Πέμπτη 22 Δεκεμβρίου 2022

Ένα αυθόρμητο αντάρτικο γλέντι με τον Άρη, τους ΕΛΑΣίτες του και Ευρυτάνες χωρικούς!


Ένα γεναριάτικο χειμωνιάτικο βράδυ του 1944 σε ένα ταπεινό καφενο-μπακάλικο με μεγαλόκαρδους ορεσίβιους, στο συνοικισμό Πλάτανος του χωριού Κλειτσός της Ευρυτανίας, μια ομάδα ανταρτών με επικεφαλής τον Άρη Βελουχιώτη στήνουν ένα αυθόρμητο τρικούβερτο γλέντι αντάμα με τους συμπατριώτες μας! 

Σαν μια μεγάλη παρέα, τα ένοπλα παιδιά του Λαού που μάχονται τον φασίστα κατακτητή και τον ντόπιο δωσιλογισμό, μαζί με τους πάντα ενθουσιώδεις και περήφανους Ευρυτάνες, που από ανέκαθεν ήταν πρώτοι στ' άρματα και την ρήγισσα τη λευτεριά, γλεντάνε το αντάμωμα και το όραμα της απελευθέρωσης!

Είναι ένα άγνωστο περιστατικό που ιχνηλατήσαμε από το εμβληματικό δίτομο έργο του Ευρυτάνα αντιστασιακού αγωνιστή και εμπνευστή του περίφημου "Κώδικα Ποσειδών" Γεωργούλα Μπέικου (βλ. εδώ!) υπό τον τίτλο "Η λαϊκή εξουσία στην Ελεύθερη Ελλάδα", εκδ. Θεμέλιο 1979. Σας το παρουσιάζουμε δε σήμερα μέσα από τις ηλεκτρονικές σελίδες του "Ευρυτάνα ιχνηλάτη"

Ο Γεωργούλας Μπέικος, ήταν παρόν και ο ίδιος σε αυτό το ξεχωριστό γεγονός και μας το περιγράφει με κάθε λεπτομέρεια με την χαρισματική πένα του. Μαζί με το αντάρτικο γλεντοκόπι, που σημειωτέον έγινε στο χωριό του, ο συγγραφέας μάς παρέχει, παράπλευρα, και πολύτιμες λαογραφικές πληροφορίες για τον τόπο μας, σκιαγραφώντας συνάμα και ένα ηθογραφικό πορτρέτο του Ευρυτάνα λαϊκού ανθρώπου.

Κατά τη μεταφορά του εν λόγω κειμένου διατηρήθηκε η ορθογραφία του πρωτοτύπου. Λόγω της πυκνής γραφής του, αφήσαμε επιλεκτικά ορισμένα ενδιάμεσα κενά ώστε να είναι πιο ευανάγνωστο.

Ιδού:

**********


-Καλησπέρα πατριώτες! - είπε ο Άρης

-Καλώς κοπιάσατε, συναγωνιστές! - αποκριθήκανε οι Πλατανιώτες.

-Καλώς σας βρήκαμε, συναγωνιστές, καλώς σας βρήκαμε! - οι λίγοι αντάρτες της κοντινέλας.

-Θα μας καταδεχτείτε ένα ρακί! - πρότεινε ο Σκεντέρης.

-Ένα και στο ποδάρι, για να μη σας χαλάσουμε το χατήρι - συμφώνησε ο Άρης.

-Στο ποδάρι! Γιατί στο ποδάρι; Μας κυνηγάν; - αμ δε μας κυνηγάν! Περάστε στο μαγαζί, ξεροσφύρι θα το πιούμε;

-Δεν είμαστε για τέτοια, συναγωνιστές! Θα νυχτώσουμε στα γεματα, κι ως τη Φουρνά μιάν ωρίτσα δεν τη θέλουμε;

-Μη δα και το πιστέψουμε, καπετάνιε, ότι σκιάζεσαι το σκοτάδι! - του πέταξε ένας απ' τη σύναξη.

Ο Άρης γέλασε πλατιά, "με πάτησες στον κάλο", του απάντησε. "Άντε να μπούμε και να το πιούμε! Ένα! - με συμφωνία! Να μη βουλώσουμε και κάνα χαντάκι!".

Ανασήκωσε το δίκωχο στο κούτελο και τράβηξε για την πόρτα του "μαγαζιού" που στο μινούτο έπηξε κόσμο. Οι Πλατανιώτες, μέσα σε μια φασαριόζικη ατμόσφαιρα, ταχτοποιούσανε στα πεταχτά μπάγκους, καρέκλες και τραπέζια του μπακάλικου για να κάτσει ο κόσμος, ενώ ο Άρης φώναζε.

- "ε, ε, να λείπουν τα κόλπα! Είπαμε, ένα και στο πόδι!"

- "Ένα δε γίνεται, τα ποδάρια είναι δυο!" - του απάντησε κάποιος!

Κι ώσπου να ξαναδιαμαρτυρηθεί ο καπετάνιος, οι αντάρτες είχανε κάτσει, βάζοντας τα όπλα τους ανάμεσα στα σκέλια τους, καθόντανε κι οι χωρικοί, με τις γκλίτσες το ίδιο ορθές ανάμεσα στα πόδια. Έκατσε κι ο Άρης, τι να 'κανε!


Ο Φώτης έτρεξε μεσ' απ' τον πάγκο του μαγαζάτορα, άρπαξε την μποτίλια με τη μεταλλική νικελωμένη ρακοκάνουλα ένας-δυό άλλοι βάλανε τα ρακοπότηρα στα τραπέζια και τα γουρνοκόψιδα, κομματάκια σουρωμένα σε βαθιές εμαγέ σουπιέρες. Μοσκοβόλησε ο τόπος, το πιπερορίγανο έκανε να μην κρατιούνται τα σάλια! - ποιος δεν θα παραδινότανε;

-Τ' είν' αυτά, ε, τ' είν' αυτά, συναγωνιστές; - απόρησε στα σοβαρά ο Άρης. Για το θεό σας, από φαΐ είμαστε σκασμένοι, τι μπαίνετε σε φασαρίες κι έξοδα;

-Σκασμένοι απ' το Μεσοχώρι, ο Πλάτανος δε σας φταίει, καπετάνιε! - τον στόμωσε ο καταστηματάρχης.

- Ε, κι εσύ, να σκάσουμε θέλεις κι απ' τον Πλάτανο; - αποκρίθηκε ο καπετάνιος με κέφι, τ' ήταν' έξυπνο του Φώτη.

- Αν ο μεζές μας σάς ευχαριστεί, για τον καλό μεζέ πάντα υπάρχει τόπος!

-Και μεζέ το λες αυτό, φαΐ για μια διμοιρία; είπε ο Άρης στον Πλατανιώτη.

- Άστο πρώτα να φτάσει, κι ύστερα το βλέπουμε λίγο ήταν ή πολύ; παρατήρησε ο Σκεντέρης και γυρνώντας σε κάποιον φώναξε - "τα πιρούνια, βρε! Πριν κρυώσουν τα μεζεκλίκια! Κι εσύ, πετάξου να δεις τι γίνονται οι πίτες" - πρόσταξε άλλον εμφαντικά.

