Δευτέρα 28 Φεβρουαρίου 2011

ΔΙΚΟ ΣΟΥ ΕΙΝΑΙ ΑΦΕΝΤΗ ΜΟΥ!

                                                

28 Ιούνη 1817 :

« …Σύμφωνα με προφορική παράδοση, κατά την άφιξή του στο Καρπενήσι ο Αλή πασάς ρώτησε τίνος είναι το αρχοντικό που ξεχώριζε. Ο Χατζόπουλος του απάντησε:

- Δικό σου είναι αφέντη μου.

Και ο Αλής τότε αναφώνησε ευχαριστημένος :

- Μπράβο! Κι αυτός ο τόπος που βλέπεις πέρα να είναι όλος δικός σου.

Έτσι έγινε τσιφλίκι του Χατζόπουλου όλη η δυτική περιοχή ως τα χωριά Σελλά και Μηλιά… »

(Το παραπάνω γεγονός καταγράφεται στο βιβλίο του Χ. Μηχιώτη «Τυμφρηστός και Τυμφρήστιοι», εκδ. Κασταλία, σελ. 109)

=======================


Στην αχανή οθωμανική αυτοκρατορία οι υπόδουλοι ραγιάδες υπόκεινται για ολόκληρους αιώνες στην πιο στυγνή εκμετάλλευση. Η βαριά δυσβάστακτη φορολογία που επιβάλλει η Πύλη με τον κεφαλικό φόρο, με τα λογιών-λογιών χαράτσια, με τα αλλεπάλληλα δοσίματα, με τις παρακρατήσεις στις σοδειές και στα παραγόμενα προϊόντα, καθώς και με δεκάδες άλλες πρόσθετες επιβαρύνσεις εκ μέρους των τοπικών διοικητών, καθιστούν αφόρητη τη ζωή των λαϊκών στρωμάτων. Οι ραγιάδες έπρεπε να πληρώνουν αδιαμαρτύρητα για να γεμίζουν τα σεντούκια των πασάδων και του σουλτάνου.

Οι κατακτητές αν και επικυρίαρχοι δεν θα μπορούσαν να κινήσουν όλο αυτό τον αρπαχτικό εισπρακτικό μηχανισμό δίχως τη συνεργασία “χρήσιμων” ντόπιων υποτακτικών. Δίπλα, λοιπόν, από τον οθωμανό δυνάστη, συνεργός και συμμέτοχος στην τυρρανία υπήρξε και η ελληνική άρχουσα τάξη. Τούτη αποτελούνταν αφενός από τους ρωμιούς προεστούς και δημογέροντες, τους λεγόμενους κοτζαμπάσηδες και αφετέρου από κάποιους μεγαλορασοφόρους. Όλοι τούτοι τέθηκαν για αιώνες στην υπηρεσία των Τούρκων απολαμβάνοντας προνόμια και συσσωρεύοντας πλούτο.

Οι κοτζαμπάσηδες λειτουργούν σαν το μακρύ χέρι της οθωμανικής εξουσίας στους ρωμιούς. Τα ιδιαίτερα συμφέροντά τους είναι στενά δεμένα με αυτά των τούρκων αφεντάδων που υπηρετούν και αντιπροσωπεύουν. Αποτελούν την οικονομική ολιγαρχία, είναι αμείλικτοι φοροεισπράχτορες των εξαθλιωμένων ραγιάδων, δυνάστες και καταπιεστές. Οι ίδιοι απαλλάσσονται από “δοσίματα”, ενώ επιβαρύνουν το λαό με επιπλέον δικούς τους αυθαίρετους φόρους -πλην αυτών της κεντρικής εξουσίας- τους οποίους παρακρατούν προς όφελός τους. Συν τοις άλλοις οι κοτζαμπάσηδες για να επιβληθούν συγκροτούν αποσπάσματα πληρωμένων μπράβων για να τρομοκρατούν τον κόσμο. Παρέα με τους πασάδες αστυνομοκρατούν, δικάζουν και τιμωρούν με τη συνήθη ποινή, τη φάλαγγα! Ασκούν τοκογλυφίες, κατάσχουν τα λίγα υπάρχοντα των φτωχών ραγιάδων που αδυνατούν να πληρώσουν τα δοσίματα κι όλο αυγαταίνουν τα πλούτη τους. Οι Τούρκοι θέλοντας να προσδώσουν κύρος και νομιμοφάνεια στα τσιράκια τους, επιτρέπουν την «ελεύθερη» εκλογή του αρχικοτζαμπάση στις κατεχόμενες περιοχές. Μόνο που στη συγκεκριμένη εκλογική διαδικασία δεν έπαιρνε μέρος ο απλός λαός αλλά ο μητροπολίτης, οι ηγούμενοι των μοναστηριών, οι δημογέροντες και διάφοροι άλλοι προύχοντες. Στον τρόπο ζωής τους οι κοτζαμπάσηδες μιμούνται τους συνεργάτες Τούρκους, ντύνονται παρόμοια με αυτούς, συμπεριφέρονται σχεδόν το ίδιο, με τη διαφορά ότι αντί για το τζαμί προτιμούν την εκκλησία. Ο λαός τους απεχθάνονταν και σε ένδειξη βαθιάς περιφρόνησης τους αποκαλούσε  “τουρκοκοτζαμπάσηδες”, “χριστιανούς πασάδες”, “καλικάντζαρους” και άλλα… κοσμητικά!


O Πουκεβίλ στο έργο του “Ταξίδι στον Μοριά στην Κωνσταντινούπολη στην Αλβανία και σε άλλα μέρη της Οθωμανικής αυτοκρατορίας” (σελ. 386) γράφει: «Οι Έλληνες έχουν τους πιο μεγάλους εχθρούς ανάμεσά τους. Είναι οι κοτζαμπάσηδές τους, που σέρνονται μπροστά στα πόδια των Τούρκων και βασανίζουν σκληρά εκείνους, που θα έπρεπε ν’ αγαπούν και να παρηγορούν… Με την αναίδειά τους την αλαζονεία τους και την χαμέρπειά τους βάλανε όρια ανάμεσα σ’ αυτούς και στο ελληνικό έθνος. Το διεφθαρμένο γένος τους έχει όλα τα ελαττώματα των δούλων και ικανοποιείται από τις ταπεινώσεις των Τούρκων, με τα μονοπώλια, τις συμφεροντολογικές καταδόσεις και τις επαίσχυντες καταληστεύσεις του λαού».

