"(...) Ο Φάνης άνοιξε τα μάτια του. Από κάποιες τρύπες της καλύβας βλέπει ουρανό και καταλαβαίνει πως είναι ακόμη νύχτα.
Μα δυσκολεύεται να κοιμηθεί άλλο. Ντύνεται και γλιστράει έξω από την καλύβα· θέλει να δει τη νύχτα στο δάσος.
Κάθισε εκεί απέξω καταγής.
Πρώτη φορά είδε τόσο βαθύ ουρανό. Πόσα άστρα! Ήταν σαν αμέτρητο χρυσό μελίσσι, που χύθηκε ψηλά κι έβοσκε.
Άστρα πολλά εδώ, άστρα λίγα παρακάτω. Κάπου δυο μαζί. Κάπου ένα μοναχό, σαν ξεχασμένο. Πέντ’ έξι άστρα μαζί, σαν κλαράκι. Νάναι η πούλια;
Στη μέση τ’ ουρανού, από πάνω από το Φάνη, ένα λευκό ποταμάκι χυνόταν ήσυχα από το βοριά στο νότο· κυλούσε μυριάδες μικρά άστρα, λευκά σαν ανθούς.
Μέσα στο δάσος αμέτρητοι γρύλοι τραγουδούσαν κι έλεγαν όλοι το ίδιο τραγούδι.
Από πέτρες, από τρύπες της γης έβλεπαν την αστροφεγγιά οι μικροί τραγουδιστάδες και την κελαηδούσαν.
Κι ύστερα ακούστηκαν μακριά τα κουδούνια των κοπαδιών. Είναι οι βλάχοι. Δικό τους θα είναι το μεγάλο κοπάδι, πού βόσκει.
Άκου πόσα κουδούνια!... Μικρά, μεγάλα, ψηλά, βαθιά, γλυκά, βραχνά. Κουδουνίσματα πολλά όπως τ’ άστρα, όπως ο γρύλοι.
Κι έξαφνα ένα πράσινο άστρο, σα να ήταν πολύ χαρούμενο, άναψε, χύθηκε ανάμεσα στ’ άλλα και χάθηκε…..
Τι ωραία νύχτα.
Ο Φάνης ένιωσε ψύχρα και μπήκε μέσα να πλαγιάσει. Μα και σκεπασμένος έβλεπε την αστροφεγγιά.
Του φαίνονταν όλα εκείνα τ’ άστρα δικά του. Κανένας από τους άλλους δεν τα είχε δει.
Αποκοιμήθηκε ακούγοντας τα κουδούνια."
(Απόσπασμα από το εμβληματικό αναγνωστικό «Τα ψηλά βουνά» του σπουδαίου Ευρυτάνα λογοτέχνη Ζαχαρία Παπαντωνίου. Ήταν το πρώτο αναγνωστικό που γράφηκε στη δημοτική γλώσσα εν έτει 1918)