-Φέξε μου και γλύστρησα! αναφώνησε ο καπετάν Θάνος μ' ανυπόκριτο ενθουσιασμό, ενώ ο Άρης τον λοξοκοίταξε, κι αποφάνθηκε κι αυτός:

-Την κάτσαμε τη βάρκα! Άιντε, μη παρελθέτω το ποτήριον! - και σηκώθηκε με γεμάτο ρακοπότηρο στο χέρι. 

-"Εβίβα συναγωνιστές! Καλά μπερκέτια και καλή λευτεριά μας!" - και το κατέβασε.

-"Εβίβα, καπετάνιε! Και με τη νίκη! του απαντήσανε απ' τα τραπέζια ένα γύρο οι χωριανοί, και κατεβάσανε κι αυτοί το πρώτο!

Ακουστήκανε πολλά "άα" επιδοκιμαστικά της ποιότητας, μερικά μάτια μάλιστα υγρανθήκανε, όχι, βέβαια, από συγκίνηση, αλλά από τους εβδομήκοντα και πέντε βαθμούς του ματαψημένου ρακιού. Κι ευτύς χέρια πολλά -τα πιρούνια είχανε αποξεχαστεί πάνω στα τραπέζια σαν αποριγμένες σπάθες - σα δικούλια εκταθήκανε προς τις κατάφορτες σουπιέρες - και εγένετο πάστρα!

Μετά το δεύτερο - "μουρέ θ' μό π' τουν έχ'!", αποφάνθηκε ο Θάνος, "τούρκος μοναχός!", επικύρωσε ο Άρης, "στην πέτρα να φυτρών'!", ευχήθηκε ένας από το βάθος - στάθηκε αδύνατο να κρατηθεί οποιαδήποτε αριθμητική στα "εβίβα!", στις μπουκάλες που ερχόντανε γιομάτες και φεύγανε άδειες, στις σουπιέρες με τους μεζέδες, που ακολουθούσανε το ίδιο κύκλωμα με τις μποτίλιες... Σε ποια στιγμή έγινε η... αλλαγή φρουράς, δηλαδή τα μεζεδικά δώκανε τη θέση τους στις πίτες δύσκολο να το πεις! Γιατί η παρακολούθηση της ώρας από ώρα είχε ξεχαστεί! Καταφτάσανε κάτι πίτες, μα τι πίτες! Πρασόπιτες που στάζανε, να γλύφεις και τα δάχτυλά σου! Που μοσκομυρίζανε, κι ο Άγιος Αντώνιος ακόμα, π' ακριβώς σήμερα, στις 17 του Γενάρη, γιορτάζεται η μνήμη του, δε θ' άντεχε στον πειρασμό, θα κολαζότανε λύνοντας νηστεία και προσευχή, θα 'δινε την ψυχή του στο Σατανά και στο πυρ το εξώτερον για ένα κομμάτι! Για την... κατάσβεση έφτασε και το μπρούσικο, πλατανιώτικο, κρασί - νταμιτζάναρος!

-Βρε, βρε! Θα, πέσουμε άδοξα απόψε! Πιτοσκαστοί! - είπε μισοφκιαγμένος κιόλας, ο Άρης, προωθώντας ένα ξεγυρισμένο κομμάτι πρασόπιτας διαμέσου των μουστακιών και του γενιού του, που πασαλειφτήκανε μετέχοντας στην ευωχία.

Περιττό να σημειωθεί, ότι κανένα στόμα δεν υπήρξε σε θέση τη δοσμένη στιγμή ν' απαντήσει στην παρατήρηση του αρχηγού! Κι ίσως ήτανε αυτή απ' τις σπάνιες περιπτώσεις εφόδου χωρίς φωνές. Σχεδόν αθόρυβο και το σαγονοδούλεμα...

Σαν άλλαζε τα ρακοπότηρα με κρασοπότηρα ο μαγαζάτορας, ο Άρης του παρατήρησε:

-Θα τ' ανακατέψουμε, συναγωνιστή Φώτη; Θα κάμουμε κεφάλι καζάνι!

-Ως την αυγή ξεκαζανιάζει, τι το βάνεις κεντέρι - (καημό, μαράζι) από τώρα;

-Λογαριάζεις να το πάμε ως την αυγή;

-Άμα δε μας πάρει, το πάμε κι ως το μεσημέρι! Κι ως ταχιά το βράδυ! Ποιος μας κυνηγάει να βιαστούμε; Ή λες κι εμείς γλεντοκοπάμε χρονικίς; Το 'φερε η ώρα η καλή σήμερα, τι να τ' αφήσουμε ανέσωστο; Δεν κάνει!

-Απόψε, όξω φτώχια, καπετάνιε! Εβίβαα! - ακούστηκε απ' το βάθος. Κι από κάποιο εκεί τραπέζι ξεκίνησε τραγούδι, καιρός του ήτανε.

"Ώωωρε, ποιος είδε τέτοιο θάμασμα, παράξενο, μεγάλο, να κουβεντιάζουν τα βουνά με τις κοντοραχούλες, η Λιάκουρα της Λεβαδιάς κι η Γκιώνα των Σαλώνων...".

Ένας το πήρε, δυό δεν το πάνε τούτο το θαυμάσιο τραγούδι των Ελλήνων. Τι θέλει μάστορα με κότσι, τ' έχει τσακίσματα πολλά και δύσκολα γυρίσματα. Θέλει φωνή αηδόνι. Και την είχε και τη φωνή και τη μαστοριά ετούτος ο Πλατανιώτης. Κι όλοι σωπάσανε, άχνα δεν έβγαινε, ν' ακούνε και ν' αποθαμαίνονται! Κι ως έβγαλε ο τραγουδιστής με πάθος και με πόνο εκείνο το τραγούδι τ' αρρενωπό και τσεκουράτο

"Τους Κλέφτες τι τους κάνατε, πουτάνες Καταβόθρες", οι άλλοι από δίπλα, μια παρέα, μπήκανε μονομιάς - να ξανασάνει κι ο τραγουδιστής - με το γλήγορο "γέμισμα":
"Αέρας τα φυσάει τα πλατανόφυλλα,
Θεός να τα φυλάει τα Ελληνόπουλα!"

(σημ. Γ.Μ. Κι εδώ ο καθωσπρεπισμός ανάστρεψε την έννοια και χάλασε το τραγούδι, βάζοντας "καημένες Καταβόθρες". Ο Νίκος Βέης, όμως, το δίδασκε σωστά στο Πανεπιστήμιο - "πουτάνες"! Γιατί αυτό ήθελε να εκφράσει η λαϊκή μούσα. Οι Καταβόθρες -το λέει κι η ονομασία - είναι τοποθεσία στα βουνά Πέντε Όρνια της Δωρίδας, όπου απ' το Εικοσιένα ως τον ΕΛΑΣ, νομίζω δε και στο ΔΣΕ, όχι μια φορά χαλαστήκανε αγωνιστές του λαού πολεμιστές. Είναι το μέρος "πουτάνα"!)

Κι άλλο τραπέζι από παράδιπλα, πήρε άλλο "γέμισμα":

"Κρέμεται η καπότα στην αλυγαριά,
ντέρτι και μαράζι δε βάζω στην καρδιά!".

