Τρίτη 29 Μαρτίου 2022

800 Θέματα στον "Ευρυτάνα ιχνηλάτη"!

 


Αισίως συμπληρώθηκαν 800 αναρτήσεις στις ηλεκτρονικές σελίδες του "Ευρυτάνα ιχνηλάτη" 

Με Ιστορικά, Λαογραφικά, Λογοτεχνικά, Οδοιπορικά, Φωτογραφικά και πλήθος άλλων Θεμάτων, το Ιστολόγιο "φιλοδοξεί" να αποτελέσει μία μικρή μεν, διακριτή δε, "ηλεκτρονική εγκυκλοπαίδεια" της αγαπημένης μας Ευρυτανίας!

Οι αναρτήσεις συνοδεύονται με περισσότερες από 1.950.000 επισκέψεις αναγνωστών και πάνω από 13.000 σχόλια-καταθέσεις απόψεων.

Υπενθυμίζουμε ότι η Θεματολογία του Ιστολογίου έχει κατηγοριοποιηθεί σε 20 επιμέρους Θεματικές Ενότητες ώστε να διευκολύνονται οι αναγνώστες μας στην  αναζήτηση των θεμάτων που τους ενδιαφέρουν.


Αυτές είναι:


1) Φωτογραφικά θέματα - Με το φακό του "Ευρυτάνα ιχνηλάτη"

2) Η Λαϊκή Αντίσταση στην Ανταρτομάνα Ευρυτανία

3) 1821 χνάρια

4) Από αρχαιοτάτων χρόνων

5) Ιχνηλατώντας τη Γη μας

6) Γνωρίζατε ότι...;

7) Με αφορμή μια φωτογραφία

8) Οι άνθρωποί μας

9) Ξενιτιά

10) Λεύτερες σκέψεις

11) Παράδοση - Λαογραφία -Μνήμες

12) Μια φορά κι έναν καιρό

13) Υπό μία έννοια... Χιουμοριστικά!

14) SOS Ευρυτανία

15) Με τους Ευρυτάνες Συγγραφείς

16) Με τους Ευρυτάνες Ποιητές

17) Μια εικόνα και λίγοι στίχοι

18) Καλωσορίσματα, συχαρίκια και ευχές!

19) Γραφές επί το γενικότερον

20) Είμαστε όλοι... Ινδιάνοι !!!


Οι Θεματικές Ενότητες βρίσκονται στην κάθετη δεξιά μπάρα του Ιστολογίου. Με ένα απλό "κλικ" επάνω σε κάθε τίτλο, που εμπεριέχεται στην αντίστοιχη ενότητα, μπορείτε να διαβάζετε την ανάρτηση που σας ενδιαφέρει.

Για οποιαδήποτε αναδημοσίευση από το Ιστολόγιο μας είναι υποχρεωτική η αναφορά στην πηγή  "Ευρυτάνας ιχνηλάτης" με το link παραπομπής.

Ευχαριστούμε για τη στήριξη.
Συνεχίζουμε με όλους εσάς συνοδοιπόρους.

Πέμπτη 24 Μαρτίου 2022

Δεν μου λες ωρέ Καπετάνιο...

 


Ωρέ Κατσαντώνη, τα κράτησες λέφτερα εσύ με μια χούφτα απροσκύνητους για να τα πουλήσουμε μεις τ' αγγόνια σου σήμερα;

Με πόσα "ανταποδοτικά" εξαργυρώνεται το αίμα που σκόρπισες κει στ' Αγραφιώτικα τα βνα, εσύ και οι απείθαρχοί σου που για να μπορείτε ν' ανασαίνετε λέφτερο αέρα δεν καταδεχτήκατε να "φρονιμέψετε";

Με πόσα "αργύρια" από τα κεμέρια σύγχρονων κοτζαμπασαίων "αντισταθμίζεται" το θείο κάλλος κι η ατίμητη αξιοπρέπεια του αδέσμευτου βίου του Aνθρώπου;

Ποιανής "ανάπτυξης" τα εργαλεία ματώνουν τα σπλάχνα της γης μας, της μνήμης μας, της ιστορίας μας;

Η κοινωνία Καπετάνιο μου ασθενεί όσο η ιστορική μνήμη εξασθενεί.

Κι εμείς, λίγοι "περήφανοι-ταπεινοί", Κατσαντώνη μ', πασχίζουμε στα δικά μας δίσεκτα χρόνια να ηττηθεί η λήθη για να πάψει να μας κατατρώγει "η αρρώστια".

Με το "αθάνατο κρασί του '21" ραντίζουμε τα χώματα που πάτησες για να μείνουν απάτητα!

ΔΟΞΑ και ΤΙΜΗ σε σένα Καπετάνιο κι όλους εκείνους τους "ελεύθερους σκλάβους" που σήκωσαν τότε τ' άρματα, αφού όπως είπε κι ο Ρήγας...

«Όταν η διοίκησις βιάζει, αθετεί, καταφρονεί τα δίκαια του λαού και δεν εισακούει τα παράπονά του, το να κάμνει τότε ο λαός ή κάθε μέρος του λαού, επανάσταση, ν' αρπάξει τ' άρματα και να τιμωρήσει τους τυράννους του, είναι το πλέον ιερόν απ' όλα τα δίκαιά του και το πλέον απαραίτητο απ' όλα τα χρέη του.»!



Κυριακή 20 Μαρτίου 2022

Άνεμος Αντάρτης στα Βουνά

φωτο : Στης Νιάλας τον ανήφορο... 

Γραπτή κατάθεση ψυχής από την Κρικελλιώτισσα "Ακευσώ"

ύμνος στα... Λεύτερα Βουνά μας και τους Ανθρώπους τους!

(για τους αναγνώστες του blog "Ευρυτάνας ιχνηλάτης"  )


Δεν ήσουν το ένα καλό μου βουνό.

