε μια παρτίδα:
« όλα είναι ένα ψέμα, μια ανάσα μια πνοή/σαν λουλούδι κάποιο χέρι θα μας κόψει μιαν αυγή…»
Κι απότομα πάλι ο ρυθμός αλλάζει, ο θρήνος γίνεται δήλωση αξιοπρέπειας και κραυγή παράτολμης αντοχής συνάμα:
« ..Μα εγώ δε ζω γονατιστός, είμαι της γερακίνας γιός./ Τι κι αν μ΄ανοίγουνε πληγές, εγώ αντέχω τις φωτιές./ Μάνα μη λυπάσαι, μάνα μη με κλαίς…»
Αχ μωρέ έρμη πατριδούλα κι εσείς πληγωμένοι του μόχθου και της ανέχειας καταδικοί μου άνθρωποι, τι όμορφος που είναι ακόμα κι ο θρήνος σας για τα χαμένα όνειρα και τις αδικαίωτες ελπίδες σας. Να ξέρατε πόσο δύσκολο μου είναι να εξηγήσω σε μένα τον ίδιο, γιατί τόσων χιλιάδων χρόνων καυμοί και παράπονα, δοξαστικά και παρακλήσεις, οιμωγές κι αναθέματα δεν έφτασαν ακόμα, ψηλά ως τους επτά ουρανούς. Έως το ους του Αθώρητου, Πανάγαθου, και Δικαίου Δημιουργού. Πού πήγε η περί των απάντων και προ πάντων των αιώνων Θεία Γνώση; Πού χάθηκε η Υπέρτατη Βούληση;
«Κλίνον Κύριε το ους Σου και επάκουσόν μου, ότι πτωχός και πένης ειμί εγώ.»
………………………………………………………………………………………………………………………
Ποιος θα μου δώσει δύναμη, τον κόσμο αυτό ν΄ αλλάξω, να φτιάξω όμορφες καρδιές, μεγάλες και πονετικές, τις σκάρτες να πετάξω….
Μέσα από τη χαράδρα του Τσιαντή και τη Λογκούλα φτάνει ως την αυλή μας το απαλό σούρσιμο των απομειωμένων από την πολύμηνη αναβροχιά νερών του Αγραφιώτη. Κάποτε, όταν ήμουν παιδί, το ποτάμι ακόμα και το καλοκαίρι κατέβαινε πιο βουερό, αράθυμο, ανυπότακτο κι ελεύθερο ανάμεσα στις πολυπλόκαμες ρίζες θεόρατων πλατανιών, στριφτερό, και πεντακάθαρο. Τη μια ξεδίψαγε και απομεθούσε τις κατάφυτες με σχοίνα, ρίκια και καναπίτσες όχθες της Τσούκας προς τα δυτικά, την άλλη έστριβε παιχνιδιάρικα πάνω στην πλατιά ζάλη, ερχόταν ανατολικά προς τα Χατζήδια. Φιλούσε με πάθος τα χνουδάτα ακρόχειλα της Κοτσέϊκης λογκάς κι έπιανε ένα διάστημα κατηφορίζοντας να χαϊδεύει το καμπυλωτό Ρίζωμα ως κάτω στα ψωμοχώραφα και τις τριφυλλιές του Κοντοχρήστου. Είχε μεγάλες κλίσεις τότε η κοίτη, ύστερα στήθηκε το φράγμα στα Κρεμαστά, οι ορμές και τα πάθη του Αγραφογέννητου φυλακώθηκαν, μπαζώθηκαν, κατασίγασαν. Οι καταρράχτες του, έγιναν όλοι ίσιωμα σαν τις ανθρώπινες συμπεριφορές του καιρού μας. Κόπασε κι η βουή, τώρα πια όλα στην πορεία του νερού είναι προβλέψιμα, ήπια, βαρετά κι αδιάφορα.
