Αφηγείται η Ευρυτάνισσα Κυρά Λένη...
για τους αναγνώστες του blog "Ευρυτάνας ιχνηλάτης"
Μέρες που έρχονται ο νους μου γυρίζει στα παλιά τα χρόνια και στους αλλοτινούς καιρούς, τότε που τα χωριά μας είχαν κόσμο και η ζωή ήταν πιο απλή και πιο ανθρώπινη. Το χωριό μας το Καλεσμένο είναι από τα πιο όμορφα της Ευρυτανίας. Και ειδικά εκείνα τα χρόνια που ο τόπος ήταν ζωντανός. Υπήρχαν πολλές φυσικές πηγές με γάργαρα νερά και συνδύαζε τα πάντα, από έλατα, δρυς και καστανιές, μέχρι πολλά οπωροφόρα δέντρα όπως κερασιές, αχλαδιές, μηλιές, ροδιές, δαμασκηνιές, συκιές, μουριές, σταφύλια και χίλια δυο καλά. Από το υπέροχο ποτάμι μας το Μέγδοβα με τα δροσερά πλατάνια, τις λεύκες και την εύφορη Αρωνιάδα, μέχρι και το Επάνω Χωριό η μια ομορφιά συναγωνίζονταν την άλλη.
Η Άνοιξη ήταν πάντα η πιο όμορφη εποχή στο Καλεσμένο. Όλα ανθίζανε, οι κορομηλιές, οι κερασιές, οι κουτσουπιές με τα μωβ ροζ ανθάκια τους, τα πουρνάρια με τα τρυφερά βλασταράκια τους, ενώ τα λιβάδια στρώνονταν με λογιών-λογιών πολύχρωμα αγριολούλουδα. Οι καρυδιές έβγαζαν τα πρώτα τους φυλλαράκια και τότε που τα κλωνάρια τους ήταν ακόμα τρυφερά, οι παππούδες κόβανε μερικά και φτιάχνανε σφυρίχτρες για τα εγγονάκια τους. Εκείνα τα παιδάκια, μεγαλωμένα μέσα στον καθαρό αέρα της Ευρυτανίας, είχαν όλα τους μαγουλάκια κατακόκκινα, γεμάτα υγεία.
Μέσα σε όλο αυτό το πανηγύρι της φύσης ερχότανε και το Πάσχα που το περιμέναμε με πολλή χαρά. Άμα έπεφτε και αργά, κατά τα τέλη Απρίλη με αρχές Μαγιού, ποιος στη χάρη μας. Πενήντα μέρες πιο πριν ξεκινούσε σύμφωνα με το έθιμο και η νηστεία. Δεν μας πείραζε, ίσα-ίσα, γιατί εδώ που τα λέμε εκείνα τα χρόνια ο κόσμος δεν πολυέτρωγε κρέατα. Μόνο τα Χριστούγεννα, το Πάσχα, άντε και λίγες φορές ακόμη, όχι αυτό το χάλι το σημερινό. Και τότε ήταν όλα αγνά από τη φύση, δεν τρεφόταν ο κόσμος με δηλητήρια όπως τώρα. Τον καιρό της νηστείας τα παιδιά κάναμε και τα δικά μας, όπως για παράδειγμα τρώγαμε…. φασόλια στη φέτα (θυμάσαι βρε Γιάννη;)! Όσο όμως πλησίαζε το Πάσχα, τόσο προχωρούσαν και οι προετοιμασίες. Οι νοικοκυρές ασβεστώνανε τα σπίτια και τις αυλές. Πήγαιναν στο μύλο, στη νεροτριβιά - αυτό ήταν το πλυντήριο του χωριού - και εκεί πλένανε τις κουβέρτες, τις φλοκάτες και τα κιλίμια που είχαν χρησιμοποιηθεί το χειμώνα που πέρασε και τα ετοιμάζανε πεντακάθαρα για τον επόμενο. Καθώς έφτανε η μεγάλη γιορτή όλα έπρεπε να λαμποκοπάνε.
