Τρίτη 30 Οκτωβρίου 2018

Τίνος ίσι ισύ ;;;

για τους αναγνώστες του blog "Ευρυτάνας ιχνηλάτης"

Αυτό που θα σας διηγηθώ, παιδιά μου, είναι αληθινό περιστατικό που συνέβηκε πριν από πεντέξι χρόνια στα μέρη μας, σε ένα ορεινό χωριουδάκι της Ευρυτανίας, με πρωταγωνιστές έναν Κινεζάκο μικροπωλητή κι ένα δικό μας γεροντάκι. 

Βρέθηκε λοιπόν ο κινεζάκος σε ένα χωριό των Αγράφων. Φορτωμένος ένα μεγάλο σάκο με την πραμάτεια του, φακούς, μπαταρίες, μπρελόκ και πολλά άλλα μπιχλιμπίδια, τράβαγε το ανηφόρι για το παζάρι που θα γινόταν στον επάνω μαχαλά...
Στάθηκε σε μια πέτρινη βρυσούλα για να πιει κρουστάλλινο νερό και να ξαποστάσει από το δρόμο.
Εκεί ήταν κι ένας παππούλης με τη μαγκούρα του που λιάζονταν καθισμένος σε μια κοτρόνα. 
Κοίταζε και ξανακοίταζε αυτή την παράξενη κουρασμένη φατσούλα που δεν είχε ματαδεί στα μέρη του. Κάποια στιγμή γυρνάει και του λέει:

-Καλώς ήλθις πιδί μ'...
-Καλώς σε βρήκα παππού, απαντάει ο κινεζάκος... ελληνικότατα!

-Δε μ' λες, για να 'χουμι καλό ρώτημα, από πούθε κρατάει ισένα η σκούφια σ' ;
-Απ΄ το Πεκίνο είμαι.

Έμεινε για λίγο σκεφτικός ο γεροντάκος και μετά είπε:

-Αααα, απ΄ του Πικίνου! Μέσα ή όξω απ' του Πικίνου ;
-Από μέσα παππού.

-Κι τίνος ίσι ισύ ; 
-Του Τσάνγκ.
-Αααα, του Τσάνγκ! Και τι κάνει ου πατέρας σ' ;
-Καλά είναι, μια χαρά.
-Να τ' δώκ'ς χαιρετίσματα απ΄ του Μήτρου.
-΄Εγινε παππούλη, θα του τα πω όοοοταν τον δω!

Σκούπισε τον ιδρώτα του ο κινεζάκος και ξαναφορτώθηκε τα μπογαλάκια του κινώντας να φύγει...

Ο γέροντας σηκώθηκε αργά-αργά και του λέει:

-Κάτσε παιδάκι μ', μη βιάζισαι, έχ'ς ώρα για του παζάρ'. Έλα πρώτα απ' του σπίτ' να φάμι και να με πεις τα νέα σ' απ΄ τουν τόπου σ' και απ' του γονιό σ'!  Έχου κι ιγώ παιδί στα ξένα! Άϊ κόπιασε, η κυρά μ' έφκιασε φασούλες σίμερις και δεν μ' πάει καρδιά να αφήκω ξένουν άνθρουπου στου δρόμου, νηστ'κό κι κουρασμένου. 

Και πράγματι ο κινεζάκος πήγε μουσαφίρης στο μπάρμπα. Τώρα τι είπανε και τι δεν είπανε, για το Πεκίνο και για τον Τσάνγκ, δεν ξέρω να σας πω γιατί δεν άκουσα, αλλά το σίγουρο είναι ότι στην Ευρυτανία και ειδικά στα φιλόξενα χωριουδάκια της με τους αγνούς ανθρώπους ποτέ δεν θα πεινάσει κανείς, ούτε θα μείνει στο δρόμο αν παραστεί ανάγκη. 

Καλό χινόπωρο παιδιά μου. 