Πόσα πράγματα δεν συνέβαιναν, ιδίως τους εκτός χειμώνα μήνες, σε τούτο το αλησμόνητο για μένα ποτάμι… Όποιος δεν έχει ακούσει, για παράδειγμα, νυχτερινή συναυλία νεροχέλωνας και βατράχων δύσκολα θα καταλάβει για τι πράγμα του μιλάω. Όλα ξεκινούσαν με μικρές, ντροπαλές και διάσπαρτες απόπειρες μεμονωμένων μελωδών, στη συνέχεια ακούγεται μια ολιγοπρόσωπη κακοσυντονισμένη πολυφωνία που κι αυτή σταματούσε απότομα. Πιο μετά ερχόταν τα δοκιμαστικά των βαρύτονων πρωτολαλητάδων με μια διπλή πρόσκληση στο άκουσμά τους: παιδιά, πάμε σας παρακαλώ όλοι μαζί και δυνατά, απόψε να τα δώσουμε όλα! Τέτοιο μαζικό παραλήρημα σαν κι ετούτο, μόνο με εκείνο των αηδονιών του Απρίλη μπορεί να συγκριθεί. Μεγάλα διαστήματα γενικού ξεσηκωμού, παύση μετά, στη διάρκεια της οποίας ακούς καθαρά το χαρούμενο γλυκολάλημα της νεροχέλωνας κι έπειτα νέος γύρος. Κι άλλος κι άλλος, ώρες ατελείωτες ετούτα τα μηδαμινά πλασματάκια υμνούν την ομορφιά της ζωής, τον έρωτα και τη φύση που τους προσφέρεται. Κάποιοι λένε ότι τα πιο πρωτοπόρα των αηδονιών, μια ορισμένη από τη μοίρα τους νύχτα, κελαηδούν για στερνή φορά τόσο πολύ και χωρίς ανάσα που στο τέλος σκάνε και πέφτουν νεκρά. Κάποια βατράχια, υδρόβιοι τραγουδιστές της βραδιάς, την άλλη κιόλας μέρα θα γίνουν λιώμα κάτω από τα νύχια των δαμαλιών που μέσα στην ίδια γούρνα θα αψιμαχούν το απομεσήμερο για τα όμορφα μάτια κάποιας οιστροφορεμένης μοσχίδας. Έτσι είναι η ζωή… ή μήπως ο έρωτας ή και ο θάνατος;
Ένα είναι το σίγουρο κι απαράλλαχτο στο πέρασμα των αιώνων: πως για το κάθε τι σπουδαίο, σημαντικό και αξιομνημόνευτο, χρειάζονται οι πρωτοπόροι στο είδος, τολμηροί, αμετάκλητοι, αναγνωρίσιμοι και πειστικοί με το προσωπικό τους παράδειγμα. Πρωτολαλητάδες θέλουν όλες οι «μπάντες», όλων των πλασμάτων του πλανήτη. Κι όταν δεν βρίσκονται έτοιμοι, που συνήθως δεν βρίσκονται, τους γεννάει από μονάχη της η ανάγκη.
Σαν το αποψινό φθινοπωριάτικο βράδυ θυμάμαι κι ένα παλιότερο. Χρόνια πολλά πριν από τώρα, τότε που το σπιτάκι μας είχε μόνιμο προσωπικό και ξεχορταριασμένη αυλή. Τότε που ζούσαν, διαφέντευαν και δημιουργούσαν οι γονείς μου. Τότε που όλα ένα γύρω μου χαμογελούσαν και μου υποσχόταν πως έτσι θα μείνουν για πάντα. Τη θυμάμαι καλά εκείνη την άλλη φθινοπωρινή βραδιά που οι γονείς μου κουβέντιαζαν, εδώ στην ίδια αυλή, καθισμένοι στις ίδιες καρέκλες, ακουμπώντας τους αγκώνες τους στο ίδιο τραπέζι, την ώρα που εγώ σκάλωνα για ύπνο στα πάνω δωμάτια. Ετοίμαζα το κρεβατάκι μου κι, άκουγα τη χαμηλόφωνη στο ξεκίνημά της, συζήτηση αλατισμένη όμως κι από μια πρέζα συγκρατημένης έντασης. Στο εισαγωγικό του πόνημα ο πατέρας μου, αγωνιζόταν φιλότιμα να πείσει τη μάνα μου για το σύνηθες των συμβάντων της νυχτερινής μας εξόδου. Δεν ξέρω αν από σκοπού του θα ξεκινούσε μια τέτοια κουβέντα περασμένα μεσάνυχτα, η αλήθεια είναι πως είχε προηγηθεί μια διερευνητικού χαρακτήρα, συνάμα και ερεθιστικού ύφους ατάκα της μάνας μου περί του καφενείου και της αποψινής συμπεριφοράς μας σε αυτό:
