Επικηρύσσει η Κυβέρνησις τους ληστάς, αι χωρικοί τους λύκους και τους αετούς, και κανείς δεν εσκέφθη να επικηρύξη την τίγριν αυτήν του ελληνικού λόγγου. Αν τα πτηνά είναι χρήσιμα διά τα σπαρτά, τα οποία σώζουν από τα επιβλαβή έντομα, η αγριόγατα είναι ασφαλώς ο μεγαλύτερος εχθρός της ελληνικής γεωργίας. Ζη, ως επί το πλείστον, με πουλιά. Και όσα αφήνει αυτή τα ξεπαστρεύουν τα φίδια. Ευτυχώς ο Θεός ηθέλησε και έβαλεν εις εμπόλεμον κατάστασιν αυτά τα δύο κακοποιά πλάσματα του λόγγου.
Η φιδολογική τέχνη της αγριόγατας είναι θαύμα θαυμάτων πονηρίας. Άμα βλέπη φίδι του δίνει την ουράν της. Εκείνο παλεύει να την δαγκάση, και αφού τοιουτοτρόπως του απασχολήση την προσοχήν με την ουράν της, ορμά και το κτυπά με το νύχι της κατακέφαλα. Εάν το φίδι προφθάση και δεθή γύρω από το σώμα της η αγριόγατα είναι χαμένη. Αλλ’ έχει τόσην τέχνην, ώστε η μάχη θα απολήξη εις βάρος του φιδιού.
Βέβαιος όμως νικητής κατά του φιδιού είναι μόνον ο σκαντζόχοιρος. Πιάνει το άκρον της ουράς του φιδιού και αποσύρει αμέσως την μούρην του εις το ακανθώδες κάλυμμά του. Επειδή δε το φίδι, πιασμένον από την ουράν δεν ημπορεί να φύγη, στρέφει και κτυπά τον σκαντζόχοιρον ή μάλλον τ’ αγκάθια του.
Όσον δε πληγώνεται τόσον ερεθίζεται και εξακολουθεί να κτυπά, μέχρις ότου επιτέλους κατακομματιασθή επάνω στα βελόνια του σκαντζοχοίρου.
Πιστεύω εις την ευφυίαν αυτήν του σκαντζόχοιρου, διότι η λαϊκή ζωολογία - εξ ονόματος της οποίας ομιλώ εις τα σημειώματα αυτά - διηγείται μεγαλύτερα τεχνάσματά του. Εις την ιδικήν του ιστορίαν, - είναι το μόνον ζώον, το, οποίον εξακολουθεί να φέρη ακόμη τον τίτλον του Ρήγα - ανέφερα το πώς ο σκατζόχοιρος κλέβει τα περιβόλια. Μαζεύει εις ένα μέρος, σταφύλια, αχλάδια, σύκα, κυλίεται επάνω των, ώστε να εμπηχθούν εις τα βελόνια του, και τοιουτοτρόπως μεταβάλλεται εις οπωροπωλείον. Κατά μίαν ποιητικήν παράδοσιν, την συγκομιδήν αυτήν την φέρει εις την ερωμένην του:
Φέρνει σταφύλι κόκκινο
κυδώνι μυρωδάτο
αχλάδι κατακίτρινο
ροδάκινο μοσχάτο.
Αλλ’ οι χωρικοί, οι οποίοι έπαυσαν πλέον να είναι ποιηταί, διηγούνται ότι ο κατ’ αυτόν τον τρόπον οπωροσκεπαζόμενος σκαντζόχοιρος δεν έχει ούτε ερωμένην ούτε εις ποιητικάς δωρεάς καταγίνεται. Έχει μαζί του ένα σύντροφον, ο οποίος κρυμμένος παραπλεύρως του, συλλαμβάνει τα πουλιά, που ρίπτονται επάνω του διά τα σταφύλια και τα σύκα.
Επιστρέφω εις την αγριόγαταν. Η μόνη τέχνη της και το μόνον αγαθοποιόν έργον της είναι η φιδοφαγία. Αλλ’ υποθέτω, ότι κάποιος αταβισμός ενεργεί διά να μισούμεν περισσότερον τα φίδια από την αγριόγαταν. Εννοώ το πάθημα της Εύας. Λόγος άλλος διά να αποκλίνωμεν υπέρ της αγριόγατας δεν βλέπω να υπάρχη. Διότι και κανενός είδους καταστροφή δεν υπάρχει άγνωστος εις την μικράν αυτήν τίγριν. Κυνηγά τους λαγούς, τα πουλιά, τα ψάρια, ρημάζει τους ορνιθώνας και τα μελισσομάντρια - σκοτώνει τις μέλισσες - επί πλέον δε έχομεν εδώ ένα ατυχή χωρικόν κυριολεκτικώς πετσοκομμένον από τα νύχια της.