Το Σάββατο του Λαζάρου, τα παιδιά φτιάχνανε τα καλαθάκια τους στολισμένα με άνθη και λουλούδια και πηγαίνανε από πόρτα σε πόρτα για τα κάλαντα. Το χωριό μας γέμιζε από χαρούμενες παιδικές φωνούλες:
Το Σάββατο του Λαζάρου, τα παιδιά φτιάχνανε τα καλαθάκια τους στολισμένα με άνθη και λουλούδια και πηγαίνανε από πόρτα σε πόρτα για τα κάλαντα. Το χωριό μας γέμιζε από χαρούμενες παιδικές φωνούλες:
«Ήλθε ο Λάζαρος βαβά
το καλάθι θέλει αυγά,
οι τσεπούλες κοκοσούλες
τα χεράκια πενταρούλες»
Και οι χωριανοί και οι νοικοκυρές φίλευαν τα παιδάκια με καλούδια: αυγά, καρύδια, κουλουράκια, τίποτε δεκαρούλες, ότι είχε ο καθένας.
Την Κυριακή των Βαϊων ο κόσμος πήγαινε στην εκκλησία για να πάρει βάγιες. Έβαζαν μερικές στο εικονοστάσι, άλλες τις έβαζαν στις τσέπες της οικογένειας για φυλαχτό και άλλες τις αποξηραίνανε και τις χρησιμοποιούσαν όλο το χρόνο στο μαγείρεμα, στις φακές, στο στιφάδο και σε άλλα φαγητά.
Όταν ξεκινούσε η Μεγάλη Βδομάδα όλα έμπαιναν σε άλλους ρυθμούς. Κάθε βράδυ ο κόσμος πορεύονταν για την εκκλησία του χωριού. Η εκκλησία ήταν πάντα και μια ευκαιρία για να ανταμώνει ο κόσμος από όλα τα σημεία του χωριού. Το Καλεσμένο ήταν σκορπισμένο σε πολλούς μαχαλάδες: Απάνω Χωριό, Τριφύλλια, Μοναστηράκι, Επάνω Μαχαλάς, Ροϊδούλα, Παλιοχώρι ή Βρόστιανη, Αρωνιάδα, Σερπανάμπελα και άλλα. Από παντού ανεβαίναμε για την εκκλησία του Αι-Γιάννη του Προδρόμου, με το γαλάζιο τρούλο, που ήτανε χτισμένη σε ένα ύψωμα στο κέντρο του χωριού. Τότε δεν υπήρχανε ηλεκτρικά και γι’ αυτό για να βλέπουμε μέσα στη νύχτα φτιάχναμε δάδες, τις «ρετσιναριές». Παίρναμε ένα ξύλινο κονταράκι το τυλίγαμε με πανιά ποτισμένα με ρετσίνι και το ανάβαμε. Αυτός ήταν ο φανός μας. Τι να σας λέω, να αγναντεύεις τη νύχτα να ανηφορίζει ο κόσμος παρέες-παρέες για την εκκλησία, με τις ρετσιναριές να φεγγοβολάνε! Τέτοιο ωραίο θέαμα που να το δεις πια! Έτσι, λοιπόν, πήγαινε το χωριό τη Μεγάλη Βδομάδα στις Αγρυπνίες. Τη Μεγάλη Δευτέρα, τη Μεγάλη Τρίτη στο τροπάριο της Κασσιανής, τη Μεγάλη Τετάρτη στο Ευχέλαιο και τη Μεγάλη Πέμπτη στη Σταύρωση μέχρι αργά το βράδυ στα Δώδεκα Ευαγγέλια. Θυμάμαι ότι όταν τέλειωνε η λειτουργία οι χωριανοί είχαν τη συνήθεια να κάνουν 12 μετάνοιες. Μετά ξανάναβαν τις δάδες τους και κατηφόριζαν ποδαράτοι για τα σπίτια. Το πρωί της Μεγάλης Παρασκευής τα μικρά παιδιά έβγαιναν στο χωριό για να πουν, σύμφωνα με το έθιμο, τα πένθιμα κάλαντα:
«Σήμερα μαύρος ουρανός, σήμερα μαύρη μέρα,
σήμερα όλοι θλίβονται και τα βουνά λυπούνται….».