- Ωρε νοικοκύρη το Κυπριακό λύνατε απόψε στα Ζαχογιαννέικα, γιατί αν δεν κατάλαβες μάθε το από μένα, πως ότι λέγατε το άκουγε κι ο μπαρμπα Νίκος στο Σταυρό κι η θειά σου η Αντιγόνη στο Κάστρο της Τσιούκας….. Ειδικά αυτόν τον λιγομίλητο τον κληρονόμο σου, είπα να μην τον σταφνίσω απόψε… αύριο θα τον περιλάβω κανονικά…
-Να με σταφνίσεις μωρέ μάνα, πετάχτηκα, γιατί όχι, σάμπως πρόκειται να κοιμηθώ μέσα σ΄ αυτή τη χουναβιά; Απάνω η στέγη καίει σα γάστρα και στη βεράντα κάνουν περιπολίες κάτι σερσέγκια ίσαμε την παλάμη μου. Είναι λιάρδα στο μεθύσι από τα μαυρούδια που ρημάζουν στις κρεβατίνες και στουκάρουν με πλήρη ισχύ πάνω στα τζάμια. Πού να ανασάνω την πόρτα; Μέσα τώρα δα ψήνει ο διάολος τα καρβέλια του. Έρχομαι έξω, μην το αποσύρεις το τσίπουρο κατεβαίνω να τα πούμε τώρα, επιτόπου κυρία μου! Εδώ είναι που θα πεις καρντάσι μου το «αγάπησε η Μάρω το χορό και βρήκε άντρα χορευτή». Άλλο που δεν ήθελα εννοείς; Εντάξει έτσι είναι, καλά το σκέφτηκες. Με εξιτάριζε πάντα η φάση να μάχονται οι γονείς μου επί κοινωνικοπολιτικής βάσης κι εγώ να παριστάνω τον καθοδηγητή. Ήταν συνεπίκουρα της διάθεσης για κουβέντα τα προηγηθέντα τσιπουράκια. Μιας κι ο πατέρας μου δεν έπινε ποτέ, έπινα εγώ και τα δικά του για το καλό! Ήταν γενικότερα θετικός προς τούτοις κι όλος ο χαβάς της βραδιάς…
-Μωρέ και το Κυπριακό και το Ανατολικό ζήτημα και το Βιετναμέζικο μαζί! Της Κορέας έγινε άμα θες να ξέρεις! Αρμάθιασε επίτηδες ο πατέρας μου ένα σωρό μεγάλα θέματα του καιρού, έτσι για να τσιτώσει πιότερο τη μάνα μου. Μόλις που είχε ξεσηκωθεί για να πάει στο γιατάκι του, μα τώρα που με άκουγε να κατεβαίνω αεράτος από τη σκάλα πισωγύρισε ήρθε στο τραπεζάκι της αυλής και κοκόνιασε στην προτεραία θέση του, χαμογελώντας πονηρά κάτω από τα μουστάκια του. Αν ήταν δυνατόν να ξεφύγει από την Αργύραινα μια τέτοια πλημμελώς καλυμμένη απρέπεια, στο δευτερόλεπτο τσακμάκισε ο πριόβολος στη στουρναρόπετρα:
Που το βρίσκεις το αστείο, πες το αφέντη με το σοφό κεφάλι, πες το και σε μένα τη χαζούλα μπας και το καταλάβω.
-Αν ήμουνα σοφός κι ανοιχτομάτης, Γιωργίτσα απ΄ το Κουτσπερό, εσένα μωρέ μπούφε θα παντρευόμουνα, τι λες τώρα….. τι ξενοκρένεις;
Είναι ακριβώς το σημείο που εξαντλείται κάθε φορά το έσχατο όριο αντοχής της αψίκορης μανούλας μου, μετά από αυτό όλα είναι πιθανά! Μα η Γιωργίτσα απ΄το Κουτσπερό δεν ακολούθησε απόψε τη συνηθισμένη τραχιά λεκτική διαδρομή. Έχει άλλη σοβαρότερη έγνοια στο κεφάλι της και δεν μπορεί να συνδαυλίσει περισσότερο την περιπαιχτική διάθεση του πατέρα. Στέκεται στην πορτούλα της κουζίνας ζωσμένη τη φραμπαλάτη ποδιά της, με τα χέρια στη μέση, κόβει με άγριο βλέμμα κατάματα το νοικοκύρη της και ξεσπάει.