Πέμπτη 25 Οκτωβρίου 2018

Ο αθίγγανος δεξιοτέχνης της Ευρυτανίας γέρο-Θεμιστοκλής και οι τοπικοί οργανοπαίχτες


Ιχνηλατήσαμε το παρακάτω κείμενο-ηθογραφία, από ένα υπέροχο όσο και δυσεύρετο βιβλίο που κοσμεί την προσωπική μας βιβλιοθήκη. Πρόκειται γι' αυτό του αείμνηστου Ευρυτάνα συγγραφέα Δημοσθένη Γ. Γούλα με τίτλο: "Οι χωριανοί μου" (εκδ. Στέφανος Δ. Βασιλόπουλος, Αθήνα 1978 - ανατύπωση της πρώτης έκδοσης του 1953 - βλ. εδώ και εδώ). Το εν λόγω γραπτό του αναφέρεται στους παλιούς δεξιοτέχνες τσιγγάνους οργανοπαίχτες της Ευρυτανίας με εξέχουσα μορφή αυτή του γερο-Θεμιστοκλή! Διατηρήθηκε η ορθογραφία του πρωτοτύπου. 

Απολαύστε το:

==============

Εκεί που κρέμαγε ο βλάχος το τυρί κρεμάει ο γύφτος το βιολί. Του ρουμελιώτη τσοπάνη ή του γεωργού το λαϊκό τραγούδι, που το αισθάνονται σύντροφο της ευτυχίας τους, μα και της δυστυχίας τους. Γι' αυτό έπρεπε να βρει τον ερμηνευτή του, παραπέρα απ΄ τη φλογέρα του βοσκού. Και τον βρήκε στον οργανοπαίχτη ή βιολιτζή. 

Παλιότερα στη Ρούμελη ασκούσαν αυτό το επάγγελμα αποκλειστικά οι ατσίγγανοι. Έχοντας για ορμητήρια το Καρπενήσι και την Ποδολοβίτσα του Ξηρόμερου, που ήταν μόνιμα εγκατεστημένοι, σκορπούσαν στις πόλεις και στα χωριά της Ρούμελης, στα γλέντια και στα πανηγύρια, κι έδιναν τον χαρούμενο τόνο στις γιορτάσιμες, τις χρονιάρες μέρες. 

Εκτός απ' τα λαϊκά τους όργανα, οι γύφτοι έχουν κύριο επάγγελμά τους τη σιδερική, που την κληρονόμησαν απ΄ τον πατέρα τους. Τα προϊόντα της τέχνης τους κύπρια, κουδούνια, τσαπιά, αλυσσίδες, μύλοι κι άλλα σιδερικά, είναι απαραίτητα στους χωρικούς μας και κάνουν χρυσές δουλειές στα χωριά και στα πανηγύρια που γυρνάνε. Τα άλλα επαγγέλματα, τ' αποφεύγουν, γιατί έχουν βαρειά δουλειά, κι ο γύφτος, πιστός στη μοίρα του, καθόλου δεν τ' αγαπάει.

Τα πρώτα όργανα των γύφτων ήταν η καραμούζα, τα νταούλια και το νάι, και στις μέρες μας το κλαρίνο, το βιολί και το λαούτο.

Η τσιγγάνικη ψυχή τους, που εύκολα συγκλονίζεται απ' τα ερωτικά πάθη, ένοιωσε βαθειά το λαϊκό τραγούδι της Ρούμελης και το ερμήνεψε με τους ήχους του βιολιού, της φλογέρας και της καραμούζας.

Οι γύφτοι οργανοπαίχτες της Ευρυτανίας είχαν παλιότερα τον πατριάρχη τους : Το γέρο Θεμιστοκλή. Ένα γέρο με κάλτσες και φουστανέλλα. Έπαιζε θαυμάσια φλογέρα και καραμούζα. Ήταν περιζήτητος στα πανηγύρια και στα γλέντια. Ο ερχομός του σε πανηγύρι ή σε γάμο, ήταν σίγουρο προμήνυμα πως θα γινότανε γλέντι τρικούβερτο. Η καλύτερη τάξη της Ευρυτανίας τού είχε μια ξεχωριστή εκτίμηση γιατί ήταν τίμιος και "είχε λόγο", καθώς λέμε. 

Το πόσο φημισμένος ήταν ο Θεμιστοκλής για το καλό του παίξιμο, μας το λέει το ανέκδοτο του Στέφανου Γρανίτσα, ο οποίος για να κατακρίνει τους επαρχιώτες που μεγαλοπιάστηκαν στην Αθήνα και ξέχασαν τη μικρή τους πατρίδα, έλεγε σε φίλους του : "Φέρτε μου το Θεμιστοκλή απ΄το Καρπενήσι, να τον βάλω να παίζει με την καραμούζα του, και θα δήτε όλους αυτούς, που κάθονται στου Ζαχαράτου και στου Γιαννάκη, να σηκώνονται και να χορεύουν στο κουτσό". 

