Ένα μοναδικό αφιέρωμα από την Κρικελλιώτισσα "Ακευσώ"
στον Ιταλό στρατιώτη Luigi Clementi που μετά την συνθηκολόγηση του ιταλικού στρατού διασώθηκε από ντόπιους κατοίκους στην Ευρυτανία.
(για τους αναγνώστες του blog "Ευρυτάνας ιχνηλάτης" )
*****
5 Ιουνίου 2003.
Απλώνει η Πέμπτη τις ώρες της στην Πολιτεία της Σιωπής, στην Αγία Παρασκευή, στο Κρίκελλο της Ευρυτανίας.
Ο Luigi Clementi, 84 χρονών, απ’ το Σόντριο της Ιταλίας, με χαμηλωμένο το βλέμμα κομποθιασμένα τα χέρια, στέκεται ώρα πολλή, μπροστά στον τάφο της οικογένειας του Γιάννη Κακκαβά, που του έσωσε τη ζωή στα χρόνια «που τα ‘σκιαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά».
Ένα αναφιλητό παραπονιάρικο, ανάκατο με στάλες ευγνωμοσύνης, ταράζει τα σωθικά του. Κλαίει και θυμάται...
|
Ο Λουίτζι προσεύχεται μετά από 60 χρόνια μπροστά στο μνήμα των Γιάννη και Φωτεινής Κακκαβά που του έσωσαν κάποτε τη ζωή! Ποτέ δεν τους ξέχασε... |
Τη στρατιωτική του θητεία στις τάξεις του Ιταλικού Βασιλικού Στρατού, που ξεκίνησε με την επιστράτευσή του, τον Φλεβάρη του 1941, και τελείωσε στις 18 του Οκτώβρη του 1945. Από τα 21 του ως τα 26 του!!
Του κλέψανε τη νιότη τ’ αρπακτικά του Φασισμού. Τη διαγουμίσανε στα παζάρια της μισαλλοδοξίας. Τη σύρανε σε καταράχια και λιμάνια. Της πετάξανε μια σκηνή στον Βόλο και στην Αιδηψό να συμμετέχει σε εκκαθαριστικές κινήσεις άκαρπες. Τη στοίχειωσαν εκείνη τη μέρα της 8ης Σεπτέμβρη του 1943, όταν διαλύθηκαν οι ιταλικές μεραρχίες, παρέδωσαν τα όπλα τους στους αντάρτες του ΕΛΑΣ κι ο σώζων εαυτόν σωθήτω.
|
Ο Luigi Clementi στρατιώτης |
Ο Luigi φτάνει στην περιοχή του Καρπενησίου. Κοιμάται σε παρατημένα μαντριά μέσα στις ταΐστρες των ζωντανών. Το κρύο τον περονιάζει. Η δυσεντερία τρώει τα σωθικά του. Βλαστημάει όλους τους υπαίτιους του πολέμου που έστειλαν στον ξολοθρεμό τόσους νέους.
Φτάνει έξω απ’ το Κρίκελλο. Πέφτει αναίσθητος.
Νοιώθει δυό χέρια να τον τραβάνε. Στο θάμπος των ματιών του αχνοφέγγει μια γριούλα ξεδοντιασμένη που τον ξεψειριάζει, τον ντύνει με ρούχα ζεστά, τον σκεπάζει με μια κουβέρτα μάλλινη, υφασμένη στον αργαλειό της, και τον ταΐζει λίγο-λίγο στο στόμα.
Είναι η Φωτεινή Κακκαβά, η μανιά, όπως την φώναζαν. Γι’ αυτόν είναι η μάνα που τον φροντίζει για έναν χρόνο και δεν τον προσβάλλει ποτέ.
|
Η "μανιά" - γιαγιά Φωτεινή Κακκαβά που διέσωσε τον Λουίτζι |
Ούτε για μια στιγμή δεν σκέφτηκε πως αφήνει ανοιχτή την εμπασιά του καλυβιού της σ’ έναν εχθρό, σ’ έναν συμπατριώτη εκείνων που έκαψαν το χωριό της. Θωρεί μπροστά της ένα παλληκάρι σκελετωμένο να ψήνεται στον πυρετό, να παραμιλά: - Mamma!, mamma! και ψήνεται η δική της η καρδιά, γιατί έχει δυο λεβέντες στον πόλεμο και δεν ξέρει αν ζουν ή αν πέθαναν.
