Τρίτη 19 Απριλίου 2011

ΠΑΣΧΑ ΣΤΟ ΧΩΡΙO, η κυρά Λένη θυμάται...



Αφηγείται η Ευρυτάνισσα Κυρά Λένη...
για τους αναγνώστες του blog "Ευρυτάνας ιχνηλάτης"


Μέρες που έρχονται ο νους μου γυρίζει στα παλιά τα χρόνια και στους αλλοτινούς καιρούς, τότε που τα χωριά μας είχαν κόσμο και η ζωή ήταν πιο απλή και πιο ανθρώπινη. Το χωριό μας το Καλεσμένο είναι από τα πιο όμορφα της Ευρυτανίας. Και ειδικά εκείνα τα χρόνια που ο τόπος ήταν ζωντανός. Υπήρχαν πολλές φυσικές πηγές με γάργαρα νερά και συνδύαζε τα πάντα, από έλατα, δρυς και καστανιές, μέχρι πολλά οπωροφόρα δέντρα όπως κερασιές, αχλαδιές, μηλιές, ροδιές, δαμασκηνιές, συκιές, μουριές, σταφύλια και χίλια δυο καλά. Από το υπέροχο ποτάμι μας το Μέγδοβα με τα δροσερά πλατάνια, τις λεύκες και την εύφορη Αρωνιάδα, μέχρι και το Επάνω Χωριό η μια ομορφιά συναγωνίζονταν την άλλη.

                         

                              
Η Άνοιξη ήταν πάντα η πιο όμορφη εποχή στο Καλεσμένο.  Όλα ανθίζανε, οι κορομηλιές, οι  κερασιές, οι κουτσουπιές με τα μωβ ροζ ανθάκια τους, τα πουρνάρια με τα τρυφερά βλασταράκια τους, ενώ τα λιβάδια στρώνονταν με λογιών-λογιών πολύχρωμα αγριολούλουδα. Οι καρυδιές έβγαζαν τα πρώτα τους φυλλαράκια και τότε που τα κλωνάρια τους ήταν ακόμα τρυφερά, οι παππούδες κόβανε μερικά και φτιάχνανε σφυρίχτρες για τα εγγονάκια τους. Εκείνα τα παιδάκια, μεγαλωμένα μέσα στον καθαρό αέρα της Ευρυτανίας, είχαν όλα τους μαγουλάκια κατακόκκινα, γεμάτα υγεία.
                       
Μέσα σε όλο αυτό το πανηγύρι της φύσης ερχότανε και το Πάσχα που το περιμέναμε με πολλή χαρά. Άμα έπεφτε και αργά, κατά τα τέλη Απρίλη με αρχές Μαγιού, ποιος στη χάρη μας. Πενήντα μέρες πιο πριν ξεκινούσε σύμφωνα με το έθιμο και η νηστεία. Δεν μας πείραζε, ίσα-ίσα, γιατί εδώ που τα λέμε εκείνα τα χρόνια ο κόσμος δεν πολυέτρωγε κρέατα. Μόνο τα Χριστούγεννα, το Πάσχα, άντε και λίγες φορές ακόμη, όχι αυτό το χάλι το σημερινό. Και τότε ήταν όλα αγνά από τη φύση, δεν τρεφόταν ο κόσμος με δηλητήρια όπως τώρα. Τον καιρό της νηστείας τα παιδιά κάναμε και τα δικά μας, όπως για παράδειγμα τρώγαμε…. φασόλια στη φέτα (θυμάσαι βρε Γιάννη;)! Όσο όμως πλησίαζε το Πάσχα, τόσο προχωρούσαν και οι προετοιμασίες. Οι νοικοκυρές ασβεστώνανε τα σπίτια και τις αυλές. Πήγαιναν στο μύλο, στη νεροτριβιά - αυτό ήταν το πλυντήριο του χωριού - και εκεί πλένανε τις κουβέρτες, τις φλοκάτες και τα κιλίμια που είχαν χρησιμοποιηθεί το χειμώνα που πέρασε και τα ετοιμάζανε πεντακάθαρα για τον επόμενο. Καθώς έφτανε η μεγάλη γιορτή όλα έπρεπε να λαμποκοπάνε.

Το Σάββατο του Λαζάρου, τα παιδιά φτιάχνανε τα καλαθάκια τους στολισμένα με άνθη και λουλούδια και πηγαίνανε από πόρτα σε πόρτα για τα κάλαντα. Το χωριό μας γέμιζε από χαρούμενες παιδικές φωνούλες: 

