Ο Μήτσος ο Ευρυτάνας ήτο μέγας μερακλής και τσιπουροπνίχτης από τους λίγους! Ακόμη και στην
εποχή της κρίσης ετούτος δεν έλεγε να κόψει το συνήθειό του να πίνει σε καθημερινή
βάση το… βάλσαμο και μάλιστα με το κανάτι! Και πάντοτε, κατόπιν της γενναίας τσιπουροκατάνυξης, συνήθιζε να λέει στο μπάρμπα Μένιο τον καφετζή του χωριού: «γράφτα ωρέ στο
τεφτέρ’ κι άμα πάρου τη σύνταξ’ στο τέλος του μηνού τα βρίσκουμι»!!!
Το καφενεδάκι του χωριού που ήταν μαζί και
μπακάλικο το επισκέπτονταν μια στο τόσο, και η κυρά του η Φώτω για καμιά
ανάγκη του σπιτικού τους.
Φτάνει λοιπόν και το τέλος του
μηνός κι ο Μήτσος αφού τσιμπάει την… πετσοκομένη σύνταξή του τραβάει κατά το
μαγαζάκι να… καθαρίσει το χρέος!!!
-«Πόσο πάει το μαλλί
ωρέ Μένιο;» ρωτάει τον καφετζή.
-«68 εβρό στάζεις Μήτσο
μ’ και μετά θάσαι τύπους κι υπογραμμός» απαντάει ο κυρ-Μένιος.
-«Παλάβωσες ωρέ, τι
έφκιασες αυτού στο τετράδιου; Mωρέ συ, μπας και αντίς για πρόσθεσ’ κάν’ς πουλλαπλασιασμό;» τσινάει ο Μήτσος.
-«Να ρε ξεγκαβώσ’,
κοίτα το και μοναχός σ’», θυμώνει ο Μένιος και του σπρώχνει χολωμένος το
τεφτέρι.
Εκείνος τσακώνει το
τετραδιάκι κι αρχίζει να το ξεφυλλίζει μέχρι που φτάνει στο όνομα «Μήτσος».
Βάζει το δάχτυλο απάνω στις ημερομηνίες κι αρχίζει να διαβάζει φωναχτά:
-Τσίπουρο, τσίπουρο,
τσίπουρο, τσίπουρο...
Φτύνει την παλάμη του και
γυρνάει σελίδα:
-Τσίπουρο, τσίπουρο,
τσίπουρο, τσίπουρο…
Πάει και παρακάτω:
-Τσίπουρο, τσίπουρο,
τσίπουρο…… ΣΚΟΥΠΑ!
-«Αμάν! άιντε Μένιο μ’
σχώρα με, δίκιο έχεις! Πάει με καταχρέωσε αυτούνη η γυναίκα. Πάλι σκούπα αγόρασε
κι τούτου του μήνα»!!!