Από τη συνεκμετάλλευση των σκλαβωμένων πληθυσμών οι προεστοί έγιναν πανίσχυροι τσιφλικάδες και άρχοντες. Είναι πασίγνωστο ότι τους δόθηκαν μεγάλες εκτάσεις με σουλτανικά φιρμάνια σαν ανταμοιβή για τις υπηρεσίες που παρείχαν.

Κάπως έτσι η Ιστορία «ακουμπά» και το δικό μας τόπο…

"Ευρυτάνας Ιχνηλάτης"

Παρασκευή 25 Φεβρουαρίου 2011

Η Μηλιά Ευρυτανίας και ο παλιός θρύλος!


Το χωριό...

Παραδομένο μέσα στην αγκαλιά των Ευρυτανικών Βουνών βρίσκεται το μικρό μα πανέμορφο ορεινό χωριουδάκι της Μηλιάς! Κουρνιασμένο σε μεγάλο υψόμετρο, κοντά στα 1060 μέτρα, το χωριό μένει σχεδόν ακατοίκητο το χειμώνα, συντροφεύοντας την άγρια μοναξιά του με τα αστραπόβροντα και τις χιονισμένες βουνοκορφές που το στεφανώνουν ολόγυρα. Όμως με τον ερχομό της Άνοιξης, οι πρώτοι Μηλιώτες ανηφορίζουν από την Αθήνα για το χωριό και από κει και έπειτα η Μηλιά βάζει τα γιορτινά της για να υποδεχτεί τους εκατοντάδες πιστούς της, νέους και μεγαλύτερους, που ιδίως το καλοκαίρι ζωντανεύουν με την παρουσία τους το αγαπημένο τους χωριό. Τότε είναι που τα γέλια, οι χαρές, οι περίπατοι μέσα στον ελατιά και οι δροσερές κεφάτες βραδιές στην πλατεία συνθέτουν την καλοκαιρινή ανάλαφρη καθημερινότητα, μέχρι σχεδόν τα μέσα Νοέμβρη τότε που η ερημιά και η μελαγχολική σιωπή επιστρέφουν μαζί με το βαρύ χειμώνα. Η αλήθεια είναι πως η "άσημη" Μηλιά βρίσκεται έξω από τους συνήθεις πολυδιαφημισμένους τουριστικούς χάρτες. Όμως η πηγαία και αυθεντική ομορφιά δεν έχει ανάγκη από «φτιασίδια» για να κλέψει τις αισθήσεις κάθε ανήσυχου ταξιδιώτη.

Η Μηλιά απέχει από το Καρπενήσι περίπου 18 χλμ. Ακολουθώντας την κατεύθυνση προς το Αγρίνιο, μετά από 8 χιλιόμετρα συναντάμε τη θέση “Μπακασάκι” με το αξιόλογο Χάνι της οικογένειας Μητρόπουλου. Στο σημείο αυτό επιλέγουμε την αριστερή διασταύρωση με την ένδειξη Στεφάνι, Μηλιά, Σελλά, Φιδάκια και Αγία Βλαχέρνα. Τα εν λόγω χωριά αποκαλούνται από τους ντόπιους… «Βαλκάνια»!!! «Σελλά, Μηλιά και Γόλιανη, πρωτεύουσα τα Φιδάκια» λέγανε και λένε μέχρι σήμερα, χαριτολογώντας, οι κάτοικοι. 

Η όλη διαδρομή είναι ονειρική. Ο δρόμος μας ξετυλίγεται μέσα σε ένα πλούσιο ελατόδασος κάτω από την υψηλή επιστασία των βουνοκορφών της Τούρλας και της Κρανιάς. Σε κάποιο σημείο της διαδρομής το βλέμμα μας μαγνητίζεται από τη φαντασμαγορική θέα της λίμνης των Κρεμαστών που λάμπει στο βάθος του ορίζοντα ασημοστολισμένη από τις ακτίνες του ήλιου. Ακριβώς μπροστά μας δεσπόζει η πιο επιβλητική κορφή της Χελιδόνας, ο περίφημος «Παπάς», που βαπτίστηκε έτσι από το ίδιο το σχήμα του βουνού. Προσπερνάμε τη στροφή που οδηγεί στο Στεφάνι (Γόλιανη) και κοντοστεκόμαστε ν' αγναντέψουμε το βουνό του «Λιβίνη» εκεί όπου το 1864 οι Τούρκοι υπέστησαν πανωλεθρία από τον ομώνυμο Καρπενησιώτη αρματολό. Λίγο παρακάτω  θα δροσιστούμε με το κρυστάλλινο νερό της νερομάνας Γκούρας.

Συνεχίζοντας την πορεία μας μέσα σε αυτή την εκπληκτική σύνθεση του ανόθευτου Ευρυτανικού ορεινού τοπίου, κάποια στιγμή αντικρίζουμε τη λεγόμενη «Ράχη», ένα μεγάλο ανοιχτό πλάτωμα που ορίζει την πλακόστρωτη πλατεία της Μηλιάς με το εξαιρετικό πετρόχτιστο μαγαζί της και το παλιό ταπεινό εκκλησάκι του Αϊ Θανάση. Εδώ στην αυλή της εκκλησιάς με τους πέτρινους πάγκους και τα αιωνόβια δέντρα, γίνεται κάθε χρόνο, γύρω στις 20 Ιούλη, ένα από τα ωραιότερα πανηγύρια του νομού Ευρυτανίας. Γλέντι, ψητά, κρασί και δημοτικό τραγούδι, μια καλή ευκαιρία για αντάμωμα των Μηλιωτών που είναι τόσο φιλικοί με τον επισκέπτη που αμέσως αυτός αισθάνεται μέλος μιας μεγάλης ζεστής παρέας. 

Η ματιά μας πλανιέται στα μικρά σπιτάκια του χαριτωμένου χωριού που σκαρφαλωμένα στην καταπράσινη πλαγιά δημιουργούν μια τρυφερή εικόνα. Γύρω από τη Μηλιά, πολλά παλιά μονοπάτια οδηγούν σε ερειπωμένους νερόμυλους και φυσικές πηγές. Κάποτε, στα μέσα του 19ου αιώνα, ξεκινούσε από το χωριό ένα μεγάλο μονοπάτι μήκους 6,5 χιλιομέτρων που οδηγούσε σε μια εύφορη κοιλάδα δίπλα από το Μέγδοβα ποταμό, όπου βρίσκονταν τα «Μηλιώτικα» που κατοικούνταν από 150 ανθρώπους. Απίστευτα όμορφη είναι και η περιπετειώδης ανάβαση προς την κορφή του «Παπά» που όμως στην κατάληξη της σε αποζημιώνει, χαρίζοντας από εκεί ψηλά μια μοναδική πανοραμική θέα, σαν αεροφωτογραφία, που κυριολεκτικά κόβει την ανάσα.  
 