Σ’ έκαμα πρόσωπο, σε είδα λαό

και σε είδα πλανήτη. Κι έκαμα

ένα όμορφο όνειρο: να μεταβάλω

μ’ αυτό το χαμόγελο πάνω σου

σε κρόσσια ήλιου όλα τα σύννεφα

σε φώσφορο ειρήνης μια καταιγίδα.


Είχα ανάγκη να υπάρχεις. Να βρω

ν’ ακουμπήσω κάπου τη λύπη μου.

Σε καιρούς όπου όλα, πρόσωπα,

αισθήματα, ιδέες, ήσαν ρευστά,

χρειαζόμουν μια πέτρα στερεή

ν’ ακουμπώ το χαρτί μου.»


(Νικηφόρος Βρεττάκος)


Σκοτεινές εποχές….

Ψευτοφτιασιδωμένες ζωές…

Λησταφεντάδες αργυρώνητοι, ξοδεύουν τον χρόνο τους σε κέρδη ανωφέλευτα, σε ψευδεπίγραφες υποσχέσεις για πράσινη ανάπτυξη, για σωτηρία του πλανήτη.

Κοιμούνται και φυτεύουν ανεμογεννήτριες. Κλείνουν τα’ αυτιά τους στις αγριεμένες φωνές των ανθρώπων. Βλέπουν γεράκια κι αητούς και τους περνάνε για γλαρόνια. Μοιράζουν «ανταποδοτικά οφέλη», καθρεφτάκια και γυάλινες χάντρες σε σύγχρονους «ιθαγενείς».

Οι «τσιμεντοβυζαγμένοι» δεν έχουν ποτέ κοιμηθεί κάτω από αστροπλουμισμένο ουρανό. Δεν έχει νοτίσει το καλοβολεμένο κορμί τους με πρωϊνή πάχνη. Δεν έχουν ονειρευτεί λουσμένοι απ’ το φεγγαρόφωτο. Δεν έχουν δει, πως «τα έλατα δεν γυρίζουν να κοιτάξουν κάτω ή πίσω τους, προσηλωμένα στην καταγάλαζη περιοχή τ’ ουρανού που μοιάζει με καθαρό ιδεώδες».

Δεν έχουν προσέξει πως οι ξωμάχοι είναι κι αυτοί, όπως τα βουνά, «πελεκημένοι από ήλιο κι άνεμο». Δεν έχουν καταδεχτεί ποτέ ν’ αποθησαυρίσουν τις κουβέντες τους, να σεργιανίσουν και στα δέκα τους δάχτυλα τη ζυμαρόπιτα, και να ξελαμπικάρουν την καταπιόνα τους με τσίπουρο ανόθευτο.

Φωτο : Στη στρούγκα του μπάρμπα Νίκου Ξηρού στο Αγκάθι απέναντι απ΄ το Κρίκελλο.
Όρθιος ο μπάρμπας και αρμέγουν δύο επόμενες γενιές : ο Χρήστος Μάνθος
και ο ανιψιός του Γιάννης Μάνθος του Δημήτρη και της Ευμορφίας

Δεν τους έχει αγγίξει τ’ αγραφιώτικο ραβδί της νεραϊδομάνας. Δεν έχουν αποξεχαστεί σε λόγγια και ρουμάνια. Δεν έχουν τραγουδήσει μέσα τους τα ξωτικά στις νεροσυρμές στο Τροβάτο και στα Βραγγιανά. 

Δεν έχουν ψυχανεμιστεί τα λεβεντοπατήματα από μυριάδες ιαχές παλληκαριών στα «πανηγύρια» της Λευτεριάς. Δεν έχουν αφουγκραστεί κλάματα και μοιρολόγια, θρήνους και καημούς ανεκπλήρωτους, στοιχειωμένα σε ουρανοθόλωτες σπηλιές και σ’ απροσπέλαστα κράκουρα τα «όι όι μάνα μου!»

Δεν έχουν ανέβει στον Αργαλειό της Κλεφτουριάς και της Ανταρτοσύνης να υφάνουν κουβεντολόϊ με Λεβέντες που έτριβαν τα πληγιασμένα τους πόδια, έκοβαν το ψωμί στα δυο, έπιναν κρασί στο «καύκαλο του παππουλή», ξεψείριαζαν το βουρδουλιασμένο τους κορμί και «γράφανε» στη ματιά τους σπινθηρολαμπυρίσματα της Ανυπακοής.

Φωτο : Ανταρτοπαπάδες στα βουνά, Σπύρος Μελετζής

Δεν έχει στοιχειώσει ο νους τους στο μεγαλείο του Δημιουργού.

Δεν έχουν ξαπλώσει στον ίσκιο του έλατου του χιλιόχρονου να σταλάξουν στα «σάπια» σώψυχά τους, τα ζωογόνα χτυποκάρδια του. Ν’ ακούσουν τα χαχανητά των δώδεκα χιλιάδων ξυπόλητων Ευρυτανόπουλων, που τα μάζωναν οι Δάσκαλοι Αντάρτες στα ξέφωτα, να τους ξανοίξουν τον δρόμο σε τόπους φωτερούς, να τους μάθουν να μην τσακάνε τη μέση, να μην γίνουν «δουλοπάροικοι» στις «γαλέρες» της Εκμετάλλευσης.

Οι δολλαριοκουστουμαρισμένοι, μαστουρωμένοι απ’ τα λιβανίσματα των αχυρανθρώπων τους, δεν θα δακρύσουν, βλέποντας τα ερπυστριοφόρα δολοφονικά τους άρματα να καταστρέφουν τη γη, ν’ αφανίζουν την ομορφιά της.

«Οι φύλακες» των άπαρτων βουνών, όμως, αγρυπνούν.

Γνωρίζουν πια τους «Εφιάλτες» και τους «Βαρβάρους».

Κρατάνε ζωντανό το «φως που καίει» στις καρδιές τους.