Κι όλο και κάτι λάβαιναν και πάλι! Τα κορίτσια μάζευαν από τα λιβάδια αγριολούλουδα, κρίνα και άνθη κερασιάς και στόλιζαν τον Επιτάφιο. Το βράδυ της Μεγάλης Παρασκευής, τα παιδιά έψελναν τα «Εγκώμια» και μετά με επικεφαλής τον παπά του χωριού γινόταν η περιφορά του Επιταφίου γύρω-γύρω στην πλατεία της εκκλησίας με όλο τον κόσμο να ακολουθεί.
Το Μεγάλο Σάββατο ξεκίναγε από νωρίς η προετοιμασία για το αναστάσιμο βράδυ της χαράς. Στο μαχαλά μας ο αξέχαστος μπάρμπα-Μήτρος ετοίμαζε τα κατσικάκια και τα αρνάκια όλης της γειτονιάς. Οι νοικοκυρές έβαφαν και τα τελευταία κόκκινα αυγά, έφτιαχναν γλυκά και προετοίμαζαν και τη μαγειρίτσα για το βραδινό τραπέζι. Εμείς τα παιδιά είχαμε μεγάλη χαρά και περιμέναμε πως και πως το ξενύχτι και τα δώρα των νονών.
Το βράδυ της Ανάστασης ανηφορίζαμε όλοι μαζί για την εκκλησιά. Μου έχει μείνει αξέχαστη μια χρονιά που είχε πέσει το Πάσχα πιο αργά, στις αρχές Μαϊου, και γινόταν η Ανάσταση έξω στον περίβολο της εκκλησίας του Αι-Γιάννη. Τα αηδόνια στη ρεματιά είχανε στήσει ολόκληρη συναυλία με τις γλυκύτατες φωνούλες τους συνοδεύοντας και αυτά με τον τρόπο τους τον καλλίφωνο παπά. Ήταν μια μαγική στιγμή που έχει μείνει βαθιά χαραγμένη στη μνήμη μου. Με το «Χριστός Ανέστη» ανάβανε οι λαμπάδες, οι καμπάνες χτυπούσαν χαρμόσυνα, ο κόσμος αγκαλιάζονταν δίνοντας ευχές και φιλιά, ενώ από απέναντι ακούγονταν και τα αυτοσχέδια πασχαλιάτικα βαρελότα, με το μπαρούτι και το φυτίλι που φτιάχνανε τότε οι νεαροί και που έκαναν πιο πανηγυρική την ατμόσφαιρα. Γενικά η χαρά και το κέφι έδινε και έπαιρνε. Τότε καταλάβαινες γιορτές, ένιωθες διαφορετικά και όχι όπως γίνεται σήμερα όπου στριμωγμένοι, ως συνήθως μέσα στο άγνωστο πλήθος σε έναν άχαρο δρόμο της πόλης, δεν επικοινωνούμε με κανέναν. Στο χωριό ήταν αλλιώς, η λειτουργία συνεχίζονταν ως αργά τη νύχτα και μετά μαζευόμασταν όλοι μαζί παρέες στα σπίτια για να τσουγγρίσουμε τα πασχαλινά αυγά, να φάμε τη μαγειρίτσα της μάνας και να διασκεδάσουμε. Δεν ήτανε τότε η τηλεόραση, υπήρχε αληθινή επικοινωνία και έτσι περνούσε χαρούμενα η υπόλοιπη βραδιά.
