Ένα υπέροχο νοσταλγικό αφιέρωμα στα παιχνίδια των παιδιών - από την Κρικελλιώτισσα "Ακευσώ"
για τους αναγνώστες του "Ευρυτάνα ιχνηλάτη"
******
«Ο ήλιος αυτός ήταν δικός μου και δικός σου.
Τον μοιραστήκαμε» (Γ. Σεφέρη)
1968!
Απομεσήμερο, κάτω απ’ το ξενοδοχείο «Ξενία» στο Καρπενήσι.
Αγυιόπαιδες αλλοπαρμένοι κυνήγαγαν σε μια μπάλα, φτιαγμένη από ξηλωμένα τσουράπια, της Νιότης τα ψιθυρίσματα. Ένα ανθρώπινο κουβάρι σβάρνιζε τον τόπο, που ξεχορτάριαζε την αγκάλη του για να κρύψει τα μυστικά του τα πρωτόφαντα. Άρχιζαν το παιγνίδι με «κορώνα-γράμματα», λες και στρατεύανε την ορμή τους να πιάσουν τη Ζωή σ’ αλαφιασμένο μέλλον. Ποιος νοιαζόταν για γρατσουνισμένα γόνατα, για μελανιασμένα χέρια; Ποιος άκουγε της μάνας το κάλεσμα, βερνικωμένο με της αγωνίας την έγνοια;
-Αχρόνιαγα! Νύχτωσε! Πότε θα ξεστραβωθείτε, διαβάζοντας;
Όλα μια πρόβα, σε μια παράσταση που θα την σκηνοθετούσαν ενήλικες πια, σε μια ορχήστρα μαντρωμένη από οιηματίες, μικρόνοες ηγετίσκους.
- Να κλείσει ο απογευματινός καφενές του Φλώρου! ωρυόταν ο γυμνασιάρχης, αμύντορας του επαρχιώτικου καθωσπρεπισμού και θεματοφύλακας του «απαγορεύομεν και αποβάλλομεν!»
Μα οι θαμώνες του παιχνιδιάρικου και γελαζούμενου καφενέ δεν σκόπευαν να τον κλείσουν.
Ήταν δικός τους!
Δεν θα παίζανε «τα σκλαβάκια»!
Δεν θα γίνονταν «στρατιωτάκια ακούνητα» στη θέληση στείρων απομνημονευματολόγων ενός ακραιφνούς συντηρητισμού!
Συνέχιζαν να ερωτοτροπούν με την μπάλα, την τσιλίκα, τα μπιιιιιζ, τις αμάδες, τη μακριά γαϊδούρα…
Συνέχιζαν να χάνονται στους ελατιάδες, παίζοντας κρυφτούλι με τα ζαρκάδια, κυνηγητό με τους λαγούς και τις βερβέρες.
Συνέχιζαν ν’ αναμετρούν την σβελτοσύνη τους σε μακροβούτια απόκοσμα, στους βούραγκες, στ’ Κουτσουφράγκ’ .
Κι όταν απόσωναν, έπαιζαν «τα σκαμνάκια», εξασκούμενοι στο άλμα και στα ακροβατικά τσαλίμια, αδιαφορώντας αν κάποτε, κάποιοι τσαρλατάνοι θα καπηλεύονταν τούτες τις δεξιότητες για να τσαρμακολληθούν στης εξουσίας τους θώκους.
Τα παλληκαράκια της αλάνας και των ρουμανιών δεν τα ‘σκιαζε η φοβέρα, γιατί νανουρίστηκαν με δροσοπαιχνιδίσματα του παιδαγωγού Γιάννη Βράχα:
«Τα παιδάκια στο λιβάδι
παίζουν πρόσχαρα κρυφτό.
Δεν μπορούν να το χορτάσουν
το τρελό παιγνίδι αυτό.
Κούκου-κούκου τα παιδάκια,
κούκου-κούκου τα πουλιά,
γιόμισε ο τόπος όλος
με χαρούμενη λαλιά»
Δίπλα στη μανιά μαθήτευσαν «το τυφλοπάνι» πώς να περπατάνε τ’ ακροδάχτυλά τους στα χαρακτηριστικά του διπλανού τους, ν’ αποκαλύπτουν το όνομά του και να φορούν το πανί στα δικά του μάτια. Και σε κείνα τα συναπαντήματα ανασταίνονταν κρυφοαγγίγματα και βαθιές ανασεμιές.