Στα μεγάλα πανηγύρια της Ρούμελης - αρχίζουν απ' την άνοιξη και τελειώνουν τ άι Δημητριού- που γίνονται πολλοί χοροί, οι οργανοπαίχτες μοιράζονται σε ζυγιές. Δηλαδή τρία ως τέσσερα όργανα ταιριασμένα αποτελούν την ορχήστρα κάθε χωριού και δίνουν το χαρούμενο γιορτινό τόνο. 

Όταν παίζουν, στέκονται στη μέση του κύκλου των χορευτών με μέτωπο πάντα προς τον πρώτο του χορού. Εδώ όταν προσέξει κανείς, ξεχωρίζει τα επαγγελματικά τους κόλπα, πως διαφέρει το παίξιμό τους από χορευτή σε χορευτή. Για να παίξει καλά ο γύφτος, δύο πράγματα πρέπει να συμβαίνουν : ή νάναι εξαιρετικός ο χορευτής ή να ξέρει πως το συγγενολόι και οι φίλοι του χορευτή θα γεμίσουν το κούτελό του με πολλά λεφτά, πως θα θα κρέμονται μπροστά στα φρύδια πιασμένα απ' τη σκούφια. Τότε ακούς το βιολί να βγάζει τις πιο φίνες μολπές, το κλαρίνο να λαφιάζεται και το ντέφι να παιζοτρέμει με ρυθμό και με κέφι στου γύφτου τα δάχτυλα.

Ν' αρνηθεί όμως κανένας πως δεν έχουν και τις καλλιτεχνικές τους εξάρσεις θα ήταν αδικία. 

Ολοζώντανη πάντα θα μου μένει η εικόνα, με μια φτωχούλα αλλά εξαιρετικά όμορφη χωριατοπούλα, που χόρευε σ' ένα πανηγύρι πρώτη : κανένας γι' αυτή δεν ασήμωσε το κούτελο του γύφτου. 

Μα τι ήταν όμως εκείνο που έγινε; Μισή ώρα βάσταξε ο χορός της. Αγέρινη εκείνη έσερνε αλαφροπατώντας το χορό κι ανέμιζε με χάρη το μαντήλι στο χέρι. Ο γύφτος πέταγε το βιολί και τόπιανε στον αέρα, ο κλαριντζής, με το κεφάλι γυρτό πίσω, ύψωνε το κλαρίνο προς τον ουρανό, σκορπώντας όμορφες και παθιασμένες νότες στον αιθέρα. Χόρευε εκείνη κι ο χορός δεν τέλειωνε. Ο γύφτος, ο τόσο τσιγγούνης στο χρόνο του πανηγυριού, δεν υπελόγιζε για χάρη της τη μέρα που σώνονταν, ούτε το κέρδος που του 'φευγε.

Ο γύφτος, για τους χορευτές, θυμάται τι τραγούδι χορεύει ο καθένας. Είναι αυτό επαγγελματικό του τάκτ, γιατί κολακεύει τον εγωισμό του χορευτή απέναντι στους άλλους. 

Το όργανο όμως που ήταν το σύμβολο και η ψυχή της Ρούμελης, που εναρμόνιζε τους ασημένιους ήχους του με το ειδυλλιακό τοπίο της και το βουκολικό τραγούδι, η φλογέρα, δεν παίζεται πια σήμερα. Έσβυσε ο ήχος της μαζί με την τελευταία πνοή ενός απ' τους καλύτερους εκτελεστές στη χώρα μας, του Θωμά Κασαλού. Όσοι έτυχε ν' ακούσουν απ' τα επιδέξια δάχτυλα την αρμονική και τέλεια εναλλαγή των ήχων στο μοιρολόι της Γκόλφως θα δικαιώσουν την κάπως τολμηρή αυτή κρίση. Το θάνατό του τραγούδησε όπως έπρεπε το "Βελούχι", εφημερίδα της εποχής, που έβγαινε στο Καρπενήσι. 

Οι οργανοπαίχτες, στη σημερινή εποχή, δεν έχουν τις δουλειές που είχαν πριν από χρόνια. Το γραμμόφωνο τούς έκανε τη μεγαλύτερη ζημιά. Το ραδιόφωνο έγινε αργότερα ακόμη μεγαλύτερος εχθρός τους. Γι' αυτό και οι γύφτοι λιγόστεψαν. Το πλήγμα τόνιωσαν βαρύ οι επαγγελματίες οργανοπαίχτες. Στο Καρπενήσι έμειναν δυο ζυγιές μονάχα.

