Για
μία ακόμη φορά επιλέγουμε τον σπουδαίο Ευρυτάνα λογοτέχνη Στέφανο Γρανίτσα (1880-1915) για να αναδείξουμε με τρόπο ξεχωριστό τις ομορφιές της πανίδας του
τόπου μας. Έτσι από το εξαιρετικό βιβλίο τού εν λόγω συγγραφέα που φέρει τον τίτλο: «Τα άγρια και τα ήμερα
του βουνού και του λόγγου» (Βιβλιοπωλείον της Εστίας), το οποίο κοσμεί και την
προσωπική μας βιβλιοθήκη, παραθέτουμε το παρακάτω κεφάλαιο που αναφέρεται στον Κούκο που την Άνοιξη έχει την τιμητική του!
Απολαύστε το:
===========
Ο Κούκος
Ιδού ένα προνομιούχον
πλάσμα του Θεού. Κορφολογεί την άνοιξιν, το τραγούδι, τον έρωτα, δίχως να τον
βαρύνη καμιά πεζή υποχρέωσις. Ακόμη και τ’ αυγά του άλλοι τα κλώθουν, τα
ξεκλώθουν, βγάζουν τα πουλιά του, τα ταΐζουν, τα ποτίζουν.
Ποιοι να είναι οι
προλετάριοι αυτοί, οι υποχρεωμένοι να διεκπεραιώνουν και τους έρωτας του
Κούκου; Ο Ζίντ εις την θαυμασίαν του μελέτην περί του «Κοινωνικού Παρασιτισμού»
λέγει μόνον, ότι ο Κούκος πετά τα αυγά του εις τας φωλεάς των άλλων πουλιών και
αφήνει εις αυτά την φροντίδα των περαιτέρω. Οι χωρικοί λέγουν ότι τα υπηρετικά
αυτά όντα είναι οι ζάκες, κάτι μικρά σταχτιά πουλιά.
Ένα βράδυ εις την
βρύσιν του χωριού εβλέπαμε δύο ζάκες να ταΐζουν ένα μεγάλο πουλί. Φαντασθήτε
πως βλέπετε τον κ. Πώπ, π.χ. να βάζη τροφήν εις το στόμα του κ. Καλαποθάκη.
Εκεί λοιπόν στη βρύση είδα και επίστευσα τα προνόμια του Κούκου.
Η λαϊκή φαντασία, η
οποία αφορμήν θέλει διά να πλάση ατέλειωτους ιστορίας, εδημιούργησεν εις δόξαν
του Κούκου ένα ολόκληρον χάρτην προνομίων. Πρώτα πρώτα, αδύνατον να πείσετε
χωρικόν ότι δεν ταξιδεύει έφιππος. Το άλογό του είναι ένα μεγάλο άσπρο πουλί,
το οποίον δεν είναι γνωστόν με άλλο όνομα παρά ως «Κουκάλογο».
Τον Μάρτιον έρχεται εις
τα μέρη μας ολίγας ημέρας ενωρίτερον του Κούκου, και η παράδοσις θέλει ότι το
στέλλει ο αφέντης του ο Κούκος, διά να εξέταση αν ήλθεν η άνοιξις στα βουνά.
Το «Κουκάλογο» περιπλανάται ολίγας ημέρας εις τα πλάγια και έπειτα επιστρέφει
διά να μεταφέρη τον καβαλάρη του.
Ποτέ ο Κούκος δεν
κάθεται όπου κι όπου διά να τραγουδήση την άνοιξιν. Έχει ωρισμένους λόφους και
ωρισμένα δένδρα, ακόμη και ωρισμένους κλάδους κατά τους χωρικούς. Εις ένα λόφον
αντίκρυ από το σπίτι μου ήταν ένα γηραλέο πουρνάρι, εις το οποίον ήρχιζε
στερεοτύπως το λάλημα του "την ημέραν του Ευαγγελισμού. Κάποτε ο βορρηάς
έσπασε το πουρνάρι και έκτοτε ο Κούκος δεν ενεφανίσθη εις τον λόφον, μολονότι
γύρω του είναι και άλλα πουρνάρια.
Λέγουν ακόμη ότι είναι
τόσον υπερήφανος, ώστε μίαν φοράν να τον αποδοκιμάσουν εις ένα μέρος δεν
ξαναπατά πλέον. Κάποιος γεωργός μου έλεγεν, ότι δίπλα από το καλύβι του ήρχετο
χρόνια και χρόνια ένας Κούκος και τον «εχαιρέτιζε πρωί πρωί». Αλλά μίαν φοράν
τον επετροβόλησε και έκτοτε δεν ενεφανίσθη πλέον.