-Αν νομίζεις πως ξενύχτησα για να ακούω τις ρομπόλες σου εδώ στη λάκα της Σιακούφως, τότε τρελός παπάς σε βάφτισε κρούνι μου. Αποκρίσου μόνο σ΄εκείνο που σε ρώτησα και κόψε με το μαχαίρι τα παραπανίσια!
Ο γέρος μου πάλι, δεν ήταν από εκείνους που στρουγκιάζονται εύκολα στις οδηγίες, άμα πεισμάτωνε ούτε ο διάολος δεν του έβαζε γούλι. Όμως η μάνα μου είχε βρει το κουμπί του από μιας εξαρχής. Σαν τον κοίταζε ακίνητη, ίσα στα μάτια πάθαινε ήττα συντριπτική. Ναι ο διάολος, αλλά κι η μάνα μου όμως………
-Ρώτα να στα πει ο κληρονόμος, αυτός τα θυμάται καλύτερα, αντέτεινε μονάχα κι άναψε ένα ακόμα βαρύ τσιγάρο.
Γέμισα το ποτηράκι μου άγιο απόσταγμα, ρούφηξα τα τρία τέταρτα του όλου, συμπλήρωσα πάλι το κενό με το αντίστοιχο «δικαίωμα» του πατέρα μου και ξεκίνησα την αφήγηση.
Για το χθεσινό τσακωμό μου με τον Στραβόγιαννο (είχε κάνει στο Γράμμο, με τον εθνικό στρατό σαν κληρωτός) και τον ισχυρισμό του ότι στο Πολυτεχνείο το ΄73 δεν υπήρξαν νεκροί, ότι στον ύπνο μου είδα τις οδομαχίες εκείνης της Παρασκευής, τα πολυβόλα και τους ξεκοιλιασμένους. Της εξήγησα πως με διαολίζουν οι ισχυρισμοί του αφού κι ίδιος το ξέρει ότι ήμουν μέσα στην εξέγερση εκείνη. Πως είχα πειρατικό σταθμό στη Νέα Φιλοθέη και πως αναμετέδιδα το Πολυτεχνείο. Πως πιάστηκα, κλωτσοπατήθηκα αρκούντως, οδηγήθηκα με άλλους πολλούς στον Ιππόδρομο για δυο μέρες. Πως από κει με άρπαξε με βύσμα το αφεντικό μου, βιομήχανος μα και ιδιοκτήτης διάσημων κομμωτηρίων του Κολωνακίου… Με πελάτισσα και τη Δέσποινα του «αυτόματου διαζυγίου» παρακαλώ. Άλλη φορά, εγώ ο ίδιος του είχα διηγηθεί τα κατορθώματά μου, τώρα το παλαβό παράσταινε;
Της έδωσα να καταλάβει ότι ο χθεσινός συνομιλητής μου ήθελε και συνέχεια στο αποψινό βράδυ και λόγο στο λόγο τα πήγαμε ως τα εικοστέσσερα. Καμώθηκε τον ήρωα λοχία που του χρωστάμε, γιατί με τους ομοίους του έσωσε την πατρίδα από τους «ξεβράκωτους» κατσαπλιάδες και τον κομμουνισμό. Και ΄γω με τη σειρά μου τον ονομάτισα πλύστρα των αφεντάδων που δεν είχε τότε, ούτε και τώρα έχει ιδέα, για το τι και ποιους αντιμάχονταν. Τι ήθελαν εκείνοι οι ψειριασμένοι αξούριστοι, για τι πράγμα βρισκόταν εκεί πάνω στα χιονισμένα βουνά, μισόγυμνοι, ξυπόλητοι, νηστικοί και καταδικασμένοι. Ξέρεις λοιπόν τι έκανες εσύ μπαρμπα Γιάννη με τις σαρδέλες σου στο Γράμμο; Κατούρησες πολύ όρθια και γύρισε η βροχούλα στο κεφάλι σου. Αυτό έπαθες πολεμώντας εκείνους που ήθελαν να σε βγάλουν από τη σκλαβιά, την αδικία, την εκμετάλλευση και τη φτώχια. Κοίτα τα καζάντια σου λοιπόν από τότε κι ως τα σήμερα, λοχίας, κολλήγος, σέμπρος, μπαξεβάνης, δραγάτης, οικοδόμος, ξυλεργάτης, μετανάστης… κι ότι άλλο κάνω πως ξεχνάω από αυτά που υπήρξες! Τι είναι τα μπερεκέτια σου γρίβα μου; Θα παραδεχτείς επιτέλους πως πέρασες τη ζωή σου ξοδεύοντας ψυχή, αίμα κι ιδρώτα για ξένα διάφορα;
- Μάνα καταλαβαίνεις ότι δεν μπορώ να ακούω προστυχιές και να σωπαίνω. Όταν ξεστόμισε την αιωρούμενη απειλή πως έχει ράμματα για τη γούνα μου, τότε ανάλαβε ο πατέρας, κι αν θυμάμαι καλά μεταξύ των άλλων «ορεκτικών» που τον τράταρε, του έδειξε δια της δεξιάς χειρός κι ένα μέρος που γράφει τις απειλές του. Ό γέγονε, γέγονε! μάνα και παράτα το, μη σκαλίζεις όπως η κότα τις μαγαρισιές.