Και τους καρτεράνε στων βουνοκορφών τ’ αλώνια, στις αετοκουρνιές των Κλεφταρματολών, στα λημέρια των Ανταρτών.

Να στηθοαναμετρηθούν με τους «ξεπουλημένους».

Να διδάξουν πως πέρα απ’ το χρήμα, θάλλει η Ιδέα, το Κάλλος, η Ντομπροσύνη, η Δικαίωση.

φωτο : Σε σπιτάκι ξωμάχων μας στα Κοκκάλια, η Ευμορφία Δημ. Μάνθου, που κόβει την κλούρα,
μαζί με τον άντρα της Δημήτρη Μάνθο και την πεθερά της Ελένη Μάνθου
  

Να στεφανώσουν την αιθεροπλασμένη Λευτεριά για να συνεχίσουν τα «ψηλά βουνά» να δέχονται πρώτα τις ηλιαχτίδες, πριν φωτιστούν οι κάμποι «οι ζαλεροί», ν’ ανασταίνουν την Ηχώ της Αγάπης των ερωτευμένων ζευγαριών, να γεμίζουν τ’ ανεμοσούρια με τις μυρωδιές του ονειροβότανου, να ζωγραφίζουν στους ορειβάτες νύχτες μαγεμένες απ’ του γρύλου το τραγούδι, τα κρωξίματα της κουκουβάγιας, τις λιγύφθογγες αηδονολαλιές, τις συγχορδίες απ’ τα κυπροκούδουνα, δροσοραντισμένες με τ’ άρωμα του φλισκουνιού, της ρίγανης, του τσαγιού.

Οι «Δραγουμάνοι» των Βουνών, στέκονται ακοίμητοι φρουροί, αγγελιοφόροι χαρμόσυνων μηνυμάτων.

φωτο: Σπύρος Μελετζής

Κάθονται στην πέτρα «σαν πάνω στα γόνατα μιας άλλης μητέρας» και νοιώθουν πως «όλα γύρω τούς προσέχουν και τούς διδάσκουν πως δίνουν Ζωή στις Ζωές τους».


Ήταν ένα διαλεχτό κείμενο υπεράσπισης των ωραίων ορέων μας 

Πέμπτη 17 Μαρτίου 2022

TΙΜΗ και "τιμή"...

Κλαρίτης στ' Άγραφα
 (φωτο : Σπ. Μελετζής)

Μια λιτή εμβόλιμη παρέμβαση στους δίσεκτους καιρούς μας...

Παλιά, οι λεγόμενοι "Κλαρίτες", οι αρματωμένοι "λαϊκοί ληστές" των ορέων, είχαν ΤΙΜΗ, λεβεντιά, και κυρίως μια αίσθηση δικαίου, γι' αυτό και απέδιδαν μέρος των ληστευθέντων από τα σεντούκια των τσιφλικάδων, στους ανήμπορους και στους μη έχοντες.

Οι σημερινοί "επίσημοι" παμφάγοι Ληστές του μόχθου των λαών, οι ανήθικοι πλανητάρχες με τα κρατικά διακριτικά στις δολοφονικές πολεμικές τους μηχανές, καμία ΤΙΜΗ δεν αναγνωρίζουν παρά μόνον εκείνη που ορίζει μία άλλη... "τιμή" : αυτή των κερδών και των ματωμένων αγορών.


Πρωτοδημοσιεύθηκε στο Περιοδικό "ΚΑΤΙΟUΣΑ" (15-3-2022) από τον "Ευρυτάνα ιχνηλάτη"

 

Δευτέρα 14 Μαρτίου 2022

Τα προικισμένα από την ανέχεια παιδιά της Ευρυτανίας στην πορεία προς την πολιτικοκοινωνική αφύπνιση!

Φωτογραφία Τάκη Τλούπα


Η Ευρυτανία έγινε δημοκρατική μεσ’ από τη φτώχια της, μεσ’ από τον αγώνα της για την μπομπότα και για ένα κομμάτι γουρουνοτσάρουχο! Έτσι είναι! Όμως, ουσιαστική αλλαγή δε γνώρισε η Ευρυτανία ούτε όταν αλλάξανε τα φλάμπουρα ή και τα ονόματα —σε μερικές περιπτώσεις — των πολιτικών της. Μήτε κι όταν το κουβέρνο το βαφτίσανε «Ελληνική Δημοκρατία» ..."

=================

Ο αλησμόνητος Ευρυτάνας αντιστασιακός αγωνιστής Γεωργούλας Μπέικος (Κλειτσός Ευρυτανίας 1919 - Μόσχα 1975) εμπνευστής και συντάκτης του περίφημου "Κώδικα Ποσειδώνα" (βλ. εδώ!) σκιαγραφεί με την χαρισματική πένα του τη χαμοζωή του Ευρυτάνα προπολεμικά, αναφερόμενος στα βάσανα, τις πίκρες και τον τιτάνιο αγώνα της επιβίωσης των ανθρώπων του τόπου μας, συνάμα με την μακρά και βασανιστική πορεία της πολιτικής και κοινωνικής αφύπνισής τους στο φόντο όχι μόνο των εσωτερικών διεργασιών αλλά και συνταρακτικών γεγονότων της εποχής όπως η Μικρασιατική Καταστροφή και η Μπολσεβίκικη Επανάσταση!

Άλλωστε λίγα χρόνια αργότερα οι Ευρυτάνες θα πρωτοστατήσουν με πρωτοφανή συμμετοχή στην ένοπλη Λαϊκή Αντίσταση. Τίποτε όμως δεν προκύπτει τυχαία, αφού πάντοτε προηγείται η περίοδος της "προετοιμασίας" κι όπως και ο ίδιος ο Μπέικος σημειώνει :  «Ν' αναπαραστήσουμε αυτό που προϋπήρξε και που εμείς κλήρος μας ήτανε να το συνεχίσουμε...» 

