Ένα blog με διάθεση εξερεύνησης σε γνωστές και άγνωστες πτυχές της Γης και της ανυπότακτης Ιστορίας των Ευρυτάνων
Πέμπτη 27 Οκτωβρίου 2022
Ένα μικρό Ευρυτανικό χωριό και οι επέτειοι που ποτέ δεν διδάχθηκαν...
Παρασκευή 21 Οκτωβρίου 2022
Το πέταλο της Κορίτσας και ο άπληστος παπάς
Κυριακή 16 Οκτωβρίου 2022
Το γεράκι
Ο αείμνηστος Ευρυτάνας συγγραφέας Στέφανος Γρανίτσας (1880-1915) μάς συστήνει το γεράκι μέσα από το εξαιρετικό βιβλίο του με τίτλο : "Τα άγρια και τα ήμερα του βουνού και του λόγγου".
Ιδού:
-----------------------------
-----------------------------
ΤΟ ΓΕΡΑΚΙ
Αφού οι γυναίκες είναι πουλιά, φυσικά οι άνδρες έπρεπε να φιγουράρουν ως Γεράκια στα Δημοτικά τραγούδια. Αλλ’ ενώ προ παντός το πουλί αυτό καταδιώκει την πέρδικα, η οποία κατ’ εξοχήν αντιπροσωπεύει την εύμορφην γυναίκα, η φιλαυτία των ανδρών εδιάλεξε τον αετό ως σύμβολον του γυναικοκυνηγιού.
Και στης Μαρίας την ποδιά
σφάζονται παλληκάρια.
Εγύρισε κι εκοίταξε της
Αϊ-Θυμιάς τον κάμπο
κι είδα ’ν’ Αετό που πήγαινε
μια Πέρδικα στα νύχια,
Ο Αετός κοιμήΘηκε
κι η πέρδικα του φεύγει.
-------------------
Νύχια μου και νυχάκια μου
και νυχοποδαράκια μου
την πέρδικα που πιάσατε
να μη τηνέ χαλάσετε.
Είναι καιρός να αποκατασταθή η αλήθεια και η αξιοπρέπεια των εραστών. Διότι, πιστεύσατέ το, όχι μόνον αληθές δεν είναι, ότι ο Αετός ασχολείται εις καταδίωξιν περδίκων, περιστερών και τρυγονιών, με τα οποία συμβολίζονται οι γυναίκες, αλλ’ ούτε αξιοπρεπές είναι να αυτοπαρομοιάζωνται οι άνδρες εις τας ερωτικάς των επιδρομάς μ’ ένα πουλί δόλιο, παμπόνηρο και άνευ γούστου.
ΤΙ θέλετε και δεν τρώει; Λαγούς, κατσίκια, αρνιά, χελώνες, φίδια, άλογα, δαμάλια. Γαντζώνει τα νύχια του στ’ αυτιά ενός βοδιού, όπως σας έλεγα άλλοτε, του φέρνει στα μάτια τα φτερά του ως χάμουρα, του τα κλείνει εντελώς και έπειτα το ραμφίζει στο μέτωπο, έως ότου εκείνο, φεύγον παλαβωμένο από τον πόνο, πέση και σκοτωθή από κανένα γκρεμνό. Άλλως τε περί γυναικός έχει την ιδέαν, ότι είναι το προχειρότερον πράγμα. Ενθυμείσθε στο τραγούδι των τριών Αετών πως παρηγορεί «ο τρίτος ο καλύτερος τους δύο άλλους.
Εσύ πουλί που μέθυσες,
ταχειά θα ξεμεθύσης.
Κι εσύ πουλί που χήρεψες,
άλλη γυναίκα παίρνεις.
Το Γεράκι όμως είναι ποίημα του αιθέρος. Φτερό γληγορώτερο, μάτι διαβολικώτερο, μετεωρισμό ωραιότερο, ορμήν ευθυτέραν δεν πολυείδεν ο ουρανός. Αφού σφενδονισθή στα ύψη, καρφώνεται εκεί σαν μαύρο άστρο. Τι κάνει; Σημαδεύει το θύμα του. Ο Λαός λέγει «την ζυγάρισε σαν Γεράκι». Η επιτυχία του Γερακιού είναι σ’ αυτό το ζυγάρισμα. Σημάδεψε τον στόχον του; Η ιστορία ενός πουλιού ετελείωσε. Πέφτει σαν βόλι επάνω του και είτε πέρδικα είναι είτε περιστέρι, κρέμεται πλέον στα νύχια του. Πρόφθασε να παραμερίση το πουλί; Το Γεράκι είναι στη γη σκοτωμένο. Αλλά μόλον ότι βεβαιούν, ότι πολλά Γεράκια ευρέθηκαν σκοτωμένα, σπάνιον μόλα ταύτα πράγμα ν’ αποτύχη στο ζύγιασμά του.