Α, να μη ξεχάσω να σας πω για το δώρο της νονάς που περιμέναμε όσο τίποτα άλλο εμείς τα παιδιά. Περιμέναμε, λοιπόν, να μας δώσει την «λαμπριάτικη κουλούρα» που ήταν μια κουλούρα ζυμωμένη στο χέρι, με ένα αυγό ή με ένα καρύδι για στολίδι. Θυμάμαι μια φορά που περίμενα τη νονά μου με τόση ανυπομονησία ώστε όταν αυτή η κακομοίρα ξεχάστηκε και άργησε λιγάκι, την κοίταγα και την ξανακοίταγα με τόση λαχτάρα, προσμένοντας να βγάλει την κουλούρα, ώσπου η μητέρα δεν άντεξε και είπε: «άϊντε ντε, βγάλτηνα την κλούρα και κοντεύ’ να λιγοθμίσει το κρούνικο»! Αυτά ήτανε τότε τα δώρα της νονάς στα βαφτιστήρια και όχι φίρμες παπουτσάκια και λαμπάδες με λαγουδάκια από τα πολυκαταστήματα όπως τώρα.
Την Κυριακή του Πάσχα ξεκινούσε η μεγάλη χαρά του ψησίματος και της καλής παρέας. Μεγάλοι και μικροί, νέοι, γερόντοι και παιδιά, όλοι το γλεντούσαμε αντάμα. Τώρα που είπα για παιδιά να σας πω ότι όπως παντού έτσι και στη δική μας τη γειτονίτσα ήμασταν αρκετά παιδιά, πάνω από τριάντα, που σήμερα σχεδόν όλα είναι ξενιτεμένα και θέλω με την ευκαιρία να στείλω σε όλους ευχές με αγάπη στα πέρατα του κόσμου. Τότε που τα χωριά ήταν ακόμη γεμάτα από κόσμο, εμείς τα παιδιά δίναμε χαρά και ζωή, με τα παιχνίδια μας, με τα γέλια μας, αλλά και με τις ιστορίες που ακούγαμε από τους μεγαλύτερους, τις παροιμίες και διάφορα γεγονότα, που τα συζητάγαμε για καιρό και βάζαμε και το δικό μας νεανικό αλατοπίπερο. Τώρα ακούω ότι θέλουν να καταργήσουν κάποια σχολεία σε μερικά χωριουδάκια μας. Δηλαδή να μην απομείνει τίποτα σ’ αυτό τον τόπο που τον ρήμαξε η ξενιτειά και η φυγή; Τέλος πάντων… Η Πασχαλιά, που λέγαμε, ήταν τότε η καλύτερη γιορτή. Το ψητό, το κοκορετσάκι, τα γέλια και τα πειράγματα, το κέφι και το τραγούδι, έδιναν κι έπαιρναν. «Ευγενή» ποτά, ουίσκι και μπύρα, δεν είχαμε τότε, αλλά είχαμε ντόπιο κρασάκι κόκκινο. Το αρνάκι άλλοι το έκαναν σουβλιστό, άλλοι στη γάστρα αλλά όπως και να ΄χε, τα πιάτα με τους μεζέδες, τις πίτες και τα γλυκά πηγαινοέρχονταν στη γειτονιά, όλη τη μέρα από σπίτι σε σπίτι. Πως θυμάμαι και εκείνα τα χαλκοματένια κατσαρολικά: τσουκάλια, μαστραπάδες, ταψιά, κανάτες, πολλά κιόλας απ΄ αυτά τα είχαν φέρει οι παππούδες μας από την Κωνσταντινούπολη, γιατί το χωριό μας είχε πολλούς εκεί και για αυτό το Καλεσμένο λεγότανε πολύ παλιά και «Πολιτοχώρι». Μα πιο πολύ τώρα που λέω όλα αυτά, θυμάμαι τον γανωματή τον κύριο Μάρκο, ένα ψηλό, λεπτό και καλόκαρδο άνθρωπο που τον αγαπούσανε όλοι. Τη μέρα του Πάσχα κάναμε και τις επισκέψεις μας και δίναμε τις ευχές μας για τους Λάμπρους και τις Λαμπρινές, τους Αναστάσηδες, τις Αναστασίες και τις Πασχαλιές.