Κιχ δεν έβγαλε η μάνα μου όση ώρα της εξιστορούσα τα καθέκαστα. Ούτε λέξη πέραν της παρατήρησης ότι ξυπνήσαμε και τους τεθνεώτες του Αγιοκωσταντίνου τους οποίους συμπεριέλαβε στο ακροατήριό μας, μετά των ζώντων προηγούμενης αναφοράς της… Κιχ, μονάχα την ώρα που ήμουνα στο σημείο της απειλής για… τα ράμματα στη γούνα μου, είδα τις παλάμες της να σφίγγονται σε τσιμεντένιες γροθιές και μια σταγόνα ιδρώτας, μόνο μία, να σκαλώνει πάνω στο δεξί της κατάμαυρο φρύδι. Φύγαμε από τα γεγονότα αυτά και η κουβέντα μου, με την ευκαιρία της στιγμής, πήγε σε Ευρυτάνες, ανταρτόπουλα που είχαν ονοματεπώνυμο, μάνα και πατέρα και χάθηκαν για την υπόθεση της λευτεριάς και της κοινωνικής δικαιοσύνης, παραμένοντες αδικαίωτοι ως τις μέρες μας. Και για τους άλλους, τους «απέναντι» μίλησα κι ανάφερα γνωστά, θλιβερά κι ατιμώρητα εγκλήματα. Οι δράστες τους είχαν επίσης ονοματεπώνυμο, μάνα και πατέρα. Κάπου -κάπου πρόσθετε κι ο Αργυράκος ένα όνομα, έναν τόπο, μια πληροφορία για μιάσματα που πήραν χρήσιμο κοσμάκη στο λαιμό τους.
Μη φαντασθεί κανείς πως ο πατέρας μου δεν φοβόταν κι αυτός τα μπλεξίματα και τις φασαρίες μου με τα πολιτικά. Φοβόταν και πολύ μάλιστα! Ήταν όμως τόση η σιχασιά του για το σύστημα που κάποιες φορές έσπαγαν με πάταγο τα συντηρητικά του αναχώματα κι έμπαζε στην ψυχή του μονομιάς βουνήσιος φρέσκος αέρας των Αγράφων, της Νιάλας, και των Τζουμέρκων. Δεν θυμάμαι πόσο κράτησε αυτή η κατάθεσή μου στην ανακρίτρια μάνα μου, λίγο πάντως δεν μπορείς να το πεις…
Όταν ξανάκουσα την επιτακτική φωνή της ήμουν ήδη ξαπλωμένος στο κρεβάτι μου και ήξερα πως το ίδιο είχε κάνει κι ο πατέρας μου. Τώρα, με το ρόλο του δημόσιου κατήγορου η πρώην ανακρίτρια, στεκόταν στην πόρτα της ισόγειας κάμαρας με μέτωπο προς το συζυγικό της κρεβάτι. Το καταλάβαινα γιατί οι φωνές ερχόταν σε μένα μέσα από τις φερνάδες του σανιδένιου πατώματος. Ήμουν ακριβώς πάνω από την κρεβατοκάμαρα των γονιών μου.
-Αργυράκη θα σου πω μια κουβέντα για τελευταία φορά και θέλω να έχεις ξεβούλωτα τ΄αφτιά σου. Πρόσεξε, μην τον θαρρεύεις, κι άλλες φορές σου το ξανάπα και δεν το λογάριασες μια πεντάρα. Μην τον ξεσηκώνεις!