Πότε μελαγχολώντας και πότε με γλυκόπικρο χιούμορ, αλλά πάντα με βαθιά αγάπη και σεβασμό στο φτωχό λαό, ο Γ. Μπέικος μάς μεταφέρει, όλως παραστατικά, στο κλίμα εκείνων των αλλοτινών, και εν εν πολλοίς άγνωστων, καιρών στην φτωχομάνα Ευρυτανία.

Το χαρακτηριστικό απόσπασμα, που παραθέτουμε παρακάτω, το ιχνηλατήσαμε από το μνημειώδες δίτομο έργο του Γ. Μπέικου υπό τον τίτλο "Η λαϊκή εξουσία στην Ελεύθερη Ελλάδα", εκδ. Θεμέλιο, 1979 - ένα σπουδαίο όσο και σπάνιο βιβλίο που κοσμεί την προσωπική μας βιβλιοθήκη.

Διατηρήθηκε η ορθογραφία του πρωτοτύπου.

Ιδού:

*****

"Η Ευρυτανία γενικά εξελίχθηκε δημοκρατική περιοχή. Το γεγονός δε στάθηκε το αποτέλεσμα θεληματικής και επιδιωκόμενης πολιτικής των παλαιοκομματικών προυχόντων. Κι απ’ αυτούς ανεμίσανε, αλήθεια. μερικοί και «δημοκρατικά» φλάμπουρα. Αν στο να γίνει ο λαός της δημοκρατικός συντελέσανε κι ετούτα, η συμβολή τους οπωσδήποτε στάθηκε η έσχατη. Το αντίστροφο, όμως, είναι αδιαμφισβήτητο. Το ότι ο βασικός λόγος που υποχρέωσε νa ξεδιπλώνονται, κατά κανόνα προεκλογικά, «δημοκρατικές» σημαίες, φορές φορές μάλιστα από χέρια που «φύσει» δεν ανήκανε στην αστιδημοκρατική πίστη, από τσιφλικάδες και κοτζαμπάσηδες είναι το δημοκρατικό φρόνημα του λαού, της εκλογικής «πελατείας». Χωρίς δημοκρατικά εμβλήματα στις κάλπες τους, οι Ευρυτάνες θα τους μαυρίζανε! 

Θεόφτωχη η Ευρυτανία! Θεούθε; 'Οχι! Η Φύση τη γέμισε βουνά, μα δεν τ’ άφησε απροίκιστα — μήπως και δεν είναι έτσι; Ή δεν είναι δουλευτής ο λαός της; Για τη φτώχια της πρώτος και μέγας ένοχος υπήρξε το καθεστώς «Ψωροκώσταινας». 

Αβάσταγη η ανέχεια της Ευρυτανίας. Και στένευε τους ανθρώπους της να παίρνουνε των ομματιών τους για τα ξένα. Σαν του λαγού τα τέκνα σκόρπαγε η φτώχια τους Ευρυτάνες. Και που δεν τους συναπαντούσες! Σ’ όλη τη φλούδα της γης, όπου μπορούσε να βγει καρβέλι. Σ’ όλες τις πόλεις της χώρας και σ’ όλα τα επαγγέλματα θa ’βρισκες Ευρυτάνες. Ονομαστούς καθηγητές Πανεπιστημίου και ταπεινούς χαμάληδες. Αρεοπαγίτες και πορτιέρηδες. Λογοτέχνες και καφετζήδες. Και πρωθυπουργούς της χώρας έδωσε η Ευρυτανία όχι μια φορά, μα και χωροφύλακες με τη σέσουλα! Ούτε σε Άγιους δεν υστέρησε! Το συγχωριανό μου Κυπριανό και τον Άγιο Γεράσιμο τον Μεγαλοχωρίτη. Κι αν ο Ευαγγελιστής Λουκάς έκανε μόνο τέσσερες, απ’ όσο ξέρω, θαυματουργές εικόνες της Παναγίας, η μιά της προτίμησε, εγκαταλείποντας μια πλούσια και φημισμένη Προύσα, να πετάξει και να «εγκατασταθεί» στην Ευρυτανία, στον Προυσό, που πήρε τ’ όνομ’ απ’ τη «χάρη» Της! 

Φωτογραφία Σπύρου Μελετζή

Μόνο διακονιαρέους δεν έβγαλε ο  τόπος της. Κι ας γειτονεύει με τα Κράβαρα, μάνα του «επαγγέλματος». Τι, όλα κι όλα! — ο Ευρυτάνας είναι περήφανος όσο κι αψύς. Έχει και την ανάλογη παροιμία του: «Η γίδα ψοφάει, μα την ουρά δεν τη ρίχνει!» Θα μου πεις: στη ζωοκλοπή δεν υστέρησε. Δε θα σου τ’ αρνηθώ — κι ο τόπος ο αναμάρτητος απ’ αυτή, ας έρθει να ρίξει την πέτρα του!

Η ζωοκλοπή έναν καιρό ήταν κι ασηκλίκι — μήπως δεν είναι και σήμερα σε μερικά μέρη; "Άιντε να παντρευόσουνα, σα δεν ήσουν’ άξιος κλεμμένο στο γάμο σου να ’χεις. Κι η νύφη ρώταε, το πρώτο που ρώταε για το γαμπρό: «Κλέβ’; Καπνουσάκκ’λα έχ;» — άν ειν’ άξιος στη ζωοκλοπή κι αν φουμέρνει άντρας είναι! 

Κι απ’ όσο μπορώ να ξέρω, και ιέρειες της αγοραίας Αφροδίτης δεν προμήθεψε η Ευρυτανία. Τουλάχιστο, που ν’ αφήσανε όνομα. Βέβαια, για τις εγχώριες ανάγκες — και χωρίς χρίσμα — πουθενά δα δεν απολείψανε οι ψυχικάρες ή κι αυτές που το μάχονται εξ... ιδιοσυγκρασίας. 