«Ήλθε ο Λάζαρος βαβά
το καλάθι θέλει αυγά,
οι τσεπούλες κοκοσούλες
τα χεράκια πενταρούλες»
Και οι χωριανοί και οι νοικοκυρές φίλευαν τα παιδάκια με καλούδια: αυγά, καρύδια, κουλουράκια, τίποτε δεκαρούλες, ότι είχε ο καθένας.
Την Κυριακή των Βαϊων ο κόσμος πήγαινε στην εκκλησία για να πάρει βάγιες. Έβαζαν μερικές στο εικονοστάσι, άλλες τις έβαζαν στις τσέπες της οικογένειας για φυλαχτό και άλλες τις αποξηραίνανε και τις χρησιμοποιούσαν όλο το χρόνο στο μαγείρεμα, στις φακές, στο στιφάδο και σε άλλα φαγητά.
Όταν ξεκινούσε η Μεγάλη Βδομάδα όλα έμπαιναν σε άλλους ρυθμούς. Κάθε βράδυ ο κόσμος πορεύονταν για την εκκλησία του χωριού. Η εκκλησία ήταν πάντα και μια ευκαιρία για να ανταμώνει ο κόσμος από όλα τα σημεία του χωριού. Το Καλεσμένο ήταν σκορπισμένο σε πολλούς μαχαλάδες: Απάνω Χωριό, Τριφύλλια, Μοναστηράκι, Επάνω Μαχαλάς, Ροϊδούλα, Παλιοχώρι ή Βρόστιανη, Αρωνιάδα, Σερπανάμπελα και άλλα. Από παντού ανεβαίναμε για την εκκλησία του Αι-Γιάννη του Προδρόμου, με το γαλάζιο τρούλο, που ήτανε χτισμένη σε ένα ύψωμα στο κέντρο του χωριού. Τότε δεν υπήρχανε ηλεκτρικά και γι’ αυτό για να βλέπουμε μέσα στη νύχτα φτιάχναμε δάδες, τις «ρετσιναριές». Παίρναμε ένα ξύλινο κονταράκι το τυλίγαμε με πανιά ποτισμένα με ρετσίνι και το ανάβαμε. Αυτός ήταν ο φανός μας. Τι να σας λέω, να αγναντεύεις τη νύχτα να ανηφορίζει ο κόσμος παρέες-παρέες για την εκκλησία, με τις ρετσιναριές να φεγγοβολάνε! Τέτοιο ωραίο θέαμα που να το δεις πια! Έτσι, λοιπόν, πήγαινε το χωριό τη Μεγάλη Βδομάδα στις Αγρυπνίες. Τη Μεγάλη Δευτέρα, τη Μεγάλη Τρίτη στο τροπάριο της Κασσιανής, τη Μεγάλη Τετάρτη στο Ευχέλαιο και τη Μεγάλη Πέμπτη στη Σταύρωση μέχρι αργά το βράδυ στα Δώδεκα Ευαγγέλια. Θυμάμαι ότι όταν τέλειωνε η λειτουργία οι χωριανοί είχαν τη συνήθεια να κάνουν 12 μετάνοιες. Μετά ξανάναβαν τις δάδες τους και κατηφόριζαν ποδαράτοι για τα σπίτια. Το πρωί της Μεγάλης Παρασκευής τα μικρά παιδιά έβγαιναν στο χωριό για να πουν, σύμφωνα με το έθιμο, τα πένθιμα κάλαντα:
«Σήμερα μαύρος ουρανός, σήμερα μαύρη μέρα,
σήμερα όλοι θλίβονται και τα βουνά λυπούνται….».
Κι όλο και κάτι λάβαιναν και πάλι! Τα κορίτσια μάζευαν από τα λιβάδια αγριολούλουδα, κρίνα και άνθη κερασιάς και στόλιζαν τον Επιτάφιο. Το βράδυ της Μεγάλης Παρασκευής, τα παιδιά έψελναν τα «Εγκώμια» και μετά με επικεφαλής τον παπά του χωριού γινόταν η περιφορά του Επιταφίου γύρω-γύρω στην πλατεία της εκκλησίας με όλο τον κόσμο να ακολουθεί.
Το Μεγάλο Σάββατο ξεκίναγε από νωρίς η προετοιμασία για το αναστάσιμο βράδυ της χαράς. Στο μαχαλά μας ο αξέχαστος μπάρμπα-Μήτρος ετοίμαζε τα κατσικάκια και τα αρνάκια όλης της γειτονιάς. Οι νοικοκυρές έβαφαν και τα τελευταία κόκκινα αυγά, έφτιαχναν γλυκά και προετοίμαζαν και τη μαγειρίτσα για το βραδινό τραπέζι. Εμείς τα παιδιά είχαμε μεγάλη χαρά και περιμέναμε πως και πως το ξενύχτι και τα δώρα των νονών.
Το βράδυ της Ανάστασης ανηφορίζαμε όλοι μαζί για την εκκλησιά. Μου έχει μείνει αξέχαστη μια χρονιά που είχε πέσει το Πάσχα πιο αργά, στις αρχές Μαϊου, και γινόταν η Ανάσταση έξω στον περίβολο της εκκλησίας του Αι-Γιάννη. Τα αηδόνια στη ρεματιά είχανε στήσει ολόκληρη συναυλία με τις γλυκύτατες φωνούλες τους συνοδεύοντας και αυτά με τον τρόπο τους τον καλλίφωνο παπά. Ήταν μια μαγική στιγμή που έχει μείνει βαθιά χαραγμένη στη μνήμη μου. Με το «Χριστός Ανέστη» ανάβανε οι λαμπάδες, οι καμπάνες χτυπούσαν χαρμόσυνα, ο κόσμος αγκαλιάζονταν δίνοντας ευχές και φιλιά, ενώ από απέναντι ακούγονταν και τα αυτοσχέδια πασχαλιάτικα βαρελότα, με το μπαρούτι και το φυτίλι που φτιάχνανε τότε οι νεαροί και που έκαναν πιο πανηγυρική την ατμόσφαιρα. Γενικά η χαρά και το κέφι έδινε και έπαιρνε. Τότε καταλάβαινες γιορτές, ένιωθες διαφορετικά και όχι όπως γίνεται σήμερα όπου στριμωγμένοι, ως συνήθως μέσα στο άγνωστο πλήθος σε έναν άχαρο δρόμο της πόλης, δεν επικοινωνούμε με κανέναν. Στο χωριό ήταν αλλιώς, η λειτουργία συνεχίζονταν ως αργά τη νύχτα και μετά μαζευόμασταν όλοι μαζί παρέες στα σπίτια για να τσουγγρίσουμε τα πασχαλινά αυγά, να φάμε τη μαγειρίτσα της μάνας και να διασκεδάσουμε. Δεν ήτανε τότε η τηλεόραση, υπήρχε αληθινή επικοινωνία και έτσι περνούσε χαρούμενα η υπόλοιπη βραδιά.