Ο μακαρίτης Γ. Καφαντάρης, διηγόταν ότι σ' ένα ταξίδι του στο Καρπενήσι παρουσιάστηκε επιτροπή οργανοπαιχτών γύφτων και τον παρακάλεσε να φροντίσει να πάρουν αποζημίωση απ' το Κράτος, όπως έγινε με τους καροτσέρηδες και τ' άλλα επαγγέλματα που τ' αχρήστεψε η μηχανή κι οι άλλες εφευρέσεις. Ίσως και να μην είχαν άδικο!

Έμφυτη όμως όπως είναι στους ρουμελιώτες, η διάθεση για γλέντι, δημιούργησε ντόπιους οργανοπαίχτες. Νέοι μερακλήδες, που έμαθαν το κλαρίνο και περισσότερο το βιολί, ομορφαίνουν με το παίξιμό τους τα πανηγύρια και τις διασκεδάσεις. Σιγά-σιγά κι αυτών η φήμη έφτασε στα γύρω χωριά κι ακούς όσους γυρίζουν απ' τα γλέντια να λένε "είχαμε στο πανηγύρι τα βιολιά του Πέγγα, του Λιάπη, του Παπαντώνη κ.λ.π.

Παλιότερα δεν είχε και τόση υπόληψη ο κόσμος στο επάγγελμα του οργανοπαίχτη παραόξω απ' το χορό τους. Έχω κι ο ίδιος πικρή πείρα από ένα γερό ξύλο που έφαγα μικρός απ' το μακαρίτη πατέρα μου, όταν μια χρονιά τις απόκριες, σ' ένα μαγαζί γιομάτο κόσμο, πήρα το ντέφι απ' τους βιολιτζήδες κι άρχισα να παίζω για να χορεύουν οι μασκαράδες. Το βράδυ στο σπίτι έκαμα μαύρες απόκριες. Ο λατρευτός μου πατέρας φοβήθηκε πως τον πρόσβαλα.

Σήμερα όμως άλλαξαν τα πράματα, πόσοι απ' τους αναγνώστες μου, και εγώ ο ίδιος, δε θα θεωρούσαμε εξαιρετική κατάκτηση στη ζωή να ξέρουμε ένα όργανο;


Κυριακή 21 Οκτωβρίου 2018

Ας κοπιάσνε...!


Σουλατσάρουν ήδη και θα σουλατσάρουν και μελλοντικά, εν όψει βέβαια και της άγρας ψήφου, οι αιώνιοι καθεστωτικοί πολιτικάντηδες. Θα φορέσουν ξανά την προβιά του σωτήρα, που τάχα μου-τάχα μου νοιάζεται και αγωνιά για τις τύχες του λαουτζίκου, και θα καμώνονται τους φιλεύσπλαχνους γηγενείς συμπατριώτες διαλαλώντας σε κάθε περαντζάδα τους πως... "και μας οι παππούδες μας ήταν αγρότες και κτηνοτρόφοι"! Ποιοί;;; αυτοί οι ψαλιδόκολοι κρυόπλαστοι "εθνοπατέρες"- πολιτικοί διεκπεραιωτές ενός άθλιου κοινωνικού συστήματος αδικίας και εκμετάλλευσης που καταδυναστεύει τον κόσμο και που οι "κύριοι" αυτοί υπηρετούν πιστά όντας γρανάζι της καθεστωτικής ανθρωποκτόνας μηχανής που αλέθει συνεχώς όνειρα, ελπίδες και προσδοκίες των ανθρώπων του μόχθου και της βιοπάλης. Θα τάξουν και πάλι "φύκια για μεταξωτές κορδέλες" εκείνοι που ψήφισαν φρικώδη μνημόνια και απάνθρωπα μέτρα περικοπών συντάξεων, μισθών και κοινωνικών δαπανών, αφήνοντας το φτωχό χωρικό στη μοίρα του δίχως μέλλον, τα παιδιά του δίχως σχολειά και δουλειές, τους γέροντες δίχως γιατρούς και τα χωριά της ορεινής ξεχασμένης Ελλάδας μία μαραζωμένη νεκρή ζώνη...   

