Ιστορίες για Νεράϊδες, Νεραϊδοχτυπημένους, Νεραϊδιάρηδες και λοιπά... ρομαντικά, τρομακτικά και ευτράπελα από τη μαγική παράδοση του τόπου μας!
Απολαύστε πρώτα το παρακάτω υπέροχο κείμενο και κατόπιν δείτε, στο τέλος, ποιος ήταν ο συγγραφέας και από που το ιχνηλατήσαμε για να σας το παρουσιάσουμε μέσα από τις σελίδες του blog μας.
============
"Ν' αγναντεύεις τέτοια βουνά και να σε παίρνει το παράπονο. Περιοχές που αργοπεθαίνουν της πείνας. Θα μπορούσαν να ζουν από τον τουρισμό, αξιοποιώντας τουριστικά τα βουνά τους. Θαυμάσια αλλά και παραμελημένα δώρα του Θεού. Πηγές ζωής, που μένουν ανεκμετάλλευτες, αγνοημένες. Δεν είναι μόνο η φυσική ομορφιά, τα έλατα κι' ο καθαρός αέρας. Παράλληλα, για καθένα από τα βουνά αυτά, υπάρχει η κάποια ιστορία, η κάποια παράδοση, η κάποια ατομικότητα, κοντολογής το ξεχωριστό χρώμα. Απ' όπου και να ξεκινήσεις, όπου κι αν σταθείς. Θ' ακούσεις ασπρομάλληδες χωριάτες να διηγούνται. Και πόσα έχουν να σας λεν!.. Εδώ πάνω γίνεται αυτό: Η ιστορία μπλέκεται με το θρύλο. Η πραγματικότητα, καθώς ζυμώνεται με το μύθο, ρίχνει τη Φύση στην αγκαλιά της Μεταφυσικής, ανοίγοντας διάπλατα το δρόμο προς τη μυστικοπάθεια, την υποβολή.
Ναι. Σ' αυτή την κατηγορία των βουνών ανήκει τον "Νεραϊδοβούνι". Θάναι -υπολογίζω- μιάμιση, δυό ώρες μακρυά από το Καρπενήσι.
Υψώνεται προς τα νοτιοανατολικά της πόλεως, ανάμεσα στα χωριά Μυρίκη και Άγιο Νικόλαο, την παληά Λάσπη. Το καλοκαίρι, ανεβαίνοντας στην πιο ψηλή κορφή του, καθώς χαράζει ακόμα, ο επισκέπτης μπορεί ν' αγναντέψει από κει ως κάτω - ως τη θάλασσα της Στυλίδας. Δε σας παίρνω στο λαιμό μου, καθορίζοντας επακριβώς το υψόμετρο. Πάντως, έχει σίγουρα τα 1300 μέτρα του. Που σημαίνει πως κάτι ήξεραν οι κλέφτες του 21 και χρησιμοποιούσαν τις ράχες του για "καραούλι".
Από που η ονομασία του βουνού; Μα θέλει ρώτημα; Η λέξη μιλάει μόνη της. "Νεραϊδοβούνι"! Βουνό γεμάτο από Νεράϊδες!.. Τέτοια, αλήθεια, είναι η παράδοση. Οι Νεράιδες -άγνωστο ποια είναι η ιδιοτροπία τους- είχαν μετατρέψει το βουνό σ' ένα είδος Χόλυγουντ- θα λέγαμε. Εκεί μαζεύονταν κάθε τόσο και τα μιλούσαν. Εκεί, στις φεγγαρόλουστες νύχτες, έστηναν το μαγικό χορό τους. Στα γάργαρα νερά των πηγών του βουνού φρεσκάριζαν την ομορφιά τους, λούζοντας τις μακρουλές πλεξούδες τους κάτω από το ασήμι του φεγγαριού. Αλλοίμονο δε στο ανθρώπινο πλάσμα, που θάχε την κακή τύχη να περνά κείνη την ώρα από κει!.. Έτσι έκανε και μιλούσε, οι Νεράιδες τού κλέβανε τη φωνή!.. Δε χρειαζόταν όμως να μιλήσει, για να πάθει ο ανύποπτος άνθρωπος κάποιο κακό. Αρκεί να τις αντίκρυζε και μόνο, για να τον κυνηγούν ύστερα τα μάγια τους σ' όλη του τη ζωή!..