"Ντέρτι και μαράζι δε βάζω στην καρδιά!" το επανάλαβε η αίθουσα, μια σκάλα, πιο κάτω, σα να μας το γύριζε αντίλαλος κάποιο βουνό απ' τ' αντίπερα

Όπως τ' αηδόνια στην ανοιξιάτικη φυλλωσιά, έτσι κι οι τραγουδιστές στα γλέντια, συνερίζονται! Ξεσυνερίζονται ποιος να παραβγεί...

Άφησε να σβήσει η... κλαγκή απ' το τσούγκρισμα των κρασοπότηρων, που υψωθήκανε για τον τραγουδιστή, κι ετούτος ο άλλος Πλατανιώτης -νάηταν η ζήλεια ψώρα!- ξερόβηξε μια-δυό φορές και για να γαργαρίσει το λαρύγγι και για να δώκει σινιάλο για ησυχία, και πήρε, τι νομίζεις, την "Τζαβέλαινα"! Τραγούδι που θέλει πνεμόνι φυσερό, φωνή τρομπόνι και τέχνη όχι παίξε -γέλασε!.

Ώωωρέ, κορίτσια από τα Γιάννενα, νυφάδες απ' το Σούλι, φέτος να μην αλλάξετε, να μην ασπροφορεθήτε...".

Κι ως ανέβασε την κορώνα ως την αποκορύφωση του δράματος ο τραγουδιστής,

"Το Σούλι θα χαρατσωθεί, ωρέ χαράτσι θα πληρώσει, Τζαβέλαινα σαν τ' άκουσε, πιάνει και ζώνει τ' άρματα",

απ' τους γλεντοκόπους ξεχύθηκε παλικαρίσιο, αντρίκιο κι αθυρόστομο

"Ωρέ, δεν τους γαμάς τη μάνα των κερατάδωνε, θέλουν να μας βαρέσουν, και πάλι σκιάζουνται!".

Και ξανακύκλωσε,

"Θέλουν να μας βαρέσουν, και πάλι σκιάζουνται............ και πάλι σκιάζουνται!".

Ο Άρης που όλο κέφι αποθαμαινότανε τούτο τ' αναπάντεχο, γέλασε με την καρδιά του και σκουντώντας με με τον αγκώνσ του στο πλευρό μου, "λαός βρε!" - μου λέει.

- ""Λαός ντε!" - τ' απάντησα.

-Έι, εσύ σούρωσες, σε καλό σου!"

-"Πας πίσω, λες"

-Φαίνομαι;"

Δεν πρόκανα να τον βεβαιώσω, ότι και παραφαίνεται μάλιστα, γιατί απ' τ' άλλα τραπέζια αντήχησε:

"Ν-έεένας, μωρέ, ν-έεένας, ν-ένας αϊτός καθόντανεεε, λέει, καθόντανεες...".

Κι ολοι στρέψανε τα μάτια και τα χαμόγελά τους προς τον Άρη, ως ακουστήκανε, στο ρυθμό του λεβέντικου τσάμικου, τα πρώτα λόγια απ' το περήφανο τραγούδι της αϊτογέννας Ρωμιοσύνης. 

Κάμποσοι μερακλήδες του χορού βρεθήκανε μονομιάς στο πόδι, αναπετάξανε απ' τις τσέπες τους τα χερομάντηλα ως να ξεθηκαρώνανε λευκαδίτικα μαχαίρια, και τ' ανεμίσανε. Άλλοι παραμερίσανε στις άκρες τα τραπέζια σβέλτα, έγινε τόπος για χορό. Κι ο μαγαζάτορας, ο Φώτης, που 'χε και το πρόσταγμ' απόψ' εδώ, απλωσε μαντήλι στον Άρη, "σήκω αρχηγέ!".

-Φχαριστώ, Φώτη μου! Στραβάδι! Να χορευταράς απ' εδώ! - αρνήθηκε ο Άρης κι έδειξε το Θάνο στο Σκεντέρη.

-Κι ο Θάνος, ποιος είπε όχι; Μα ο πρώτος, δικός σου, πιάσου! - και του 'βανε το μαντήλι στο χέρι.

-Μην του χαλάς το χατήρι, φέρε δυό γύρες, βρε αδερφέ! - παρέμβηκα κι εγώ.

-Δε σκαμπάζω! Δεν παν τα πόδια, ρεζιλέματα πας γυρεύοντας;

-Και νομίζεις ότι βλέπει κανένας, έτσι που γίναμε φέσι, παν, δεν παν τα πόδια; Σήκω, θα τους κακοκαρδίσεις, θα το πάρουν ακαταδεξιά σου - του επίμενα.

-Άιντε αρχηγέ! Μια σφούρλα μόνο! Μια, για τ' αντέτ'! - τόνε προτρέψανε κι απ' τη ζυγιά τ' αξεκίνητου ακόμα χορού οι Πλατανιώτες.

Ο Άρης ενιωσε στεναχωρεμένα, φανερό. Ήθελε, ντεριότανε, δεν τ' αποφάσισε. Σηκώθηκε, "δεν ξέρω, δεν μπορώ, μην επιμένετε, συναγωνιστές!". Σήκωσε και το ποτήρι και για να σκαπουλάρει απ' το στένεμα  που κάνανε, "εβίβα σας! - φώναξε. Εις υγείαν σας, πατριώτες!" Και γυρνώντας προς το Θάνο, "κι εσύ παρακάλια καρτερείς; Ή σ' έπιασε παρμάρα;" - του είπε σχεδόν επιτιμητικά. 

Ο Θάνος άλλο που δεν ήθελε! Πετάχτηκε σαν από σούστα και βρέθηκε αρπαγμένος απ' το μαντήλι του Σκεντέρη.

"...στον ήλιο και λιαζόντανε, λέει, λιαζόντανε... και με τα νύχια μάλωνε, τα νυχοποδαράκια του, λέει ' δαράκια του...".

Έφερε μια-δυο γυροβολιές ο Θάνος και πισωπατώντας, έβαλε, όπως η τάξη το καλεί για το φιλοξενούμενο να δώσει, με τη σειρά του, στο νοικοκύρη να σύρει το χορό, το Φώτη μπροστά. Όμως, εκείνος, προφανώς ατζαμής για πρώτος στο τσάμικο ή γιατί είδε αυτόνε που θα 'βγαζε ασπροπρόσωπο το χωριό, πέρασε τον τρίτο της ζυγιάς πρώτο, πήρε τη θέση του, δίνοντας, στο Θάνο την τιμή να κρατήσει το μαντήλι σε τέτοιο χορευταρά.. Έχ, μάνα μου, και τι νυχοπάτης ετούτος ο Πλατανιώτης! Πέταξε μακριά, μ' ένα χαριτωμένο τίναγμα του ποδαριού, το τσαρούχι, έμεινε στο τσουράπι! - όλοι καταλάβαμε ότι τούτος είναι απαράβγαλτος στο χορό!