Επί τουρκοκρατίας η Μηλιά ανήκε στον «καζά» (επαρχία) των Βλαχοχωρίων. Λίγο μετά τη σύσταση του Ελληνικού κράτους, το 1835 ο οικισμός της Μηλιάς υπάγονταν στο Δήμο Ευρυτάνων με έδρα το Κρίκελλο, ένα χρόνο αργότερα στο Δήμο Καρπενησίου, το 1919 στην κοινότητα της Γόλιανης, το 1953 στην κοινότητα Σελλών και σήμερα στο Δήμο Καρπενησίου. Όλη η περιοχή ήταν μέχρι και το τέλος της δεύτερης δεκαετίας του 20ου αιώνα, «ιδιοκτησία» ενός  μεγαλοτσιφλικά, απόγονου του προσκυνημένου δυνάστη Χατζόπουλου, ο οποίος την είχε καταπατήσει με τις γνωστές μεθόδους και με την ευλογία του Αλή Πασά (βλ. εδώ). Το 1920 οι φτωχοί κολλήγοι αγόρασαν από το Χατζόπουλο την περιοχή η οποία στη συνέχεια αποτέλεσε κτήμα τους. 


Ο παλιός θρύλος της βεντέτας!

Πέραν τούτων, ελάχιστοι γνωρίζουν τον φοβερό θρύλο που σημάδεψε το χωριό και που χάνεται στα βάθη των αιώνων. Σε κάποια οθωμανικά κιτάπια του 15ου-16ου αιώνα, η Μηλιά αναφέρεται σαν ένα πλούσιο χωριό όπου οι κάτοικοί της ευημερούσαν απασχολούμενοι κυρίως με την κτηνοτροφία. Οι γερόντοι διηγούνταν πως στην παλιά Μηλιά οι κάτοικοι φύλαγαν στα σεντούκια τους φλουριά κωνσταντινάτα και κοίμιζαν τα μωρά σε μαλαματένιες σαρμανίτσες (κούνιες)! Το χωριό τότε βρίσκονταν νοτιότερα, με επίκεντρο την εκκλησία της Αγίας Παρασκευής όπου ακόμη και σήμερα διασώζονται υπολείμματα ερειπίων της, καθώς και κάποια απομεινάρια παμπάλαιων σπιτιών. 

Η προφορική παράδοση, που μεταφέρθηκε από γενιά σε γενιά, αναφέρει πως σε μία μόνο χρονιά είχαν γίνει σε εκείνη την εκκλησία 40 γάμοι! Όπως πρόσταζε το έθιμο, την ημέρα του πανηγυριού της Αγίας Παρασκευής τα νεόνυμφα θα χόρευαν όλα μαζί. Εκεί λοιπόν, πάνω στο χορό, κάποιος πάτησε τη λυμένη καλτσοδέτα μιας νύφης. Αυτό θεωρήθηκε από κάποιους συγγενείς ως «ερωτικό σήμα» με συνέπεια να ξεσπάσει μια άγρια σύγκρουση που κατέληξε σε αιματοχυσία μεταξύ των οικογενειών του χωριού. Αχοβόλαγε επί μέρες ο τόπος από τις μπαταριές εκεί στο κάτω μέρος του χωριού όπου έγινε το μεγάλο μακελειό. Σε εκείνη την τοποθεσία η πλειοψηφία των κατοίκων αλληλοεξοντώθηκε, γι' αυτό και το σημείο από τότε ονομάστηκε «Φονικό», τοπωνύμιο που διατηρείται μέχρι σήμερα! 

Όσοι απόμειναν από αυτή τη φοβερή βεντέτα πήραν συγκλονισμένοι τα υπάρχοντά τους και εγκατέλειψαν το ρημαγμένο χωριό. Λίγοι τράβηξαν κατά την Πελοπόννησο, ενώ μοναχά μια χούφτα χωριανών κρατήθηκαν στη Μηλιά σαν φτωχοί, πλέον, κτηνοτρόφοι και μικροκαλλιεργητές. 

Οι γέροντες, όμως, στις διηγήσεις τους ισχυρίζονταν επίμονα ότι οι περιπλανώμενοι έφτασαν μέχρι τη... Μικρά Ασία (!) και εγκαταστάθηκαν σε ένα χωριό που το  ονόμασαν "Κόκκινη Μηλιά" σε ανάμνηση του τόπου καταγωγής τους και μάλιστα ότι πολύ αργότερα ορισμένοι συγχωριανοί τους που υπηρέτησαν στο μικρασιατικό πόλεμο έτυχε να συναντήσουν αυτό το χωριό! 

Κανείς βέβαια δεν ξέρει  που ακριβώς τελειώνει η αλήθεια και που αρχίζει ο θρύλος, αλλά σίγουρα κάθε τέτοια ιστορία κρύβει τα δικά της μυστικά... 

Σήμερα...

Σήμερα τίποτε φυσικά δεν θυμίζει αυτή την ξεχασμένη παράδοση, πέρα από τις διηγήσεις των παλαιοτέρων. Η Μηλιά αποτελεί ένα πανέμορφο ήρεμο και γαλήνιο τόπο, ιδανικό για ξεκούραση, εκδρομές, πεζοπορίες αλλά και περιπλανήσεις με 4Χ4 στην μοναδική υπέροχη φύση της. Οι Μηλιώτες άνθρωποι αυθεντικοί, εγκάρδιοι και φιλόξενοι, αγαπούν παθολογικά τούτο το χωριό. Άξιοι βιοπαλαιστές, μετά από χρόνια σκληρής δουλειάς στα μεγάλα αστικά κέντρα, επιζητούν την επιστροφή εκεί που κάποτε πρωτάνοιξαν τα μάτια τους. Με σεβασμό στην παράδοση αξιοποιούν το χωριό ανασκευάζοντας με μεράκι τα παλιά πατρικά τους σπίτια. Οι Μηλιώτες, όπως άλλωστε όλοι οι Ευρυτάνες, έχουν το δικό τους ενεργό Σύλλογο, ενώ και τα νέα παιδιά, αν και διαμένουν μόνιμα στην Αθήνα, εντούτοις έχουν ένα αξιοπρόσεκτο δέσιμο με το χωριό που εκφράζεται με τη δραστήρια συμμετοχή τους στα κοινά μα και με ποικίλες άλλες δραστηριότητές τους.