Θα περάσουν -δεν θα περάσουν ντε;- κι απ' τα... κονάκια μας;;;

Nα τους... υποδεχτούμε καταλλήλως τους "σωτήρες μας"! Αλλά πως; 
Να μια ιδέα:

Πρώτα να τ'ς φιλέψουμε λιγάκ' ψωμουτύρ' για του καλωσόρσμα καθότ' ιμείς οι βουνίσ' δεν αφήνουμι τον κουσμάκη πεινασμένου σαν και του λόγου τ'ς. 
Αλλά μιτά του χλαπάκιασμα, κατευθείαν στρώσιμο στη δλειά! Ένα καλό δεμάτ' άχυρα στην πλάτ' κι βουρ στουν ανήφορου για τ' στάνη! Να ιδούν από πρώτου χέρ' τι πάει να πει φόρτωμα γαϊδουρνό, αφού καμώνουνται πως ξέρνε από χωριατιά! Κι ύστερις, να σκάψνε του μποστάνι, να μαζέψνε τα ζωντανά απ' τ'ς ρεματιές, να τα σταλίσνε, να τ΄αρμέξνε, να μάσνε του γάλα, να φκιάσνε τυρί κι μετά με του τσεκούρ' παραμάσχαλα να παν' πέεεερα να κόψνε ξύλα και να τα κβαλήσνε ζαλίγκα για τ' φωτιά! Κι μετά στ'ν ουρά για του νυχτερινό συσσίτιου: ξυνόγαλου κι τραχανά κι ουόχι χαβιάρ' που 'ξεραν! Θα τ'ς φιλοξενήσουμι κιόλα ικεί στου κουνάκι, και θα τ'ς στρώσουμι τραγότσολο καταϊς αντίς για πάπλωμα ιταλιάνικο! Να σιάξνε λιγάκ' π' καλόμαθαν τόσουν καιρό! 
Κι άμα καλοκοιτάξνε του καλύβ' για χαράτσωμα, έχουμι παραδίπλα για καλό κι για κακό και τη σαρακατσανέϊκ' τ' γκλίτσα!

Μωρέ θα καλοπεράσνε, ας κοπιάσνε...!




Τρίτη 16 Οκτωβρίου 2018

Εις τους αιώνας των αιώνων..."ΑΓΡΑΦΑ"!

 Εικόνα: μια παραμυθένια ματιά στα αιώνια Άγραφα! (από το blog "Ευρυτάνας ιχνηλάτης")

Ονομάστηκαν "ΑΓΡΑΦΑ" γιατί οι διαχρονικοί αφεντάδες/κατακτητές δεν κατάφεραν ποτέ να τα "εγγράψουν" στα κιτάπια της ενσωμάτωσης και της υποταγής...

Κι έτσι θα παραμείνουν, για πάντα ΑΓΡΑΦΑ, κόντρα στις επιβουλές και των όποιων επίδοξων σύγχρονων κατακτητών, γιατί:

-Η ιστορία δεν ευτελίζεται!

-Η ελευθερία δεν εξαργυρώνεται!

-Η ομορφιά δεν αντισταθμίζεται!

-Σε πείσμα των καιρών, πάντα θα υπάρχουν εκείνοι οι περήφανοι ταπεινοί που θα επιλέγουν "να φυλάνε καλύβια και πεζούλες"!

-Κι αν κάποτε χρειαστεί να ξεσηκωθούν και πάλι -έστω και με "ακόντια" απέναντι σε "πυρηνικά"!- ΘΑ ΝΙΚΗΣΟΥΝ γιατί το δίκιο είναι σύμμαχος και η αλήθεια προστάτης!

Κυριακή 14 Οκτωβρίου 2018

Φόρος παραδείσου!

Δειλινό στα "Τσαγκαράλωνα" με θέα στη λίμνη των Κρεμαστών 

Αν
 θα έπρεπε να επιβληθεί ένας φόρος στην Ευρυτανία 
αυτός ας ήταν ο... «φόρος παραδείσου»!


Τετάρτη 10 Οκτωβρίου 2018

Οι πρώτες "νεκρές ζώνες" στ' Άγραφα εν έτει 1947...


Πως ξεριζώθηκαν οι αγρότες των ορεινών χωριών 
από το αμερικανόδουλο κράτος! 

"...Στην άνιση μάχη που διεξήγαγε ο ΔΣΕ για τη λευτεριά, τη δημοκρατία και ανεξαρτησία, είχε την ολόπλευρη υποστήριξη του λαού. Αυτούς τους δεσμούς ΔΣΕ και λαού τούς διαπίστωναν παντού οι ιθύνοντες του μοναρχοφασισμού και οι Αμερικανοί προϊστάμενοί τους, γι' αυτό και επίδιωξή τους ήταν να απομονώσουν το ΔΣΕ από το λαό.