"νύχια μου και νυχάκια μου, λέει, νυχάκια μου, νύχια μου και νυχάκια μου και νυχοποδαράκια μου, λέει, δαράκια μου, την πέρδικα που πιάσατε, λέει, που πιάσατε, την πέρδικα που πιάσατε, μη μου τήνε χαλάσετε, μωρέ, χαλάσετε, θε να τη βάνω στο κλουβί μωρέ, στο κλουβί, θε να τη βάνω στο κλουβί να μου λαλεί κάθε πρωί, να μου λαλεί βράδυ-πρωί, βράδυ-πρωί!...".

Ο Θάνος κράταε το μαντήλι κι έβαλε αντιστύλι το δεξί ποδάρι, μα δε χρειαζότανε. Ο χορευτής, αϊτός στο χορό, εθάρρεις δεν εκράταε το μαντήλι, κι έλεες χάμου δεν επάτα. Ορθές οι πατούσες του, μόνε νυχάγγιχνε, σαν μ' άκρη φτερού, το πάτωμα. Και το αεροκένταε! Κι ως τιναζότανε, λάφι στη σβελτάδα, κι έγραφε ζωγραφιά στον αέρα πήδο και σφουρλίγκα κι ύστερ' αχνογαϊτανόπλεκε το τσαλίμι, πως να μην τον ζηλέψεις; Ένιωσα μαράζι στην ψυχή την αγραμματωσύνη μου στα χορευτικά. Κι ορκίστηκα, τουλάχιστο έναν τσάμικο! Τον όρκο τον κράτησα...

Άλλοι βγαίνανε κουρασμένοι, απ' το χορό, άλλοι μπαίνανε, το 'να τραγούδι δεν τελείωνε, άλλο παίρνανε, γινότανε του κουτρούλη! Οι πίτες, βέβαια, είχανε τελείωσε, το κρασί, όμως, όχι! Τώρα πια ο κόσμος όλος γινωμένοι, απλώς κουτσοπίνανε, για το τέμπο του γλεντιού. Από κανένας τσίμπαε κανένα υπόλοιπο, αποξεχασμένο, τουλουμοτυριού ή έσπαζε κάνα καρύδι. Για ώρα, κανένας δε σκέφτηκε να κοιτάξει ρολόι - ο χορός ήτανε ακόμα στην άψα του! 

Ποδοβολητό έξω απ' το μαγαζί, τον ανάκοψε. Η πόρτα άνοιξε πριν προλάβει κανένας να ρωτήσει "τι τρέχει;" Μπήκανε αντάρτες, ίσαμε μια ομάδα, με τον Περικλή. Είχανε ξυνισμένα τα μούτρα, μα μόλις αντικρύσανε το θέαμα... σπάσανε! Ερχόντανε φουριόζοι και τσιτωμένοι απ' τη Φουρνά. Προς αναζήτηση των... αγνοουμένων!

Το τμήμα είχε φτάσει στην ώρα του στο κεφαλοχώρι των Κτημενίων. Ώσπου να πάρουνε συσσίτιο και να βολευτούνε οι άντρες στο σχολειό, κανένας δεν έδωσε σημασία ότι ο αρχηγός με μερικούς ουραγούς δεν φανήκανε ακόμα. Η ώρα περνούσε. Άρης δεν έλεγε να καταφτάσει. Ήρθανε και τα μεσάνυχτα, περάσανε κι αυτά, στους άλλους ηγέτες του τμήματος μπήκανε ψύλλοι στ' αυτιά! Ο διάολος έχει πολλά ποδάρια! Τηλεφωνάνε στον Κλειτσό, το τηλέφωνο στο Μεσοχώρι δεν απαντάει, άρα εκεί κανένας. Ο Περικλής πήρε μιαν ομάδα και μπήκανε στο δρόμο πίσω για τον Κλειτσό, μ' όλες τις προφυλάξεις - τι τα θες τι τα γυρεύεις! Και να που πέσανε πάνω μας στον Πλάτανο.

Δεν μπορέσανε, λοιπόν, να παίξουνε το θυμωμένο. Ευκολότερο -και συμφερότερο- ήτανε να... προσαρμοστούνε στην κατάσταση. Ψευτοπαραπονεθήκανε, για την... τιμή των όπλων κι όσο το προλάβανε κι αυτό γιατί εξαναγκαστήκανε να λάβουνε θέσεις!

Σε λίγο, κεφάτοι, θα παραπονιένται, στ' αλήθεια τώρα, που όλα αυτά εδώ διαδραματιστήκανε εν απουσία τους! 

-"Το πρώτο με ψωμοτύρι" - τους είπε ο Φώτης, κερνώντας το κοκκινέλι. 

Και δυνατά προς τους συχωριανούς του:

-"Ποιος θα πεταχτεί για καμιά θηλειά λουκάνικο;"

Δεν απολείψανε οι... φιλότιμοι! Δεν πολυήμουνα πια σε θέση να παρατηρώ - τι λόγος!... Η όσφρηση, όμως, συνέλαβε την παρουσία ψητού λουκάνικου... Ξαναστήθηκε χορός, αυτό το θυμάμαι! Και πάλι κατάκατσε. Θυμάμαι που σε κάποιο τραπέζι, σαν ξεκουρδισμένο λαούτο, κάποιοι προσπαθούσανε να το βγάλουνε πέρα:

"Τουτ' η γης, μουρή Γιώργαινα,

τουτ' η γη που την πατούμε,

ούλοι μέσα θε να μπούμε...

Τουτ' η γης μι τα χορτάρια

τρώει νιούς και παλικάρια...

Δεν το καταφέρνανε, πήρανε το

"Γιάνναινα, Γιαννάκινα, θειά μου Νικολάκαινα!

Γιάνναινα, Γιαννάκινα, να μην πας για λάχανα

και μας φέρεις βάσανα.

Να μην πας και για τσουκνίδια

και μας φαν τα μαύρα φίδια!..."

...Όλα σε τούτονε τον κόσμο μας κουβαλάνε μέσα τους το νόμο της κρίσης και της κατιούσας! Και το τέλος, αυτή την ανατριχιαστική έννοια... 

Ότανε βγήκαμε από το μαγαζί του Σκεντέρη - "εγώ το πίνω για καλό, κι εσύ με πας στον τοίχο!". Όλοι μας! Ευτυχώς, που μας συνέφερε κομμάτι ο φρέσκος που μας βάρεσε. Τα ματόφυλλα ξαλαφρώσανε λίγο κι ανοίξανε τα μάτια. Ένα γύρω στις βουνοκορφές μια λουρίδα ξημέρωμα έμοιαζε σα φρεσκογανωμένα χείλη ενός μεγάλου τέτζερη.

-Σύνταξηη! - φώναξε ο Άρης. Κι η φωνή του ήχησε τόσο παράταιρα εκείνη τη στιγμή, το παράγγελμα έμοιαζε τόσο με ντουφεκιά που πήγε ξέστοχη, σαν άσκοπος πυροβολισμός, που 'βαλε τα γέλια μόνος του. Έγινε, αλήθεια, κάποια ανακατωσούρα για... σύνταξη, αλλ' η προσπάθεια εγκαταλείφτηκε κι ο Άρης ξανάπε:

-Βρε σεις! Μάκι ξεχάσαμε τίποτα και ματαγυρνάμε απ' τη Φουρνά; - μπορεί και να το 'πε να πειράξει τον Περικλή, που γύρισε απ' τη Φουρνά στον Κλειτσό αναζητώντας τον, πράγμα, που σε τελευταία ανάλυση, ευχαρίστησε τον αρχηγό.

