Αγαπητά μου παιδιά, θα σας διηγηθώ μια αληθινή ιστορία που είχε πει και σε μένα η μακαρίτισσα η μητέρα μου η οποία είχε γεννηθεί το 1911 στο χωριό Μαραθιάς Ευρυτανίας.
Ο Μαραθιάς ήτανε ένα από τα ξακουστά "Πολιτοχώρια" του νομού μας που ονομάστηκαν έτσι γιατί πολλοί κάτοικοί τους μετανάστευαν στην Πόλη, στην ωραία Κωνσταντινούπολη! Εκεί οι περισσότεροι κάνανε προκοπή, άλλοι με τις τέχνες, άλλοι με το εμπόριο και με διάφορες άλλες επαγγελματικές δραστηριότητες.
Ποτέ όμως δεν ξεχνούσαν το όμορφο χωριό τους... Πήγαιναν κι έρχονταν με τις οικογένειές τους από την Κωνσταντινούπολη στο Μαραθιά και πολλοί από αυτούς επέστρεφαν για μόνιμη πια εγκατάσταση. Δεν ήταν δα και οι... ζάμπλουτοι αλλά οπωσδήποτε είχανε κάνει το κουμάντο τους. Έτσι έφερναν κάποιο κομπόδεμα που είχαν εξοικονομήσει από τη δουλειά τους, αλλά και έπιπλα, οικοσκευές και βέβαια τον πολιτισμό της Πόλης! Όλα αυτά μέχρι πριν από την καταστροφή και τον ξεριζωμό, γιατί από κει και πέρα, όπως ξέρουμε, άλλαξαν όλα...
Η μητέρα μου μικρό παιδάκι τότε, θυμόταν πολύ έντονα τις κυρίες με τις όμορφες τουαλέτες και τα φανταχτερά καπέλα, τους κύρηδες με τα κομψά κοστούμια και τα ρολόγια με την αλυσίδα στο τσεπάκι, και όλα αυτά βέβαια της έκαναν εντύπωση.
Μα εκείνο που έκανε τη μεγαλύτερη εντύπωση όχι μόνο στη μητέρα μου αλλά και σε όλους τους συγχωριανούς των "Πολιτών", ήτανε η απλότητα, η ευγένεια και η πολιτισμένη συμπεριφορά αυτών των ανθρώπων.
Για παράδειγμα, στις γιορτές μετά τη θεία λειτουργία όλοι οι χωριανοί συνήθιζαν να πηγαίνουν επισκέψεις στους εορταζόμενους. Πρώτα οι άντρες του χωριού, μετά οι γυναίκες. Τα παιδιά συνήθως όχι! Οι "Κωνσταντινουπολίτες" όμως, πρώτα θα πήγαιναν επίσκεψη στα σπιτάκια των τσοπάνηδων για να δείξουν στην πράξη την αγάπη, την εκτίμηση και το σεβασμό τους στους απλούς ανθρώπους και στη συνέχεια θα επισκέπτονταν και τους υπόλοιπους εορτάζοντες.
Ανάμεσα στις άλλες οικογένειες που είχαν επιστρέψει στο χωριό, είχε έλθει και μια πολύ πλούσια οικογένεια από την Κωνσταντινούπολη : ο πατέρας, η μητέρα και ένα μικρό παιδάκι. Αυτοί παραλήδες καθώς ήτανε, έχτισαν σε ένα από τα ωραιότερα σημεία του χωριού ένα πολύ όμορφο αρχοντικό σπίτι, δίπατο, πέτρινο, με όλες τις ανέσεις και τις πολυτέλειες....
Εκείνα τα χρόνια στα ευρυτανικά βουνά δρούσαν αρκετοί ληστές, ήταν κάποιοι ατίθασοι που είχανε βγει στο κλαρί και ληστεύανε εκείνους που είχαν το χρήμα. Έτσι και αυτούς τους πλούσιους γονείς τούς πλησίασαν ορισμένοι ληστές και τους απείλησαν ότι θα πρέπει να τους δώσουν το τάδε ποσό χρημάτων, αλλιώς θα τους έπαιρναν το παιδί.
Οι γονείς θες από τσιφουτιά, θες από γινάτι, δεν έδωσαν τα λεφτά, αλλά για να έχουν το κεφάλι τους ήσυχο από το φόβο της απαγωγής, έκλεισαν το παιδί τους μέσα στο σπίτι, το κλειδαμπάρωσαν και δεν το άφηναν να ξεμυτίσει. Έβαλαν και κάνα δυο έμπιστους να φυλάνε νύχτα μέρα το σπίτι και έτσι νόμισαν ότι ησύχασαν!
