Ιχνηλατήσαμε το παρακάτω κείμενο-ηθογραφία, από ένα υπέροχο όσο και δυσεύρετο βιβλίο που κοσμεί την προσωπική μας βιβλιοθήκη. Πρόκειται γι' αυτό του αείμνηστου Ευρυτάνα συγγραφέα Δημοσθένη Γ. Γούλα με τίτλο: "Οι χωριανοί μου" (εκδ. Στέφανος Δ. Βασιλόπουλος, Αθήνα 1978 - ανατύπωση της πρώτης έκδοσης του 1953 - βλ. εδώ και εδώ). Το εν λόγω γραπτό του αναφέρεται στους παλιούς δεξιοτέχνες τσιγγάνους οργανοπαίχτες της Ευρυτανίας με εξέχουσα μορφή αυτή του γερο-Θεμιστοκλή! Διατηρήθηκε η ορθογραφία του πρωτοτύπου.
Απολαύστε το:
==============
Εκεί που κρέμαγε ο βλάχος το τυρί κρεμάει ο γύφτος το βιολί. Του ρουμελιώτη τσοπάνη ή του γεωργού το λαϊκό τραγούδι, που το αισθάνονται σύντροφο της ευτυχίας τους, μα και της δυστυχίας τους. Γι' αυτό έπρεπε να βρει τον ερμηνευτή του, παραπέρα απ΄ τη φλογέρα του βοσκού. Και τον βρήκε στον οργανοπαίχτη ή βιολιτζή.
Παλιότερα στη Ρούμελη ασκούσαν αυτό το επάγγελμα αποκλειστικά οι ατσίγγανοι. Έχοντας για ορμητήρια το Καρπενήσι και την Ποδολοβίτσα του Ξηρόμερου, που ήταν μόνιμα εγκατεστημένοι, σκορπούσαν στις πόλεις και στα χωριά της Ρούμελης, στα γλέντια και στα πανηγύρια, κι έδιναν τον χαρούμενο τόνο στις γιορτάσιμες, τις χρονιάρες μέρες.
Εκτός απ' τα λαϊκά τους όργανα, οι γύφτοι έχουν κύριο επάγγελμά τους τη σιδερική, που την κληρονόμησαν απ΄ τον πατέρα τους. Τα προϊόντα της τέχνης τους κύπρια, κουδούνια, τσαπιά, αλυσσίδες, μύλοι κι άλλα σιδερικά, είναι απαραίτητα στους χωρικούς μας και κάνουν χρυσές δουλειές στα χωριά και στα πανηγύρια που γυρνάνε. Τα άλλα επαγγέλματα, τ' αποφεύγουν, γιατί έχουν βαρειά δουλειά, κι ο γύφτος, πιστός στη μοίρα του, καθόλου δεν τ' αγαπάει.
Τα πρώτα όργανα των γύφτων ήταν η καραμούζα, τα νταούλια και το νάι, και στις μέρες μας το κλαρίνο, το βιολί και το λαούτο.
Η τσιγγάνικη ψυχή τους, που εύκολα συγκλονίζεται απ' τα ερωτικά πάθη, ένοιωσε βαθειά το λαϊκό τραγούδι της Ρούμελης και το ερμήνεψε με τους ήχους του βιολιού, της φλογέρας και της καραμούζας.
Οι γύφτοι οργανοπαίχτες της Ευρυτανίας είχαν παλιότερα τον πατριάρχη τους : Το γέρο Θεμιστοκλή. Ένα γέρο με κάλτσες και φουστανέλλα. Έπαιζε θαυμάσια φλογέρα και καραμούζα. Ήταν περιζήτητος στα πανηγύρια και στα γλέντια. Ο ερχομός του σε πανηγύρι ή σε γάμο, ήταν σίγουρο προμήνυμα πως θα γινότανε γλέντι τρικούβερτο. Η καλύτερη τάξη της Ευρυτανίας τού είχε μια ξεχωριστή εκτίμηση γιατί ήταν τίμιος και "είχε λόγο", καθώς λέμε.
Το πόσο φημισμένος ήταν ο Θεμιστοκλής για το καλό του παίξιμο, μας το λέει το ανέκδοτο του Στέφανου Γρανίτσα, ο οποίος για να κατακρίνει τους επαρχιώτες που μεγαλοπιάστηκαν στην Αθήνα και ξέχασαν τη μικρή τους πατρίδα, έλεγε σε φίλους του : "Φέρτε μου το Θεμιστοκλή απ΄το Καρπενήσι, να τον βάλω να παίζει με την καραμούζα του, και θα δήτε όλους αυτούς, που κάθονται στου Ζαχαράτου και στου Γιαννάκη, να σηκώνονται και να χορεύουν στο κουτσό".
Στα μεγάλα πανηγύρια της Ρούμελης - αρχίζουν απ' την άνοιξη και τελειώνουν τ άι Δημητριού- που γίνονται πολλοί χοροί, οι οργανοπαίχτες μοιράζονται σε ζυγιές. Δηλαδή τρία ως τέσσερα όργανα ταιριασμένα αποτελούν την ορχήστρα κάθε χωριού και δίνουν το χαρούμενο γιορτινό τόνο.
Όταν παίζουν, στέκονται στη μέση του κύκλου των χορευτών με μέτωπο πάντα προς τον πρώτο του χορού. Εδώ όταν προσέξει κανείς, ξεχωρίζει τα επαγγελματικά τους κόλπα, πως διαφέρει το παίξιμό τους από χορευτή σε χορευτή. Για να παίξει καλά ο γύφτος, δύο πράγματα πρέπει να συμβαίνουν : ή νάναι εξαιρετικός ο χορευτής ή να ξέρει πως το συγγενολόι και οι φίλοι του χορευτή θα γεμίσουν το κούτελό του με πολλά λεφτά, πως θα θα κρέμονται μπροστά στα φρύδια πιασμένα απ' τη σκούφια. Τότε ακούς το βιολί να βγάζει τις πιο φίνες μολπές, το κλαρίνο να λαφιάζεται και το ντέφι να παιζοτρέμει με ρυθμό και με κέφι στου γύφτου τα δάχτυλα.