Πολλοί νατουραλισταί λέγουν πως το Γεράκι ένεκα της ορμής του αυτής είναι διστακτικό να κυνηγά πουλιά στρωμένα στη γη. Κατ’ αυτούς το ρήμαγμα των ορνιθιών το κάνει ο πρωτεξάδελφός του, το Ξεφτέρι, το οποίον μάλιστα η φύσις, μισούσα φαίνεται τις κότες, το έκαμε σταχτί ώστε να μη διακρίνεται όταν πλησιάζη τις αυλές και τα κοτέτσια.
Αλλά, παρ’ όλην την συμπάθειαν, την οποίαν φυσικόν είναι να έχη κανείς για το τολμηρό αυτό πουλί, δεν είναι δυνατόν παρά να βλέπη κάποιαν υπερβολήν εις τον διάσημον γερμανόν νατουραλιστήν Νάουμαν, προσπαθούντα να αθωώση το Γεράκι απέναντι των ορνιθοτρόφων. Τουλάχιστον το ελληνικόν Γεράκι δεν είναι καθόλου ανεύθυνον για την κατάστασιν των αγροτικών ορνιθώνων. Δεν έχει βέβαια την μερίδα της Αλεπούς και του αλησμόνητου αποσπασματάρχου, αλλά πάντως θα είναι αρκετή η ζημιά που κάνει, ώστε να αναγκάζη τους χωρικούς να τα επικηρύσσουν συχνά.
Ή λοιπόν στη Γερμανία τα Γεράκια έχουν πολύ προαχθή, ή οι Γάλλοι έχουν δίκαιον λέγοντες, ότι ακόμη και την Γεωργικήν Χημείαν που έπιασαν στα χέρια τους οι Γερμανοί την εγέμισαν με ρωμαντισμόν, δίχως βέβαια να αρνούνται με τούτο ότι την προήγαγον και θετικώς. Και φαίνεται ότι έχουν δίκαιον οι Γάλλοι. Ο Νάουμαν βεβαιοί, ότι το τόσον άξιο και τολμηρό Γεράκι, άμα παραμερίση στον λόγγο να γευματίση καμιά πέρδικα ή κανένα τρυγόνι, φθάνουν κάτι πουλιά παρασιτικά, πουλιά που τα συγυρίζει η κλώσα, και του παίρνουν την τροφή του. Μόλις, λέγει, το πλησιάσουν, παράτα ό,τι έχει, αφήνει μια φωνή «κιαχ κιαχ» και σηκώνεται στον ουρανό.
Άλλος πάλιν νατουραλιστής, ο Παλλάς, σημειώνει ότι τα Γεράκια καταδιώκουν τα παπιά κολυμβώντας και ότι πολλάκις βουτούν στη θάλασσα και δεν ξαναγυρίζουν. Τα ελληνικά Γεράκια δεν απεφάσισαν ακόμη να γίνουν θαλασινή Δύναμις. Ίσως περιμένουν να ιδούν τα αποτελέσματα της Τουρκίας και τότε να σκεφθούν αν είναι φρόνιμον ν’ απομακρύνεται κανείς από τα ήσυχα κοτέτσια.
Δευτέρα 10 Οκτωβρίου 2022
Τη Λευτεριά έχω φλάμπουρο...
(Επιλεγμένοι στίχοι από την ποιητική συλλογή "Τραγούδια των βουνών", Γ. Αθάνας, σειρά δεύτερη, Αθήνα 1980, Ι. Σιδέρης)
Δευτέρα 3 Οκτωβρίου 2022
"Διότι δεν συνεμορφώθην"
Έργο του Δημήτρη Κατσικογιάννη (άτιτλο) Από το σήμερα στο χθες... Γράφει η Κρικελλιώτισσα "Ακευσώ" |
στο blog "Ευρυτάνας ιχνηλάτης"
*****
Τρίτη και 13…του Τρυγητή, του Σταυρίτη, του Χρονογράφου, του «κρισίμου»!!! έτους 2022.
