Ο Θύμιος από τα
Τοπόλιανα της Ευρυτανίας βρέθηκε το 1940 στα βουνά της Πίνδου να πολεμά τον ιταλικό φασισμό. Παλικάρι διαλεχτό, διακρίνονταν για την τόλμη και τις ριψοκίνδυνες ενέργειές του
στα πεδία των μαχών. Βλέπετε ο συμπατριώτης μας είχε και κάτι παλιούς
«ανοιχτούς λογαριασμούς» με το φασισμό εκεί στο χωριό του, απ’ τα χρόνια της
μεταξικής δικτατορίας, οπότε «επί τη ευκαιρία» έβγαζε… το άχτι του και μάλιστα
με το παραπάνω!
Σε κάποια από τις
νικηφόρες ελληνικές επελάσεις, οι κοκορόφτεροι του Μουσολίνι το έβαλαν στα πόδια σαν
τους λαγούς. Ο Θύμιος με εφ’ όπλου λόγχη πρώτος-πρώτος στην καταδίωξη! Σε
κάποια φάση εκεί που ξεμάκρυνε αντιλαμβάνεται έναν ιταλό κρυμμένο πίσω από ένα θάμνο. Αφού τον
ξετρυπώνει στο άψε σβήσε, στη συνέχεια τον οδηγεί αιχμάλωτο προς το ελληνικό
στρατόπεδο. Ο ιταλός εξαντλημένος, σέρνει με δυσκολία τα πόδια του ώσπου κάποια
στιγμή δεν αντέχει άλλο και σταματά.
- Προυχώρ’ ωρέ ζαγάρ, τον προστάζει ο Θύμιος με την ξιφολόγχη.
Εκείνος φυσάει και ξεφυσάει, οπότε ο Θύμιος
τον λυπάται:
- Καλά, κάτσι λιγάκι' εδωδά να ξαποστάεις, του λέει.
Σε λίγο ο αιχμάλωτος γυρνά προς το Θύμιο
λέγοντάς του στα ιταλικά:
- Αcqua
acqua
(νερό, νερό)!
- Άί καλά, σ' ακούω, πες’ μ’ τι
θέλ΄ς, του απαντά ο Θύμιος.
- Αcqua acqua, παρακαλεί ξανά και ξανά ο ιταλιάνος.
- Αμ’ δε τρώγεσαι ισύ, του ίδιου του βιουλί, εμπρόις σήκου, πάρ΄ τα πουδάρια σ΄, διατάζει ο Θύμιος.
- Αcqua acqua, συνεχίζει να εκλιπαρεί
απεγνωσμένα ο δύστυχος.
- Τι άκουα κι άκουα μου τσαμπουνάς ωρέ κακουμοίρ; Μι ζάλισες του κεφάλ’.
Αφού άκουες και άκουες μωρέ χαμένο φασιστολόι, τότε τι στου διάουλου έκατσις και σε μάγκωσα και δεν το ‘κοβες στα
πουδάρια να γλιτώεις;;;