Πέμπτη 24 Φεβρουαρίου 2011

Ένα πρωί για τσάι στα Καυκιά...*




"Οι λάκες στα Καυκιά με μιά άλλη ματιά".
Αποβραδίς κανονίσαμε το άλλο πρωινό να πάμε με τον παππού μου και τον πατέρα μου για τσάι στο βουνό. Όλη τη νύχτα έβρεχε, το πρωί όμως, χαράματα που σηκωθήκαμε, ο καιρός είχε ανοίξει. Ετοιμαζόμαστε, παίρνουμε μαχαιράκια, σακούλες, τα σακίδια στους ώμους και ξεκινάμε. Φτάνουμε μέχρι στης Πέρδικας το Σύραχο, όπου και αφήνουμε το αυτοκίνητο. Από εκεί, το κόβουμε ίσια πάνω για την κορυφή. Η ανάβαση γίνεται δύσκολη, λόγω της βροχής που είχε πέσει το προηγούμενο βράδυ. Είμαστε όμως εφοδιασμένοι με γκλίτσες και όσο να’ ναι το τρίτο πόδι βοηθάει. Η διαδρομή ανάμεσα στα έλατα και στα κέδρα είναι μαγευτική. Μετά από δεκαπέντε λεπτά, αφήνουμε τα έλατα και μπαίνουμε στην αλπική ζώνη. Η θέα από κει πάνω είναι φανταστική. Ο παππούς πιάνει αμέσως δουλειά. Εγώ κοιτάω ακόμα αποσβολωμένος τη φύση. Ο πατέρας μου συνεχίζει προς την κορυφή. Τον ακολουθάω γρήγορα. Με το που φτάνουμε, βλέπω κάτι που δεν περίμενα να αντικρίσω. Ένα ‘‘γήπεδο’’ κατάραχα. Ο πατέρας μου γελάει κρυφά, βλέποντας την απορία στα μάτια μου. Τον ρωτάω: ¨τι είναι αυτό¨ και μου απαντάει: ¨η μεγάλη λάκα στα Καυκιά¨, "γιατί υπάρχουν και άλλες"; τον ρωτάω. Και τότε μου δείχνει και τις υπόλοιπες μικρότερες. Πώς και πότε έγινε αυτό, κανένας από τους δύο δεν γνωρίζει. Μέσα στον ενθουσιασμό μου σκέφτηκα ότι ήταν κρατήρες από πτώση μετεωριτών. Δεν το είπα σε κανέναν. Με την ερασιτεχνική αστρονομία ασχολήθηκα από μικρός. Έχω δει πολλές φωτογραφίες κρατήρων που δημιουργήθηκαν από πτώση μετεωριτών, και δεν πιστεύω ότι αυτές είναι απλές λάκες…

Καυκί: το (ουσι
αστικό). [ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ :καυκ (καυκή) -ί, ξύλινο συνήθως δοχείο που έχει πλατύ στόμιο. Αλλιώς καύκη και καύκα
1. πήλινο μαγειρικό σκεύος, όπου συνήθως σερβίρουν το φαγητό, η γαβάθα
2. το καύκαλο.
3. Στα Βυζαντινά χρόνια καυκί ονομαζόταν η κούπα χωρίς βάση που χρησιμοποιούσαν για να πίνουν κρασί. Επίσης καυκί ονομάζεται η κοίτη του ποταμού. Στην περιοχή του Αιγαίου το καυκί ήταν ογκομετρικό δοχείο και μονάδα μέτρησης σιτηρών που αντιστοιχούσε σε 15,374 κιλά.
4. Τέλος στα Χανιά της Κρήτης με το καυκί αποτιμούσαν τα κοπάδια. Ένα καυκί αντιστοιχούσε σε 20 ζώα.


                           *Και εδώ μερικές φωτογραφίες από τις λάκες στα Καυκιά:
                      


 

 






 

   


  
*Και τώρα οι λάκες στα Καυκιά, όπως εμφανίζονται από το δορυφόρο της Google:



                                       

      

*Φωτογραφίες από κρατήρες πτώσης μετεωριτών στην Ελλάδα και στον υπόλοιπο κόσμο.




Βόνιτσα (φωτογραφία)



Βόνιτσα (από τον δορυφόρο της Google)


Κονοπίνα Αιτωλοακαρνανίας (φωτογραφία)



 

Κονοπίνα Αιτωλοακαρνανίας (από τον δορυφόρο της Google)


   

Κρατήρας Αριζόνας







Σχετικά με τους μετεωρίτες

Μετεωρίτης
Είναι στερεό σώμα αστρικής προέλευσης, που έχει μικρό βάρος και που κινείται στο διάστημα με ταχύτητα 10-70 χιλιόμετρα το δευτερόλεπτο. Όταν οι μετεωρίτες μπαίνουν στ' ανώτερα στρώματα της ατμόσφαιρας, καθώς έλκονται απ' τη γη, συναντώντας την αντίσταση του αέρα, πυρακτώνονται κι εξαερώνονται σε ύψος 120-180 χιλιομέτρων.
Μερικοί μεγαλύτεροι καταφέρνουν να πέσουν στη Γη. Οι μετεωρίτες αυτοί είναι δύο ειδών: από πέτρα, οπότε λέγονται αερόλιθοι ή από σίδερο, οπότε λέγονται σιδερίτες.
Οι μετεωρίτες υπάρχουν και κινούνται στο διάστημα σ' όλη τη διάρκεια του χρόνου, φτάνουν στ' ανώτερα στρώματα της ατμόσφαιρας κι αναφλέγονται.


Χαρακτηριστική σύνθεση μετεωριτών


Μετεωρίτης σιδήρου


• Σίδηρος 91%


• Νικέλιο 8.5%


• Κοβάλτιο 0.6%


Πετρώδης μετεωρίτης


• Οξυγόνο 36%


• Σίδηρος 26%


• Πυρίτιο 18%


• Μαγνήσιο 14%


• Αργίλιο 1.5%


• Νικέλιο 1.4%


• Ασβέστιο 1.3%



Κλεομένης Αθ. Τσιόγκας 

Τετάρτη 23 Φεβρουαρίου 2011

Το γεφύρι της Τέμπλας


Το ξακουστό πετρόχτιστο γεφύρι της Τέμπλας ενώνει τις δύο απέναντι όχθες του Ασπροπόταμου (Αχελώου) αποτελώντας ταυτόχρονα και το σύνορο μεταξύ της Δυτικής Ευρυτανίας και του ορεινού Βάλτου Αιτωλοακαρνανίας. Η κατασκευή του ολοκληρώθηκε πριν από έναν και πλέον αιώνα (1911) με το χτίσιμο να έχει ξεκινήσει 3 χρόνια νωρίτερα. Δημιουργοί του γεφυριού της Τέμπλας ήταν διαλεχτοί Ηπειρώτες τεχνίτες, με πρωτομάστορες τους Νίκο Σούλη και Γιώργο Σταμάτη, οι οποίοι καλλιτεχνούσαν με τα άξια χέρια τους την πέτρα με μοναδική δεξιοτεχνία. Το έργο στοίχισε, τότε, 75.000 δραχμές, όταν το μεροκάματο ήταν 75... δεκάρες! 