Και ο θρύλος ρίζωνε με τον καιρό μέσα στην ψυχή των κατοίκων της περιοχής, πούχαν από το βουνό το καθημερινό τους διάβα. Συχνά, μπορούσε ν' ακούσει κανείς τους γέρους να δίνουν στους νεώτερους συμβουλές για το πως ν' αποφεύγουν τον κίνδυνο. Τον κίνδυνο της μάγισσας της Νεράιδας. Άνθρωποι με λευκά μαλλιά, θυμόσοφοι, βγαλμένοι από το μεγάλο πανεπιστήμιο της λαϊκής χωριάτικης πείρας, τα πίστευαν και σοβαρολογούσαν.
Περπατώντας νύχτα από βρύση, ποτέ δε θάπρεπε να ξεχνάς πως οι Νεράιδες βρίσκονταν κρυμμένες εκεί γύρω. Αν τις καλόπιανες, εκείνες μπορούσαν να μη σου κάμουνε κακό. Τι θάχανες, λοιπόν, αν τους απηύθυνες μια καλησπέρα; Αλλά για τ' όνομα του Θεού! Όχι φωναχτά.. Από μέσα σου, στρέφοντας προς το μέρος της βρύσης το κεφάλι, τάχατες φιλικά...
Αυτά, εννοείται, ώσπου να γυρίσεις στο σπίτι σου. Γιατί, επιστρέφοντας σπίτι, θάπρεπε να επακολουθήσει σειρά ολόκληρη δραστικών μέτρων! Η αρχή ήταν πάντα το θυμιάτισμα. Θα γινόταν ύστερα ένα απαραίτητο καψάλισμα των σκουτιών του νεραϊδοχτυπημένου στη φωτιά. Για να κλείσει ο κύκλος των μέτρων με το νεραϊδόξυλο. Μόνο που για νάχει τούτο το γιατρικό την απαραίτητη αποτελεσματικότητα δε θάπρεπε να προέρχεται ούτε από πουρνάρι, ούτε από έλατο. Ρόλο έπαιζε κι ο τρόπος της μεταφοράς του. όλα κι όλα. Επιβάλλονταν να κουβαληθεί από άντρες οπλισμένους και αμίλητους! Έτσι μάλιστα. Θα μπορούσε να βραστεί και το ζουμί του και να δοθεί στον άρρωστο. Προσοχή όμως! Το βράσιμο θάπρεπε να γίνει, το δίχως άλλο, με αμίλητο νερό... Αυστηρή στο σημείο αυτό η συνταγή των "νεραϊδάρηδων", των εμπειρικών γιατρών που καταγίνονταν με τη θεραπεία των νεραϊδοχτυπημένων...
Τάλεγαν οι άνθρωποι οι αγαθοί και τα πίστευαν. Είχαν βλέπετε μεγαλώσει, με το φάσμα της Νεράιδας στο κάθε τους βήμα. Και το πράγμα -όπως καταλαβαίνετε- έπαιρνε συχνά όψη φαιδρή, αυτόχρημα διασκεδαστική.
Πολλές οι κωμικές ιστορίες και τ' ανέκδοτα, που θ' ακούσετε να σας αφηγούνται οι χωρικοί της περιοχής. Φυσικά, γύρω από τις σιλουέτες των νυμφών του στοιχειωμένου βουνού πλεγμένα τα περιστατικά. Σαν εκείνο κει το πάθημα του Μπάρμπα-Γιαννακού, αίφνης.
Η ανάγκη τάφερε να βρεθεί κάποτε μεσάνυχτα στο νεραϊδοπερπατούμενο βουνό. Μήνας Αύγουστος. Ο γέρος τύχαινε νάχει ένα χωράφι στα μέρη εκείνα, σπαρμένο σιτάρι. Το σιτάρι είχε θεριστεί και τώρα; ο αγαθός χωριάτης θάπρεπε να διανυκτερέψει εκεί, για να φυλάξει τη σοδειά. Τι νάκανε; Σ' αυτόν είχε πέσει ο κλήρος. Τοποθέτησε, λοιπόν, τον ντορβά του για προσκεφάλι και πλάγιασε στη ρίζα ενός δένδρου. Οπότε κάποια στιγμή, καθώς βρισκόταν μεταξύ ύπνου και ξύπνιου, ο Μπάρμπα - Γιαννακός αισθάνθηκε να πλανιέται πάνω από το κεφάλι του σκιά φοβερή! Το πράγμα δεν ήθελε συζήτηση. Φως φανάρι. Το καταραμένο το στοιχειό τον είχε ανακαλύψει! Ο καλός χωρικός πάγωσε σύγκορμος. Ποια δύναμη θάταν ικανή σε τέτοια ώρα να τον σώσει; Αυτόματα, το ένστικτο έτρεξε κι αναζήτησε τη βοήθεια της προσευχής. Μέσα στον τρόμο του, ο γέρος τις ανακάτεψε όλες - όσες τύχαινε να ξέρει από την εκκλησιά...
