Ο Μήτρος από ένα παραποτάμιο χωριό της Ευρυτανίας ήταν δεινός χαρτοπαίχτης και γενικώς... μεγάλη μάρκα!
Τις νύχτες τις κατανάλωνε με την τράπουλα και τις ημέρες τις αφιέρωνε στην ανάπαυση από τον νυχτερινό "κάματο"!
Τον τρακάρει κάποια στιγμή ένας γνωστός Καρπενησιώτης γιατρός και πιάνουν την κουβέντα.
-Μήτρο σε βλέπω κατακίτρινο. Μπας και καπνίζεις; τον ρωτά ο γιατρός.
-Φουλ γιατρέ μου, απαντά ο Μήτρος.
-Πόσα καπνίζεις την ημέρα;;
-Δυο πακέτα.
-Τι είπες;;; Δυο πακέτα την ημέρα;;; Να το κόψεις αμέσως γιατί δεν σε βλέπω καλά.
-Καλά γιατρέ...
Περνάει κάμποσος καιρός και ξανασυναντιώνται.
-Τι έγινε Μήτρο, έκανες καμιά προσπάθεια σε αυτό που λέγαμε τις προάλλες;
-Ναι γιατρέ μ'.
-Δηλαδή, πόσα καπνίζεις τώρα την ημέρα;
-Κανένα γιατρέ.
-Μπράβο Μήτρο, σε είδα εγώ ότι άλλαξε η όψη σου, λέει ο επιστήμων.
Κι ο Μήτρος...
-Καλός κομπογιαννίτης είσαι του λόγου σου. Το λοιπόν, από δύο πακέτα που κάπνιζα πρωτύτερα, έφτασα στα τρία τώρα.
-Πως;;; Τώρα μόλις δεν μου είπες ότι το έκοψες;
-Για τη μέρα με ρώτησες γιατρέ, όχι για τη νύχτα. Τη νύχτα που παίζω χαρτιά τα φουμάρω. Τη μέρα κοιμάμαι!
**********
Βγήκε η βάβω η Αγγέλω στη στροφή στη δημοσιά που πέρναγε ο πλανόδιος.
-Καλώς τη γιαγιά της λέει αυτός. Τι να σου βάλω;
-Βάλε μ' παιδάκι μ' ένα σακί καλαμπόκι κι άλλο ένα με πίτουρα για τις κότες.
Τα γραπώνει ο πλανόδιος από την καρότσα και τα κατεβάζει στο δρόμο.
Η γιαγιά ανοίγει το σακουλάκι της έτοιμη να πληρώσει.
-Ξέρεις θειάκω αλλάξανε τα πράματα, τώρα πρέπει να σου βάλω και το ΦΠΑ λέει ο έμπορας.
Κι η βάβω...
-Καλά παιδάκι μ', βάλτον κι αυτόν... άμα τον τρων οι κότες!!!
***********
Κατεβαίνει ο Θύμιος από το Καρπενήσι στην Αθήνα. Πρώτη φορά που ήρθε στην πρωτεύουσα ανέλαβε να τον ξεναγήσει ο συγχωριανός του ο Γιώργης που είχε ήδη κάμποσα χρόνια στην μεγαλούπολη.
Κατέβηκαν μαζί στην Ομόνοια. Θάμαξε ο Θύμιος με όσα είδε, κτήρια, μαγαζιά, φωτεινές πινακίδες και κόσμο πολύ σαν μελίσσι να πηγαινοέρχεται.
Κάποια στιγμή εκεί που ξεχάστηκε να χαζεύει το συντριβάνι, έχασε το φίλο του τον Γιώργη.
Αρχίζει να τον αναζητά, κοιτάζει από δω, κοιτάζει από κει, τίποτε. Απελπίστηκε.
Αφού είδε κι αποείδε, βάζει τα δυο δάχτυλα στο στόμα κι αρχίζει να σφυρίζει όπως σαλαγάνε τα πρόβατα, φωνάζοντας ταυτόχρονα με όλη του τη δύναμη:
-Γιώργουυυυ, εεεε Γιώργουυυυ...
Γύρισαν στην αρχή οι περαστικοί και κοίταζαν καλά-καλά.
-Γιώργουυυυ, εεεε Γιώργουυυυ, που είσαι ωρέεεε;;;
Κοντοστάθηκαν μερικοί και δεν άργησαν να αρχίσουν τις παρατηρήσεις.
-Σσσστττ, του λένε, τι κάνεις έτσι, που βρίσκεσαι, στο χωριό σου;;
Ο Θύμιος δεν έδωσε σημασία, εκεί το χαβά του.
Μα και οι άλλοι επέμεναν:
-Σσσστττ, σσσστττ.
Ο δικός μας όμως πέρα βρέχει και δώστου ακόμη πιο δυνατά τα σφυρίγματα και τις φωνές.
Βγαίνει και μια κυρία από ένα διπλανό κατάστημα και του λέει:
-Σσσστττ κύριε, επιτέλους, σσσστττ!
Κι ο Θύμιος...
-Ωρέ δε πα να λέτε σεις, με ένα σσττττ και δυό δεν τον χάνω εγώ του Γιώργουυυ!!!
********
Τις παραπάνω εύθυμες ιστοριούλες μάς διηγήθηκαν κατά σειρά ο Γιάννης Τσιουγκρής, ο Σωτήρης Ντόκας και η κυρά-Λένη, ένα εύθυμο βραδάκι με τσίπουρα, μεζέδες και άφθονο γέλιο, στο Χάνι του Μέγδοβα δίπλα στο ποτάμι.
Να είστε όλοι καλά με υγεία και καλή διάθεση.