Ο σάρακας καημός του πάσα-Ευρυτάνα πατέρα, που μια ζωή του ’χανε φαγωθεί τα νύχια και τα μήλα στα δάχτυλα να ξεστρεμματίζει και να ξεχερσώνει σκληροτράχηλη και στουρναρόψυχη γη, ένας ήτανε: να ξεκολλήσει όπως-όπως τα παιδιά του απ’ αυτή. Νισάφι π’ αυτουνού κι απ’ το μπουσούλισμα ως τα γέρα του οι πετροκοφτερίδες τού ματώνανε την ολοζωής ξυπολησιά του, νισάφι που δεν του μείνανε δάχτυλα, μαζεύοντας με την καζιάκα χώμα να το στεριώσει σε μια ξερολιθιά — πεζούλι και να βάλει δυο σπειριά καλαμπόκι! Κι ίσα-ίσα που το ένα να κάνει δυο! Κι αν ο θεός έβρεχε στην ώρα που χρειάζεται η βροχή, κι αν ο λαγός δεν ξεφούντιαζε τ’ αραποσίτι πριν θρέψει, κι αν ο ασβός δεν τσάκιζε το κορομούζι πάνω στο γάλα, κι αν δεν έπιανε «στάχτη» το καλαμπόκι... Κι αν, κι αν! Τόσα «αν», που μήτε Κίπλιγκ δε θα τα κατάγραφε. Με χίλιες πίκρες, με χίλιες και μια αγωνίες και λαχτάρες να βγει η έρμη η μπομπότα του Ευρυτάνα, κι ούτε για το μισό της χρονιάς! 

Ο καθ’ Ευρυτάνας π’ άφηνε, με πόνο, τα χώματά του, ένα είχεν όνειρο: να καζαντήσει. Λίγα-πολλά, να καζαντήσει στα ξένα. Μ’ όλες του κόσμου τις στερήσεις να κάνει κάποιο κομπόδεμα και γυρνώντας, το δίχως άλλο, στο χωριό του να χτίσει ένα σπιτάκι της προκοπής, να μπει και ν’ αποζήσει τα στερνά του χωρίς αχ καί βαχ. Και δίπλα σ’ ένα τζάκι με δέντρινα κούτσουρα θρακιά. Μ’ ένα κομμάτι μπομπότα σιγουρεμένο και μια σταξιά λαδάκι στα πικροράδικά του! Μα εχ μαύρα κι άραχλα και πικρά πούειναι τα ξένα! 

Την ορφανιά, την ξενητιά, την πίκρα, την αγάπη, 

τα τέσσερα τα ζύγιασαν, βαρύτερα ειν’ τα ξένα! 

Το ’παιρνε πάνω του αυτό το βάρος ο Ευρυτάνας, ήτανε πιο βαριά η φτώχια του... Αλλά... Τα ενενήντα εννιά στα εκατό γυρνούσανε — όσοι γυρνούσανε — χωρίς καζάντι και χωρίς υγεία. Γυρνούσανε πολλές φορές με κόσκινο τα πνευμόνια. Και κάτι χειρότερο: στην ψυχή φορτωμένοι με το συντριμμένο όνειρο, το συντριμμένο για πάντα! 

Τι τα θες, όμως! Στα ξένα γνωριζόντουσαν μ’ άλλους συνανθρώπους και μ’ άλλες, καινούργιες, Ιδέες. Ξυπνοί, κατά κανόνα, οι Ευρυτάνες, βλέπανε, συγκρίνανε, μπαίνανε! Η σύγκριση έβαζε σε κίνηση το μηχανισμό της σκέψης και του συλλογισμού. Και σα συλλογάσαι, συμπεραίνεις. Σ’ ανημπορότερους απ’ την Ευρυτανία τόπους, βέβαια δεν ταξιδευόντανε. Αυτό δε θά ’χε και νόημα. Βλέποντας το σχετικά καλύτερο και ξύνε-ξύνε την κούτρα, καταλήγανε, έστω και μερικοί, στο συμπέρασμα, πως η μοίρα που τους ξανάγκασε να γεύονται το πικρό ψωμί του ξενητεμού δεν ήτανε θεούθε ζάβαλη και κακορίζικη, αλλ’ ανθρωπούθε. Και ψάχνε-ψάχνε, ως κι η στραβή προβατίνα, λένε, βρίσκει τ’ αρνί της! Έτσι και τούτα τα προικισμένα απ’ την ανέχεια παιδιά της Ευρυτανίας βρίσκανε, σιγά-σιγά, τους φταίχτες— άνθρωποι, φυσικά, ήσανε! Κι άντε και λίγο παραπέρα κι ανακαλύφτανε ότ’ ήτανε το κουβέρνο απ’ τους αρχιφταίχτες. Κι ένα βήμα ακόμα της σκέψης, χμ!... Ε, αυτό το καταστάλαγμα ήτανε και το μοναδικό καζάντι που φέρνανε πίσω στα χωριά τους πολλοί απ’ εκείνους που δεν κάνανε κεμέρι. 

Η αγάπη για τον τόπο τους απ’ τη μια, η κοψιά τ’ ανθρώπου απ’ την άλλη, ν’ αποζητάει και να πασχίζει για το καλύτερο, κάνανε να πιάνεται, να γεννιέται και να παίρνει συγκεκριμένες μορφές η Ιδέα, ότι ανάγκη είναι να φύγουνε από τη μέση αυτοί που ’ναι οι ένοχοι της μοίρας της μίζερης του τόπου τους οι αίτιοι για τη χαμωζωή των Ευρυτάνων. Τέτοιες ιδέες σ’ άλλους ερχόντανε με περπατησιά χελώνας, σ’ άλλους με πήδους ζαρκαδιού. Και σε κάμποσες περιπτώσεις το καινούριο φώτισμα, η νέα συνείδηση, τράβαε και πιο πέρα, ίσαμε τη συνειδητοποίηση της ενοχής των Θεσμών, του καθεστώτος. 

