Καταχωνιασμένο σε κάποιο ράφι της βιβλιοθήκης του πατρικού μας σπιτιού, κιτρινισμένο από τον καιρό, καρτερούσε κι αυτό με στωικότητα "το πλήρωμα του χρόνου" για... τη δική του ιχνηλασία! Πρόκειται για το ολόδροσο βιβλίο του αείμνηστου Ευρυτάνα λογοτέχνη Δημοσθένη Γ. Γούλα με τίτλο: "Οι χωριανοί μου" (εκδ. Στέφανος Δ. Βασιλόπουλος, Αθήνα 1978) το οποίο αποτελεί ανατύπωση, με μικρές προσθήκες, τής πρώτης έκδοσης του 1953 που είχε σημειώσει λαμπρή επιτυχία! Στις σελίδες του ο Δημοσθένης Γούλας παρουσιάζει διάφορους χαρακτηριστικούς τύπους της εποχής του (π.χ. παπά, δάσκαλο, χωροφύλακα, μυλωνά, χτίστη, δικολάβο, βουλευτή, ζωοκλέφτη κλπ). Τριάντα μοναδικά ηθογραφικά πορτραίτα με μία απίστευτα γλαφυρή γραφή που εν πολλοίς θυμίζει Στέφανο Γρανίτσα.
Το εν λόγω βιβλίο προλόγιζε ο σπουδαίος Ρήγας Γκόλφης, ενώ το είχαν εγκωμιάσει και οι: Γιάννης Σκαρίμπας, Ν. Βρεττάκος, Φώτης Κόντογλου, Μπάμπης Κλάρας (αδερφός του Άρη Βελουχιώτη), Δημήτρης Σταμέλος, καθώς και πολλοί ακόμη διακεκριμένοι άνθρωποι των γραμμάτων!
Ο Δημοσθένης Γούλας (1916-1990) ξεκίνησε φτωχό ορφανό παιδί από το χωριό του τη Γρανίτσα Ευρυτανίας, ιδιαίτερη πατρίδα των Ζαχαρία Παπαντωνίου και Στέφανου Γρανίτσα. Με βαρύ βιογραφικό ανωτάτων σπουδών στην Ελλάδα και υποτροφίες στο εξωτερικό, σταδιοδρόμησε σε υψηλές θέσεις της δημόσιας διοίκησης. Δεν ξέχασε όμως ποτέ το χωριό του που υπεραγαπούσε και μάλιστα δραστηριοποιούνταν επί μακρόν στα κοινά ως συνιδρυτής της Αδελφότητας Γρανιτσιωτών. Παρουσίασε σημαντικό συγγραφικό έργο στο οποίο θα αναφερθούμε αναλυτικότερα μελλοντικά.
Το blog "Ευρυτάνας ιχνηλάτης" σάς παρουσιάζει σήμερα ένα κεφάλαιο από το προαναφερθέν βιβλίο (συλλεκτικό πλέον) που αναφέρεται σε έναν γνωστό καθεστωτικό και... αειθαλή τύπο, τον κομματάρχη!!! Κάθε σύγκριση με το σήμερα είναι μάλλον παρωχημένη (;)
Σας αφήνουμε να το απολαύσετε (διατηρήθηκε η ορθογραφία του πρωτοτύπου):
====================
Ο ΚΟΜΜΑΤΑΡΧΗΣ
Είναι η μεγαλύτερη πληγή των χωρικών. Ο άνθρωπος που τα εκμεταλλεύεται όλα: Τη φτώχεια, τον εγωισμό, την αμάθεια. Οι καλοκάγαθοι χωρικοί τον κοιτάν μ' αληθινό δέος. Παραμερίζουν για να περάσει. Σηκώνονται για να κάτσει. Ο λόγος του είναι δόγμα. Δεν επιδέχεται αντίρρηση. Παλιότερα είχαν πιότερη πέραση. Ήταν οι ουσιαστικοί εξουσιαστές της τύχης των χωριών. Και μαζί με τους χωρικούς, ένιωθαν δέος κι οι κρατικοί υπάλληλοι. Ο ειρηνοδίκης, ο σταθμάρχης της χωροφυλακής, ο δάσκαλος. Γιατί μπορεί να κάπνιζε του κομματάρχη να τηλεγραφήσει στην πρωτεύουσα και να τα μαζέψει ο δύσμοιρος για την άλλη γωνιά της Επικράτειας. Τα τηλεγραφήματα και τα γράμματα προς την Αθήνα πήγαιναν κι έρχονταν σαν τις σαΐτες του αργαλειού.