Η τηλεόραση στη διαπασών…
Το θέμα φλέγον…
Ο κρατικός μηχανισμός επί ποδός πολέμου…
Τελευταία παρφουμαρίσματα στον άψογα γραβατοκουστουμάτο, καλοζωϊσμένο ομιλητή…
Όλοι οι προβολείς αναμμένοι να τον φωτίζουν…
-«…πρέπει να μειώσουμε την κατανάλωση ενέργειας στις ώρες αιχμής. Όποιος αρνείται να συμμορφωθεί, θα πεθάνει…»
Ο αναπληρωτής Υπουργός Εσωτερικών, Στυλιανός Πέτσας, με ύφος «εκατό καρδιναλίων», καλεί και εγκαλεί τους πολίτες να υπακούσουν στα σχέδια της πλουτοκρατίας που κατά τον Παπαδιαμάντη «είναι ο μόνιμος άρχων του κόσμου, ο διαρκής Αντίχριστος, που γεννά την αδικίαν, τρέφει την κακουργίαν, φθείρει σώματα και ψυχάς».
Βολεμένος στον κυβερνητικό θώκο, σείει εντέχνως την αστράπτουσα λεπίδα της δαμόκλειας σπάθης επί της κεφαλής ανέργων, φτωχών και αναγκεμένων. Σπορέας μετεκπαιδευθείς στον Φόβο, τον φυτεύει στα μυαλά τους για να τους λυγίσει στα τέσσερα, να τους κάνει να νοιώσουν ότι είναι «άχθος αρούρης» και να τους ελέγχει ολοκληρωτικά.
Το βλέμμα του 95χρονου Ευρυτάνα Κρικελλιώτη Γιάννου θολώνει πιο πολύ. Σηκώνει το χέρι του το τρεμάμενο και ρίχνει μια μεγαλόπρεπη μούντζα στην οθόνη.
Βρισιές καραϊσκοθρεμμένες σκαλώνουν στην πόρτα της Αιδούς, για όλους τους πολιτικάντηδες που σταύρωσαν την πατρίδα του, που καλλιέργησαν «την θεσιθηρίαν, τον τραμπουκισμόν, τον αήθη υλισμόν».
Κι αυτός ανήμπορος να καρτεράει κάθε Σεπτέμβρη τον Χρονογράφο Χάροντα, αν θα τον συμπεριλάβει στα τεφτέρια του.
Ένα παραπονιάρικο κλάμα πολεμάει να ξεκολλήσει απ’ τα σωθικά του κι ένα τραγούδι υφαίνουν τα χείλη του:
-«Διότι δεν συνεμορφώθην προς τας υποδείξεις»
Καυτά κυλούν τα δάκρυα πάνω στα σημάδια απ’ την κρανόλουρα του δάσκαλου που την έσπασε στ’ αριστερό του χέρι, γιατί αρνήθηκε να γράψει 300 φορές την τιμωρία «δεν θα ξαναγράψω με τ’ αριστερό μου».
Και το τραγούδι γίνεται λυγμός:
-«Πέρα απ’ το γαλάζιο κύμα, το γαλάζιο ουρανό
μια μανούλα περιμένει χρόνια τώρα να τη δω».
Κι η δικιά του μάνα να τον στέλνει στις Βασιλικές Τεχνικές Σχολές, για να ‘χει ένα πιάτο φαί και να μάθει μια τέχνη. Κι αυτός να στυλώνει τα πόδια του και ν’ αρνιέται να την αποχωριστεί. Να τον ανεβάζουν στην καρότσα ξένα χέρια, λευκώλενα, αρχοντοαναθρεμμένης Κυρίας επί των Τιμών στην αυλή της Φρειδερίκης, να τον τραβολογάνε σε κοιτώνες γκρίζους, να τον βάζουν να χειρίζεται κοσιές, σιδηροπρίονα, να χάνει ένα βουρκωμένο πρωϊνό τα δυο του δάχτυλα, παλληκαράκι της Ανάγκης στα 13 του.
Και ο λυγμός αεροβαφτίζεται μοιρολόι:
-«Διότι δεν συνεμορφώθην προς τας υποδείξεις»
Και νοιώθει ο Γιάννος τις πατούσες του να μυρμηγκιάζουν, κατεστραμμένες απ’ τις φάλαγγες που του ‘καναν οι Γερμανοί και τα καπαρντινοζωσμένα τσιράκια τους, για να μαρτυρήσει τους συναγωνιστές του, ν’ απαρνηθεί τις ιδέες του.