Πλάσμα πονηρότερον και κακουργότερον δεν υποθέτω να έπεσεν από τα χέρια του Θεού. Η λαϊκή γλώσσα έχει πρόχειρον την φράσιν «παραμονεύει σαν αγριόγατα». Το συνηθέστερον «παραμόνεμα» της αγριόγατας είναι το εξής: Μία αγριόγατα κυνηγά τον λαγόν. Η άλλη πιάνει το «καρτέρι» και εκεί λουφάζει, σχεδόν γίνεται ένα με το χώμα. Ο λαγός, όταν καταδιώκεται, είναι στραβός από τον φόβον του. Άμα λοιπόν πέση στο καρτέρι, σωτηρίαν δεν έχει. Τα νύχια της αγριόγατας θα γαντζωθούν στον λαιμόν του.
Τα πουλιά πάλιν τα καταδιώκει ως εξής: Πιάνει μίαν κορυφήν δένδρου και παρακολουθεί απ’ εκεί τας διευθύνσεις των. Επειδή κατά την άνοιξιν τα πουλιά πηγαινοέρχονται στα δένδρα φέροντα τροφήν στα μικρά των, εκ των κινήσεων αυτών ανακαλύπτει την φωλιάν των και, άμα σουρουπώση, αρχίζει την δενδροπεριοδείαν. Εάν γνωρίζετε τον εχθρόν αυτόν των πουλιών, ο εαρινός λόγγος την νύκτα θα σας φαίνεται ατελείωτον θέατρον δραμάτων μητρικής στοργής.
Όλαι εκείναι αι φωναί των πουλιών, τας οποίας ανύποπτος διαβάτης ημπορεί να υποθέση ως τραγούδια, είναι κραυγαί βοηθείας. Εάν ζήτε εις την εξοχήν, δεν έχετε παρά να δοκιμάσετε ως εξής τα μαρτύρια των πουλιών: Να πάρετε μίαν γάταν και να την δέσετε εις ένα κήπον. Αμέσως θά την κυκλώσουν ως σύννεφα χιλιάδες πουλιών. Ένα να την ιδή, θα μαζεύση η φωνή του όλα τα πουλιά του χωριού.
Όλον το κάτω μέρος του τόξου του πολυμυθικού «Γεφυριού του Μανώλη» είναι κατάστικτον από φωλιές πετροχελιδονιών. Εις το άκρον, γεφυριού υπάρχει ένα χάνι, όπου θ’ ακούσετε χιλιόρρυθμον την παράδοσιν του στοιχειωμένου γεφυριού. Είχα κοιμηθή εκεί προπέρυσι, αφού επί ώρας ήκουσα την παράδοσιν της εύμορφης Πρωτομαστόρισσας, η οποία εξυπνά την νύκτα «με τη ρόκκα της όπως της επήραν τον ίσκιο» και φωνάζει για τον άνδρα της. Κατά τα μεσάνυχτα η ως τάφος σιωπηλή ρεμματιά εγέμισεν από μίαν χιλιόστομον ακατάληπτον κραυγήν.
-Δεν είναι η Πρωτομαστόρισσα… μου είπεν ο Χατζής. Είναι η αγριόγατα. Έρχεται για τα πετροχελίδονα...
Ο Χατζής μου περιέγραψε ζωγραφικώτατα το πλάσμα αυτό της αγριότητος.
-Δύο μερών να είναι τα παιδιά της, μου είπεν, ενώ είναι ακόμη θεόστραβα, σηκώνουν τις τρίχες των άμα νοιώσουν άνθρωπον γύρω των και λες πως θα πηδήσουν επάνω σου· ο Θεός να φυλάη.
Ο σιωπηλός λόγγος στοιχειώνει τον Φεβρουάριον από τον ερωτικόν σάλαγον των αγριόγατων.
Δίχως άλλο, η νεραϊδολογική λαϊκή μυθολογία οφείλεται εις τους έρωτάς των, οι οποίοι γεμίζουν τα σπήλαια, τα δένδρα και τα ρέμματα με κραυγάς, εις το άκουσμα των οποίων είναι αδύνατον να μη σας έλθη ο νους εις διαβόλους και νεράιδες.
Μετά τας διαφόρους αυτάς διηγήσεις του Χατζή, τον συνεβούλευσα να τουφεκίζη άμα ακούη τα πετροχελίδονα να σκούζουν. Αλλ’ ο μπαρμπα-Κολιός την εποχήν εκείνην δεν ήτο εις ευχαριστοτέραν θέσιν των πετροχελιδονιών. Είχε τρία κορίτσια εύμορφα και εκατόν φυγοδίκους επιμένοντας διά της κουμπούρας να γίνουν γαμβροί του. Ήτο λοιπόν πάνοπλος αυτός και τα κορίτσια του, τα οποία είχεν εφοδιάσει με διάφορα μαχαίρια, όπως μη «υφίσταται δικαιολογία περί βίας», καθώς έλεγεν.
Άμα ήκουσα αυτά τα πράγματα, διέκοψα το κήρυγμα της ζωοφιλίας, διότι θα ωμοίαζα με εκείνον, ο οποίος επήγαινε να ανάψη το τσιμπούκι του από τα καιόμενα γένια του γείτονός του.