Σήμερα ακόμα διατηρούν ένα ελάχιστο της παλιάς τους αίγλης, αλλά πέσαν και λιγόστεψαν πια τα τζάκια. Και κατά συνέπεια κι οι τρουβάδες με τα πεσκέσια είναι τώρα αναιμικοί και σπάνιοι.
Θα τους συναντήσουμε ξανά, αλλά κάπου αλλού: Προέδρους στις κοινότητες ή στις επιτροπές διανομών. Δεν είναι δα και μυστικό πως όσο βαρύτερος ο τρουβάς, τόσο εγκαρδιώτερο το καλωσόρισμα. Γιατί ο κομματάρχης έχει επιρροή σε μια σειρά από χωριά. Αφήνω βέβαια τους κομματαρχίσκους των χωριών πούχουν κι αυτοί τουπέ κάμποσων Μέττερνιχ, ωστόσο όμως λιγότερη δύναμη και κάμουν κακό.
Οι κομματάρχες. Οι αιτίες τόσων κακών. Χωρισμένα τα χωριά, ανάλογα με τον αφέντη που προσκυνούν. Κι αλωνίζουν σαν έρθουν στα πράματα οι μισοί για να καρτερούν κι οι άλλοι μισοί τη σειρά τους. Κι είναι στο σημείο αυτό αξιέπαινοι, γιατί αναμένουν με αισιοδοξία και καρτερία τη σειρά τους.
Για τους ισχυρούς αυτούς της ημέρας, επιτρέπεται να ξεχερσώνουν κόβοντας ελάτια, νάναι διαιτητές των διαφορών και να κάνουν οποιαδήποτε πράξη νόμιμη ή παράνομη.
Οι κακές γλώσσες λένε πως οι κομματάρχες υπόθαλπαν κιόλας κλέφτες και ληστές. Κι είναι χαρακτηριστικό πως τα σπίτια τους έχουν και τη λεγόμενη... πίσω πόρτα, για κάτι νυχτερινές επισκέψεις τόσο προσοδοφόρες.
Λέει κανένας πως αυτοί οι άνθρωποι δεν πόνεσαν για τις ανάγκες και δεν έζησαν τα όνειρα του τόπου τους. Μην πιστέψετε πως χρησιμοποίησαν ποτέ τη δύναμή τους να φροντίσουν για την υγεία του χωριού, για δρόμους, για γιοφύρια κλπ.
Ήθελαν τον κόσμο αγράμματο στο βούρκο της αμάθειας. Γιατί εκεί μπορούσαν να αναπνέουν ελεύθερα. Όπως η νυχτερίδα στο σκοτάδι των ερειπίων. Κι είναι σωστά τα λόγια του κομματάρχη που του ζήταγαν να μεσολαβήσει για το χτίσιμο ενός σχολείου, κι αυτός απαντούσε:
-Μην το ζητάτ' αυτό. Είναι σαν να μου λέτε να σκάψω το λάκκο μου...
Λόγια γιομάτα κυνική ειλικρίνεια.
Το πόσο είναι προσκολλημένοι οι χωρικοί μας στους κομματάρχες, τόνοιωσα συζητώντας κάποτε μ' ένα Λεπιανίτη.
-Ποιόν ψήφιζες;
-Που να ξέρου. Όποιον ψήφι'ζι ου Βασίλ'ς τ' παππά. Αυτός μούδωνε το ψηφοδέλτιου στου φάκιλλου... (εννοούσε τον κομματάρχη του χωριού).