-Και γιατί τον
επετροβόλησες; τον ηρώτησα.
-Μου κόμπωνε τα παιδιά
μου.
Γενική πρόληψις
υπάρχει, ότι άμα ακούσης τον Κούκον πρωί πρωί νηστικός θα «κομπωθής», θα
αισθανθής δηλαδή εις τον λαιμόν σου στενοχωρίαν η οποία θεωρείται ως
«αναποδιά». Διά τον λόγον αυτόν και οι χωρικοί και οι κυνηγοί την άνοιξιν
φροντίζουν να μην ακούσουν τον Κούκον νηστικοί.
Τόσον η λαϊκή παράδοσις
θεωρεί τον Κούκον ως θεόθεν προνομιούχον, ώστε να παραδέχεται ακόμη ότι ο
Δημιουργός και ιδιαιτέραν τροφήν εδημιούργησε δι’ αυτόν. Ένα μικρόν φυτόν, το
οποίον φυτρώνει και σταφυλιάζει τον Απρίλιον, είναι γνωστόν υπό το όνομα
«Σταφύλι του Κούκου».
-Μα είδατε να τρώγη από
αυτό το σταφύλι ο Κούκος; ερωτούσα κάποτε ένα τζοπάνην.
-Ακούς! τον βλέπομε...
Σάμπως τρώει τίποτε άλλο;…
Δύσκολον πράγμα να
πείσης τον χωρικόν, ότι ο Κούκος είναι αδικαιολόγητος χασομέρης, επιβλαβής εις
την κοινωνίαν των πουλιών, όσον ο κεφαλαιούχος ο τρώγων τους τόκους δίχως να
εργάζεται. Διά την ατυχή τρυγόναν, μάλιστα. Αυτή είναι «τεμπέλα». Δεν
επιμελείται την γένναν της όπως πρέπει, αλλά στρώνει λίγα ξυλάκια, τα οποία
είναι η όλη φωλιά της.
-Μα αυτή επί τέλους, -
έλεγα εις τον φιλόσοφον μυλωνάν του χωριού, ο οποίος σχολιάζει τα κακώς κείμενα
εις το Βασίλειον των ζώων και μας παρηγορεί δι’ όλα τα ανάποδα της σημερινής
κοινωνικής συνθέσεως - μα αυτή επί τέλους κάνει μια φωλιά, κλώθει μόνη της τα
αυγά της και τραγουδάει την άνοιξι...
-Δεν σου λέγω όχι... Κι
αυτή και το αηδόνι τραγουδούν, αλλά αυτά πρέπει να δουλεύουν κιόλα…
-Κι ο Κούκος γιατί να
μη δουλεύη;
Γιατί αυτός φέρνει την Άνοιξι. Το παν είναι
ποιος θα κάμη την αρχή... Να ’ξερες πως πηδάει η καρδιά μας άμα τον ακούμε,
εμείς η τσαπατουριά... (οι εργαζόμενοι με το τσαπί).
Αλήθεια τι Ευαγγέλιον
καλωσύνης καιρού, αληθινή σάλπιγξ Θεού είναι το λάλημα του Κούκου εις τα μέρη
μας. Άνθρωποι, βόδια, άλογα, αλέτρια, χύνονται εις τον κάμπον και ξεκλειδώνουν
την Γην. Η φωνή του ταράσσει την σιωπηλήν ερημίαν εις το τέλος περίπου της
παλαιάς συγκομιδής. Είναι η επαγγελία της νέας εσοδείας των χωραφιών, ο
μακρυνός ήχος των ερχομένων από τα χειμαδιά προβάτων με τα γαλακτερά μαστάρια
και τα άφθονα μαλλιά.
Το νυχτολάλημα του
Κούκου είναι κακός οιωνός διά τους ληστάς. Άμα τον ακούσουν οι χωρικοί ερωτούν
το πρωί ποίοι λησταί εξεμπερδεύθηκαν. Η ληστρική Μούσα εις πολλά τραγούδια
εξορκίζει τους Κούκους να μη λαλήσουν την νύκτα διά να μη συμβή κανένα
δυστύχημα και σκοτωθή ο Λύγκος ή ο Τσουλής. Ειδοποιούνται επομένως και οι
ληστογράφοι ν’ αρχίσουν ένα μυθιστόρημα ως εξής:
«Την νύκτα της 20ής Μαρτίου ελάλουν συνεχώς οι
Κούκοι»…