Α, να μη ξεχάσω να σας πω για το δώρο της νονάς που περιμέναμε όσο τίποτα άλλο εμείς τα παιδιά. Περιμέναμε, λοιπόν, να μας δώσει την «λαμπριάτικη κουλούρα» που ήταν μια κουλούρα ζυμωμένη στο χέρι, με ένα αυγό ή με ένα καρύδι για στολίδι. Θυμάμαι μια φορά που περίμενα τη νονά μου με τόση ανυπομονησία ώστε όταν αυτή η κακομοίρα ξεχάστηκε και άργησε λιγάκι, την κοίταγα και την ξανακοίταγα με τόση λαχτάρα, προσμένοντας να βγάλει την κουλούρα, ώσπου η μητέρα δεν άντεξε και είπε: «άϊντε ντε, βγάλτηνα την κλούρα και κοντεύ’ να λιγοθμίσει το κρούνικο»! Αυτά ήτανε τότε τα δώρα της νονάς στα βαφτιστήρια και όχι φίρμες παπουτσάκια και λαμπάδες με λαγουδάκια από τα πολυκαταστήματα όπως τώρα.  
Την Κυριακή του Πάσχα ξεκινούσε η μεγάλη χαρά του ψησίματος και της καλής παρέας. Μεγάλοι και μικροί, νέοι, γερόντοι και παιδιά, όλοι το γλεντούσαμε αντάμα. Τώρα που είπα για παιδιά να σας πω ότι όπως παντού έτσι και στη δική μας τη γειτονίτσα ήμασταν αρκετά παιδιά, πάνω από τριάντα, που σήμερα σχεδόν όλα είναι ξενιτεμένα και θέλω με την ευκαιρία να στείλω σε όλους ευχές με αγάπη στα πέρατα του κόσμου. Τότε που τα χωριά ήταν ακόμη γεμάτα από κόσμο, εμείς τα παιδιά δίναμε χαρά και ζωή, με τα παιχνίδια μας, με τα γέλια μας, αλλά και με τις ιστορίες που ακούγαμε από τους μεγαλύτερους, τις παροιμίες και διάφορα γεγονότα, που τα συζητάγαμε για καιρό και βάζαμε και το δικό μας νεανικό αλατοπίπερο. Τώρα ακούω ότι θέλουν να καταργήσουν κάποια σχολεία σε μερικά χωριουδάκια μας. Δηλαδή να μην απομείνει τίποτα σ’ αυτό τον τόπο που τον ρήμαξε η ξενιτειά και η φυγή; Τέλος πάντων… Η Πασχαλιά, που λέγαμε, ήταν τότε η καλύτερη γιορτή. Το ψητό, το κοκορετσάκι, τα γέλια και τα πειράγματα, το κέφι και το τραγούδι, έδιναν κι έπαιρναν. «Ευγενή» ποτά, ουίσκι και μπύρα, δεν είχαμε τότε, αλλά είχαμε ντόπιο κρασάκι κόκκινο. Το αρνάκι άλλοι το έκαναν σουβλιστό, άλλοι στη γάστρα αλλά όπως και να ΄χε, τα πιάτα με τους μεζέδες, τις πίτες και τα γλυκά πηγαινοέρχονταν στη γειτονιά, όλη τη μέρα από σπίτι σε σπίτι. Πως θυμάμαι και εκείνα τα χαλκοματένια κατσαρολικά: τσουκάλια, μαστραπάδες, ταψιά, κανάτες, πολλά κιόλας απ΄ αυτά τα είχαν φέρει οι παππούδες μας από την Κωνσταντινούπολη, γιατί το χωριό μας είχε πολλούς εκεί και για αυτό το Καλεσμένο  λεγότανε πολύ παλιά και «Πολιτοχώρι». Μα πιο πολύ τώρα που λέω όλα αυτά, θυμάμαι τον γανωματή τον κύριο Μάρκο, ένα ψηλό, λεπτό και καλόκαρδο άνθρωπο που τον αγαπούσανε όλοι. Τη μέρα του Πάσχα κάναμε και τις επισκέψεις μας και δίναμε τις ευχές μας για τους Λάμπρους και τις Λαμπρινές, τους Αναστάσηδες, τις Αναστασίες και τις Πασχαλιές. 
Στο χωριό μας η γιορτή δεν τέλειωνε την Κυριακή του Πάσχα. Και τη βδομάδα που ερχόταν είχαμε πολλά γλέντια και χαρές. Τη Δευτέρα του Πάσχα στην πλατεία του Αϊ – Γιάννη έρχονταν ορχήστρα και γίνονταν μεγάλος χορός. Το κλαρίνο αντιλαλούσε στις ρεματιές και το τραγούδι μας ξεσήκωνε για τα καλά. Επίσης, την Παρασκευή του Πάσχα, στο Επάνω Χωριό, στην εκκλησία της Παναγίας, μαζευόμασταν όλοι οι χωριανοί με τα φαγητά μας, στρώναμε τις κουβέρτες κάτω από τα δέντρα, απλώναμε ότι είχαμε ο καθένας, τρώγαμε όλοι μαζί παρέα και μετά έρχονταν τα όργανα και δώστου πάλι χορό ως το σούρουπο. Το βράδυ κατεβαίναμε ως τα σπίτια μας με τα πόδια ρεμβάζοντας την ξελογιάστρα Άνοιξη. Τέλος, την Κυριακή του Θωμά, είχαμε τα καλύτερα, γιατί στον απέναντι συνοικισμό του Καλεσμένου, το Μοναστηράκι, γιόρταζε η εκκλησία του Αγίου Θωμά. Μετά τη λειτουργία, μας καλούσανε οι Μοναστηριώτες στα σπίτια τους όπου τρώγαμε και πίναμε παρέα και μετά ακολουθούσε κι εδώ τρικούβερτο πανηγύρι ως αργά τη νύχτα.
Κάτι ακόμη που ήθελα να σας πω παιδιά μου, είναι για τη χαρά που κάναμε όταν τις μέρες του Πάσχα τύχαινε να επιστρέψει στο χωριό κάποιος ξενιτεμένος συγχωριανός μας. Τότε είχαμε διπλή γιορτή. Να μην ξεχνάτε ότι οι ξενιτεμένοι μας αυτές τις μέρες νοσταλγούν ακόμη πιο πολύ τον τόπο και τους δικούς τους ανθρώπους. Κάποιοι από αυτούς τους αγωνιστές της ζωής -που αποχωρίστηκαν γονείς και αδέρφια για να προσφέρουν σε όλη την οικογένεια, γιατί τότε έτσι γινόταν- γυρνούσαν για να ξανασφίξουν στην αγκαλιά τους γονείς και αδέρφια και ίσως για να συναντήσουν κάποιο αίσθημα, ένα φλερτάκι ή για να διαλέξουν την αγαπημένη συντροφιά της ζωής τους. «Παπούτσι από τον τόπο σου κι ας είναι και μπαλωμένο» που λέει κι η παροιμία!

