Παρασκευή 31 Δεκεμβρίου 2021

Είθε...

 


Είθε να ανταμώσουν τα ποτάμια των Αντοχών, των Προσδοκιών, των Ονείρων, της Λευτεριάς, της Αλληλεγγύης, της Κοινωνικής Δικαιοσύνης.

ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ με υγεία και δύναμη!

blog "Ευρυτάνας ιχνηλάτης"

Τετάρτη 22 Δεκεμβρίου 2021

Τα (άγνωστα) Ευρυτανικά Κάλαντα!


Ιχνηλατήσαμε και σας παρουσιάζουμε μέσα από τις ηλεκτρονικές σελίδες του "Ευρυτάνα ιχνηλάτη" ένα εξαιρετικό λαογραφικό πόνημα που αναφέρεται στα παλιά "Ευρυτανικά κάλαντα", όχι τόσο τα... "κλασσικά" που όλοι γνωρίζουμε, αλλά περισσότερο εκείνα τα σπάνια, τα άγνωστα και ξεχασμένα, που πλέον δεν υπάρχουν ούτε τραγουδιούνται, πια, στα πάντα αγαπημένα μα μοναχικά και ενίοτε εγκαταλειμμένα χωριουδάκια του τόπου μας.

Η εργασία είναι του Κοσμά Σούφλα από το Καροπλέσι Ευρυτανίας όπως ο ίδιος διευκρινίζει στην εισαγωγή του. Προέρχεται δε από ένα πολύ παλιό και δυσεύρετο "Ρουμελιώτικο ημερολόγιο" (1966) του αρχείου μας. Τα "Ευρυτανικά Κάλαντα" που καταγράφει ο Κοσμάς Σούφλας τα τραγουδούσαν τα παιδιά προπολεμικά κι ίσως και ακόμη παλαιότερα. 

Διατηρήθηκε η ορθογραφία του πρωτοτύπου.

Απολαύστε τα:


*****************

*****************

" Με το διάβα του χρόνου, πολλές συνήθειες της κοινωνικής ζωής, που διαμόρφωσε η λαϊκή παράδοση, απ΄ όσο μακρυά κι΄ αν ξεκινούν, όσο ριζωμένες κι΄ αν είναι στη λαϊκή ψυχή, αν δεν γίνεται χρήση στην καθημερινή ζωή, εξασθενούν σαν θεσμοί, ώσπου ξερριζώνονται κι΄ εξαφανίζονται  ολότελα απ΄ τη λαϊκή θύμηση, και σήμερα μάλιστα με τους γρήγορους ρυθμούς της πολιτιστικής εξέλιξης, της κοινωνικής προόδου και της αλλαγής του τρόπου ζωή των ανθρώπων.

Αξίζει γι΄ αυτό να διασωθούν όσο είναι δυνατόν απ΄ τη φθοροποιό επίδραση του χρόνου.

Αν γυρίσουμε σαράντα, πενήντα χρόνια πίσω και δούμε πως γινόταν λ.χ. ο γάμος στο χωριό την εποχή εκείνη, θα διαπιστώσουμε ότι δεν έχει καμμιάν ομοιότητα με τον σημερινό. 'Ελλειψαν σχεδόν όλες οι παλιές συνήθειες. Από μηνιάτικη διάρκεια, περιορίστηκε σε διαδικασία λίγων ωρών.

Το ίδιο συμβαίνει και με πολλές άλλες εκδηλώσεις και συνήθειες του χωριού. Όπως μ' αυτή που θ΄ ασχοληθούμ΄ εδώ:

Στα σημερινά κάλαντα του Άη - Βασίλη και των Φώτων (Θεοφάνεια) δεν λέγονται πια, μια σειρά τραγούδια που λέγονταν πριν τριάντα χρόνια στο χωριό μου Καροπλέσι ΕυρυτανίαςΗ ομάδα των παιδιών, συνήθως μαθητές του σχολείου και πάνω από τρία, αφού λέγανε εκείνα που είχαν σχέση με την θρησκευτικότητα της γιορτής, συνέχιζαν να τραγουδούν κι΄ άλλους στίχους που το περιεχόμενό τους δεν εξαρτιόταν μονάχα από τα μέλη της οικογένειας του σπιτιού που θα τραγουδούσαν, αλλά κι΄ απ΄ το φύλο, την ηλικία, το επάγγελμα και την κοινωνική θέση του κάθε μέλους. Μ΄ αυτούς τους στίχους που δεν αυτοσχεδιάζονταν εκείνη τη στιγμή, αλλά είταν καθορισμένοι και καθιερωμένοι, εξυμνούσαν τα πλούτη και αρχοντιά του σπιτονοικοκύρη, το στολισμό της οικοδέσποινας, τη δικαιοσύνη κι΄ απλοχεριά των γερόντων, τη λεβεντιά του παλληκαριού, το προικιό της κόρης, τα καπρίτσια της μικρής, τον καϋμό του ξενητεμένου, τα κοπάδια του τσοπάνη κ. ά. 

Αυτοί οι ίδιοι στίχοι επαναλαμβάνονταν και στις δυό γιορτές, Άη - Βασίλη και Θεοφανίων. 


Το τραγούδι του  Ά η - Β α σ ί λ η:

Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά κι' αρχή καλός μας χρόνος,
Άγιος Βασίλης έρχεται, Γενάρης ξημερώνει.
-Βασίλη πούθεν έρχεσαι και πούθεν κατεβαίνεις;
-Από την μάνα μ' έρχομαι, στο δάσκαλο πηγαίνω.
-Αν είσαι και γραμματικός πες μας την αλφαβήτα.
Στην πατερίτσα κούμπησε να πει την αλφαβήτα,
κι η πατερίτσα είταν ξερή, χλωρούς βλαστούς πετάει
κι' απάνω απ' τους χλωρούς βλαστούς περδίκια φωλιασμένα.
Ανέβαιναν κατέβαιναν ν' αγιάσουν τον αφέντη,
ανέβαιναν κατέβαιναν ν' αγιάσουν την κυρά.


Τ ο  τ ρ α γ ο ύ δ ι  τ ω ν  Φ ώ τ ω ν :

Αύριο ειν' τα Φώτα κι' ο φωτισμός,
και χαρές μεγάλες τ' αφέντη μας,
σπάργανα μαζεύει και γιό κρατεί
και τον Άη - Γιάννη παρακαλεί.
-Άη -Γιάννη αφέντη και Πρόδρομε,
δύνασαι να βαφτίσεις Θεού παιδί;
-Δύναμαι και σώζω (φτάνω) στους εφτά ουρανούς,
να παρακαλέσω τον Κύριο και τον Ιορδάνη τον ποταμό
να μας ρίξει δρόσο δροσολογιά
ν' αγιαστούν οι βρύσες και τα νερά,
ν' αγιάσει κι' αφέντης με την κυρά.


Μετά ακολουθούσε το τραγούδι τ ο υ  α φ έ ν τ η   τ ο ύ  σ π ι τ ο ν ο ι κ ο κ ύ ρ η, που λέγονταν πάντα πρώτο:

Αφέντη μου στην τάβλα σου χρυσή καντήλα φέγγει,
δίχως αλύσσια κρέμεται, δίχως αέρα σιέται,
δίχως το λάδι και το κερί φέγγει την αφεντιά σου,
Απ' τα παραθύρια τα ψηλά φέγγει τη γειτονιά σου,
κι' από τις πόρτες τις ψηλές φέγγει τον κόσμον όλο.


Και συνέχιζαν  τ η ς  ν ο ι κ ο κ υ ρ ά ς :

Κυρά μ' όντας στολίζεται να πας στην εκκλησία,
βάνεις τον ήλιο πρόσωπο και το φεγγάρι 'στήθι,
και τον καθάριο αυγερινό κουμπί στο φόρεμά σου.
Στη στράτα όπου πήγαινες, στη στράτα που πηγαίνεις,
οι στράτες ρόδα γέμισαν κι οι εκκλησιές θυμιάμα.
Στέκουν Αγίοι και θαμαίνονται κι' εικόνες χαιρετιούνται.
-Αγίοι μ' τι θαμαίνεστε κι' εικόνες χαιρετιώστε;
Καλοί μ' Θεός μου τόδωσε της πρώτης Παναγίας
Με τα χρυσά φορέματα αφέντης όπου μ' έχει.