Πώς να μαντρώσει ο ευθυνόφοβος και αγέλαστος άρχων των μορμολυκείων λεύτερες ζωές, ανθισμένες στη σκληράδα του πετροπόλεμου, με τρόπαια τ’ ανοιγμένα κεφάλια, τα γιατρεμένα με του τσιγάρου τον καπνό;
Πώς να υποτάξει ένα ποτάμι πεθυμιών, που γαλήνευε, καθώς Ευρυτάνες παππούδες περιέγραφαν πως, όντας παιδιά του δημοτικού, πήγαιναν στων δασών τα ξέφωτα, έκοβαν έναν κέδρο χοντρόκορμο και δίμετρο, τον έχωναν στη γη κατακόρυφα, αφού πρώτα είχαν πελεκήσει την κορυφή του κατάλληλα. Σ’ αυτήν προσάρμοζαν οριζόντιο ξύλο και στη συνέχεια στις δυό άκρες του ανέβαιναν και περιστρέφονταν με ταχύτητα, αδιαφορώντας αν από κάτω έχασκε ο γκρεμός, φωνάζοντας «το μυαλό μας και μια λίρα».
Άλλοτε έφτιαχναν «τα καροτσίνια». Έκλεβαν από τους βαρελάδες σιδερένια στεφάνια που τα κύλαγαν μ’ ένα ξύλο ή ένα σύρμα κατάλληλα γυρισμένο, για να τα οδηγούν στον δρόμο τρέχοντας. Ήταν η γνωστή «κύλα» για τους νεότερους, που θα τους καθοδηγούσε στο διάβα τους και θα τους προφύλαγε από ανεπιθύμητες κατρακύλες.
Οι πιτσιρικάδες, στις τελευταίες τάξεις του δημοτικού μάχονταν με τις «τσουτσουμπέκες». Έπαιρναν ένα κομμάτι ξύλο 30 πόντων από φοξυλιά, έβγαζαν τη μαλακή ψίχα του, και προσάρμοζαν στη μια τρύπα του ένα λεπτό ξύλο κρανιάς χτυπημένο στην άκρη να γίνει θυσσανωτό. Το άλλο άκρο του τρύπιου ξύλου το έκλειναν με ένα μικρό κέδρινο μπαλάκι. Σπρώχνοντας το ξύλο της κρανιάς, το παιγνίδι λειτουργούσε ως τρόμπα και εκτίνασσε το κεδρομπούπουλο με δύναμη στον στόχο.
Συντρόφισσες στις τρέλες τους και τα κορίτσια που δεν ήθελαν να υστερήσουν απ’ των αγοριών το πέταγμα. Κάποια ύφαιναν τα μικράτα τους φτιάχνοντας αυτοσχέδιες κούκλες, παραγεμισμένες με άχυρο και φτιασιδωμένες με αποφόρια χρωματιστά. Στα πάνινα χεράκια τους σκούπιζαν τα δάκρυά τους, σ’ αυτές εξομολογούνταν τα μικρά τους μυστικά. Κι όταν μικροπαντρεύονταν, τις κλείδωναν στο νυφιάτικο μπαούλο, θυμητάρια παιδικά και δυσεύρετα.
Στα χωριά της Ευρυτανίας, δεν είχαν την πολυτέλεια να παίξουν τις «κουμπάρες», ανταλλάσσοντας επισκέψεις με τις κούκλες τους, καθώς τις είχαν δεμένες στο άρμα της νοικοκυροσύνης, μικροκαμωμένες κυράδες στα χωράφια, στα σωκήπια, στα κοτερά, στις γίδες, στο φύλαγμα των μικρότερων...
Εκείνα τ’ αλλιώτικα χρόνια χαίρονταν τα παιδιά ν’ αυτοσχεδιάζουν, να δημιουργούν, να παίζουν ώρες πολλές το ένα δίπλα στ’ άλλο, μέχρι που η μαγεία των παιχνιδιών να χαθεί στ’ ανεμοσούρια και τις νεροσυρμές του Χρόνου.
Παιδιά νιόφερτα, τα καλοκαίρια, απ’ της πολιτείας τα καντούνια, κουβαλούσαν μαζί τους παιχνίδια πρωτόγνωρα, πλαστικοποιημένα απ’ του χρήματος την ξεμυαλίστρα δύναμη. Δικά τους παιχνίδια! Ολοδικά τους!!