Η δομή, η κατασκευή, αλλά και το «κλείδωμα» του γεφυριού ήταν τόσο μελετημένα και ανθεκτικά, ώστε όταν κατά τη διάρκεια του πολέμου το γεφύρι υπονομεύθηκε με νάρκες δεν έγινε κατορθωτό να γκρεμιστεί παρά μόνο να «πληγωθεί» με μια μεγάλη ρωγμή. Το σχέδιό του γεφυριού είναι εκπληκτικής έμπνευσης και ομορφιάς : Αποτελείται από την κεντρική μεγάλη τοξωτή καμάρα και οχτώ μικρότερα τόξα, πέντε από την πλευρά της Ευρυτανίας και τρία από το μέρος της Αιτωλοακαρνανίας. Το μήκος του φτάνει τα 76 μέτρα, το ύψος του τα 13μ., το ύψος της καμάρας τα 10μ., το άνοιγμα αυτής τα 21μ. και το πλάτος τα 4,10 μ. 

Το γεφύρι πήρε το όνομά του από το εξής γεγονός: Προτού χτιστεί, οι κάτοικοι είχαν τοποθετήσει στις δύο όχθες του ποταμού ένα τεράστιο μαδέρι από κορμό ενός γιγάντιου έλατου, την επονομαζόμενη «τέμπλα», που για να μεταφερθεί χρειάστηκαν 60 άντρες!!! Η «τέμπλα» έπαιζε το ρόλο αυτοσχέδιου γεφυριού για να επικοινωνούν αναμεταξύ τους οι απέναντι γείτονες μέχρι που σάπισε και έσπασε από τα νερά του Αχελώου (με κίνδυνο να χάσει τη ζωή του και ένας βοσκός). Έτσι αναγκάστηκε το κράτος, διαμέσου του Ν. Στράτου, να πάρει την απόφαση για την κατασκευή του γεφυριού. 

Όσοι επισκεφτείτε το υψηλής αισθητικής γεφύρι της Τέμπλας, αξίζει να απολαύσετε και το εκπληκτικό φυσικό τοπίο ολόγυρα, με τον ποταμό Αχελώο να δίνει ρεσιτάλ ομορφιάς! 







Τρίτη 22 Φεβρουαρίου 2011

ΔΡΟΣΕΡΗ ΑΝΑΜΝΗΣΗ



Από την προσωπική μας βιβλιοθήκη επιλέξαμε το αγαπημένο βιβλίο των παιδικών μας χρόνων, "Τα ψηλά βουνά" του εξαίρετου Ευρυτάνα λογοτέχνη Ζαχαρία Παπαντωνίου, για να σας παρουσιάσουμε ένα όμορφο όσο και συγκινητικό απόσπασμα. Απολαύστε το...

========== 


Ένας αγωγιάτης, αφού ήπιε στη βρύση, βάζοντας για κούπα τις χούφτες του, μουρμούρισε:

-«Να δροσιστεί η ψυχούλα σου !»

Τα παιδιά τον κοίταξαν, θέλοντας να μάθουν, για ποιον μιλεί.
Και κείνος που κατάλαβε την απορία τους, είπε:

-«Δεν τον ξέρω ποιος είναι, μα κείνος που την έκαμε αυτή τη βρύση, δροσισμένος να είναι σαν κι εμάς».

-«Εγώ τον θυμήθηκα είπε ο κυρ-Στέφανος. Ήμουν παιδί. Τον καιρό εκείνο έτρεχε δω πέρα λίγο νερό, μα πολύ λιγοστό, κόμπος. Οι διαβάτες έπεφταν μπρούμυτα για να πιουν, προσπαθώντας να φτιάσουν κάνουλα με κανένα χλωρόφυλλο. Πολλές φορές χανόταν το νερό ολότελα, γιατί το βύθιζαν οι βροχές και το χώμα που έπεφτε. Όλοι από τα γύρω  χωριά είχαν ανάγκη από μια βρύση εδώ. Μα καθένας έλεγε: “ας τη φτιάξει άλλος”. Κάθε χωριό έλεγε: ” ας τη φτιάξει άλλο χωριό”.

Μια φορά πέρασε κι ένας ράφτης, πηγαίνοντας πανηγυριώτης στον Αϊ  Λιά. Ήταν από μακρινό μέρος κι είχε ένα μικρό μαγαζί κάτω στη χώρα. Καθισμένος σταυροπόδι σ’ ένα ψηλό ράφι –έτσι δα, σαν να τον βλέπω τώρα- κεντούσε σεγκούνια και φέρμελες με μιαν αργή βελονιά. Είχε μεγάλη γενειάδα κάτασπρη, χυμένη στο στήθος και φορώντας τις μακριές του φουστανέλες  καθημερινή και γιορτή, πεντακάθαρες.

Όταν γύρισε από τον Αϊ Λιά, είπε της γριάς γυναίκας του:

-“Γυναίκα εκεί πάνω που πήγαινα, είδα πως χρειάζεται μια βρύση. Εμείς άτεκνοι είμαστε, πολλά χρόνια δεν θα ζήσωμε. Λοιπόν το κομπόδεμά μας θα το δώσω για κείνη τη βρυσούλα, να δροσίζονται οι χριστιανοί”.

-“Αφέντη, ότι ορίσεις καλά ορισμένο”, είπε η γριά.

Με τα έξοδά του  οι εργάτες έσκαψαν εκατό μέτρα μάκρος, μάζεψαν το σκορπισμένο νερό, το έβαλαν σε χτιστό κανάλι κι έχτισαν τη βρύση. Εκείνος αφού πρόφτασε να δει το καλό που έκαμε στους ανθρώπους, δεν ζήτησε τίποτε απ΄ αυτούς. Σε λίγον καιρό κοιμήθηκε στα χέρια του Θεού ευχαριστημένος και λησμονήθηκε....
   
Ύστερα θέριεψε εδώ το πλατάνι που βλέπετε. Η βρύση τρέχει από τριάντα χρόνια και θα τρέχει για καιρόν πολύ, όσο βρίσκονται κουρασμένοι διαβάτες».