                           
Αχ, τι να πρωτοθυμηθώ για σένα αγαπημένο μου χωριό. Δεν μπορώ να σε ξεχάσω όμορφο Καλεσμένο. Το υπέροχο φεγγάρι, τον κεντημένο έναστρο ουρανό, τα τριζόνια, το κελάρυσμα του νερού μέσα στη σιγαλιά της νύχτας και όλη αυτή τη γαλήνη που τη στερείται σήμερα ο κόσμος στις μεγαλουπόλεις. Πόσο κοντά ήμασταν τότε ο ένας στον άλλο, πόσο ανεμελιά υπήρχε παρόλο τη φτώχεια μας. Ίσως γι’ αυτό και οι «σοφοί» πολιτικοί μας να φροντίζουν να μας ξανακάνουν πάμπτωχους. Για καλό το κάνουνε, μη σας πάει αλλού ο νους. Για να μας ξαναφέρουν κοντά και να είμαστε πάλι δεμένοι.
Χρόνια πολλά σε όλους μας και ιδιαίτερα στους ξενιτεμένους μας….              

Ήταν μια νοσταλγική αφήγηση από την Ευρυτάνισσα Κυρά Λένη

Τρίτη 12 Απριλίου 2011

ΨΥΧΗ ΒΑΘΙΑ ΣΤΗ ΝΙΑΛΑ – Μια ξεχασμένη σελίδα…

Ένα κείμενο του ΑΠΤ*



Ήταν 12 τ’ Απρίλη του 1947. Μέρες Πάσχα. Ο λαός μας ανηφορίζει το δικό του γολγοθά, μέσα στη δίνη του εμφυλίου πολέμου. Μετά την απελευθέρωση από την κτηνώδη ναζιστική κατοχή, ο ηρωικός αγώνας του λαού μας για ανεξαρτησία, λαοκρατία και κοινωνική δικαιοσύνη παραμένει ανεκπλήρωτος. Οι νέοι δυνάστες, οι αδίστακτοι αποικιοκράτες Εγγλέζοι κι ακολούθως  οι Αμερικανοί ληστές και οι ντόπιοι υποτακτικοί τους, σφίγγουν αλύπητα τη θηλιά της καταπίεσης. Η ξενόδουλη άρχουσα τάξη, που στη διάρκεια της κατοχής είχε λιποτακτήσει στο εξωτερικό, επανακάμπτει και σε συνεργασία με πρώην δοσίλογους, νεόπλουτους μαυραγορίτες και υποτελείς πολιτικούς, παίρνει τα ηνία και συγκροτεί την αντιλαϊκή εξουσία της βασισμένη στην ξένη υποστήριξη. Τα καλύτερα παλικάρια του λαού μας οι γενναίοι εαμοελασίτες και οι ανταρτοεπονίτες, ο ανθός της ελληνικής νεολαίας, αυτοί που όλη την προηγούμενη περίοδο της κατοχής, έδωσαν αίμα και ψυχή για τη λευτεριά και για ιδανικά κι αξίες πανανθρώπινες, τώρα διώκονται, φυλακίζονται, βασανίζονται και δολοφονούνται από το κράτος της αντίδρασης και τις συνεργαζόμενες με αυτό φασιστικές συμμορίες των κεφαλοκυνηγών που αλωνίζουν αποθρασυμένοι στην ύπαιθρο. (Μπορείτε να δείτε τα όργια της “εθνικοφροσύνης” και στην Ευρυτανία στις σελίδες του “evrytan.gr”). Οι αγωνιστές  του ηρωικού ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, προδομένοι από την κατάπτυστη συμφωνία της Βάρκιζας, πετσοκόβονται ανυπεράσπιστοι από τη μαύρη αντίδραση. Ιδού και ο απολογισμός της μοναρχοφασιστικής τρομοκρατίας στην πρώτη μετα-βαρκιζιανή περίοδο: 1289 δολοφονημένοι αγωνιστές, 509 απόπειρες φόνων, 165 βιασμοί γυναικών, 31.632 βασανισθέντες, 84.931 παράνομα συλληφθέντες, 100.000 ύπό καταδίωξη,  18.767 λεηλασίες και εμπρησμοί σπιτιών, 677 πυρπολημένα αντιστασιακά τυπογραφεία και λέσχες των ΕΑΜ-ΕΠΟΝ. Τα όρια της αντοχής του λαού δοκιμάζονται σκληρά.

Έτσι οι λαϊκοί αγωνιστές  αναγκάζονται να πάρουν ξανά τον γνώριμο δρόμο της αντίστασης μέσα από τις γραμμές του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας (ΔΣΕ) που σηκώνει το άλμπουρο του νέου απελευθερωτικού αγώνα απέναντι στους καινούργιους τύραννους. Μηχανισμοί, εξουσίες και πολεμικές μηχανές, επιστρατεύονται για να τσακίσουν το φρόνημα των εξεγερμένων. Οι αδούλωτοι αντάρτες πολεμούν κόντρα σε όλους και όλα, απέναντι σε ένα σιδερόφραχτο μοναρχικό καθεστώς  που ενισχύεται  με τις βρώμικες λίρες των Άγγλων και με τα δολάρια και τις βόμβες «Ναπάλμ» των Αμερικάνων, αυτές που δοκιμάστηκαν για πρώτη φορά στη χώρα μας επάνω στα κορμιά των παιδιών του λαού μας. 


Εκείνη η Άνοιξη, εκείνος ο Απρίλης του ‘47 δεν χαμογέλασε ποτέ. Ήταν άγριος, αδυσώπητος, φονικός. Αποκομμένες μονάδες του ΔΣΕ, με κύρια αιχμή το τάγμα του Σοφιανού, καθώς και τραυματίες και καταδιωγμένες άμαχες οικογένειες ανταρτών, κυκλωμένοι από στρατεύματα της ξενόδουλης μοναρχικής κυβέρνησης και από τα συνεργαζόμενα δολοφονικά παρακρατικά αποσπάσματα, επιχειρούν να σπάσουν τον κλοιό από τα Βραγγιανά με στόχο να επανενωθούν με τις υπόλοιπες επαναστατικές δυνάμεις κοντά στην περιοχή Βουλγάρα στο Αρχηγείο Θεσσαλίας. 

Η απόφαση είναι μία: να διασχίσουν την κορυφογραμμή της Νιάλας ως μόνο δρόμο διαφυγής. Στο άκουσμα πολλοί κερώνουν. Αντιλαμβάνονται τι σημαίνει να διασχίσει κανείς αυτά τα άγρια ανεμοδαρμένα περάσματα των Αγράφων σε υψόμετρο 2200 μέτρων, σε γυμνές παγωμένες και αφιλόξενες κορυφές, εκεί που δειλιάζει να φυτρώσει δέντρο και που ακόμη και τα αγρίμια κιοτεύουν. Συν τοις άλλοις υπάρχει και η υπόνοια μήπως ο στρατός έχει πιάσει τα περάσματα της Νιάλας. Όμως δεν τους απομένει άλλη επιλογή. Συγκροτούνται ως εξής: 2 μάχιμοι λόχοι μπαίνουν εμπροσθοφυλακή, στη μέση τα γυναικόπαιδα κι οι λαβωμένοι και στην οπισθοφυλακή ο 3ος λόχος του Γιάννη Παπαϊωάννου. Έτσι θα αρχίσει μία από τις πιο συγκινητικές και ηρωικές πορείες μέσα από την άγρια Νιάλα, τα “Ιμαλάϊα της Ελλάδας”!