-Βρε σατανά, δεν τον ξεσηκώνω και το ξέρεις. Αλλά γιατί μου λες να μην τον θαρρεύω, σε ρωτάω γιατί;
-Γιατί μια μέρα, του παλληκαρά η μάνα είναι αυτή που κλαίει. Αργυράκη, γέρασες μαύρε μου και δεν το κατάλαβες ακόμα;
Ακολούθησε μια μικρή σιωπή, τόση που νόμισα πως ο διάλογος είχε κλείσει σε αυτό το σημείο. Τέλος άκουσα δυνατά τον πατέρα μου να συντρίβει στα τάρταρα το φιλοσοφημένο σκεπτικό της μανούλας μου:
Μπουμπουνισμένο κεφαλάκι, γράφτο αυτό που θα σου πω, μάθημα από τον Αργύρη της Βασιλικούλας. Ναι! του παλληκαρά η μάνα ενδέχεται να κλάψει μια μέρα! Του κιοτή όμως κλαίει κρυφά κάθε μέρα, για τον άχρηστο που θήλασε στο βυζί της! Κατάλαβες; Καληνύχτα!
Λατρεμένε μου πατέρα, όσο χρόνο έζησε η μάνα μετά από σένα τέτοιο κλάμα δεν της προξένησα. Εσύ όμως γιατί της είπες να γράψει την κουβέντα σου αφού ήξερες πως ήταν αγράμματη;
Θα σε θυμάμαι παντοτινά!
Αυτός που δεν ξέρει την αλήθεια είναι απλά άσχετος. Αυτός που ξέρει την αλήθεια και την διαψεύδει είναι κάθαρμα! (Μπέρτολτ Μπρεχτ)
Ο πατέρας μου Αργύρης επέστρεψε στη μάνα γη στις 29 Μαρτίου του έτους 2006. Δεν ήταν πλήρης ημερών, όμως υπερχείλιζε από σοφία, αθόρυβη αγωνιστικότητα και αίσθημα ικανοποίησης για τον τρόπο που ολοκλήρωσε την αποστολή του. Παντού γύρω μου μυρίζω ακόμα την μοσχοβολιά της ψυχής του!
Ήταν ένα επίλεκτο κείμενο
από τον συμπατριώτη Δημήτρη Α. Γκορόγια
18 σχόλια:
Τι καταπληκτική γραφή!!! Λογοτεχνική με απίστευτες εικόνες μα ταυτόχρονα και ωμή πέρα για πέρα αληθινή! Θαυμάσιο κείμενο!
Ύμνο έγραψε ο άνθρωπος για την ευρυτανική φύση. Υμνο
Σε εποχές που τριγύρω επικρατεί έρεβος, συναντάμε και την ελπίδα του φωτός. Συγχαρητήρια Δημήτρη Γκορόγια.
Η μοσχοβολιά της ψυχής του πατρός απλώθηκε μέσα από αυτό το υπέροχο άρθρο.
Μητσιο Γκορογια εκπληκτικα τα οσα γραφεις και τα συνδεεις μεταξυ τους ομορφα ολα αυτα.Αυτο που μουεκανε ιδιαιτερη εντυπωση ειναι το πανεμορφο ολογιομο φεγγαρι αναδυομενο στην λιμνη.Ευγε.
Δημήτρη, φίλε και συμμαθητή μου, δε μπορεί κάποιος διαβάζοντας αργά - αργά την εξομολόγησή σου να μην συγκινηθεί. Εγώ πάντως πέρασα σ' άλλο επίπεδο... Τα μάτια υγράνθηκαν.... μαζί με της ψυχής τη συμπόρευση με της δικής σου τον πόνο, και του μυαλού την αγαπημένη εικόνα του σκηνικού σου στο πατρικό σας σπίτι!! Έκανες με αυτό σου το κείμενο μεγάλη παντοτινή λαμπάδα αφιερωμένη και στους δυό γονείς σου κι αυτό πιστεύω είναι ό,τι πιό ωραίο μπορεί να δώσει ένα παιδί στους γεννήτορές του! Μπράβο σου! Μπράβο και στον Ευρυτάνα Ιχνηλάτη μας, που στον φιλόξενο "τόπο" του φιλοξενεί τέτοια κείμενα βγαλμένα απ' την ψυχή ανθρώπων που άνω θρώσκουν, ανθρώπων που οι λέξεις τους "σπάνε με πάταγο τ' αναχώματα κάθε που έμπαζε στην ψυχή τους μονομιάς βουνήσιος φρέσκος αέρας των Αγράφων, της Νιάλας, και των Τζουμέρκων." , ανθρώπων που σπέρνουν σπόρο για έναν καλύτερο κόσμο!!! Νάστε πάντα καλά αμφότεροι!! Τιμάτε τη γη που μας γέννησε!! Σας ευχαριστούμε!