Κι αφού ως τότε η τρομοκρατία, οι συλλήψεις, τα στρατοδικεία, οι εκτελέσεις και η συκοφαντική εκστρατεία δεν έφεραν το αποτέλεσμα που περίμεναν, οι σκοτεινοί εγκέφαλοι επινόησαν ένα πρωτοφανές στην ιστορία σχέδιο, τη δημιουργία "νεκρών ζωνών" σε μεγάλη έκταση, με την εκκένωση εκατοντάδων χωριών, το ξερίζωμα των αγροτών απ΄τις εστίες τους και το αναγκαστικό τους μάντρωμα στις πόλεις ή στα κεφαλοχώρια του κάμπου. 

Το αμερικανόπνευστο σχέδιο δημιουργίας "νεκρών ζωνών" άρχισε να εφαρμόζεται από τα μέσα του Μάη 1947, πριν ακόμα ο κυβερνητικός στρατός περάσει στην τελευταία φάση των εαρινών επιχειρήσεων, με βασικό στόχο το χώρο της Κεντρικής Πίνδου. Ήταν μια εκστρατεία ξεσπιτωμού δεκάδων και κατόπι εκατοντάδων χιλιάδων αγροτών. Αργότερα, με την προσωπική επιμονή και αξίωση του τοποτηρητή των ΗΠΑ στην Ελλάδα Βαν Φλήτ, το ξερίζωμα των αγροτών απ' τις ορεινές περιοχές της χώρας πήρε μεγαλύτερες διαστάσεις, με αποτέλεσμα ο αριθμός των ξεσπιτωμένων να ξεπεράσει τις 700.000. Οι δύστυχοι κάτοικοι των χωριών που συμπεριλήφθηκαν στο σχέδιο "νεκρή ζώνη" υποχρεώθηκαν να τα εγκαταλείψουν μέσα σε λίγες ώρες. Επρόκειτο για επιχειρήσεις αστραπή, που ξεπέρασαν κάθε προηγούμενο. 

Μεγάλα τμήματα του κυβερνητικού στρατού, παρακρατικές μοναρχοφασιστικές συμμορίες και άλλες δυνάμεις κύκλωναν αιφνιδιαστικά και ασφυκτικά την καθορισμένη περιοχή, τα υποψήφια για εκκένωση χωριά. Ειδικά αποσπάσματα συγκέντρωναν τον κόσμο στο κέντρο κάθε χωριού και του έδιναν τη ρητή εντολή μέσα σε λίγες ώρες να πάρει όσα απ΄τα υπάρχοντά του μπορεί να κουβαλήσει και με την οικογένειά του να εγκαταλείψει το σπίτι του, την περιουσία του, τα χωράφια του.

Ακολουθούσαν απερίγραπτες σκηνές φρίκης. Κοπέλλες και γυναίκες αλλόφρονες έτρεχαν δεξιά κι αριστερά να συγκεντρώσουν τ' απαραίτητα πράγματα του νοικοκυριού, τις προίκες τους που έφκιαξαν με μύριους κόπους και στερήσεις, τα ζωντανά που έβοσκαν σκόρπια γύρω απ΄το χωριό, το βιός, τα εργαλεία... τι να πρωτοπάρουν;

Τα χωριά εκείνες τις μέρες μοιάζαν με ναυάγια. Ο καθένας έτρεχε απελπισμένος σε διάφορες κατευθύνσεις, στ' απόκρυφα μέρη για να κρύψει, να θάψει ό,τι δεν μπορεί να πάρει μαζί του, χωρίς να είναι βέβαιος πως θα το γλυτώσει, θα το ξαναδεί στα χέρια του. Κι αλίμονο σ' όποιον δεν ήταν έτοιμος για εκκίνηση στην καθορισμένη ώρα ! Κινδύνευε να του προσάψουν την κατηγορία ότι σκόπιμα καθυστερεί, για να παραμείνει στο χωριό και να ενισχύσει τους αντάρτες...