-Κύριε των Δυνάμεων... Πάτερ ημών ο εν τοίς ουρανείς... Υπεραγία Θεοτόκε σώσον ημάς.... Άμωμοι εν οδώ αλληλούϊα...
Τι τα θέλετε όμως... Το καταραμένο στοιχειό εκεί! Δεν εννοούσε με κανένα τρόπο να το κουνήσει πάνω από το κεφάλι του Μπάρμπα-Γιαννακού. Οπότε και κείνος, μέσα στην απελπισιά του, φτάνει στην ηρωϊκή απόφαση: Θάκανε έξοδο κι όποιον έπαιρνε ο Χάρος... Εμπρός λοιπόν! Καιρός για χάσιμο δεν ήταν. Μονομιάς, τινάζεται απάνω και παρ' όλα τα χρονάκια του, δίνει στον κατήφορο... Αλλά Θεέ και Κύριε! Δυό μόλις βήματα πιο κάτω, τα πόδια του μπλέκονται σ΄ ένα καπίστρι! Τι είχε συμβεί; Κάποιο γαϊδουράκι, αλητεύοντας εκεί γύρω, έφτασε κι ως το γιατάκι του γέρου, βάζοντας για στόχο τον ντορβά του. Μέσα εκεί, βλέπετε, είχε απομείνει από το δείπνο λίγη μπομπότα και λίγο τυρί..
Ο Μπάρμπα-Γιαννακός σκούπισε τον ιδρώτα του προσώπου του κι ανάπνευσε βαθειά. Τη μισή ζωή τούχε κόψει κείνο το βράδυ τ΄ άτιμο το τετραπόδι, π' ανάθεμά το!
Βρεθήκαμε μια φιλική συντροφιά, ν' ανηφορίζουμε κάποια όμορφη, αλησμόνητη καλοκαιρινή νύχτα, τα γραφικά μονοπάτια του θρυλικού βουνού. Σταθήκαμε σε βρυσούλες και δροσιστήκαμε. Μα οι Νεράιδες, καθώς φαίνεται, δεν ήταν στα κέφια τους. Απαξίωσαν ν' ασχοληθούν μαζί μας. Ίσως να τάκαμαν κι από λεπτότητα, μια και στη συντροφιά υπήρχαν ομόφυλές τους.
-Έρχονται ώρες- είχε παρατηρήσει κάποιος της συντροφιάς φιλοσοφώντας- που νομίζει κανείς πως ζούμε στη ζωή γιατί αξίζει να ζήσουμε κάποιες διαλεχτές, προνομιούχες στιγμές της. Αληθινά τέτοιες ήταν οι στιγμές της νύχτας εκείνης. Τα έλατα, οι σκιές, το φεγγάρι, το τριζόνι απ΄τα χωράφια, οι θρύλοι... Κι ανάμεσα σ' όλα αυτά, οι ψυχές λέγατε κι είχαν απολυτρωθεί από το σώμα και τώρα ανέβαιναν. Ανέβαιναν διαρκώς και πιο ψηλά, πασχίζοντας ν' αγκαλιάσουν το Σύμπαν, ζητώντας, μέσα στη γαλήνη της νύχτας, ν' αφουγκραστούν την ανάσα του Θεού..."
(Το παραπάνω κείμενο έγραψε πριν από 53 χρόνια ο συμπατριώτης ΣΤΑΘΗΣ ΚΑΡΡΑΣ ---- Το ιχνηλατήσαμε από ένα παλιό "Ρουμελιώτικο Ημερολόγιο" του 1966. Κατά την αντιγραφή διατηρήθηκε η ορθογραφία του πρωτοτύπου)