Όταν τέλειωσε ο κυρ-Στέφανος, δεν είπε λέξη κανένας.
Μόνο η βρύση μιλούσε σ΄αυτή τη σιωπή. Έπιναν κι άκουγαν να τρέχει το δροσερό της νερό.

«Να δροσιστεί η ψυχούλα σου !»  


ΥΓ: Η συνοδευτική φωτογραφία είναι του "Ευρυτάνα ιχνηλάτη"





Δευτέρα 21 Φεβρουαρίου 2011

ΚΑΛΟ ΤΑΞΙΔΙ...




ΠΟΥ ΕΙΣΑΙ ΩΡΕ ΚΑΤΣΑΝΤΩΝΗ;;;


Η εξαιρετική ταινία του Γιώργου Κολόζη "Το πήδημα του Κατσαντώνη και ο μπάρμπα Λάμπρος"


ΟΣΟΙ ΤΟΝ ΓΝΩΡΙΣΑΜΕ ΚΑΙ ΤΟΝ ΑΓΑΠΗΣΑΜΕ ΘΑ ΤΟΝ ΘΥΜΟΜΑΣΤΕ ΣΑΝ ΕΝΑN ΠΕΡΗΦΑΝΟ ΚΑΙ ΑΥΘΕΝΤΙΚΟ ΑΚΡΙΤΑ ΤΩΝ ΑΓΡΑΦΙΩΤΙΚΩΝ ΒΟΥΝΩΝ. ΑΝΤΙΟ ΛΕΒΕΝΤΗ ΕΥΡΥΤΑΝΑ ΛΑΜΠΡΟ ΚΟΝΤΟΓΟΥΝΗ. ΘΑ ΤΟ ΠΙΝΟΥΜΕ ΠΑΝΤΑ ΣΤΗ ΜΝΗΜΗ ΣΟΥ ΤΟ ΤΣΙΠΟΥΡΑΚΙ ΕΚΕΙ ΣΤΗΝ ΚΡΥΑ ΒΡΥΣΗ ΣΤΗ ΒΑΡΒΑΡΙΑΔΑ...

Τρίτη 15 Φεβρουαρίου 2011

Το χωριό βουβό...


"Το χωριό βουβό, με κάποιο λάλημα πετεινού ή κουδούνισμα μουλαριού εδώ κι εκεί, σε μια από τις νεκρές του συνηθισμένες ώρες, με τα μεγάλα χαγιάτια του αδειανά, τις πόρτες του τρύπες, με τις φράχτες του που άνθιζαν και τους τοίχους του που έρεβαν, ήταν βυθισμένο στη μοίρα χωρίς παράπονο για κείνο που ήρθε κι έτοιμο πάντα για κείνο που έχει ναρθεί....."
(Του αλησμόνητου Ευρυτάνα συγγραφέα Ζαχαρία Παπανττωνιου)

Πέμπτη 10 Φεβρουαρίου 2011

ΜΗΔΕΝΙΚΗ ΜΟΛΥΝΣΗ!!!


*Το 1991 αρμόδια επιτροπή της ΟΥΝΕΣΚΟ κατέταξε την ΕΥΡΥΤΑΝΙΑ μέσα στις 5 ΠΡΩΤΕΣ καθαρότερες περιοχές του ΠΛΑΝΗΤΗ και ΠΡΩΤΗ στην ΕΥΡΩΠΗ!

Ο τόπος μας καταγράφηκε ως μία βάση μέτρησης της καθαρότητας του φυσικού περιβάλλοντος, καθώς η μόλυνση εδώ θεωρείται ΜΗΔΕΝΙΚΗ!


Τετάρτη 9 Φεβρουαρίου 2011

ΞΗΜΕΡΩΝΟΝΤΑΣ ΣΤΟ ΒΟΥΝΟ...


Ανηφορίζεις μέσα από κακοτράχαλα μονοπάτια σύριζα σε γκρεμούς-μαχαίρια και με το βουνό πνιγμένο στον ελατιά. Ώρα 3 τη νύχτα, δροσιά, ξαστεριά και με το φεγγάρι οδηγό κι ιχνηλάτη. Οι σκιές και οι ήχοι του βουνού τη νύχτα είναι μαγικοί. Απόκοσμοι και ανεπάντεχοι δημιουργούν αλλεπάλληλες εικόνες φαντασίας και συνειρμούς. Κάθε ανάσα από τούτο το ζωογόνο αέρα είναι και ένα ευχαριστώ στη μάνα φύση και στα ψηλά βουνίσια λημέρια που δεν τα υπέταξε κανείς κατακτητής στο πέρασμα των αιώνων. Τρεις ώρες περπάτημα με τη σκέψη καθάρια σαν κρυστάλλινο νερό να δίνει άμεσες απαντήσεις σε έγνοιες και ερωτήματα της καθημερινότητας.

Το ξημέρωμα σε βρίσκει ψηλά στην κορφή με την αίσθηση ότι έπιασες στόχο. Απλώνεις το χέρι και ακουμπάς το σύννεφο, αγναντεύεις, όσο φτάνει το μάτι, λίμνες, ποτάμια και καταπράσινες πλαγιές. Συνομιλείς με τις ψυχές των προγόνων σου που κάποτε έζησαν εδώ και που τώρα σε χαιρετούν με τη μορφή ενός αετού που πετάει ακριβώς από πάνω. Τα βουνά μας ήταν, είναι και θα είναι σύμβολο ελευθερίας, αιώνια κι αγέραστα, περήφανα και ακατάλυτα σαν τη λαϊκή ψυχή…

Δευτέρα 7 Φεβρουαρίου 2011

Στο παλιό γεφύρι της Βίνιανης.


Διαβαίνω από την παλιά σιδερένια γέφυρα του ποταμού Μέγδοβα στο Καλεσμένο, προσπερνάω και το Παρκιό, έναν παραποτάμιο Μαραθιώτικο συνοικισμό με ελάχιστα σπιτάκια, και ανηφορίζω. Χίλια μέτρα παραπάνω, κόβω δεξιά και ακολουθώ το χωμάτινο δρόμο που ξανοίγεται μπροστά μου. Το όχημα μπαίνει σε γούρνες τινάζοντας στο πέρασμά του πέτρες και λάσπες. Όλο και κατηφορίζω τον κακοτράχαλο δρόμο που έχει χιλιοσxιστεί από τις βροχοπτώσεις ώσπου πλησιάζω ξανά το ποτάμι στα δεξιά μου.