Στις 11 του Απρίλη, Μεγάλη Παρασκευή, η πομπή ξεκινά μέσα σε πολύ δυσμενείς συνθήκες, με συνεχόμενη καταρρακτώδη βροχή και πολύ κρύο. Στις επόμενες ώρες της ανάβασης επικρατεί ανείπωτος χαλασμός, κατακλυσμός!  Το βουνό βρυχάται λυσσασμένο. Τα σωθικά του σκίζονται και ξερνάνε τρόμο και όλεθρο. Μανιασμένοι άνεμοι στροβιλίζονται αδιάκοπα δημιουργώντας εικόνες πραγματικής κόλασης. Τα εφιαλτικά αστραπόβροντα ακολουθούν συνεχείς κατολισθήσεις βράχων που σαρώνουν τα πάντα. Η γη τρέμει συθέμελα. Σε πολλά σημεία τα στενά κακοτράχαλα μονοπάτια που κρέμονται στις άκρες των απύθμενων γκρεμών κόβονται  και παρασέρνουν κόσμο στην άβυσσο. Οι πρώτοι μάρτυρες θα χαθούν για πάντα σε αυτές τις χαράδρες του θανάτου.
Όμως προχωρούν. Η Νιάλα απέχει ακόμη πάρα πολύ. Καθώς ανεβαίνουν πιο ψηλά, η οργή της φύσης γιγαντώνεται καθώς τη βροχή την αντικαθιστά μια φοβερή χιονοθύελλα που ξεσπάει ανελέητη. Κάτω από το παχύ στρώμα του χιονιού σβήνονται τα μονοπάτια και οι στράτες, χάνονται τα περάσματα. Οι συνθήκες είναι απερίγραπτες. Ο χιονιάς θεριεύει, το αφόρητο κρύο τους περονιάζει ως το κόκαλο. Τα στοιχεία της φύσης λυσσομανάνε δίχως σταματημό θέλοντας να αφανίσουν κάθε ανθρώπινη ύπαρξη. Οι ηρωικοί μαχητές του ΔΣΕ και οι άμαχοι, μαστιγωμένοι από το πολικό ψύχος, ξυπόλητοι, ρακένδυτοι οι περισσότεροι, σφίγγουν τα δόντια και προχωράνε. Κοκαλωμένα τα χέρια, αδύναμες οι ανάσες, παγωμένα κούτσουρα τα πόδια, σέρνονται βαριά. Οι πιο νέοι παίρνουν στις πλάτες τους γυναίκες, παιδιά και ανήμπορους τραυματίες. Μα η μανία της Νιάλας δε λέει να κοπάσει, είναι αποφασισμένη να εξοντώσει κάθε οντότητα που τολμά να αμφισβητήσει την απόλυτη κυριαρχία της. Αλλά και οι άνθρωποι το ίδιο αποφασισμένοι κι αυτοί να κερδίσουν τη μάχη της επιβίωσης. Όσο η πομπή ανηφορίζει, σαν μια μεγάλη μαύρη κάμπια στην κατάλευκη ράχη του βουνού, τόσο αυτό αγριεύει περισσότερο. Κάθε βήμα πλέον είναι και μια υπέρβαση, κάθε δρασκελιά είναι και μια μάχη ανάμεσα στη ζωή και το θάνατο.
Οι ανθρώπινες δυνάμεις στερεύουν εκεί μέσα στο λευκό εφιάλτη. Κάποιοι δεν αντέχουν άλλο. Σαν στάχυα κομμένα από το δρεπάνι του χάροντα, λυγίζουν και πέφτουν. Βρέφη, παιδιά, γυναίκες σβήνουν. Το τρίχρονο αγοράκι της Βάγιας Ράγια ξυλιάζει και χάνεται! Αυτή η γυναίκα κυνηγημένη από τους παρακρατικούς φονιάδες είχε ακολουθήσει την πορεία για να συναντήσει τον αντάρτη σύζυγό της στη Βουλγάρα. Θα χαθεί και αυτή και το μωρό της μα και η άλλη 18χρονη κόρη της. Παλικάρια παραδίδουν κι αυτά την τελευταία τους πνοή, θυσία στο βωμό της Νιάλας. «Αδέρφια, προχωράτε εσείς, εμείς φεύγουμε» σιγοψιθυρίζουν και γέρνουν. Ο τόπος σπέρνεται με δεκάδες ανθρώπινα κορμιά. Ένας βουβός θρήνος απλώνεται σε όλη την πορεία. Οι επικεφαλής αξιωματικοί του Δημοκρατικού Στρατού υπερβαίνουν τις δυνάμεις τους και διατρέχοντας συνεχώς το σώμα της πορείας βοηθούν, δίνουν κουράγιο στους συναγωνιστές τους. Επιφορτισμένοι όμως και με το ιερό καθήκον της διάσωσης τόσων ανθρώπων, έχουν δώσει  διαταγή να πιαστούν όλοι σε αλυσίδες και να μην σταματάει κανείς ότι και αν διαδραματίζεται δίπλα τους. Όμως τελικά τσακισμένοι και αυτοί συναισθηματικά με όλα όσα συμβαίνουν, λυγίζουν και δίνουν εντολή σε κάποιους μαχητές να γυρίσουν ξανά πίσω για να περισυλλέξουν τυχόν επιζώντες. Τα δάκρυα παγώνουν στα μάτια των ανθρώπων της αποστολής διάσωσης, όταν αντικρίζουν συντρόφους και συντρόφισσες, παγωμένα ανθρώπινα γλυπτά, να κοιμούνται για πάντα στο λευκό σάβανο της Νιάλας. Τους ελάχιστους που αναπνέουν ακόμη τους ζαλιγκώνονται στις πλάτες και επιστρέφουν συγκλονισμένοι.  


Και τότε, μέσα στο χαμό και το σπαραγμό, η νεαρή κομμουνίστρια δασκαλίτσα, η Βαγγελιώ Κουσιάντζα, δίνει το σύνθημα. Και όλοι μαζί ξεκινούν να τραγουδούν!!! Ναι, μέσα στο φονικό χιονιά και το σκηνικό του θανάτου αυτοί τραγουδούν:
«Είμαστε εμείς Ελλάδα τα παιδιά σου
οργανωμένα σε πόλεις και χωριά
και για εσένα και για τη λευτεριά σου
θα αγωνιστούμε όλοι με καρδιά…»




«Θύελλες άνεμοι, γύρω μας πνέουν,
τέκνα τον σκότους εμάς κυνηγούν,
σε ύστερες μάχες, μπλεκόμαστε τώρα
κι άγνωστες τύχες εμάς καρτερούν».

«Βροντάει ο Όλυμπος και πάλι,
στη Νιάλα πέφτουν κεραυνοί,
σειούνται στεριές και τα πελάγη
όπλων ακούγεται κλαγγή».
Η ψυχή νικάει τον τρόμο. Η παγωμένη Νιάλα υποκλίνεται μπροστά στην τιτάνια δύναμη και την ατσάλινη καρδιά του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας και των παιδιών του που αψηφούν το θάνατο με όπλο το αντάρτικο τραγούδι!

Και έτσι το Μ. Σάββατο το βράδυ, 12 Απριλίου 1947, η πομπή καταφέρνει να φτάσει στον Αυχένα του βουνού και αρχίζει να κατηφορίζει προς τη Σάικα. Το κουράγιο αναζωπυρώνεται, νέες δυνάμεις αντλούνται, ο στόχος πλέον είναι κοντά. Θα τα καταφέρουν! Η λύτρωση, για τους πολλούς, είναι πλέον γεγονός.