Το παιδάκι αμπαρωμένο μέσα στο αρχοντικό, έβλεπε από το παράθυρο τα άλλα παιδιά του χωριού να παίζουνε στα σοκάκια, να τρέχουνε, να γελάνε και να χαίρονται. Αυτό απομονωμένο, μαράζωνε, άρχισε να μην τρώει, χλόμιασε, μελαγχόλησε και όπως ήταν φυσικό οι γονείς φοβήθηκαν πολύ για κάποια σοβαρή αρρώστια.
Έφεραν γιατρό από το Καρπενήσι, γιατρό από την Αθήνα για να το εξετάσει, αλλά εκείνοι δεν έβρισκαν κάτι συγκεκριμένο...
Το παιδί όμως κάθε μέρα μαράζωνε όλο και περισσότερο, έπαψε ακόμη και να μιλά, δεν γελούσε ποτέ και ήταν συνεχώς σκεπτικό...
Οι γονείς θορυβημένοι, έφεραν ειδικό γιατρό από το... Παρίσι! Εκείνος ο γιατρός, που έμεινε για αρκετές μέρες στο χωριό, αφού το εξέτασε με κάθε λεπτομέρεια και παρατήρησε προσεκτικά όλες τις κινήσεις και τις συμπεριφορές του, ενημέρωσε τους γονείς ότι το παιδί δεν έχει απολύτως τίποτε παθολογικό στον οργανισμό του, αλλά τους έδωσε αμέσως εντολή να.... αφήσουν το παιδί να βγει έξω, να κινηθεί, να έλθει σε επαφή και να παίξει με τα άλλα παιδάκια. "Η αρρώστια του παιδιού σας είναι η απομόνωση", τούς είπε ο γιατρός!
Τότε οι γονείς κατάλαβαν τι συμβαίνει. Πρώτα φρόντισαν να στείλουν στους ληστές τα χρήματα που ζητούσαν και στη συνέχεια έδωσαν στο παιδί την ελευθερία του. Αυτό βγήκε έξω και ξεκίνησε τη συναναστροφή και το παιγνίδι με τα άλλα παιδάκια. Πολύ σύντομα ξαναβρήκε τον εαυτό του, ξεκίνησε να τρώει, τα μαγουλάκια του κοκκίνισαν, το γέλιο και η ζωντάνια επανήλθαν και όλα πια κυλούσαν μια χαρά.
Αυτή είναι η ιστορία που μου διηγήθηκε η μητέρα μου πριν από πολλά χρόνια...
Ο άνθρωπος, παιδιά μου, είναι από τη φύση του πλασμένος για να είναι ελεύθερος, δεν μπορεί να ζήσει σε κλουβί, όσο "χρυσό" κι αν είναι αυτό! Είναι όμως και κοινωνικός, για να ζήσει φυσιολογικά δεν χρειάζεται μόνο τροφή και νερό αλλά και επικοινωνία με τους συνανθρώπους του. Γι' αυτό προσοχή στα παιδιά μα και στους ηλικιωμένους! Μην απομονώνονται οι άνθρωποι, μικροί ή μεγάλοι, ούτε να αφήνονται στη μοναξιά και την εγκατάλειψη γιατί κάπως έτσι δημιουργούνται οι ψυχικές ασθένειες, η μελαγχολία, η κατάθλιψη και το αλτσχάιμερ.
Θυμάμαι τα παλιότερα χρόνια, ότι και μέσα στις πόλεις οι άνθρωποι έβγαιναν στις γειτονιές, μαζεύονταν ακόμη και στα πεζοδρόμια όπου κουβέντιαζαν και επικοινωνούσαν, όση φτώχεια κι αν υπήρχε. Τα αστεία και τα γέλια αντηχούσαν και ο ένας έπαιρνε κουράγιο και δύναμη από το διπλανό του. Στα χωριά ; εκεί ακόμη καλύτερα! Και όλα αυτά σε εποχές πολύ δύσκολες, σε χρόνια και καταστάσεις πολύ δυσκολότερες από σήμερα...
Ας ξαναπλησιάσουμε λοιπόν ο ένας τον άλλον, να στηρίξουμε το συνάνθρωπό μας, γιατί αυτό θα είναι πάλι "το γιατρικό μας" και στους τωρινούς καιρούς!