Κι έβλεπε κανείς μακρόσυρτες φάλαγγες από ανθρώπους κάθε ηλικίας - γέροι, γριές, μωρομάνες με παιδιά στην αγκαλιά, τσούρμο μικρά παιδιά, οι πιο πολλοί μ' ένα μπογαλάκι στο χέρι, άλλοι να σέρνουν τα κατοικίδια ζώα τους - με θρήνους και οδυρμούς να εγκαταλείπουν τα σπίτια τους, παίρνοντας το δρόμο για την πόλη, συνοδευόμενοι από ισχυρά στρατιωτικά αποσπάσματα, που έκαναν το παν να μην ξεφύγει κανένας απ΄τη φάλαγγα και επιστρέψει στο χωριό.

Όλος ο κόσμος στοιβαζόταν σε αντίσκηνα και πρόχειρες παράγκες, με κίνδυνο να προσβληθεί από διάφορες επιδημίες.

Κι ενώ οι φάλαγγες των ξεριζωμένων αγροτών εγκατέλειπαν τόσο βιαστικά τα χωριά, οι μοναρχοφασιστικές συμμορίες, που καραδοκούσαν, ρίχνονταν απερίσπαστες στο πλιάτσικο, θησαυρίζοντας από το βιός των ξεσπιτωμένων. 

Μέσα σε λίγες μέρες, ολόκληρα χωριά, εκεί που πριν λίγο ήταν γεμάτα ζωή και αντιβούϊζαν από το ξεφάντωμα και τα ξένοιαστα παιχνίδια των παιδιών, τα βελάσματα και τα κουδουνίσματα των κοπαδιών, που έσφυζαν απ' τη ζωή και τις φροντίδες των ξωμάχων, μεταβλήθηκαν ξαφνικά σε ερημότοπους-νεκροταφεία. Η ερημιά των χωριών ήταν τέτια, ώστε και αυτά τα λίγα σκυλιά και γάτες που απέμειναν εκεί, μόλις αντίκρυζαν άνθρωπο, ούρλιαζαν φοβισμένα. Ήταν ένα ξερίζωμα χωρίς προηγούμενο και που άφησε βαθιά τα ίχνη της κατάθλιψης σ' ολόκληρη την Ελλάδα.

Στον ορεινό όγκο των Αγράφων, η εφαρμογή του σχεδίου αυτού άρχισε πρώτα στα χωριά γύρω απ' το οροπέδιο της Νευρούπολης. Έτσι στα γρήγορα, εκκενώθηκαν τα χωριά Νεοχώρι, Καστανιά, Μπελοκομύτι, Καρύτσα, Μπεζούλα, Μεσενικόλας, Βουνέσι, Καταφύγι, Ραχούλα, Μαστρογιάννη κ.ά.. Ο πληθυσμός τους μεταφέρθηκε στην Καρδίτσα και στο Παλιόκαστρο. Οι ξεσπιτωμένοι στοιβάχτηκαν σαρδελληδόν - γεροί και άρρωστοι σε μικρές παράγκες και σε διάφορα ανθυγιεινά οικήματα. Από νοικοκυραίοι που ήταν, απ΄τη μια μέρα στην άλλη, βρέθηκαν πολλές χιλιάδες άνθρωποι σε πλήρη εξαθλίωση, φυτοζωώντας με τα λίγα τρόφιμα που τους έδινε το επίσημο κράτος απ' τα αμερικάνικα εφόδια.

Οι στρατιωτικές αρχές του αντιπάλου είχαν πάρει δρακόντεια μέτρα και δεν επέτρεπαν στους ξεσπιτωμένους να πάνε στα χωράφια και στ' αμπέλια τους να τα καλλιεργήσουν ή να μαζέψουν τη σοδειά. Όποιος τολμούσε να εγκαταλείψει την παράγκα για να πάει στο βιός του συλλαμβάνονταν, παραπέμπονταν στο στρατοδικείο, με την κατηγορία του "ανταρτοτρόφου". Έτσι, οι άνθρωποι που όλη τους τη ζωή ήταν δεμένοι με τη γη, με τις φροντίδες της, έμειναν τώρα ανήμποροι αγναντεύοντας τους πλούσιους καρπούς του μόχθου τους, που ήταν ατρύγητοι, εγκατελειμμένοι, καταδικασμένοι στην καταστροφή...