Δεν ισχύει όμως για όλους το ίδιο. Ορισμένοι και συγκεκριμένα ο 3ος λόχος της οπισθοφυλακής  του  Γιάννη Παπαϊωάννου, μαζί και άμαχοι, τραυματίες και πολιτικά στελέχη, χάνονται μέσα στην πυκνή ομίχλη και τη χιονοθύελλα που εξακολουθεί να μαίνεται ακόμη πιο έντονη και ξεστρατίζουν ακολουθώντας λάθος κατεύθυνση από αυτή των υπολοίπων συντρόφων τους που έχουν ήδη σωθεί. Και τότε πέφτουν κατάφατσα επάνω σε φυλάκια μονάδων του κυβερνητικού στρατού που έχουν στρατοπεδεύσει στο σημείο μέσα σε αντίσκηνα στο χιόνι. Ξυλιασμένοι κι εκείνοι από το κρύο να προσμένουν ανήμποροι το τελειωτικό χτύπημα της οργισμένης Νιάλας που δε λέει να κοπάσει τη μανία της.
Και τότε συμβαίνει κάτι που δεν έχει ξαναγίνει στα παγκόσμια χρονικά των πολεμικών αναμετρήσεων. «Μην πυροβολείτε είμαστε αδέρφια», «αφήστε να περάσει απόψε το κακό και αύριο φεύγουμε» φωνάζουν αναμεταξύ τους ένοπλοι και από τις δύο πλευρές. Οι παγωμένοι αντάρτες μπαίνουν μέσα στις σκηνές των στρατιωτών, βράδυ Ανάστασης προς Κυριακή του Πάσχα!

Όμοιοι ημίθεοι χιονισμένοι, κοντοστέκονται για μια στιγμή και κατόπιν αφήνουν τα τουφέκια τους και κάθονται κατάχαμα. Κανένας από τους στρατιώτες δεν κινείται. Κανένας! Μέσα σε μια απόλυτη σιωπή τα βλέμματα συναντώνται. Παιδιά της αγροτιάς και της εργατιάς, αντάρτες και απλοί φαντάροι, μιλάνε με το βλέμμα της ψυχής. Νιώθουν, διαισθάνονται οι απλοί φαντάροι ότι τούτοι οι γενναίοι του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας που δεν δείλιασαν να τα βάλουν με παγκόσμιες αυτοκρατορίες, που τόλμησαν να πραγματοποιήσουν αυτή την ανάβαση του θανάτου, δεν μπορεί παρά να πιστεύουν σε υψηλά ιδανικά. Ξέρουν και οι αντάρτες ότι πολλοί από τους φαντάρους είναι απλά παιδιά του λαού, που αναγκαστικά υπηρετούν μια θητεία που τους επιβλήθηκε από το ελεεινό καθεστώς της αμερικανοκρατίας και των συμμάχων της και ότι ίσως μέσα τους να αντιλαμβάνονται κι αυτοί την αλήθεια. Ξάφνου, ένας φαντάρος απλώνει το χέρι και προσφέρει μερικά σπυριά σταφίδες και λίγο κονιάκ σε κάποια ανταρτόπουλα. Είναι μία φοβερή σκηνή που περιγράφει και στην ταινία του «Ψυχή βαθιά» ο σκηνοθέτης Παντελής Βούλγαρης, μόνο που, καλλιτεχνική αδεία, την μεταφέρει σε άλλο τόπο, κάπου στο Γράμμο, και όχι εκεί που συνέβη πραγματικά, δηλαδή στη Νιάλα των Αγράφων της Ευρυτανίας. Η άγρια χιονοθύελλα, που εξακολουθεί έξω να λυσσομανάει, γίνεται η αιτία για την ιστορική ανακωχή της Νιάλας. Μερικοί θα βρουν το κουράγιο να πουν δυό λόγια:  Για τους ξένους δυνάστες που οδήγησαν ένα λαό σε αλληλοσκοτωμό για τα  βρώμικα συμφέροντα μιας χούφτας πλουτοκρατών, δοσίλογων και ξενόφερτων βασιλιάδων. Μιλούν για το γολγοθά της φονικής ανάβασης, για  αυτούς που έμειναν πίσω για πάντα. Κι ύστερα ξανά σιωπή. Έτσι θα κοιμηθούν πλάι-πλάι μέσα στις ίδιες σκηνές. Κάποιοι αντάρτες και φαντάροι δεν θα ξυπνήσουν ποτέ ξανά, θα ξεπαγιάσουν μέσα στα αντίσκηνα τα οποία είναι αδύνατον να αναχαιτίσουν το απίστευτο φονικό κρύο.
Ξημερώνοντας 13 Απρίλη, ανήμερα Πάσχα, όλα θα αλλάξουν. Ο “εθνικόφρων” επικεφαλής ταγματάρχης Αλευράς που έχει αντιληφθεί ότι ο κύριος όγκος των αντάρτικων δυνάμεων κατάφερε να ξεφύγει, βλαστημά και απειλεί θεούς και δαίμονες. Παίρνει τον ασύρματο και δίνει σήμα στο κέντρο ότι τάχατες… «κρατά αιχμαλώτους τα απομεινάρια των συμμοριτών», ενώ ταυτόχρονα ζητά επειγόντως ενισχύσεις. Οι ανώτεροί του, τού υπόσχονται και προαγωγή! Τη συνομιλία αντιλαμβάνεται τυχαία ο καπετάνιος των ανταρτών Γιάννης Παπαϊωάννου ("Ερμής") ο οποίος αντιδρά και ρωτάει τον Αλευρά γιατί παραβιάζει την άτυπη ανακωχή. Ο Αλευράς βρίζοντας τον προκαλεί σε μονομαχία πυροβολώντας μάλιστα πρώτος. Όμως στην τελική έκβαση νικητής θα αναδειχθεί ο αντάρτης "Ερμής" ξαπλώνοντας νεκρό τον Αλευρά.  
Γιάννης Παπαϊωάννου
Μετά από αυτό το περιστατικό, ο Γ. Παπαϊωάννου δίνει αυστηρή διαταγή να συγκεντρωθούν οι, διασκορπισμένοι στα αντίσκηνα, αντάρτες και να αποχωρήσουν τάχιστα. Ο χρόνος είναι ξανά εχθρός. Με  χίλια δυο βάσανα οι μισοξεπαγιασμένοι αντάρτες προσπαθούν και πάλι να σταθούν στα πόδια τους. Εντέλει,  οι περισσότεροι εξ' αυτών κατορθώνουν να προωθηθούν προς τη Σάικα! 
Λίγο αργότερα έξαλλες κραυγές κυβερνητικών αξιωματικών αναστατώνουν τον τόπο. Έχουν φτάσει από το χωριό των Αγράφων ενισχύσεις για τα στρατιωτικά φυλάκια. Όμως 31 άτομα, αντάρτες και πολιτικά στελέχη, λιπόθυμοι και μισοπεθαμένοι μέσα σε κάποιες απομακρυσμένες σκηνές, δεν  μπόρεσαν να ακούσουν τη διαταγή αποχώρησης του Γ. Παπαϊωάννου και έτσι συλλαμβάνονται. Ανάμεσά τους και η δασκάλα Βαγγελιώ Κουσιάντζα. 