Όταν τα γραφόμενα βγαίνουν από καρδιάς τότε μόνο αλήθειες λένε και συγκινούν τους αναγνώστες!!!
Καμώθηκε τον ήρωα λοχία που του χρωστάμε, γιατί με τους ομοίους του έσωσε την πατρίδα από τους «ξεβράκωτους» κατσαπλιάδες και τον κομμουνισμό. Και ΄γω με τη σειρά μου τον ονομάτισα πλύστρα των αφεντάδων που δεν είχε τότε, ούτε και τώρα έχει ιδέα, για το τι και ποιους αντιμάχονταν. Τι ήθελαν εκείνοι οι ψειριασμένοι αξούριστοι, για τι πράγμα βρισκόταν εκεί πάνω στα χιονισμένα βουνά, μισόγυμνοι, ξυπόλητοι, νηστικοί και καταδικασμένοι. Ξέρεις λοιπόν τι έκανες εσύ μπαρμπα Γιάννη με τις σαρδέλες σου στο Γράμμο; Κατούρησες πολύ όρθια και γύρισε η βροχούλα στο κεφάλι σου. Αυτό έπαθες πολεμώντας εκείνους που ήθελαν να σε βγάλουν από τη σκλαβιά, την αδικία, την εκμετάλλευση και τη φτώχια. Κοίτα τα καζάντια σου λοιπόν από τότε κι ως τα σήμερα, λοχίας, κολλήγος, σέμπρος, μπαξεβάνης, δραγάτης, οικοδόμος, ξυλεργάτης, μετανάστης… κι ότι άλλο κάνω πως ξεχνάω από αυτά που υπήρξες! Τι είναι τα μπερεκέτια σου γρίβα μου; Θα παραδεχτείς επιτέλους πως πέρασες τη ζωή σου ξοδεύοντας ψυχή, αίμα κι ιδρώτα για ξένα διάφορα;
ΜΕ ΑΥΤΟ ΤΑ ΕΙΠΕΣ ΟΛΑ.
Τούτο τον Φλεβάρη, που συνεχίζει να κρατάει τις φλέβες του κλειστές, οι Λέξεις του Δημήτρη «είναι φλέβες που μέσα τους αίμα κυλάει». Αίμα που μιλάει για την υπέρτατη Θυσία χιλιάδων Ανθρώπων, για Αγώνες δύστοκους και ελπιδολάλητους, για Αξίες που στήθηκαν μπροστά σε ερπύστριες και πολυβόλα, για Ήρωες που είχαν πίσω τους «έλατα και κρύα νερά», προγόνους «από δρυ και από οργισμένο άνεμο».
Οι Λέξεις του γίνονται «καρφιά» για «κείνους που πράξαν το Κακό», που έγιναν ομοϊδεάτες και ομοτράπεζοι των φασιστών.
Οι Λέξεις του μεταμορφώνονται σε «παγάν λαλέουσαν», βαφτίζονται στου Ομήρου τα επίθετα, στου Παπαδιαμάντη τις περιγραφές και σταίνουν χορό ερωτικό στις ομορφιές της Ευρυτανικής Γης.
Μας δανείζουν την πνοή τους για να ψυχανεμιστούμε το μεγαλείο και τη σοφία της φύσης, να «δούμε» τη ζωή τη λεύτερη. Μας στρώνουν το πιο πολυποίκιλτο υφαντό τους, για να ξαποσταίνουμε, να ξεπεζεύουμε τις αγωνίες μας και να κρυφακούμε γνοιασμένες κουβέντες απ’ τον Αργυράκη της Βασιλικούλας, και τη Γιωργίτσα απ’ το Κουτσπερό. Ο Πατέρας με το καθάριο βλέμμα να περνάει από κόσκινο τους κιοτήδες και με το τσιγάρο στο χέρι να τουλουπιάζει πίκρες και χαρές, καημούς κι απαντοχές. Και η Μάνα η «αψίκορη, ζωσμένη τη φραμπαλάτη ποδιά της» να πολεμάει να φτιάξει ασπίδες «ομφαλόεσσες» γύρω απ’ το παιδί της, που τη σεβάστηκε όσο ζούσε, πορευόμενος στους δρόμους της παλληκαροσύνης.