Φωτογραφία Σπύρου Μελετζή

Είναι χαρακτηριστικό, πως μετά τη Μικρασιατική καταστροφή εκεί πάνω στα πίσω από τον ήλιο χωριά της Ευρυτανίας, ξεμυτίσανε και Ιδέες καθαρά κομμουνιστικές κι απαιτήσεις για λύσεις ριζοσπαστικές. Κι όχι μόνο επιζήσανε αυτές οι ιδέες στους πρώτους εκείνους φορείς τους, φαντάρους και χωροφυλάκους, που γυρίσανε από το μακελιό του Σαγγάριου, μα και διαδοθήκανε, μεταδοθήκανε και σ’ άλλους. 

Οι Ευρυτάνες που ξενητευόντανε στο εσωτερικό της χώρας, σχεδόν όλοι τους τα καλοκαίρια βρίσκανε μιαν ευκαιρία να πεταχτούνε για λίγο στα χωριά τους. Είτε δημόσιοι υπάλληλοι ήσανε και κάνανε την άδειά τους, ειτ’ άλλες ασχολίες τούς είχανε κουράσει κι ανεβαίνανε για μιαν ανάσα ελατίσιον αγέρα. Άλλοι τους απομένανε άνεργοι και καταφεύγανε στην πατρική μπομπότα. Κι απ’ τους άλλους, που πήρανε των ομματιών τους για το εξωτερικό, οι πιο πολλοί τους ξαναγυρίσανε στον τόπο τους ή και για λίγο ή και για παντοτινά. 

Κι ετούτοι κι οι άλλοι, για όσα είδανε και θαμάξανε ιστορούνε ατέλειωτα, βάζοντας και το δικό τους πιπέρι. Και δε γυρίσανε όπως φύγανε. Έχουνε τώρα άλλους τρόπους και φερσίματα — της πόλης! Κι όχι λίγοι κι άλλες Ιδέες για τη ζωή. Έτσι κι αν δε φέρανε φλουριά και κωνσταντινάτα στο πουγγί, φέρανε, όμως, πολιτισμό οπωσδήποτε στο χωριό κι αντιλήψεις νέες για τα του κόσμου. Και μπόλικη, ξέχειλη την αγανάκτηση για το παράτημα της δόλιας της Ευρυτανίας στο ξυλάλετρο του Ησίοδου...

Το χωριό μου έβγαλε ένα θαυμάσιο λαϊκό αγωνιστή, το Νίκο Σολούκο. Ποτέ δεν ξεχνώ το πάθος με το οποίο μίλαγε για την Επανάσταση και τον καινούριο κόσμο, που τα ’λεγε «Η Δευτέρα Παρουσία», θυμάμαι, τον ρωτούσα πότε θα γίνει η Επανάσταση, και μ’ απαντούσε: — Αγάλι* αγάλια φύτευε ο γεωργός τ’ αμπέλι, αγάλι’ αγάλια γίνεται η αγουρίδα μέλι!» 

Φωτογραφία Σπύρου Μελετζή

Αγάλι* αγάλια κι οι κοντόκαπες της Ευρυτανίας αρχίσανε να παίρνουνε είδηση τι συντελιέται στο ντουνιά. Και με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, αρχίσανε να ρίχνουνε στους τσελιγκάδες τους τής πολιτικής, στους κομματάρχες δηλαδή, αυτό που λένε ότ’ είπε ο «κουμπάρος» ο βλάχος στη Σοφία Τρικούπη. 

Η περίπτωση γνωστή. Η κυρά-Σοφία δεν έλεε να ενδώσει, να ικανοποιήσει τουτέστιν το ρουσφέτι που ζήταε ο κομματάρχης της βλάχος τσέλιγκας — με κάμποσες κατοσταριές ψήφους στο σελάχι του. Καμώνοντας τον βαρυφανισμένο και τον βαθιά σκεφτικό ο παμπόνηρος βλάχος, κοίταζε με τις βλεφαρίδες μόνο την αδερφή του Χαρίλαου Τρικούπη, που έπαιζε ρόλο διευθυντή, τουλάχιστο, του πολιτικού Γραφείου του, κι όπως είχε τα δάχτυλα των χεριών του σε κλειδωσιά, γυρόφερνε τους αντίχειρες νευρικά, μα μόνο προς μιά φορά. 

— Τι κάνεις εκεί, κουμπάρε; — ρώτησε η πρώτη στον καιρό της αρχόντισσα του Μεσολογγιού. 

Ο βλάχος, που ν’ απαντήσει αμέσως! Ήθελε να την ξεροψήσει την κερά. Κι υστέρα από δυό-τρία ξεροβηξήματα με νόημα, είπε: 

— Χμ, του γυρβουλάου, απ’ λές! Ιγώ, κουμπάρα μ’, κυρά- Σουφία, π’ τού ξιέρου έτσ’, ξιέρου να του φέρνου γυρβουλιά κι απ’ τ’ αλλιώς! ... 

Κι ανάστρεψε την περιστροφή των αντιχείρων αμέσως, απ' τ’ αλλιώς! 

Κι η κυρά-Σοφία, πανέξυπνη, όπως την μολογάνε, πολλά κατάλαβε και τα σφόδρα ταράχτηκε — έτσι λένε. Πολλά καταλάβανε κι οι «τσελιγκάδες» του αμαρτωλού κομματαρχισμού και μηνύσανε στους «τσιφλικάδες» της τοτινής πολιτικής: — «Αφήστε το ραχάτι και την ξεγνοιασιά. Οί «καπνιάδες» (έτσι παραγκωμιάζανε, καταφρονετικά, τα τζάκια τους χωρικούς Ευρυτάνες) φοβερίζουν να το γυρίσουν στ’ αλλιώς!»