-Μια νταμιτζανούλα κάργα! - απάντησε ο Φώτης, αντί για τους αντάρτες.

-Στην άλλη δόση! - είπε ο Θάνος.

-Δεν την αδειάζουμε στο πόδι, για το κατευόδιο; - επίμεινε ο Σκεντέρης.

-Ε, συναγωνιστή Φώτη, στο Θεό σου! Μας έκανες στουπί, δε σου φτάνει - του λέει ο Άρης πολύ κεφάτα.

Κι ο Φώτης:

-Καλή καρδιά, αρχηγέ!

-Άιντε, βρε! Θα ξεκινήσουμε και καμιά φορά; - φώναξε ο καπετάνιος.

Ξεκινήσαμε. Ανάκατα αντάρτες και Πλατανιώτες, κρίμα στο "σύνταξη" του αρχηγού. Απ' την κάτω μεριά της στράτας η κεντρική και σκεπαστή βρύση του χωριού κελάιδαγε απ' το σιδεροσωλήνα της το μπόλικο νερό της. Και σε κάποιονε προκάλεσε, φαίνεται, "συναφείς παραστάσεις" και πήρε δυνατόφωνα το τραγούδι:

"Νερατζούλα φουντωμένη,

που 'ναι τ' άνθη σου, καημένη..."

Φωτιά στα τόπια κι οι άλλοι! Φάλτσα, ασυνταίριαστα, μεθυσμένα, μα σείστηκε το χωριό!

"Νερατζούλα φουντωμένη, 

που 'ναι τ' άνθη σου καημένη!

Σε παρακαλώ, βοριά μου, φύσα σίγαλα

για ν' αράξουν τα καράβια τα Ζαγοριανά,

πόχουν μέσα παλικάρια κι όμορφα παιδιά...

Σε παρακαλώ, βοριά μου, φύσα σίγαλα..."

Είναι το "κλασικό" τραγούδι που πάνε τη νύφη στη βρύση. Έθιμο στα ξημερώματ' απ' το γλέντι του γάμου στου γαμπρού, τα συμπεθερικά συνοδεύουνε τη νύφη στην κοντινότερη στο καινούριο της σπίτι βρύση -να μάθει τη στράτα;- τραγουδώντας τη "Νερατζούλα".

Παρακαλώντας κι εμείς το βοριά να φυσάει σίγαλα.

"για ν' αράξουν τα καράβια τα Ζαγοριανά,

πόχουν μέσα παλικάρια κι όμορφα παιδιά..."

φτάσαμε στ' ακρινά σπίτια του χωριού. Σταμάτησε η ανάκατη φάλαγγα, οι χωρικοί πιάσανε, σε ψευτοπαράταξη, την απάνω μεριά της στράτας, οι αντάρτες ένας-ένας, αποχαιρετούσανε τον καθένα με χεραψία, αγκάλιασμα και σταυροφίλημα.

-Στο καλό παιδιά! Και με το καλό να ματακοπιάσ' τε! - οι χωρικοί.

-Έχετε γειά, συναγωνιστές! Φχαριστούμε, φχαριστούμε! Έχετε γειά! - οι αντάρτες.

-Καλ' αντάμωση!

-Καλ' αντάμωση!

Τελευταίος ο Άρης αποχαιρέτησε, το ίδιο σταυροφιλώντας τον καθένα, τους χωρικούς και στο Σκεντέρη είπε, γελώντας:

-Στι χρωστάω, Φώτη! Θα στο θυμάμαι, βρε! Θα στο θυμάμαι τ' αποψινό!

-Ας είσαι καλά, καπετάνιε μου! Αμ κι εγώ λες θα τ' αλησμονήσω; Θα ρθω, σα λευτερωθούμε, αλήθεια σου λέω! Θα ρθω στην Αθήνα, κι ας θα 'σαι τρανός, θα μου το ξοφλήσεις!

-Κόλλα το! - του δίνει το χέρι ο Άρης σ' επικύρωση.

-Κόλλα το! - κι ο Φώτης.

Η φάλαγγα των ανταρτών έκοβε κιόλας στράτα. Αγκαλιαστήκαμε, τελευταίοι, κι οι δυό μας - "σε καλό να μας βγει!" μου ψιθύρισε. Και ξεκίνησε. Εμένα κόμπος στο λαρύγγι, δεν άρθρωσα λέξη. 

Μέσα στο μουντό χάραμα τον έβλεπα ν' απομακρύνεται να φεύγει, κάνοντας εκείνο το χαρακτηριστικό του τίναγμα του ώμου του για να φέρει τον αορτήρα της αραβίδας του σε βολική θέση, και κατεβάζοντας το δίκωχο στο κούτελο.

Οι αντάρτες κρυφτήκανε απ' τα μάτια μας στο πρώτο στρίμμα της στράτας, σε λίγο έσβησε και το ποδοβολητό τους... 



blog "Ευρυτάνας ιχνηλάτης"


Παρασκευή 16 Δεκεμβρίου 2022

Μία Ελεύθερη Βιβλιοθήκη για τον Αγωνιστή Δάσκαλο


«Άστραψε ο νους» εκείνη την ώρα κι είπαμε στη Μνήμη του να φτιάξουμε μια μικρή βιβλιοθήκη.

Λεύτερη σαν κι αυτόν.

Φωλιά για οράματα.

Κρυψώνα για όνειρα.

Γωνιά για ταξίδια άγνωρα.


* Από την Κρικελλιώτισσα "Ακευσώ"

στη μνήμη του Αγωνιστή Δάσκαλου

ΒΑΣΙΛΗ ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ


Για  να μην ξεχνάμε…..


Αύγουστος του 2022.

Η πόρτα του Δημοτικού Σχολείου Κρικέλλου ολάνοιχτη…

Χώθηκαν τα παιδιά στην αγκαλιά του…

Μπήκε ο ήλιος, Διαφεντευτής, απ’ τα μεγάλα του πορτοπαράθυρα κι ακούμπησε τις αχτιδοθυγατέρες του στα κεφαλάκια τους….

Οι μορφές των Δασκάλων σεργιάνιζαν ανάμεσά τους, άλλες αυστηρές, βλοσυρές με την κρανόλουρα στο χέρι, κι άλλες ήρεμες μ’ ένα απόκοσμο φως στα μάτια τους…

Βροχή οι ερωτήσεις, έτσι που μόνο τα παιδιά ξέρουν να κάνουν….