Και τώρα στο λιοθώρητο «τραπέζι» του Ιχνηλάτη μάς κερνάει «τσίπουρο» μοσχοβόλιστο, να στάζουμε την πρώτη καταποσιά στο χώμα, μνημονεύοντας όλους εκείνους που δεν «σκιάχτηκαν» το «μαύρο σύννεφο», και να απαλομαζεύουμε τη «μια σταγόνα ιδρώτα» που σκάλωσε πάνω στο «δεξί κατάμαυρο φρύδι της μάνας».
Ακευσώ
Τι να πώ σε όλους σας, μα και στον καθένα ξεχωριστά! Σας ευχαριστώ από την καρδιά μου! Πόσο νοιώθω χαρούμενος για την εκτίμησή σας.... Να είστε πάντα καλά!!!
Να έχεις την ευχή τους Δημήτρη.
Που σίγουρα την έχεις δηλαδή.
Καταπληκτικό κείμενο συμμαθητή του δημοτικού και κοντοχωριανέ Δημήτρη!!!
Με ταξίδεψες στα παιδικά μου χρόνια της πατρίδας μας το κατάπια μονορούφι σαν το δροσερό νεράκι Απ τον άμπλα (πηγή στο σαραντόρεμα).....Αλλα η πατρίδα μας δεν είναι τα παιδικά μας χρόνια?.....Εσύ τα 'επιασες όλα,και τον καυμό των γονιών μας, και τα πέτρινα χρόνια που πέρασε η πατρίδα μας,και οι θυσίες ένθεν και κείθεν. Αλλα και την άγνοια όσων πολέμησαν στο πλευρό των νικητών στον τελευταιο εμφύλιο και όχι μόνο....Να είσαι καλά και να συνεχίζεις να μας συναρπάζεις με τα ωραία κειμενά σου!!!Και την εκτιμησή μου στο μπλοκ του Ευριτάνα Ηχνιλάτη!!!
Οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ᾿ ἐν τῷ εὖ τὸ πολύ,ΕΞ-ΑΙΡΕΤΙΚΟ ΤΟ ΆΡΘΡΟ ΣΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ,ΜΙΑ ΑΝΗΣΥΧΗ ΡΟΥΚΕΤΑ ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΗΣΥΧΙΑ
Απέραντη συγκίνηση και θαυμασμός γι αυτή την κατάθεση ψυχής. Αν και δεν κατάγομαι απ' τα μέρη σας, με κάνατε να νιώθω απέραντη αγάπη για τους ανθρώπους που άφησαν τα χνάρια τους στην ιστορία του τόπου, τους νιώθω σαν δικούς μου προγόνους και δοξάζω τον Πανάγαθο που έχουμε τέτοιες παρακαταθήκες. Άξιος συνεχιστής της γονεϊκής κληρονομιάς ο κ. Γκορόγιος! Ιχνηλάτη, συγχαρητήρια για όσα απλόχερα μάς χαρίζεις εδώ μέσα. Ανεκτίμητης αξίας τέτοια κείμενα!
Ο γαλατένιος ουρανός ,η μαγική φάτνη των αστεριών ,τα ζωντανα της φύσης ,ο Αγραφιώτης ποταμός ,η λίμνη ,το πατρικό σπίτι ,οι γεροντες γονείς ,οι θυσίες των ανταρτών ,το Πολυτεχνείο ,όλα δέθηκαν μαεστρικά με τη λογοτεχνική κλωστή και μας ταξιδεψαν στην ομορφιά και τις μνήμες .Μπράβο σου κε Γορόγκια.
Τι να πεις για αυτό το κείμενο!! Πραγματικά υπέροχο!! Ας μου επιτραπεί, μεγάλη η περηφάνεια για την Ευρυτανία μας και τους συντρόφους μας. Γιάννης Γ.Κ.
Ευχαριστούμε ολόψυχα τον συμπατριώτη μας Δημήτρη Α. Γκορόγια γι' αυτό το εξαιρετικό κείμενο που χάρισε στο blog μας και τους αναγνώστες μας.
Ευχαριστούμε και όλους εσάς για τις επισκέψεις και τα όμορφα σχόλιά σας.
Μεγαλειωδες αφιερωμα.!!
Δημοσίευση σχολίου