Από το ρεζιλίκι του Ενενηνταεφτά ως το Εικοσιδυό με το σεισμό της Μικρασιατικής καταστροφής, οι ρυθμοί στον αφυπνισμό του κόσμου σημειώσανε ασυνήθιστη για την εποχή γοργότητα. 

Ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος και μέσα σ’ αυτόν τα μαντάτα για «κάποιους μπολσεβίκους», που συγυρίσανε για τα καλά το κηφηναριό του τόπου τους και τους μακελάρηδες, σεισμογραφτήκανε και στην κατακαθυστερημένη Ευρυτανία, που όχι λίγα, άλλωστε, παιδιά της δε γυρίσανε πίσω από τα Μέτωπα και τον αντροχαλασμό. 

Λίγο πριν, λίγο μετά π’ αντηχήσανε οι χαριστικές στο Γουδί, καταφτάσανε, καταϊδρωμένοι και του σκασμού λαχανιασμένοι, στην Ευρυτανία οι πολιτικοί της, στο μέγα τους ποσοστό τσιφλικάδες και... κάτοικοι πρωτευούσης, για να στήσουνε το «φλάμπουρο» της Δημοκρατίας — κατά κει φύσαγε ο αέρας! Να προλάβουνε να μη χαλαστεί η κομματική στρούγγα και λακίσει το κοπάδι των σφυριδίων... 

Ισχυρότατον ανάγκη - κρατεί γάρ πάντων — έλεγε ο Θαλής. Ανάγκη, λοιπόν, τι να κάνουνε — διαλαλήσανε με πίπιζες και με νταούλια, ετούτοι, ναι, ετούτοι οι παλιοί πολιτικοί, πως αυτοί οι ίδιοι, μα το θεό, ναι, αυτοί θα χαλάσουνε τα ψωροκωσταίικο, ας μη σεκλετίζεται ο κοσμάκης, ας κοιτάζει τη δουλίτσα του... Μάλιστα, αυτοί! Το γελάς; — αυτοί, το γέννημα και θρέμμα του! «Ζήτω η Δημοκρατία!» — αμέ; 

Αυτοί, λοιπόν, ήσανε οι «δημοκρατικοί» — ο χτεσινός Μανωλιός. Οι Ευρυτάνες, όμως, που λαχταρούσανε μιάν αλλαγή στο μαύρο ριζικό τους, πιστέψανε. Τους σηκώσανε στα χέρια και στις εκλογές δαγκωτό τους ρίξανε το σφυρίδιο.

Υπερβολικές απαιτήσεις δεν είχανε ποτέ οι Ευρυτάνες. «Πεινοπαθείς», όπως θα έλεγε ο συμπατριώτης τους Στέφανος Γρανίτσας, λίγο καλαμπόκι χωρίς δασμό ζητούσανε και κανένα γιοφύρι, για να μην περνάνε ζαλιγκωμένοι πάνω απ’ τα φοβερά ποτάμια βαλμένοι μέσα στο «καρούλι».

Η Ευρυτανία έγινε δημοκρατική μεσ’ από τη φτώχια της, μεσ’ από τον αγώνα της για την μπομπότα και για ένα κομμάτι γουρουνοτσάρουχο! Έτσι είναι! Όμως, ουσιαστική αλλαγή δε γνώρισε η Ευρυτανία ούτε όταν αλλάξανε τα φλάμπουρα ή και τα ονόματα —σε μερικές περιπτώσεις — των πολιτικών της. Μήτε κι όταν το κουβέρνο το βαφτίσανε «Ελληνική Δημοκρατία» (...) "


Πρωτοδημοσιεύθηκε στο ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ "ΚΑΤΙΟUΣΑ" (10-3-2022)

Τετάρτη 9 Μαρτίου 2022

Το ντζάκι


Από την Ευρυτάνισσα κυρά Λένη

για τους αναγνώστες του blog "Ευρυτάνας ιχνηλάτης


Στο χωριό το ντζάκι ήταν απαραίτητο όπως είναι η ηλεκτρική κουζίνα σήμερα σε κάθε νοικοκυριό. Στην Ευρυτανία δεν έλειπε από κανένα σπιτάκι ούτε από κανένα καλυβάκι. Πρώτη δουλειά του κάθε νοικοκύρη, από το καλοκαίρι ήδη, θα ήταν να κόψει τα ξύλα της χρονιάς από το δάσος. Και η Ευρυτανία δόξα τω Θεώ έχει αρκετά πυκνά δάση στα βουνά της, όπως και κρυστάλλινα νερά σε ποτάμια και σε ρεματιές. Μόνο που τότε ο απλός ο κόσμος τα χρησιμοποιούσε με μέτρο και με σύνεση για να ζήσει και να συντηρηθεί κι όχι να τα ξεπατώσει για να μπουν ανεμοσίδερα όπως πάνε να κάνουν σήμερα κάτι μεγάλες εταιρίες που βάλθηκαν τάχατες να μας σώσουν!

Το ντζάκι δεν έσβηνε εύκολα! Σπιτικό που η καμινάδα του δεν κάπνιζε σου 'φερνε μελαγχολία γιατί θύμιζε εγκατάλειψη ή ξενιτειά. Απ΄ το ντζάκι ξεκίναγε η μέρα της οικογένειας και σ΄ αυτό τέλειωνε! Η νοικοικυρά  πρωί-πρωί, μόλις πρόβαλε η αυγούλα, θα άναβε το ντζάκι να βράσει τραχανά για να φάει η φαμελιά, τα παιδιά που θα κίναγαν για το σχολείο μα και οι υπόλοιποι της οικογένειας που θα πήγαιναν άλλοι για τα χωράφια κι άλλοι για τα ζώα. Ο καθένας ήξερε από το βράδυ τι θα έκανε την επόμενη μέρα. Τις οδηγίες τις έδινε ο πατέρας κι αν δεν υπήρχε πατέρας τότε το ρόλο αυτό τον αναλάμβανε η μάνα. Εκεί ψηνότανε και το φαγί της οικογένειας, εκεί και το ψωμί. Στη γάστρα!