Αν στην οικογένεια υπήρχε  π α π π ο ύ ς  θ' άκουγε και κείνος το δικό του:

Αφέντης πρωτογέροντα και πρώτος στα χωριά.
Πάρε την πατερίτσα σου κι' έβγα στο μεσοχώρι,
κι' αν έβρεις κι άλλα δυό παιδιά πάρτα κι αυτά κοντά σου,
κέρνα τα αφέντη κέρνα τα να πουν καλό για σένα.


Κι ακολουθούσε τ η ς  γ ρ ι ά ς,  τ η ς  γ ι α γ ι ά ς :

Κυρά μ' στα πετροκάγκελα καθόσουν ακουμπισμένη,
στατέρι φράγκικο κρατείς ζυγίζεις ξεζυγίζεις,
στους πλούσιους δίνεις εκατό και στους φτωχούς διακόσια,
και στους φτωχότερους τους δίνεις πεντακόσια.


Στο  ν ι ό  π ο υ  ε ί ν α ι  γ ι α  π α ν τ ρ ε ι ά  θα του πούνε:

Εδώ 'χουμε ένα νιό καλό και τον παντρολογούμε,
χαλεύει νύφη από σεριά, κι από καλούς ανθρώπους,
Του τάζουν στάρι' αθέριστα, μ' όλους τους θεριστάδες,
Και σαν τα θέλει δώστε τα, καλός είναι κι ας τα πάρει.


Της  κ ο π έ λ λ α ς  π ο υ  ε ί ν α ι   γ ι'  α ρ ρ α β ώ ν α :

Εδώ μαντήλια κρέμονται, εδώ μαντήλια σιώνται,
προξενητάδες έρχονται 'που μέσα απ' την πόλη,
ένας ζητάει χίλια φλουριά κι' άλλος δυό χιλιάδες γρόσια.


Του  π α λ λ η κ α ρ ι ο ύ,  τ ο ύ  π α ι δ ι ο ύ,  π ο υ  ε ί ν α ι  κ ά τ ω  τ ω ν  ε ί κ ο σ ι  χ ρ ό ν ω ν :

Παλληκαράκι μ' όμορφο με το στριφτό μουστάκι,
εσένα πρέπουν τ' άρματα, εσένα τα τσαπράζια,
Εσένα κι' άλογο καλό να περπατάς καβάλα,
Καβαλικεύεις έρχεσαι, πεζεύεις καμαρώνεις.


Αν στο σπίτι υπάρχουν ν ι ό π α ν τ ρ ο ι,  θ' ακούσουν κι αυτοί το δικό τους:

Αντρογαινίτσι νιούτσικο κι ο νιός στεφανωμένος,
που σε στεφάνωσε ο Χριστός, με το δεξί το χέρι,
με το δεξί με το ζερβί, με τόνα και με τ' άλλο.
Βάνει στεφάνια από φλουρί και τα κηριά ασημένια,
και τα στεφανομάντηλα αγνό μαργαριτάρι.


Του  μ α θ η τ ο ύ :

Κυρά μου τον γιόκα σου, κυρά μ' τον ακριβό σου
τον έλουζες τον χτένιζες στον δάσκαλο τον έστελνες,
κι' ο δάσκαλος τον έδερνε με μια χρυσή βεργούλα.
-Μωρέ που είναι τα γράμματα μωρέ που είναι ο νους σου;
-Τα γράμματα είναι στο χαρτί κι' ο νους εδώ πιο πέρα,
Εδώ πιο πέρα σ' όμορφες, ξανθιές και μαυρομάτες,
απ' έχουν τα ξανθά μαλλιά σαραντεπέντε πήχες.
Στους ουρανούς τα ίδιαζαν στους κάμπους τα υφαίνουν,
στην άκρη από την θάλασσα κάθονται και τα πλένουν.