Ν' αρνηθεί όμως κανένας πως δεν έχουν και τις καλλιτεχνικές τους εξάρσεις θα ήταν αδικία.
Ολοζώντανη πάντα θα μου μένει η εικόνα, με μια φτωχούλα αλλά εξαιρετικά όμορφη χωριατοπούλα, που χόρευε σ' ένα πανηγύρι πρώτη : κανένας γι' αυτή δεν ασήμωσε το κούτελο του γύφτου.
Μα τι ήταν όμως εκείνο που έγινε; Μισή ώρα βάσταξε ο χορός της. Αγέρινη εκείνη έσερνε αλαφροπατώντας το χορό κι ανέμιζε με χάρη το μαντήλι στο χέρι. Ο γύφτος πέταγε το βιολί και τόπιανε στον αέρα, ο κλαριντζής, με το κεφάλι γυρτό πίσω, ύψωνε το κλαρίνο προς τον ουρανό, σκορπώντας όμορφες και παθιασμένες νότες στον αιθέρα. Χόρευε εκείνη κι ο χορός δεν τέλειωνε. Ο γύφτος, ο τόσο τσιγγούνης στο χρόνο του πανηγυριού, δεν υπελόγιζε για χάρη της τη μέρα που σώνονταν, ούτε το κέρδος που του 'φευγε.
Ο γύφτος, για τους χορευτές, θυμάται τι τραγούδι χορεύει ο καθένας. Είναι αυτό επαγγελματικό του τάκτ, γιατί κολακεύει τον εγωισμό του χορευτή απέναντι στους άλλους.
Το όργανο όμως που ήταν το σύμβολο και η ψυχή της Ρούμελης, που εναρμόνιζε τους ασημένιους ήχους του με το ειδυλλιακό τοπίο της και το βουκολικό τραγούδι, η φλογέρα, δεν παίζεται πια σήμερα. Έσβυσε ο ήχος της μαζί με την τελευταία πνοή ενός απ' τους καλύτερους εκτελεστές στη χώρα μας, του Θωμά Κασαλού. Όσοι έτυχε ν' ακούσουν απ' τα επιδέξια δάχτυλα την αρμονική και τέλεια εναλλαγή των ήχων στο μοιρολόι της Γκόλφως θα δικαιώσουν την κάπως τολμηρή αυτή κρίση. Το θάνατό του τραγούδησε όπως έπρεπε το "Βελούχι", εφημερίδα της εποχής, που έβγαινε στο Καρπενήσι.
Οι οργανοπαίχτες, στη σημερινή εποχή, δεν έχουν τις δουλειές που είχαν πριν από χρόνια. Το γραμμόφωνο τούς έκανε τη μεγαλύτερη ζημιά. Το ραδιόφωνο έγινε αργότερα ακόμη μεγαλύτερος εχθρός τους. Γι' αυτό και οι γύφτοι λιγόστεψαν. Το πλήγμα τόνιωσαν βαρύ οι επαγγελματίες οργανοπαίχτες. Στο Καρπενήσι έμειναν δυο ζυγιές μονάχα.
Ο μακαρίτης Γ. Καφαντάρης, διηγόταν ότι σ' ένα ταξίδι του στο Καρπενήσι παρουσιάστηκε επιτροπή οργανοπαιχτών γύφτων και τον παρακάλεσε να φροντίσει να πάρουν αποζημίωση απ' το Κράτος, όπως έγινε με τους καροτσέρηδες και τ' άλλα επαγγέλματα που τ' αχρήστεψε η μηχανή κι οι άλλες εφευρέσεις. Ίσως και να μην είχαν άδικο!
Έμφυτη όμως όπως είναι στους ρουμελιώτες, η διάθεση για γλέντι, δημιούργησε ντόπιους οργανοπαίχτες. Νέοι μερακλήδες, που έμαθαν το κλαρίνο και περισσότερο το βιολί, ομορφαίνουν με το παίξιμό τους τα πανηγύρια και τις διασκεδάσεις. Σιγά-σιγά κι αυτών η φήμη έφτασε στα γύρω χωριά κι ακούς όσους γυρίζουν απ' τα γλέντια να λένε "είχαμε στο πανηγύρι τα βιολιά του Πέγγα, του Λιάπη, του Παπαντώνη κ.λ.π.
Παλιότερα δεν είχε και τόση υπόληψη ο κόσμος στο επάγγελμα του οργανοπαίχτη παραόξω απ' το χορό τους. Έχω κι ο ίδιος πικρή πείρα από ένα γερό ξύλο που έφαγα μικρός απ' το μακαρίτη πατέρα μου, όταν μια χρονιά τις απόκριες, σ' ένα μαγαζί γιομάτο κόσμο, πήρα το ντέφι απ' τους βιολιτζήδες κι άρχισα να παίζω για να χορεύουν οι μασκαράδες. Το βράδυ στο σπίτι έκαμα μαύρες απόκριες. Ο λατρευτός μου πατέρας φοβήθηκε πως τον πρόσβαλα.
Σήμερα όμως άλλαξαν τα πράματα, πόσοι απ' τους αναγνώστες μου, και εγώ ο ίδιος, δε θα θεωρούσαμε εξαιρετική κατάκτηση στη ζωή να ξέρουμε ένα όργανο;