Ο Luigi, ύστερα από χρόνια, γράφει στ’ απομνημονεύματά του : I Pascoli del monte Oxia” (Στους βοσκότοπους του όρους Οξιά) :
«….Μια οικογένεια φτωχών κτηνοτρόφων που έτρωγαν και κοιμόντουσαν σ’ ένα μόνο δωμάτιο, χωρίς φως, χωρίς τρεχούμενο νερό, κρεβάτια, με 8 πεινασμένα στόματα, δεν δίστασε ούτε στιγμή να περιθάλψει έναν άγνωστο, που εκτός των άλλων, υπήρξε εχθρός τους. Οι άνθρωποι αυτοί είχαν ένα αίσθημα φιλοξενίας και αλτρουισμού που εμείς δεν έχουμε μέσα στην εγωϊστική μας ευμάρεια….»
Ό Luigi ευγνώμων προσπαθεί να βοηθά σ’ όλες τις δουλειές. Μαθαίνει να φτιάχνει γουρουνοτσάρουχα, ράβοντας κορδόνια από πετσί κατσίκας για να τα δένει λίγο πάνω απ’ τον αστράγαλο. Βοηθά τον γιό τους Μήτσο στο κόψιμο των ξύλων. Με πριόνια και σφήνες ετοιμάζουν μεγάλα κούτσουρα που στηρίζουν σε σχήμα "v" στο τζάκι, έτσι ώστε να καίγονται αργά. Πιο δύσκολη κι επώδυνη δουλειά η προετοιμασία σανίδων και ξύλων για κατασκευές. Κουβαλάει νερό απ’ την πηγή, βοηθώντας τις μικρές εγγονές που ήδη έχουν επωμιστεί πολλά. Ο ίδιος γράφει: «Δεν θυμάμαι να είδα ποτέ κάποιον άντρα με το βαρελάκι στους ώμους. Για το ισχυρό φύλο το Κρίκελλο ήταν η γη της επαγγελίας.»
Είναι κι εκείνη η ντοπιολαλιά που τον βασανίζει. Πώς να καταλάβει και ν’ αποστηθίζει εκείνα τα ακαταλαβίστικα: Τσαρμακολιέμαι, τσαούλια, στρουγκιάζω, κουτσμαντάλι……
|
Η οικογένεια Κακκαβά του Κρίκελλου |
Κι έρχεται εκείνη η ευλογημένη ώρα του επαναπατρισμού! Η μανιά τού δίνει 6-7 λίρες χρυσές που τις χορηγούσε η ιταλική κυβέρνηση στις οικογένειες, οι οποίες φιλοξενούσαν Ιταλό Αξιωματικό, με την προϋπόθεση να μην τους βάζουν να δουλεύουν.
-Είναι δικές σου, παιδάκι μου! Θα σου χρειαστούν στον δύσκολο γυρισμό σου….
Φωτίζεται ο νους του παλληκαριού.
Σκύβει και της φιλά τ’ αργασμένα της χέρια.
Η μανιά, η αγράμματη, που δεν την δίδαξε κανείς να νοιάζεται για τον αναγκεμένο, που ύφανε όλη της ζωή στη φτώχεια, που είχε σβήσει το χαμόγελο απ’ το πρόσωπό της το κεφαλομαντηλοκλειδωμένο και το ‘χε ξοριάσει στης απελπισιάς τα σωκήπια, σταυρώνει και ξεπροβοδίζει τον στρατιώτη, που δεν ξέρει αν θ’ αγκαλιάσει τη δική του μάνα.
Ούτε για μια στιγμή δεν σκέφτεται να κρατήσει τις λίρες που στο κάτω-κάτω γι’ αυτήν τις έστειλαν.
Η μανιά είναι μαθημένη στην αυτάρκεια και στην αξιοπρέπεια.