Επιτέλους, νάτο το παλιό γεφύρι της Βίνιανης! Πανώριο και επιβλητικό! Με μήκος 33 μέτρα-ύψος 8,50μ.-ύψος καμάρας 7,70μ.-άνοιγμα καμάρας 18μ. και πλάτος 2.20μ. Είναι καμωμένο με ντόπιο Βινιανίτικο λιθάρι από δεξιοτέχνες Ηπειρώτες μαστόρους και στέκει έτσι καμαρωτό και αλύγιστο από την εποχή της τουρκοκρατίας (πιθανολογείται απ΄ τα μέσα του 17ου αιώνα) ενώνοντας τις δύο αντικριστές όχθες του Μέγδοβα.  

"Ξεπεζεύω" από... το όχημα και ξαπλώνω στις ξασπρισμένες ποταμίσιες πέτρες. Ακούγεται μονάχα το τρεχούμενο νερό.

Τα χρόνια τα παλιά, προτού κατασκευαστεί η σιδερένια γέφυρα του Καλεσμένου/Παρκιού, το πέτρινο γιοφύρι της Βίνιανης αποτελούσε το μοναδικό πέρασμα στο κατώτερο τμήμα του ποταμού Μέγδοβα συνδέοντας το Καρπενήσι με τα "αποπέρα χωριά" της Δυτικής Ευρυτανίας. Εδώ στα 1808 έστησε καρτέρι κι ο αδερφός του Κατσαντώνη, ο Λεπενιώτης, προσπαθώντας -δυστυχώς ανεπιτυχώς- να σώσει το μεγάλο επαναστάτη των Αγράφων από τον Άγο Μουχουρτάρη που τον μετέφερε βαριά άρρωστο και αλυσοδεμένο από το Μοναστηράκι Αγράφων προς το Καρπενήσι. Σήμερα το γιοφύρι της Βίνιανης αποτελεί τμήμα του ευρωπαϊκού μονοπατιού Ε4. 

Το ποτάμι ακολουθεί, όπως αιώνες τώρα, το μοναχικό του δρόμο. Οι ντόπιοι μολογούσαν για στοιχειά και νεράιδες που χόρευαν στις όχθες του! H παράδοσή μας, που ως γνωστόν μυθοποιεί την αναγκαιότητα, ανέφερε πως όταν ο Μέγδοβας είχε φουσκονεριά και υπήρχε κίνδυνος για τον διαβάτη, τότε ακούγονταν άγρια μουγκρητά ταύρου (ο Μέγδοβας λέγονταν και... Ταυρωπός), ενώ ταυτόχρονα εμφανίζονταν και σμήνη από μέλισσες ή και νυχτερίδες μην επιτρέποντας να περάσει κανείς απέναντι. Ιδιότυπη φυσική έως και... μεταφυσική προστασία! 

Ανεβαίνω όλο το καμπυλωτό γεφύρι. Στην μέση ακριβώς της καμπούρας του στέκομαι και φωνάζω « Εεεεε....»! Ο αντίλαλος σχίζει τον αέρα και τα απέναντι κατάφυτα βουνά. Ανασαίνω βαθιά, ηρεμώ. Ότι και να πω είναι λίγο, τα λόγια κάποιες φορές δεν αρκούν. 

Αν πάντως βρεθείς ποτέ εκεί πες μονάχα «Εεεεε....». Θα με θυμηθείς....

Κυριακή 6 Φεβρουαρίου 2011

Με «το καρέλι» του νόστου...




Αφήνω πίσω το Καρπενήσι, μέρα καθημερινή, και χάνομαι στα στριφογυρίσματα του δρόμου. Το Καλεσμένο είναι το πρώτο χωριό, κάπου είκοσι δύο χιλιόμετρα μετά την πόλη στην κατεύθυνση προς Αγρίνιο. "Πολιτοχώρι" κατά την παλιά καταγραφή, λόγω της σχέσης των κατοίκων του με την Κωνσταντινούπολη! Σκορπισμένο σε τρείς μαχαλάδες, μου γνέφει φιλικά. Κάποτε εδώ αντιλαλούσε ο τόπος από τα γέλια και τα τραγούδια. Κάθε μαχαλάς και γλέντι, κάθε γειτονιά και παιδομάνι. Φτωχός ο κόσμος, όπως σε όλη την Ευρυτανία άλλωστε, αλλά του ‘δινε και καταλάβαινε. Η φτώχεια θέλει καλοπέραση  λέγανε!  Κι ας μάτωνε τον τόπο, κάθε λίγο και λιγάκι, η μόνιμη πληγή, η ξενιτιά....  Η επιβλητική εκκλησία του Αι Γιάννη του Πρόδρομου με τον μπλε τρούλο δεσπόζει από ψηλά. Τις Κυριακές, τότες στα καλά τα χρόνια, μαζεύονταν στον περίβολο της εκκλησίας ίσαμε οχτακόσια άτομα. Τώρα; άστα να πάνε, μην τα μολογάς καλύτερα. Απέναντι στο Μοναστηράκι, συνοικισμό του Καλεσμένου, απέμεινε.... μονάχα ένα γεροντάκι! Σκάβει, τσαπίζει, παρά τα ενενήντα τόσα χρόνια του. Ε ρε, πόσοι Αθηναίοι και μάλιστα πολύ νεώτεροι θα ζήλευαν την τύχη του. Και μέσα στο βάθος το πανέμορφο Παπαρούσι, πνιγμένο στο πράσινο, ένα στολίδι κι αυτό της Ευρυτανικής φύσης.


Καθώς κατηφορίζω, θωρώ το ποτάμι τον ξακουστό Μέγδοβα (ή Ταυρωπό) που φιδογυρνάει χρυσωμένος από τον πρωινό ήλιο χαρίζοντας από εδώ ψηλά ένα μοναδικό θέαμα. Το δροσερό αεράκι μου χαϊδεύει το πρόσωπο. Ανοίγω τέρμα κάτω τα παράθυρα του αυτοκινήτου. Μια πολύ συμπαθητική κυρούλα με καμιά δεκαριά κατσίκια που βόσκουν στα ριζιμιά του γκρεμού με χαιρετάει. Ανταποδίδω με.. μια κόρνα.