Που δεν ήθελαν να τα μοιραστούν!
Που τα ‘κρυβαν στο δωμάτιό τους και ύψωναν γύρω τους μια μοναξιά αξιοθρήνητη…
Και το «θέλω κι αυτό!», «θέλω κι εκείνο!», γέμιζε την ψυχή τους με μια παγωμένη αδιαφορία κι ένα σακατεμένο τρίξιμο «της κύλας» στους αραχνιασμένους δρόμους της απληστίας, στα σκοτιδιασμένα τρίστρατα του αδηφάγου καταναλωτισμού….
Ήταν ένα ξεχωριστό άρθρο της "Ακευσούς" από το Κρίκελλο για τα χρόνια της αθωότητας
(στο blog "Ευρυτάνας ιχνηλάτης" )
12 σχόλια:
Καταπληκτικό άρθρο. Μπράβο!
Σ.Μ.
ΠΟΛΥΤΙΜΗ ΣΥΜΒΟΛΗ ΣΤΗ ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ ΤΟΥ ΤΟΠΟΥ ΜΑΣ.
ΘΕΡΜΑ ΣΥΓΧΑΡΗΤΗΡΙΑ ΣΤΗΝ ΑΚΕΥΣΩ.
Τι υπέροχο ταξίδι στα χρόνια της αθωότητας!
Τυχεροι οσοι τα εζησαν στο δρομο και στην αλανα και οχι μεσα απο τον ψευδοκοσμο μιας οθονης.!!
Θησαυροί λαογραφίας και παράδοσης. Ειλικρινά δεν έχουμε λόγια να ευχαριστήσουμε για όλο αυτό. Να θυμηθούμε, να κρατήσουμε ζωντανούς τους θρύλους.
Την καλησπέρα μου.
Πολύ μακρινές μνήμες μάς κεντάει πάλι η Ακευσώ με την πλούσια νοσταλγική γλώσσα των παλιών γραφιάδων.
«Εκείνα τ’ αλλιώτικα χρόνια χαίρονταν τα παιδιά ν’ αυτοσχεδιάζουν, να δημιουργούν, να παίζουν ώρες πολλές το ένα δίπλα στ’ άλλο…».
Τότε που δεν μας ενοχλούσε η φτώχεια και δεν κινδυνεύαμε να πέσουμε «στα σκοτιδιασμένα τρίστρατα του αδηφάγου καταναλωτισμού….»
To blog σας είναι από τα καλύτερα του διαδικτύου.
'....με την κύλα, την μπάλα, την τσιλίκα, τα μπιιιιιζ, τις αμάδες, τη μακριά γαϊδούρα…" και τόσα άλλα παιχνίδια τής δικής μου εποχής.(είμαι γεννηθείς το 1949). Ναι, αυτά ήταν τα παιχνίδια που τόσο ωραία τα περιγράφει η καλή μας Ακευσώ ήταν τα παιχνίδια τής γενιάς μας. Μνήμες από έναν άλλο κόσμο, με άλλες αντιλήψεις και συμπεριφορές.
Τα σέβη μου στην ευγενική ψυχή τής αγαπημένης μας Ακευσώ!!!
Αν και αρκετά νεότερος..........και χωρίς να έχω ζήσει τα περισσότερα από όσα περιγράφει η Ακευσώ παρά μόνο από διηγήσεις μεγαλυτέρων.................έχω μαγευτεί από την παραστατική γραφή της.................που με μετέφερε σε μια πολύ πιο ανθρώπινη εποχή............ Ευχαριστώ!!!!!!!!!!!!!!!
Για να θυμούνται τα παλιότερα "παιδιά" και να μαθαίνουν τα νεώτερα !
Θαυμάσια αφήγηση από όμορφα χρόνια.
Εκ μέρους του blog "Ευρυτάνας ιχνηλάτης" ευχαριστούμε εγκάρδια την αγαπημένη μας "Ακευσώ" από το Κρίκελλο για το νοσταλγικό αφιέρωμα που δώρισε
στους φίλους του ιστολογίου μας.
Ευχαριστούμε, επίσης, και όλους εσάς για τις επισκέψεις και τα σχόλιά σας.
Δημοσίευση σχολίου