Η γάστρα η χωριάτικη δεν έχει σχέση με τη σημερινή. Αυτή ήταν μια σιδερένια ολοστρόγγυλη κατασκευή μεγαλύτερη από ταψί και καμπυλωτή σαν θόλος. Γύρω-γύρω είχε και μια λαμαρίνα σαν στεφάνι για να συγκρατεί τα κάρβουνα και τη στάχτη. Στην κορυφή της καμπούρας υπήρχε ένα άγκιστρο που το έπιανες με το ξιθάλι για να μπορείς να σηκώνεις τη γάστρα. Το ξιθάλι ήτανε ένα σίδερο μασίφ με μια λαβή. Είχαμε βέβαια και την πυροστιά, ένα σιδερένιο τρίγωνο με τρία ποδαράκια που έμπαινε στη βάση του ντζακιού που 'χε από κάτω πυρωμένα κάρβουνα. Στην πυροστιά ακουμπούσαμε το ταψί με το ψωμί ή με το φαγητό και τέλος από πάνω το σκεπάζαμε με το καπάκι, δηλαδή τη γάστρα με τα δικά της κάρβουνα. 

Στο ντζάκι λοιπόν ψήναμε λαχταριστές πίτες, μεζεκλίκια, λουκάνικα, ακόμη και πέστροφες και χέλια από το ποτάμι! Και τα φαγητά που ψήνονταν με ξύλα (ή και με κληματόβεργες αν υπήρχαν) γίνονταν πεντανόστιμα. Δεν σας λέω και για το μοσχοβολιστό στιφάδο αν τύχαινε καμιά φορά και έφερνε κάνα λαγό κάποιος κυνηγός μας. 

Αλλά το ντζάκι δεν χρησίμευε μόνο για να ψήνει το φαγητό. Είχε και άλλη χάρη, ακόμα μεγαλύτερη! Τη χάρη της συντροφιάς, της παρέας και της επικοινωνίας! Όταν τα κούτσουρα, από πουρνάρι ή από δρυ, μπαίνουν στη φωτιά και οι φλόγες χορεύουν σαν μπαλαρίνες δίνοντας μια γλυκιά θαλπωρή στο χώρο, τότε έρχεται και η χαρά να μας συντροφέψει. Έτσι καθόμασταν ολόγυρα, άλλοι στα σκαμνιά κι άλλοι κατάχαμα στις φλοκάτες και τα κιλίμια, όλοι μαζί σαν μια καλή παρέα. Τα κρύα βράδια του χειμώνα ψήναμε στο ντζάκι κάστανα ενώ ζεσταίναμε και το τσίπουρο! Και όλη η γειτονιά μαζεμένοι αντάμα να τρώμε, να πίνουμε και οι ιστορίες να πηγαίνουν σύννεφο. Ανθρώπινη επαφή αληθινή, όχι τηλεοράσεις και κινητά με "μπιπ" και "μπιπ" κάθε τόσο!

Τώρα βέβαια ο "πολιτισμός" εξαπλώθηκε και το τελευταίο χωριουδάκι έχει ψυγείο, ηλεκτρική κουζίνα και ίσως και ηλεκτρική σόμπα. Δεν ξέρω όμως αν υπάρχει σε όλους ρεύμα μιάς κι έτσι όπως το ακρίβυναν οι αφέντες μας σε πολλούς κόβεται από την ΔΕΗ γιατί δεν έχει ο κοσμάκης να πληρώσει τους φουσκωμένους λογαριασμούς. 

Αλλά τι τα θες, το ντζάκι θα έχει πάντα την πρωτιά του στις αναμνήσεις μας! 


Ήταν μια διήγηση από την Ευρυτάνισσα κυρά Λένη

στο blog "Ευρυτάνας ιχνηλάτης"


Πέμπτη 3 Μαρτίου 2022

Ευεργετική επαφή με τη Μάνα Γη!


"Είναι καλό για το δέρμα να αγγίζει τη γη. Στους ηλικιωμένους αρέσει να βγάζουν τα παπούτσια τους και να περπατούν με γυμνά πόδια πάνω στην ιερή γη.

Οι ηλικιωμένοι Ινδιάνοι κάθονται ακόμα πάνω στη γη αντί να σηκώνονται και να απομακρύνονται από τις ευεργετικές δυνάμεις της. 

Γι’ αυτούς, το να κάθονται ή να ξαπλώνουν επάνω στο έδαφος σημαίνει ότι μπορούν να σκέφτονται βαθύτερα και να αισθάνονται πιο έντονα.

Μπορούν να βλέπουν πιο καθαρά τα μυστήρια της ζωής και να έρχονται πιο κοντά στα άλλα είδη ζωής." 

(Ινδιάνικο)

ΥΓ: H φωτο από μια όμορφη κρυφή γωνιά της ανόθευτης Ευρυτανίας μας. Εκεί όπου κι εμείς αν και μη... ηλικιωμένοι Ινδιάνοι διαλέγουμε ενίοτε να περπατάμε ξυπόλητοι και να ξαπλώνουμε στην ευεργετική αγκαλιά της Μάνας Γης! 

blog "Ευρυτάνας ιχνηλάτης"


Τρίτη 1 Μαρτίου 2022

Καλώς να 'ρθεις Άνοιξη...


 ...στη Φύση, στις Καρδιές μας, στον Κόσμο ολάκερο!

Με Ειρήνη, Φιλία και Αλληλεγγύη μεταξύ των Λαών όλης της Γης! 

Είθε γοργά να φτάσεις και να νικήσεις τούτο το "καταχείμωνο"...