Στο χωριό μας η γιορτή δεν τέλειωνε την Κυριακή του Πάσχα. Και τη βδομάδα που ερχόταν είχαμε πολλά γλέντια και χαρές. Τη Δευτέρα του Πάσχα στην πλατεία του Αϊ – Γιάννη έρχονταν ορχήστρα και γίνονταν μεγάλος χορός. Το κλαρίνο αντιλαλούσε στις ρεματιές και το τραγούδι μας ξεσήκωνε για τα καλά. Επίσης, την Παρασκευή του Πάσχα, στο Επάνω Χωριό, στην εκκλησία της Παναγίας, μαζευόμασταν όλοι οι χωριανοί με τα φαγητά μας, στρώναμε τις κουβέρτες κάτω από τα δέντρα, απλώναμε ότι είχαμε ο καθένας, τρώγαμε όλοι μαζί παρέα και μετά έρχονταν τα όργανα και δώστου πάλι χορό ως το σούρουπο. Το βράδυ κατεβαίναμε ως τα σπίτια μας με τα πόδια ρεμβάζοντας την ξελογιάστρα Άνοιξη. Τέλος, την Κυριακή του Θωμά, είχαμε τα καλύτερα, γιατί στον απέναντι συνοικισμό του Καλεσμένου, το Μοναστηράκι, γιόρταζε η εκκλησία του Αγίου Θωμά. Μετά τη λειτουργία, μας καλούσανε οι Μοναστηριώτες στα σπίτια τους όπου τρώγαμε και πίναμε παρέα και μετά ακολουθούσε κι εδώ τρικούβερτο πανηγύρι ως αργά τη νύχτα.
Κάτι ακόμη που ήθελα να σας πω παιδιά μου, είναι για τη χαρά που κάναμε όταν τις μέρες του Πάσχα τύχαινε να επιστρέψει στο χωριό κάποιος ξενιτεμένος συγχωριανός μας. Τότε είχαμε διπλή γιορτή. Να μην ξεχνάτε ότι οι ξενιτεμένοι μας αυτές τις μέρες νοσταλγούν ακόμη πιο πολύ τον τόπο και τους δικούς τους ανθρώπους. Κάποιοι από αυτούς τους αγωνιστές της ζωής -που αποχωρίστηκαν γονείς και αδέρφια για να προσφέρουν σε όλη την οικογένεια, γιατί τότε έτσι γινόταν- γυρνούσαν για να ξανασφίξουν στην αγκαλιά τους γονείς και αδέρφια και ίσως για να συναντήσουν κάποιο αίσθημα, ένα φλερτάκι ή για να διαλέξουν την αγαπημένη συντροφιά της ζωής τους. «Παπούτσι από τον τόπο σου κι ας είναι και μπαλωμένο» που λέει κι η παροιμία!
Αχ, τι να πρωτοθυμηθώ για σένα αγαπημένο μου χωριό. Δεν μπορώ να σε ξεχάσω όμορφο Καλεσμένο. Το υπέροχο φεγγάρι, τον κεντημένο έναστρο ουρανό, τα τριζόνια, το κελάρυσμα του νερού μέσα στη σιγαλιά της νύχτας και όλη αυτή τη γαλήνη που τη στερείται σήμερα ο κόσμος στις μεγαλουπόλεις. Πόσο κοντά ήμασταν τότε ο ένας στον άλλο, πόσο ανεμελιά υπήρχε παρόλο τη φτώχεια μας. Ίσως γι’ αυτό και οι «σοφοί» πολιτικοί μας να φροντίζουν να μας ξανακάνουν πάμπτωχους. Για καλό το κάνουνε, μη σας πάει αλλού ο νους. Για να μας ξαναφέρουν κοντά και να είμαστε πάλι δεμένοι.
Χρόνια πολλά σε όλους μας και ιδιαίτερα στους ξενιτεμένους μας….
Ήταν μια νοσταλγική αφήγηση από την Ευρυτάνισσα Κυρά Λένη
για το blog "Ευρυτάνας Ιχνηλάτης"