Κάθομαι αναπαυτικά σε μια καρέκλα στο παλιό πετρόχτιστο μαγαζάκι του ποταμού και παραγγέλνω τσίπουρο. Λίγο πιο πέρα πεντέξι κότες τσιμπολογάνε. Ολόγυρα πανύψηλα πλατάνια και λεύκες δεν αφήνουν υποψία ήλιου να διαπεράσει τις πυκνές φυλλωσιές τους. Μπροστά ο δρόμος οδηγεί αναγκαστικά στην παλιά σιδερένια γέφυρα. Έτσι όπως την στεφανώνουν δεξιά και αριστερά τα θεόρατα δέντρα φαντάζει σαν ένα φυσικό τούνελ. Φτιαγμένη από σίδερο και ξύλο αντάμα, τραντάζεται συθέμελα καθώς “την πατάνε” χρόνια ολάκερα αυτοκίνητα, φορτηγά και κάθε είδους μηχανοκίνητα. Αυτή όμως εκεί στο ύψος της στέκει αλύγιστη  και μονοιάζει τις δύο αντικρινές όχθες του Μέγδοβα που κυλάει από κάτω βουερός και σε μεγάλο πλάτος. Ο ποταμός πηγάζει από την περίφημη λίμνη Πλαστήρα της Θεσσαλίας, επιχειρεί μία εγκάρσια τομή μέρους της Πίνδου και στο τέρμα της περιπετειώδους διαδρομής του εισβάλλει στην πελώρια τεχνητή λίμνη των Κρεμαστών. Πριν κατασκευαστεί αυτή η γέφυρα- κάπου στα τέλη του χίλια εννιακόσια πενήντα- η μετάβαση από τη μία άκρη του ποταμού στην άλλη γίνονταν με το «καρέλι» που ήταν ένα αυτοσχέδιο ξύλινο βαγονέτο πάνω σε ένα χοντρό συρματόσχοινο με δύο τροχαλίες που το πηγαινοέφερνε κάποιος χειροδύναμος χωρικός. Έτσι επικοινωνούσαν τότε τα απέναντι χωριά με το Καρπενήσι, σε συνθήκες για γερές αντοχές.


Ακούω το βουητό του Μέγδοβα που κυλάει σχίζοντας τις όχθες. Οι παλιοί θυμούνται ότι τους αλλοτινούς καιρούς, στους βαρείς χειμώνες, το ποτάμι εμπλουτισμένο από τα νερά των βροχών σίμωνε στο ύψος της γέφυρας στροβιλίζοντας θυμωμένο και κατεβάζοντας μέχρι και όρθια(!) πλατάνια. Τα καλοκαίρια, όμως, τα παιδιά ροβολούσαν από το Καλεσμένο και τα γύρω χωριουδάκια, ψάρευαν και κολυμπούσαν στον Μέγδοβα και κατόπιν τρωγόπιναν τραγουδώντας και διασκεδάζοντας στο φιλόξενο μαγαζάκι του μπάρμπα Στέρου στα ριζά της γέφυρας. Αν ο επισκέπτης κατηφορίσει ζερβά μετά το τέλος της γέφυρας, θα αντικρίσει σε όλο της το μεγαλείο την μαγεία του ποταμού που ξεδιπλώνεται όσο βλέπει το μάτι. Κι ίσως εκεί μέσα στην σιγαλιά της φύσης να ακουστούν ξανά γέλια και χαρές κι ας ξενιτεύτηκαν τα παιδιά από το όμορφο Καλεσμένο.

 -«Έριξε πολύ νερό τούτες τις μέρες», με βγάζει από τις σκέψεις μου η φωνή της γυναίκας που δουλεύει στο μαγαζάκι.
- «Έχετε κόσμο;» τη ρωτώ.
-«Που κόσμος λεβέντη μου πια. Κάποτε εδώ....».
Δεν αποκρίθηκα. Τι αδικία να ρημάζουν τέτοιοι τόποι σκέφτομαι. Ας όψονται τα αστικά σκλαβοπάζαρα και οι εργολάβοι των ψυχών, Έδιωξαν τους ανθρώπους από τέτοια άγια μέρη και τους στρίμωξαν σε τσιμεντένια κλουβιά να έχουν καταντήσει άρρωστοι και νευρωτικοί...
Όμως οι μνήμες παραμένουν! Μαζί με την αγάπη, για αυτό τον τόπο, παλιότερων και νεότερων που σε πείσμα των σύγχρονων καιρών εξακολουθούν να ταξιδεύουν με «το καρέλι του νόστου» στο χρόνο και στα παλιά λημέρια… 

"Ευρυτάνας Ιχνηλάτης"

Τρίτη 1 Φεβρουαρίου 2011

ΚΑΛΩΣΟΡΙΣΜΑ από "Ευρυτάνα Ιχνηλάτη"



Η Ευρυτανία ξέρει να απαγάγει κάθε ταξιδιάρα και ανυπότακτη ψυχή! Είναι αυτή η απέριττη, η ακατέργαστη ομορφιά ετούτου του ευλογημένου τόπου που σε συνδυασμό με τη βαριά περήφανη ιστορία του αφήνει ανεξίτηλα ίχνη σε νου και καρδιά! Οι πανύψηλες χιονοσκέπαστες κορφές, όμοιες με απόρθητα κάστρα, τα αγέρωχα ελατοσκέπαστα βουνά, τα επιβλητικά φαράγγια και οι απόκρημνοι γκρεμοί, τα διάσελα και οι δασωμένες στράτες, τα βαθύσκιωτα πλατάνια και οι μοναχικές δροσοπηγές με τα κρυστάλλινα νερά, τα βουερά ορμητικά ποτάμια και οι γαλαζοπράσινες λίμνες, τα λησμονημένα χωριουδάκια και τα παλιά πέτρινα γεφύρια, τα κρυφά μονοπάτια και οι ανεξερεύνητες διαδρομές, το πέταγμα του αετού και το απόμακρο ουρλιαχτό του λύκου, όλα μονιάζουν εκεί στον καμβά της αρμονίας. Και μέσα σε αυτή τη μυσταγωγία της άγριας Ευρυτανικής φύσης, συναντώνται το σήμερα με το χτες, σμίγουν τα χρώματα του παρόντος με το άρωμα της ιστορίας. Ο τραχύς και ανόθευτος αυτός τόπος δεν θα μπορούσε παρά να κυοφορήσει τα τέκνα της Αντίστασης και της Λευτεριάς, από τα Κλεφτόπουλα της προεπαναστατικής περιόδου μέχρι τα Ανταρτόπουλα της Αδούλωτης Ελλάδας! Το Βελούχι και τα Άγραφα, η Χελιδόνα και η Καλιακούδα, το εξωπραγματικό Πανταβρέχει και η σπηλιά του Προυσού, ο Μέγδοβας κι ο Αγραφιώτης, ο Κρικελοπόταμος και ο Τρικεριώτης, ο Μάραθος και η Βίνιανη, η Δομνίστα και οι Κορυσχάδες, ο Κατσαντώνης και ο Άρης, μας καλούν σε αυτό το μαγικό ταξίδι...

"Ευρυτάνας Ιχνηλάτης"