Του  μ ω ρ ο ύ  π α ι δ ι ο ύ :

Ένα μικρό μικρούτσικο σπυρί μαργαριτάρι,
ο βασιλιάς παράγγειλε να πάει να το φιλέψει,
ένα κομμάτι μάλαμα κι ένα κομμάτι ασήμι.
Ώσπου να πάει κι ώσπου να 'ρθει το πιάσανε τα χιόνια.
Όλα τα χιόνια λυώσανε κι όλες οι βρύσες τρέχουν,
τα ντέρτια της καρδούλας μου δεν τρέχουν και δεν λυώνουν.


Τ η ς   μ ι κ ρ ή ς   κ ό ρ η ς :

Φραγκίτσα 'δω, Φραγκίτσα 'κει, Φραγκίτσα πάει στη βρύση,
Φραγκίτσαρος την καρτερεί, με δυο σπαθιά στα χέρια,
Φραγκίτσα δώσμου φίλημα, δώσμου και μαύρα μάτια.
Το πως να δώσω το φιλί, το πως τα μαύρα μάτια,
που μ' έχει μάνα μ' μοναχή, μοναχοθυγατέρα,
για να με φτιάξει παπαδιά μικρή παπαδοπούλα.


Τ ο υ   δ α σ κ ά λ ο υ:

Δάσκαλε γραμματικέ και ψάλτη κι' αναγνώστη
πούχες τον ουρανό χαρτί τη θάλασσα μελάνι,
που έψαλες την άνοιξη το Μάη με τα λουλούδια.
Σείστηκες λυγίστηκες κι έχυσες το μελάνι σου,
και βάψανε τα ρούχα σου και τα μεταξωτά σου.


Σ ε   ο ι κ ο γ έ ν ε ι ε ς  π ο υ   κ ά π ο ι ο  μ έ λ ο ς  τ ο υ ς   β ρ ι σ κ ό τ α ν  σ τ α  ξ έ ν α  τραγουδούσαν το εξής τραγούδι:

Ξενητεμένο μου πουλί και παραπονεμένο,
η ξενητειά σε χαίρεται κι εγώ έχω τον καϋμό σου.
Τι να σου στείλω ξένε μου, να σε παρηγορήσω ;
Να στείλω μήλο σέπεται, κυδώνι μαραγκιάζει.
Τα δακρυάκια είταν καυτά και κάψαν το μαντήλι,
σου στέλνω τα δακρυάκια μου σ' ένα χρυσό μαντήλι.


Σ'  ό π ο ι ο ν   έ χ ε ι   κ ο π ά δ ι α  μ ε  ζ ώ α  λένε το ακόλουθο τραγούδι:

Εδώ σε τούτα τα μαντριά, τα καγκελλοπλεγμένα,
πόχουνε χίλια πρόβατα και δυό χιλιάδες γίδια.
Σαν τα μερμήγκια περπατούν σαν τα μελίσσια βάζουν,
κι αν έχουν κι αρνοκάτσικα πολλά χορτάρια νάναι.


Οι ρίζες αυτών των τραγουδιών είναι πολύ βαθειές, μέσα στην ιστορική πορεία του λαού και είναι δημιουργήματα πολλών αιώνων εξελικτικής πορείας των ανθρώπινων δοξασιών. "

Κυριακή 19 Δεκεμβρίου 2021

Είναι το φως του τόπου μας!


"Μα και τι να πρωτοπεί κανείς για σένα, όμορφο χωριό ; Είπα να γράψω λίγα, πολύ λίγα. Κι αμέσως σαν έπιασα την πέννα στο χέρι, ξεπεταχτήκανε πολλά.

Γράψε και για μένα, και για μένα, και για μένα, Δάσκαλε, μού φωνάζουν. Και κείνοι που φύγαν και κείνοι που ζούνε.

Και τα βουνά και τα δέντρα, και τα πουλιά και τα ζωντανά, όλα, και τα χορτάρια κι οι πέτρες, και τα μονοπάτια κι οι βρύσες, και τα ποτάμια και τα χωράφια, και τ' άγρια και τα ήμερα...

Κάθε πραματάκι στο χωριό έχει και μια συμπαθητική ιστορία, που αξίζει να ρθει στο φως.