Αυτοί οι άνθρωποι θα βασανιστούν απάνθρωπα στα κρατητήρια (και ειδικά η Βαγγελιώ) και στη συνέχεια άλλοι εξ' αυτών θα καταδικαστούν σε ισόβια, ενώ 10 διαλεχτοί αγωνιστές θα εκτελεστούν τελικά στην “Ξηριώτισσα” στη Λαμία, στις 9 Μάη 1947, με απόφαση ενός αδίστακτου φασίστα στρατοδίκη που έβγαζε καταδικαστικές αποφάσεις θανάτου χαμογελώντας. Η εκπληκτική Βαγγελίτσα θα δώσει και πάλι μαθήματα ηρωισμού όταν πρώτη θα σύρει το χορό "έχε γεια καυμένε κόσμε" μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα!!! Συγκλονισμένοι από την απίστευτη σκηνή οι στρατιώτες του 106 Τάγματος θα αρνηθούν να πυροβολήσουν και το δολοφονικό έργο θα το αναλάβουν εντέλει οι παρακρατικοί φασίστες. Η Βαγγελιώ ολόρθη και με το κορμί τρυπημένο από τις σφαίρες θα ζητωκραυγάζει για το δίκιο του αγώνα, μέχρι τη χαριστική βολή των δημίων! 
Βαγγελιώ Κουσιάντζα
Οι υπόλοιποι εκτελεσμένοι αγωνιστές ήταν οι: Τσιρώνης Βασίλης, Παπαγεωργίου Δημήτρης, Χαλκιάς Κώστας, Γαλανίτσας Αλέκος, Χασιώτης Δημήτρης, Καψάλης Θανάσης, Βαρνάβας Αλέκος, Κυρίτσης Χαρίλαος, Αθάνατος Δημήτρης.  

Η Βαγγελιώ στο τελευταίο της γράμμα μέσα από το κελί μελλοθανάτων, αφού πρώτα περιγράψει τα ανείπωτα βασανιστήρια που υπέστη από τους χίτες και χωροφύλακες, κατά την ένδιάμεση κράτησή της στα μπουντρούμια του Καρπενησίου, θα καταλήξει : «.... Δεν θέλω να με κλάψετε ούτε να με πενθείτε, η θυσία μας θα γίνει φάρος που θα φωτίσει όλο τον κόσμο για μια καλύτερη ζωή», λόγια που προκαλούν ακόμη και σήμερα ρίγη συγκίνησης σε όσους ποθούν και παλεύουν για μια νέα, δίκαιη κοινωνία.


Ο τόπος της θυσίας (φωτο από το οδοιπορικό στη Νιάλα του "Ευρυτάνα ιχνηλάτη") 

Κλείνοντας θα αναφέρουμε κάποια ακόμη ονόματα που γνωρίζουμε και που αφορούν εκείνους που χάθηκαν στη διάρκεια της φονικής ανάβασης στη Νιάλα: Ταγκούλης Βαγγέλης, Ράγια Βάια, Ράγια Ιουλία, Ράγιας Γιάννης, Στάικος Θανάσης, Ζορμπάς Βαγγέλης, Καλατζής Γιώργος, Καούρας Χρήστος, Παπαδημητρίου Θωμάς, Τσαμανής Σούλας, Δεναξά Κούλα, Πατρίκης Κώστας, Παναγιωτόπουλος Σεραφείμ, Τσουλάς Παυσανίας, Θοδωρής Κώστας, Θοδωρής Χαρ., Μπουλτσή Ελένη, Οικονόμου Λάμπρος......


ΒΑΓΙΑ ΡΑΓΙΑ - ΙΟΥΛΙΑ ΡΑΓΙΑ - ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ ΡΑΓΙΑΣ


ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΤΑΓΚΟΥΛΗΣ - Δικηγόρος


ΕΛΕΝΗ ΜΠΟΥΛΤΖΗ - Στέλεχος της ΕΠΟΝ


ΠΑΥΣΑΝΙΑΣ ΤΣΟΥΛΑΣ - Αγρότης


ΣΟΥΛΑΣ ΤΣΑΜΑΝΗΣ - ΚΟΥΛΑ ΔΕΝΑΞΑ
¨

Αυτή είναι η φοβερή ιστορία της Νιάλας των Αγράφων. Στο τρομερό βουνό του χαμού, στέκει σήμερα μια λιτή πλάκα που αναγράφει : «Στη θέση αυτή έπεσαν χτυπημένοι από φοβερή χιονοθύελλα αντάρτες του ΔΣΕ στρατιώτες του κυβερν. Στρατού και άμαχοι πολίτες στις 12-4-1947»

*Σημείωση: Για τη συγγραφή αυτού του άρθρου ο ΑΠΤ άντλησε στοιχεία από την προσωπική του βιβλιοθήκη, με έμφαση στα εξαιρετικά βιβλία “Πληγές του εμφυλίου” του αντιστασιακού Βασίλη Φυτσιλή και "Νιάλα" του Μ. Μούστου. Επίσης  από διάφορες αφηγήσεις αγωνιστών που βίωσαν τα γεγονότα, καθώς και από διηγήσεις απογόνων τους...

"Ευρυτάνας Ιχνηλάτης"

ΥΓ. Δείτε και εδώ!


http://eyrytixn.blogspot.gr/2012/05/blog-post_30.html

https://eyrytixn.blogspot.gr/2016/04/blog-post_9.html

https://eyrytixn.blogspot.gr/2018/04/blog-post_14.html

Κυριακή 10 Απριλίου 2011

Εαρινό κάλεσμα!








                         
Περπατώντας αυτή την εποχή στα μοναχικά μονοπάτια του χωριού Καλεσμένο Ευρυτανίας, τώρα που η μάνα φύση αναγεννιέται και το πρώτο Κάλεσμα της Άνοιξης γνέφει με χίλιες δύο χάρες στα μάτια και την ψυχή, ίσως και να σκεφθείς "βλάσφημα" ότι υπάρχει ...παράδεισος και επί της γης!

Και που να έρθει και ο Μάης αδέρφια...! 




ΥΓ: Οι φωτογραφίες και το συνοδευτικό κειμενάκι μάς στάλθηκαν...  

από τον φίλο συμπατριώτη Σεραφείμ Τ.  