Δεν μοιάζει με τους καπαρντινοζωσμένους μαυραγορίτες που θησαυρίζουν, αρπάζουν περιουσίες για έναν ντενεκέ λάδι, ξεδιαλέγουν τα καλύτερα απ’ τα κιβώτια της UNRRA (United Nations Relief and Rehabilitation Administration: Οργανισμός των Ηνωμένων Εθνών για Περίθαλψη και Αποκατάσταση) και τα μοσχοπουλάνε στη Λαμία και στο Αγρίνιο.
Η μανιά έχει τον δικό της στυλοβάτη που τον σέβονται όλοι. Τον εβδομηντάχρονο Γιάννη Κακκαβά, ακμαίο, με απύθμενο χιούμορ και πίστη στον Θεό.
Ο Luigi δακρυσμένος γυρίζει στη 17χρονη εγγόνα της μανιάς, τη Φωτεινή, και της λέει:
- «Αν σας ξεχάσω, να πέσει το καμπαναριό που είναι δίπλα στο σπίτι μου και να με πλακώσει!»
|
Το καμπαναριό στο Σόντριο παρέμεινε όρθιο. Γιατί ο Λουίτζι δεν λησμόνησε ποτέ τους σωτήρες του! |
Και δεν τους λησμονεί.
Όταν τ’ ανεμοσούρια της ζωής του καταλαγιάζουν, τηλεφωνεί, αλληλογραφεί και μαθαίνει νέα τους.
Μα δεν θα τους ξανασφίξει στην αγκαλιά του.
Το Χρέος δεν τον αφήνει να ησυχάσει.
Νοιώθει ότι πλησιάζει το τέλος του.
Έρχεται στην Αθήνα με τον γιό του Ρομπέρτο, και τη φίλη τους Anna Peggion που μιλάει ελληνικά για να τον πάμε στο Κρίκελλο, ν’ αποτίσει τον δικό του φόρο τιμής σ’ αυτούς που τον γλύτωσαν απ’ του χάρου το δρεπάνι.
Δεν σταματούσε σε όλη τη διαδρομή, γελώντας, να λέει δείχνοντας τον γιό του: «Αν δεν υπήρχε αυτή η οικογένεια, ετούτο δεν θα υπήρχε!».
|
Ο Λουίτζι με τον γιό του Ρομπέρτο στο Κρίκελλο της Ευρυτανίας (6-6-2003) |
Συναντιέται με τις ασπρομάλλες πια εγγόνες της μανιάς, τους περνά στον λαιμό μια χρυσή Madonna να τις φυλάει και ξανοίγει την περπατησιά του, εκεί που κούρνιασε το ταλαιπωρημένο του κορμί και τη χειμαζόμενη νιότη του.
Γλυκύτατη η μορφή του. Ευγενέστατη η ψυχή του. Τη μέρα που μας αποχαιρέτησε κι ενώ βρισκόταν στο αεροπλάνο, χτύπησε το κουδούνι του σπιτιού μου και μας έφεραν απ’ το ανθοπωλείο μια υπέροχη ανθοδέσμη μ’ ένα μπιλιέτο :
«Πολλές ευχαριστίες
Luigi»
|
Ο Λουίτζι χαρίζει την αναμνηστική Μαντόνα στην εγγονή τής "μανιάς", τη Φωτεινή |
Του υποσχεθήκαμε ότι θα ξανανταμώσουμε. Μα δεν προλάβαμε….
Κι όταν βρεθήκαμε στην πατρίδα του, το προσφυγάκι του Κρίκελλου είχε αφήσει τα εγκόσμια. Γεννημένος στις 3-9-1919 έφυγε στο Σόντριο στις 6-11-2005.
Στον τάφο του είχε ζητήσει να φυτέψουν έναν έλατο για να του κρατά συντροφιά και να θυμίζει στον περαστικό πως:
«Ενθάδε κείται ο Άνθρωπος που υπηρέτησε την Πατρίδα του πέντε χρόνια, που βρήκε απάγκιο στους ελατιάδες της ευρυτανικής γης, και διαλαλούσε παντού:
- Ο Ξένιος Δίας πέρασε κι απ' το Κρίκελλο!»
|
Ο τάφος του Λουίτζι στο Σόντριο |
Ήταν μια συγκλονιστική ιστορία για το μεγαλείο της Ευρυτανικής ψυχής
από την "Ακευσώ του Κρίκελλου"
στο blog "Ευρυτάνας ιχνηλάτης"