Βρέθηκα να τους διαβάζω «Το ξεκίνημα του Αγώνα και το Κρίκελλο Ευρυτανίας» του Θανάση Ν. Τραχήλη. Στη σελίδα 136 διασώζει τις μνήμες ενός άλλου Κρικελλιώτη Δάσκαλου και Προέδρου στο Κρίκελλο, Χρήστου Ζάρρα:

«Κάθε φορά που στέκομαι μπροστά στη βιβλιοθήκη μου, το βλέμμα πέφτει στον έκτο τόμο της Ιστορίας του Ελληνικού Έθνους Κ. Παπαρρηγόπουλου. Είναι το αρχαιότερο από τα βιβλία μου κι έχει τη δική του ιστορία. Είναι δώρο του δασκάλου μου που μ’ έμαθε γράμματα στην Γ’ και Δ’ τάξη, όταν φοιτούσα στο Δημοτικό Σχολείο Κρικέλλου τα σχολικά έτη 1936-37 και 1937-38. Αλλά το βιβλίο αυτό δεν το έχω από κείνα τα χρόνια. Το απέκτησα λίγο αργότερα, όταν στην Κατοχή διέκοψα τη φοίτησή μου στο Γυμνάσιο Καρπενησίου, γιατί το είχαν καταλάβει οι Ιταλοί. Αναγκάστηκα τότε να διαβάζω μόνος μου στο σπίτι και στο τέλος του σχολικού έτους να δίνω εξετάσεις για την άλλη τάξη. Κι αυτό έγινε δυο φορές και προβιβάστηκα «ως κατ’ οίκον διδαχθείς» από την Δ’ τάξη του 8/τάξιου Γυμνασίου προς την Ε΄ και την άλλη χρονιά από την Ε΄ προς την ΣΤ΄. Το πρόβλημά μου όμως δεν ήταν μόνο ότι δεν είχα κανένα καθηγητή. Δεν είχα και κανένα βιβλίο. Όλα τα έπαιρνα δανεικά από τον έναν και από τον άλλο.

Σε κάποια από τις δύο παραπάνω τάξεις δεν μπορούσα να εύρω Ιστορία. Εκεί που σκεπτόμουν μέσα από την αυλόπορτα του πατρικού μου σπιτικού, βλέπω ξαφνικά να περνάει στο δρόμο ο δάσκαλός μου που είχα στο Δημοτικό. Χωρίς να χάσω καιρό, ανοίγω την πόρτα και φωνάζω:

- Κύριε, μπορώ να σας πω κάτι;

- Ναι, Χρήστο, τι θέλεις;

-Θέλω να δώσω εξετάσεις τον Ιούνιο και δεν έχω Ιστορία, μπορείτε να μου δανείσετε κανένα βιβλίο;

-Ναι, Χρήστο να έλθεις το απόγευμα σπίτι μου να πάρεις.

-Ευχαριστώ πολύ, κύριε, θα έλθω.

Πράγματι πήγα στο σπίτι, πήρα έναν ογκώδη τόμο της Ιστορίας, διάβασα, πέρασα και τις εξετάσεις για την άλλη τάξη.

Κάποια μέρα απεφάσισα να επιστρέψω το βιβλίο και να ευχαριστήσω το δάσκαλό μου για την ευκολία που μου έκανε. Του έστησα, λοιπόν, καρτέρι, πάλι στην αυλόπορτα, κι όπως συνήθιζε, περνούσε ξανά τον ίδιο δρόμο.

-Κύριε, του φωνάζω, με συγχωρείτε. Πότε μπορώ να σας φέρω την Ιστορία;

Κοντοστάθηκε, αγναντεύοντας προς τον Άγιο Αθανάσιο, ψηλά… Φορούσε μια χλαίνη χακί, κάπως κοντή, κι από τα δύο κουμπιά της ζώνης έλειπε το ένα. Ξεκούμπωτη, όπως ήταν, κρεμόταν η μια άκρη. Περίμενα να μου απαντήσει, αλλ’ αυτός σκεφτόταν, κοίταζε επάνω, δεν μου μιλούσε… Σε μια στιγμή βούρκωσε. Γυρίζει και μου ψιθυρίζει βραχνά: «Χρήστο, αυτό το βιβλίο μη μου το επιστρέψεις. Να το κρατήσεις, παιδί μου, να με θυμάσαι…»

Ήταν ο Βασίλης Παπανικολάου.»

Αύγουστος ήταν και τότε, στα 1949.

Ο Άνθρωπος, ο Ιδεολόγος, ο Μαρξιστής, ο Αγωνιστής, ο Δάσκαλος, που οραματίστηκε έναν καλύτερο κόσμο, που αγάπαγε τα παιδιά, που δεν σήκωσε ποτέ χέρι πάνω τους, που ήταν δίπλα στον Άρη Βελουχιώτη, που είχε ένα όπλο με τρεις σφαίρες μαζί του, για τη στιγμή που θα ‘νοιωθε πως η Άτροπος παραμόνευε μέσα στα δάση. Εκεί, σαν τον περικύκλωσαν οι διώκτες του, το ‘βαλε στον κρόταφο και τράβηξε τη σκανδάλη. Σαράντα χρονών Παλληκάρι! Κι ο θάνατός του έγινε μοιρολόι, τραγούδι για τους Συντρόφους. Ιαχή θριαμβική για τους φασίστες που στήσανε χορό, φωνάζοντας ότι ξεβρώμισε ο τόπος από τη ληστοσυμμορία του εγκληματία κομμουνιστή Παπανικολάου.

Διαβήκαν τα χρόνια …

Γράφτηκε ποικιλότροπα  η Ιστορία…

Καθισμένοι κάτω απ’ τον γεροπλάτανο της πλατείας οι γέροντες μαθητές του σαν μιλούν γι’ αυτόν, βουρκώνουν και μας ξορκίζουν να μην τον ξεχάσουμε, να συνεχίσουμε τον αγώνα του για να πετύχουμε την πανανθρώπινη συμφιλίωση.

Γύρω μου τα παιδιά κοίταζαν τη μοναδική φωτογραφία που σώθηκε απ’ τον Δάσκαλο κι ύστερα, έστρεφαν το βλέμμα κατά το Ντουρνέσι απέναντι, στις πηγές του Κρικελλοπόταμου, στον τόπο της θυσίας.

«Άστραψε ο νους» εκείνη την ώρα κι είπαμε στη Μνήμη του να φτιάξουμε μια μικρή βιβλιοθήκη.

Λεύτερη σαν κι αυτόν.

Φωλιά για οράματα.

Κρυψώνα για όνειρα.

Γωνιά για ταξίδια άγνωρα.

Πηγή φωτός, λαμπυρίζουσα, ανάμεσα στην Εκκλησιά του Άη-Νικόλα, εκεί όπου βαφτίστηκε ο Βασίλης και στο Σχολείο, όπου φοίτησε, δίδαξε και πρωτοστάτησε στον Αγώνα κατά του Φασισμού.

Ήταν ένα κείμενο από την "Ακευσώ" του Κρίκελλου

για μια αξιέπαινη πρωτοβουλία Μνήμης και Τιμής!

blog "Ευρυτάνας ιχνηλάτης"

Πέμπτη 8 Δεκεμβρίου 2022

ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ : "...πρέπει να τον εξαφανίσουμε από το πρόσωπο της γης..." (ντοκουμέντο)!

 


Ιχνηλατήσαμε ένα σπάνιο ντοκουμέντο που αφορά τον Ηρωικό Ευρυτάνα-Κρικελλιώτη Αγωνιστή και Αλησμόνητο Δασκάλο Βασίλη Παπανικολάου, από τους πρώτους συναγωνιστές  του Άρη Βελουχιώτη και μαχητή του ΔΣΕ μετέπειτα, που εθελοθυσιάστηκε το 1949 προτιμώντας να έχει ένα περήφανο τέλος, παρά να πέσει ζωντανός στα χέρια των φασιστών διωκτών του (βλ.  ΑΦΙΕΡΩΜΑ).