Άλλοι χωρικοί γυρνόφερναν με τον αέρα. Πήγαιναν πάντα με τους ισχυρούς. 'Ελλειψη πολιτικής συνείδησης θα πήτε. Αυτοί όμως λένε:
-Πάρ' τούν έναν, χτύπα τούν άλλουν. Ορέ να κάνου τ' δ 'λειά μ' μια βουλά...
Άς πουμε τώρα και μια ιστοριούλα. Όχι τόσο για να γελάσουμε, όσο για να σκεφτούμε το χωρικό που, κατ' εξαίρεση βέβαια, ανταποδίδει κι αυτός τα ίδια στους εκλεκτούς του.
Γίνονταν εκλογές δημοτικές στη Γρανίτσα. Τότε που ήταν κάθε 10-15 χωριά κι ένα δημαρχείο. Τα σπίτια των δυό υποψηφίων ήταν τόνα κάτω απ' τ΄ άλλο. Ένας χωριανός μου, νομίζοντας πως θα κέρδιζε ο Γρανίτσας, πήγε μ' εκείνον. Γύριζε στη σούβλα τ' αρνιά, γλεντοκόπαγε κι έτρωγε στο σπίτι του δυο-τρείς μέρες μαζί μ΄ένα σωρό άλλους.
Ήρθε η μέρα των εκλογών και βγήκαν κατά τη νύχτα τ' αποτελέσματα. Ο φίλος μας μούδιασε. Πετάει ένα κοψίδι κρέας που κράταγε στα χέρια του και πηδά κάτου στο σπίτι του Μηλιά που κέρδισε, φωνάζοντας δυνατά κι ενώ τα χνώτα του μύριζαν Γρανιτσέικο κρασί:
-Το πήραμε μωρέ το πήραμε. (Εννοούσε το Δημαρχείο).
Και δόστου αγκαλιές τον καινούργιο Δήμαρχο. Θα χαίρονταν βλέπετε μαζί του την εξουσία τέσσερα χρόνια.
Από τότες έμεινε κλασικό για τους... παπατζήδες αυτό: "το πήραμε μωρέ το πήραμε".
Τα τρικούβερτα γλέντια ήταν συνήθεια προεκλογική για όλους και μετεκλογική για έναν. Ένας Ευρυτάνας πολιτικός, για τους αντιπάλους του, έλεγε χαρακτηριστικά:
-Αφήστε τα βιολιά να βαράνε στον πέρα μαχαλά και να πανηγυρίζουν οι αντίπαλοί μου. Την Κυριακή το βράδι θα τα πάρω εγώ και θα τάχω για τέσσερα χρόνια.
'Οταν έρχεται στην Αθήνα ο κομματάρχης θρονιάζεται στο σπίτι του βουλευτή και μπαινοβγαίνει με τον αέρα του νοικοκύρη. Κι αν τύχει ο φίλος του νάναι κι Υπουργός, δεν ξεκολλάει απ' το γραφείο του πριν τελειώσει όλες τις δουλειές του, ακόμα κι όταν ο Υπουργός συζητάει σοβαρές υπηρεσιακές υποθέσεις.
Με περηφάνεια κάποτε μου διηγούνταν ένας συμπατριώτης μου κομματάρχης πως ο αρχηγός του στην Αθήνα τον συνέστησε σε μεγάλα πρόσωπα ως τον "κράτιστον των κομματαρχών του εις την Επαρχίαν".
Αυτοί είναι οι κομματάρχες. Οι άνθρωποι που υπόσχονται πολλά και δεν εκτελούν τίποτα, όπως έλεγε ο μακαρίτης ο Λουκόπουλος.
Χάνουν όμως, σιγά-σιγά την επιρροή τους. Η αίγλη τους όλο βασιλεύει και εξαφανίζεται, ενώ οι χωρικοί μας αποχτούνε πιότερη πίστη στον ευατό τους.
Ωστόσο όμως αυτοί μένουν οι ίδιοι: Τετραπέρατοι όπως είναι, εννοούν να κρατήσουν τα σκήπτρα όσο μπορούν, ως τα τελευταία τους.