Τετάρτη 6 Απριλίου 2011

Ανεμοτέρατα στα βουνά μας;


Θύελλα δίκαιων αντιδράσεων έχει προκαλέσει και συνεχίζει να προκαλεί η υπόθεση με τις συνεχόμενες αδειοδοτήσεις για εγκατάσταση ανεμογεννητριών-εκτρωμάτων στα παρθένα βουνά και δάση της Ευρυτανίας μας. Μια καταστροφική επιλογή που θα ενταφιάσει το μοναδικό φυσικό περιβάλλον στο βωμό της στυγνής κερδοφορίας εταιριών.

Για του λόγου το αληθές παραθέτουμε τα παρακάτω αποσπάσματα από διαφόρους φορείς:
*Η «Κίνηση Πολιτών για την Προστασία του Ευρυτανικού Περιβάλλοντος» στην ιστοσελίδα  (www.karpenissi.eu) με προμετωπίδα "ΔΕΝ ΠΩΛΕΙΤΑΙ",  καυτηριάζει "το θράσος των Πολυεθνικών και των υπηρετών τους στο ΥΠΕΧΩΔΕ" τονίζοντας ότι: "με τα χρήματα των Ελλήνων πολιτών, με κρατικές επιδοτήσεις, κρατικοδίαιτοι εργολάβοι αγοράζουν και διαχειρίζονται για πάντα δημόσια γη και ύδωρ". 
Συγχρόνως υπενθυμίζει πως: "από το 2007 οι πολίτες της Ευρυτανίας (6.000) με τις υπογραφές τους έχουν εκφράσει την αντίθεσή τους να μετατραπεί η Ευρυτανία σε απέραντο εργοτάξιο έργων ΑΠΕ και έχουν σαφώς ταχθεί υπέρ της προστασίας και διατήρησης του φυσικού περιβάλλοντος". Τέλος, αναφέρεται συγκεκριμένα στις δραματικές επιπτώσεις, από την εγκατάσταση των ανεμογεννητριών,  σε σημαντικούς τομείς όπως : "τοπίο, χλωρίδα, πανίδα, βιότοπους, διάβρωση, κατολισθήσεις, πηγές, θόρυβο, ηλεκτρομαγνητικά πεδία, τουρισμό, αξία ακινήτων, ανεργία". 
*Το Κ.Κ.Ε Ευρυτανίας με ανακοίνωσή του (laikisyspirwsi.blogspot.com) καταγγέλλει  τη "συνεχιζόμενη ασύδοτη αδειοδότηση αιολικών πάρκων" "ως στρατηγική επιλογή της Ε.Ε. για τη στήριξη της κερδοφορίας των ευρωπαϊκών μονοπωλίων σε βάρος του λαού και του φυσικού περιβάλλοντος". Επίσης τονίζει με έμφαση και κάτι ιδιαίτερα σημαντικό, ότι δηλαδή : "η εμπειρία από τις ανεμογεννήτριες και τα επιχειρηματικά συμφέροντα δείχνει ότι μαζί με αυτές πάνε και οι εμπρησμοί στα δάση μας". Παράλληλα καλεί "τους κατοίκους, τους συλλόγους και τους μαζικούς φορείς της Ευρυτανίας, να αντισταθούν, να βάλουν φραγμό στο ξεπούλημα των ορεινών όγκων και των υδάτινων πόρων. Να ματαιώσουν το επιχειρούμενο περιβαλλοντολογικό έγκλημα για την κερδοφορία των επιχειρηματικών ομίλων".
*Ακόμα η «Πρωτοβουλία για τη Ναυπακτία» (wolvesmountains.blogspot.com) κάνει λόγο για "συμφέροντα μεγαλοεργολάβων που κυριάρχησαν" και ότι "για όλες τις κορφές έχουν δοθεί άδειες για εγκατάσταση Ανεμογεννητριών: Κοκκάλια, Μηλιά, Νεραϊδοβούνι, Σαράνταινα, Γιδοβούνι, Κοκκινιά, Ομάλια, Τσακαλάκι, Μακρυνόρος, Χαρατσί κ.α". Καταγγέλει πως: "αυτό κάποιοι συνεχίζουν να το αποκαλούν πράσινη ανάπτυξη", ενώ αποκαλύπτει πως πρόκειται "για περιβαλλοντικό έγκλημα με δήθεν οικολογικό μανδύα". Και πολύ σοφά υπογραμμίζει ότι: "εμείς πιστεύουμε ότι τα Ποτάμια πρέπει να φθάνουν στη Θάλασσα, ότι οι Βουνοκορφές πρέπει να ατενίζουν τα σύννεφα και ότι αν θέλουμε να σώσουμε τον Πλανήτη μας, πρέπει πριν και πάνω από όλα να σεβόμαστε την Πραγματική Φύση..." 
Δεν θα μπορούσαμε να το κλείσουμε αλλιώς παρά παραθέτοντας ( www.karpenissi.eu/?pg=news/news) τα λόγια του Μάκη Φλώρου, σε περυσινή εκδήλωση στο Καρπενήσι, ο οποίος, εκ μέρους του Συλλόγου Κρικελλιωτών Ευρυτάνων, τόνισε, μεταξύ άλλων ότι : "έχουμε πειστεί ότι οι ανεμογεννήτριες στα 1500 μέτρα φίλοι μου δεν θα σώσουν το περιβάλλον και τον πλανήτη αλλά ΜΟΝΟ ΤΙΣ ΕΤΑΙΡΕΙΕΣ ΠΟΥ ΠΟΥΛΑΝΕ ΑΝΕΜΟΓΕΝΝΗΤΡΙΕΣ και ντύνουν τις εισπράξεις τους με οικολογικό ενδιαφέρον. Εάν φίλοι μου εσείς δεν είστε κάποιοι από τους μετόχους αυτών των εταιρειών, εάν έχετε λιώσει σόλες στις στράτες και τα μονοπάτια της Ευρυτανίας μας, εάν έχετε βρέξει τα πόδια σας στον Κρικελοπόταμο και στο φαράγγι «Πανταβρέχει», εάν είστε γνήσιοι απόγονοι Ευρυτάνων και Ελλήνων προγόνων, σας παρακαλώ να μην αφήσετε να οργώσουν τα βουνά μας στο όνομα του κέρδους τους".

Να ενώσουμε τη φωνή μας και εμείς, μέσα από αυτό τον ιστότοπο :
ΟΧΙ ΣΤΑ ΑΝΕΜΟΤΕΡΑΤΑ ΤΩΝ ΜΕΓΑΛΟΕΡΓΟΛΑΒΩΝ – ΦΥΣΗ ΚΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΣΤΗΝ ΕΥΡΥΤΑΝΙΑ.

ΥΓ. Οι φωτο 2 και 8 είναι του "Ευρυτάνα ιχνηλάτη"


blog 'Ευρυτάνας Ιχνηλάτης"