Αυτό το ντοκουμέντο έρχεται να προστεθεί μαζί με όλα τα υπόλοιπα στο σεντούκι της ιστορικής μνήμης του τόπου μας καθώς έχει τη δική του ιδιαίτερη σημασία και ειδικά σήμερα όπου αναστηλώνεται, με προσωπική εργασία και συνεισφορές, Ευρυτάνων και όχι μόνο, το εμβληματικό Καλύβι του Βασίλη Παπανικολάου στη θέση Τσουγκρί στο Κρίκελλο της Ευρυτανίας, ένας πολύτιμος μνημειακός χώρος με πανελλαδική σημειολογική και ιστορική αξία, αφού εκεί κατέλυσε, τον Ιούνη του 1942, ο Άρης με τους 14 συμμαχητές του λίγες μέρες προτού κηρύξει επίσημα την έναρξη του ένοπλου απελευθερωτικού αγώνα στη διπλανή Δομνίστα (βλ. σχετικά ΕΔΩ!).

Το εν λόγω κείμενο, που θα διαβάσετε παρακάτω, προέρχεται από ένα γράμμα που έστειλε από το Αλβανικό Μέτωπο όπου υπηρετούσε ο Βασίλης Παπανικολάου, ένα γράμμα αληθινό φλάμπουρο ξεσηκωμού ενάντια στον ξένο και ντόπιο φασισμό.

Το ανακαλύψαμε σε ένα παλιό άρθρο, ηλικίας 60 ετών, του  Κ.Θ. ΠΕΡΑΙΟΥ υπό τον γενικό τίτλο: "ΟΙ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΙ ΣΤΗΝ ΕΘΝΙΚΗ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ", που εμπεριέχετο στο δυσεύρετο, πλέον, Περιοδικό "Επιθεώρηση Τέχνης" (τεύχος 87-88, 1962, ΑΣΚΙ) και σας το μεταφέρουμε εδώ στις ηλεκτρονικές σελίδες του "Ευρυτάνα ιχνηλάτη" .



Ιδού:

*****

"Ο Βασίλης Παπανικολάου, δάσκαλος στο Κρίκελο της Ευρυτανίας (σκοτώθηκε μετά την κατοχή) έγραψε σε γράμμα του το 1940 από το Αλβανικό μέτωπο περίπου τα εξής :

* Το γράμμα του ΒΑΣΙΛΗ ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ

"...Υπηρετώντας στο σχολείο όλοι αγωνιζόμασταν για να καλλιτερέψουμε τη θέση του δασκάλου και να ανυψώσουμε τη λαϊκή παιδεία. Η 4η Αυγούστου σταμάτησε αυτή μας την προσπάθεια. Το φασισμό πρώτα κάπως θεωρητικά τον πολεμούσαμε. Τα τελευταία χρόνια τον γνωρίσαμε στην πράξη. Οι φασίστες στη χώρα μας, μάς φίμωσαν, μας οδήγησαν ανέτοιμους στον πόλεμο, που μας κήρυξαν οι άλλοι φασίστες του Μουσολίνι.... Τώρα πολεμούμε για να διατηρήσουμε την ανεξαρτησία μας. Πολεμούμε ενάντια σε κάθε φασισμό, πρέπει να τον εξαφανίσουμε από το πρόσωπο της γης..."





Παρασκευή 2 Δεκεμβρίου 2022

Ο δημόσιος υπάλληλος


Ένα ακόμη ηθογραφικό πορτρέτο από τον αείμνηστο Ευρυτάνα συγγραφέα Δημοσθένη Γ. Γούλα (1916-1990) μέσα από το δυσεύρετο εξαιρετικό βιβλίο του με τίτλο "Οι χωριανοί μου", εκδ. Στέφανος Δ. Βασιλόπουλος 1978 - ανατύπωση της πρώτης έκδοσης του 1953 - που κοσμεί την προσωπική μας βιβλιοθήκη.

Απολαύστε μέσα από τις ηλεκτρονικές σελίδες του "Ευρυτάνα ιχνηλάτη" μια γλυκόπικρη αναφορά στους παλιούς δημοσίους υπαλλήλους, με έμφαση στην Ευρυτανία, μέσα από ένα ταξίδι στο χρόνο κατά τους δύο προηγούμενους... αιώνες!

*******

Ο δημόσιος υπάλληλος 

Μια μικρή αναδρομή στα παλιότερα χρόνια, ένα ταξίδεμα στη μετεπαναστατική εποχή και δώθε, θα μας βοηθούσε να γνωρίσουμε καλύτερα τη ζωή του και να συγκρίνουμε το ρόλο του τότε και τώρα.

Ας φαντασθούμε για λίγο το δημόσιο υπάλληλο το 1890 στην επαρχία. Προσόντα, έξω από τους δικαστικούς, απολυτήριο σχολαρχείου. Αμφίεση: μαύρο τριμμένο κοστούμι, καπέλο ψηλό, κολλάρο τσακιστό ψηλό, μούσι, μουστάκι στριμμένο! (ήταν εποχή που οι μεγάλες τρίχες είχαν σχέση με το εθνικό φιλότιμο) και ράβδος εκ "κερασέας ανά χείρας", σύμβολο ισχύος και όπλον αμύνης στους πολιτικούς καυγάδες.

Η τοποθέτησή του στην επαρχία είχε άμεση σχέση με την κρατούσα πολιτική παράταξη και τον εκπρόσωπό της στην επαρχία.

Οι δημόσιοι υπάλληλοι δεν ήταν μόνιμοι και κάθε πολιτική μερίδα που ερχόταν στην αρχή έφερνε τους δικούς της κι έδιωχνε τους άλλους.

Χαριτωμένα επεισόδιο έγινε κάποτε σ' ένα Δήμο της Ευρυτανίας. Μια Κυριακή πρωί ξεπέζεψε στην πλατεία ένας "φραγκοφορεμένος" και κάθισε μόνος του στον καφενέ. Ο καφετζής τού έκανε σχετική ανάκριση και πληροφόρησε το φουστανελλά δήμαρχο που κάθονταν πιο πέρα, για το γεγονός. Ο δήμαρχος τον πλησίασε και τον ρώτησε από που και πως και... πότε διορίστηκε, με την απλή δε πληροφορία ότι ήταν διορισμένος απ' την προηγούμενη Τρικουπική κυβέρνηση, τον διέταξε με τους μπράβους του να εξέλθει από τα σύνορα της επικρατείας του πριν από τη δύση του ήλιου, όπως κι έγινε.