Με τον τρόπο αυτό που συνοπτικά σημείωσα παραπάνω, μέσα σε λίγες μέρες, στα τέλη Μάη-αρχές Ιούνη 1947, είχε πια δημιουργηθεί μιά απ΄ τις πρώτες "νεκρές ζώνες" στ' Άγραφα κι αργότερα πολλές ακόμα. "

(Απόσπασμα από το βιβλίο του Τάκη Ψημμένου με τίτλο: "Αντάρτες στ' Άγραφα (1946-1950), αναμνήσεις ενός αντάρτη", εκδ. Σύγχρονη Εποχή). 

Υποσημείωση από τον "Ευρυτάνα ιχνηλάτη" : Επιπρόσθετα μπορείτε να δείτε και εδώ! μία ακόμη συγκλονιστική προσωπική μαρτυρία από την Ευρυτάνισσα κ. Ε.Σ-Τ

Κυριακή 7 Οκτωβρίου 2018

Ένα φθινοπωρινό απόγευμα!

Μια άποψη από το όμορφο Καλεσμένο της Ευρυτανίας

"Φθινόπωρο! Μια γλυκειά όλο θαλπωρή μέρα! Λίγα σύννεφα στις κυματόραχες γύρω! Είχε διαβή ο ήλιος και κατηφόριζε όλο νωχέλια, για το τέλος του σημερινού του ταξιδιού. Πράσινα όλα γύρω. Μια νέα απόχρωση του πράσινου, χωρίς μεγάλη ζωηρότητα. Απόβρεχο. Έτσι λίγες γρήγορες στάλες βροχής από κάποιο περαστικό σύννεφο. Μύριζε καψαλίλας.

Το νερό κατρακυλούσε στο στενό αυλάκι, όλο μουρμούρα και βιασύνη. Χωρίς χασομέρια έμπαινε στη δούλεψη. Έπαιζαν τα φύλλα πάνω στις κληματόβεργες. Άφηναν ακάλυπτα, τσιτσιδωτά τα μαύρα τσαμπιά των σταφυλιών.

Ένα σπίτι απέναντι πρόβαλε. Να έτσι υπερήφανο μέσα απ' τα δέντρα. Καινούργιο. Μαβί όλο πάστρα. Δίπλα του πεζούλια μεγάλα. Ξερολιθιές. Έκοβαν το σπάθισμα της πλαγιάς στον κατήφορο. Μικρά κηπάκια. Όλο πράσινο. Μπερδεμένα, χωμένα κάτω από θεόρατες καστανιές.

Μια ρεματιά γέρνει στον κατήφορο γεμάτη δένδρα. Όλα γύρω κλεισμένα μέσα σ' ένα κόσμο δένδρων και φυλλωσιάς. Θάπρεπε μεγάλες προσπάθειες να καταβάλης, για να δης σπίτι. Όλα σε καλούσαν.

Επανάσταση στην ψυχή και το νού. Τόσο μαζεμένο πράσινο! Απέναντι πλαγιές που δεν χωρούσαν άλλα έλατα. Καλοβαλμένα. Έτρεχαν στ' απότομα τσακίσματα των λόφων και γέμιζαν τα πάντα..." 


(Επιλογή από το προσωπικό μας αρχείο: ένα παλιό βιβλιαράκι, μισού και πλέον αιώνα, με συγγραφέα το δάσκαλο Παναγιώτη Γ. Παππά και τίτλο: "Το Καλεσμένο Ευρυτανίας. Η φύση - οι άνθρωποι - η προσπάθεια", χαρτοτυπογραφικαί βιβλιοδετικαί εργασίαι, Αγρίνιο 1965)


Τρίτη 2 Οκτωβρίου 2018

Σιωπηλά και με παράπονο...


Στη σιγαλιά του σούρουπου, την ώρα που ο ήλιος ρίχνει το στερνό του φως, τούτη η εικόνα φαντάζει ακόμη πιο μοναχική.  
Έφυγαν οι άνθρωποι, μίσεψαν οι δουλευτάδες και μήτε οι σκιές δεν περπατάνε πια εδώ. Μονάχα το τραγούδι του νερού απ' το διπλανό ρυάκι και τ' αερικά του βουνού που μπαινοβγαίνουν απ' τα μισάνοιχτα παράθυρα, συντροφεύουν τη μοναξιά του.  
Πέρασαν τα χρόνια και η ελπίδα της επιστροφής ξεθώριασε... 
Σκόρπισαν κι οι μνήμες και τα σημεία αναφοράς πιότερο πονάνε παρά προσκαλούν...
Αντίο πέτρινε φίλε, ας είναι επιεικείς μαζί σου οι έσχατοι καιροί...