Βάσω Κατράκη - βασανιστήρια |
-«Χρόνος μπαίνει, χρόνος βγαίνει, μες το σύρμα περπατώ,
θα περάσω μαύρες μέρες μέχρι να σε ξαναδώ»
Κι αισθάνεται στο σβέρκο του πνιχτή την ανάσα, βαλαντωμένο το – Όϊ! Όϊ! μάνα μου, του λαβωμένου αντάρτη, καθώς τον κουβάλαγε στης σωτηρίας το διάσελο, με πόδια σακατεμένα, φασκιωμένα σε λαστιχένια ξεφτίδια, μέσα από ανεμοσούρια και θανατόσπαρτες χιονοθύελλες.
Στηρίζεται ο Γιάννος, ψηλόκορμο βασανοδαρμένο πλατάνι, στη γκλίτσα του, αχώριστο αποκούμπι στα ξερονήσια. Σέρνει τη ζωή του μέχρι την ντουλάπα που μοιράζεται με άλλους δυό συνταξιδιώτες των γηρατειών του, στον οίκο ευγηρίας. Βγάζει την πάνινη βαλιτσούλα, αδειανή απ’ τ΄ αφτέρουγα όνειρά του, τα φωλιασμένα σε μια ακρούλα απ’ όταν ήταν παιδί. Φοράει τη μάλλινη φανέλα, πλεγμένη απ’ τη μάνα του, κάθε θηλιά και μια ευχή, ζεσταίνει τα πόδια του με τα δυό χιλιομπαλωμένα τσουράπια και σφίγγει κατά το μέρος της καρδιάς ένα τοσοδά σκεπασματάκι, ένα τρύπιο τραγότσιολο που του ‘βαζε η μανιά του για να μην κρυώνει στη σαρμανίτσα.
Και το μοιρολόϊ μεταμορφώνεται σε παιάνα:
-«Διότι δεν συνεμορφώθην προς τας υποδείξεις»
Ξαπλώνει ο γέροντας στο κρεβάτι της Υπομονής…
Να μην βλέπει, να μην ακούει…
-Πάει! Το ‘χασε εντελώς ο παππούλης! φώναξε μια νοσοκόμα κι ενισχύει τη δόση του ηρεμιστικού του.
Το μισερό χέρι του Γιάννου μένει ακίνητο σχηματίζοντας μια στραβοχυμένη μούντζα κατά τα μέγαρα της Εκμετάλλευσης.
Στην άκρη των χειλιών του τρεμοπαίζει ένα χαμόγελο. Ονειρεύεται πως είναι στο πατρικό του καλύβι, στη Φοξυλιά, στο Κρίκελλο.
Το τζάκι τριζοβολάει. Γύρω του οι μπαρμπάδες του ιστορούν τα ντέρτια τους στον Άρη Βελουχιώτη, που παράτησε τη βολή και βγήκε στο κλαρί, να ιχνηλατήσει τα Ευρυτανικά Βουνά και ν’ ανάψει το φυτίλι του Ξεσηκωμού ενάντια στους Κατακτητές, ξενόφερτους και ντόπιους. Τραγουδάνε οι φλόγες, αστράφτουν τα μάτια, ανταριάζονται οι καρδιές, πλέκονται σχέδια για Ισονομία, Δικαιοσύνη, Αλληλεγγύη… Πεταρίζει η ψυχή, θεριεύει ο νους…
Ξημερώνει του Σταυρού. Απ’ το ραδιοφωνάκι που πάντα είχε δίπλα του ο Γιάννος ο ανυπότακτος για να γλυκαίνει τις ώρες του, ακούγεται η φωνή του Αρχάγγελου της Κρήτης:
«Στολίστηκαν οι ξένοι τραπεζίτες,
ξυρίστηκαν οι Έλληνες μεσίτες.
Εφτά ο τόκος πέντε το φτιασίδι,
σαράντα με το λάδι και το ξύδι.
Κι αυτός που πίστευε και καρτερούσε
βουβός, φαρμακωμένος στέκει και θωρεί
τη λευτεριά που βγαίνει στο σφυρί.
Λαέ, μη σφίξεις άλλο το ζωνάρι,
μην έχεις πια την πείνα για καμάρι.
Οι αγώνες που ‘χεις κάνει δεν φελάνε
το αίμα το χυμένο αν δεν ξοφλάνε».
Ήταν ένα σπουδαίο άρθρο τιμής από την "Ακευσώ" του Κρίκελλου
για τους αναγνώστες του blog "Ευρυτάνας ιχνηλάτης"