Κάτι επίσης νόστιμο και γραφικό αναφέρει και ο μακαρίτης Κ. Μαλάμης, γραμματέας Εισαγγελίας και περίφημος χιουμορίστας, χαρακτηριστικό της εποχής εκείνης. Ήταν νεαρός φοιτητής της ιατρικής και για ν' αντιμετωπίσει τα στραβά έξοδα πέτυχε ένα Δεληγιαννικό διορισμό σε μια παραθαλάσσια πολίχνη της Ρούμελης. Όταν έφθασε εκεί, τράβηξε κατ' ευθεία στην εφορία. Τη βρήκε κλειστή. Ζήτησε τότε τον έφορο και τον βρήκε σε μια ταβερνούλα στην ακρογιαλιά που τα κουτσόπινε, τον χάρηκε, όχι για υπάλληλο, αλλά από το γεγονός ότι πραγματικά ήταν γερό ποτήρι! Όταν αργά το βράδυ ξεχώρισαν, καληνυχτίστηκαν κι ο έφορος τούδωσε ραντεβού για την άλλη μέρα "ενάτη πρωινή" στο ίδιο μέρος. Ο Μαλάμης του είπε να του δώσει το κλειδί να πάει στο γραφείο κι εκείνος του τόδοσε αφού εξέφρασε τη λύπη του γιατί θα τον έχανε απ' το πρωινό κολατσιό!

Όταν την επόμενη μέρα ο Μαλάμης άνοιξε την πόρτα του γραφείου, ένας σωρός από φακελλωμένα έγγραφα γλύστρησε στο πάτωμα. Ο ταχυδρόμος, μη βρίσκοντας κανέναν εκεί, τα πέταγε απ' το άνοιγμα της σαρακοφαγωμένης πόρτας. 

Κατάπληκτος απ' την κατάσταση άρχισε συγκινημένος να τα ανοίγει... Ήταν όλα κλήσεις σε απολογίες και υπομνήσεις!

Έντρομος κλειδώνει το γραφείο, τρέχει στο ταβερνάκι της ακροθαλασσιάς και φέρνει τα δυσάρεστα υπηρεσιακά μαντάτα στον έφορο. Ατάραχος εκείνος τον ακούει, χαμογελάει και του λέγει: Κάτσε να πιούμε κι αυτά δεν είναι τίποτα, όσο είναι ο Θοδωρής στα πράματα (εννοούσε το Θ. Δεληγιάννη) ας τους να λαλάνε, τίποτα δεν μας κάνουν... Άμα μάθεις πως έπεσε ο Θόδωρος, τότε τίποτα δε σε σώνει, δεσ' τα και φεύγα!

Αυτή ήταν η εικόνα και το κατάντημα του δημοσίου υπαλλήλου της εποχής εκείνης, ενώ η συναλλαγή και το μπαξίσι επίσης έδιναν κι έπαιρναν.

Αλλά όπως έγραφε για το θέμα αυτό στα 1894  ο μακαρίτης Γ. Κοφινάς, οικονομολόγος "...Και περί τίνος άλλου νομίζετε θα σκέπτωνται τα όργανα ταύτα, διαρκούσης της προσκαίρου αυτής υπαλληλικής ζωής; περί τίνος άλλου, ειμή της μελλούσης αυτών ζωής, περί της αθανασίας των;"

Έτσι είχαν τα πράματα ως τα 1909. Τότε ο άνεμος της αληθινής αλλαγής και της ανόρθωσης τούς χάρισε την μονιμότητα και έφερε την εξυγίανση στο σώμα των δημοσίων υπαλλήλων.

Από τότε πλέον ο υπάλληλος μένει στην απόμερη γωνιά της ελληνικής επαρχίας, αφοσιωμένος στη δουλειά του, ακούραστος εργάτης της προόδου. Αγαπά τον πολίτη και με την ευπρόσωπη εμφάνισή του αγωνίζεται να παρουσιάσει τον εαυτό του σαν εκπρόσωπο μιας πολιτείας συγχρονισμένης, πολιτισμένης, με χρηστή διοίκηση, παρ' όλο που στον αγώνα του αυτόν κουβαλάει το ισόβιο βάρος της φτώχειας και της ανέχειας.

Ιδιαίτερα κατά την περίοδο της κατοχής φάνηκε η πνευματική του υπεροχή και η καλλιεργημένη εθνική του συνείδηση. Χτυπημένος απ' όλες τις μεριές, πεινασμένος, δε λύγισε και μένει ακόμα με το παράπονο ότι μέχρι σήμερα οι αρμόδιοι δεν τον πρόσεξαν, δεν τον είδαν ως το πραγματικό στήριγμα της πολιτείας που είναι και που χρειάζεται μια κάποια συντήρηση για να μπορεί να κρατάει το εθνικό οικοδόμημα.

Αντί να του συμπαρασταθούν, το κράτος κάνει τα πάντα να τον πείσει ότι τον  στέλνει στην επαρχία για να τον τιμωρήσει. Και επικράτησε αυτή η ιδέα, με αποτέλεσμα την άρνηση των υπαλλήλων να υπηρετήσουν στις αποκομμένες απ' την υπόλοιπη Ελλάδα επαρχίες της Ρούμελης, με τις γλίσχρες απολαυές και την έλλειψη κάθε ψυχαγωγίας.

Ο Ζαχ. Παπαντωνίου απάνου σ' αυτό έγραφε σχετικά : "Οι υπάλληλοι που πήγαιναν να υπηρετήσουν στο Καρπενήσι εδώ και λίγα χρόνια, ήταν πρόσωπα τραγωδίας... Βημάτιζαν απελπισμένοι σε πλατεία είκοσι μέτρων μετρώντας τα κοτρώνια του χειμάρρου που την εχώριζε σε δύο. Η κοσμική τους κίνηση ήταν να τρυπώσουν στο μικροσκοπικό καφενείο της πλατείας, όπου μικροί υπάλληλοι μαζί με τους ανωτέρους, δασοφύλακες μαζί με τους δικαστικούς, με τις αδελφές των και με τις γυναίκες των, αδελφωμένοι μέσα σε καπνούς ναργιλέδων εθαύμαζαν την κοντσίνα των εγχώριων φουστανελλάδων, παρακολουθώντας ώρες ολόκληρες τη δραματική περιπέτεια του δύο σπαθί και του δέκα".

Αυτά για τα υπέρ. Όμως χωρίς νάχω πρόθεση να θίξω δύσκολα σημεία, αφού ξέρω πόσο ειλικρινής είναι η αφοσίωση του συνόλου των δημοσίων υπαλλήλων στη δουλειά τους, θάθελα να συστήσω ένα πράμα. "Για όλες τις αναποδιές της ζωής μας, το κακό κέφι και τα δίκαια παράπονα, είτε μέσα στη δουλειά μας, είτε έξω απ' αυτήν, ο μόνος που δεν είναι υπεύθυνος είναι ο πολίτης που θάρθει να διεκπεραιώσει τη δουλειά του. Έρχεται να ζητήσει το δίκηο του κι όχι δανεικά", καθώς γράφει ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου.

Δεν έχουμε βέβαια εδώ όπως στην Αμερική σχολές που διδάσκουν τον τρόπο του χαμόγελου, αν και θα ήταν απαραίτητες, γιατί χάθηκε στις μέρες μας ολότελα. Τουλάχιστον ας δεχθούμε τον πολίτη με προθυμία και ευγένεια. Έχει κι αυτός τα δικά του τόσα βάσανα!

blog "Ευρυτάνας ιχνηλάτης"