Και μεις που γεννηθήκαμε στα μικρά αυτά χωριουδάκια, μάς αρέσει να καθόμαστε κοντά σ' αυτό το ταπεινό φως. Θέλουμε να φωτιζόμαστε απ' αυτό. Δεν είναι δυνατό, ηλεκτρικό, πολλών κηριών. Είναι αδύνατο, περιφρονημένο, συνεσταλμένο.

Μα εμείς δεν το αλλάζουμε με κανένα άλλο φως. Γιατί είναι δικό μας. Είναι το φως του τόπου μας..."

[ του αείμνηστου Ευρυτάνα εκπαιδευτικού και συγγραφέα Γιάννη Βράχα (1910-1993) ]


blog "Ευρυτάνας ιχνηλάτης"

Σάββατο 11 Δεκεμβρίου 2021

Το κουνάβι



Ο αλησμόνητος Ευρυτάνας συγγραφέας Στέφανος Γρανίτσας (1880-1915), μέσα από τη συναρπαστική γραφή του, μάς συστήνει με περισσή χάρη "τα άγρια και τα ήμερα του βουνού και του λόγγου"!

Σήμερα θα γνωρίσουμε το κουνάβι ή μάλλον το... καημένο το κουνάβι όπως θα διαπιστώσετε στη συνέχεια. 

Ιδού:

----------------------------------
----------------------------------

ΤΟ ΚΟΥΝΑΒΙ

Ενώ έχει το μαλακώτερον δέρμα, τόσον, ώστε να τυλίγη τους λαιμούς των γυναικών, και ενώ ζη ως επί το πλείστον με μέλι, έχει μολαταύ­τα την σκληροτέραν ψυχήν. Εάν πιασθή εις δόκανον, θα γυρίση και θα κόψη με το στόμα του το πόδι του, πράγμα το οποίον ούτε η αλεπού, ούτε ο λύκος έχουν την ωμότητα να επιχειρήσουν.

Δύσκολον λοιπόν πράγμα να ευρεθή εις δόκανον Κουνάβι, διότι αφ’ ενός μεν αν πιασθή θα κόψη το πόδι του, αφ’ ετέρου δε δεν είναι και έξυπνον όσον η αλεπού, ώστε να μετέρχεται τα τεχνάσματά της, τα οποία πολλάκις την χαντακώνουν.

Αυτή, λόγου χάριν, ως λίαν πονηρή, γνωρίζει την μέθοδον του δοκάνου και άμα εισέρχεται εις αμπέλια ή πλησιάζη ορνιθώνας ενώνει τα πόδια της, ώστε να τα κάνη ένα, προς τον σκοπόν να μη απλώνεται εις ευρύν χώρον και πατήση επάνω εις κανένα δόκανον. Αλλ’ όπως περπατεί ή μάλλον όπως πηδά και με τα τέσσαρα μαζί, συμβαίνει να πέση επάνω εις δόκανον και τότε πιάνεται και με τα τέσσαρα. Εντεύθεν η παροιμία «η πονηρή αλεπού πιάνεται και από τα τέσσαρα». Το Κουνάβι, μη επαγγελλόμενον ευφυίαν, περιπατεί και με τα τέσσαρα πόδια του ανοιχτά, πιά­νεται επομένως από το ένα, γυρίζει τότε και τρώγει το συλληφθέν πόδι του και αφήνει υγείαν εις το δό­κανον και εις κανέν υπόλειμμα του ποδιού του.

Οι κουναβοκυνηγοί λοιπόν παρητήθησαν προ πολλού τής διά του δοκάνου μεθόδου και το κυνηγούν ως εξής. Εάν είναι χειμών ακολουθούν τα ίχνη του επάνω στα χιόνια και τοιουτοτρόπως ευρίσκουν τη φωλιά του, η οποία θα είναι ή εις την κουφάλαν κα­νενός δένδρου ή εις καμμίαν σπηλιάν. Οι κυνηγοί γνωρίζοντες ότι πάντοτε η φωλιά των κουναβιών θα έχη δύο εξόδους, τοποθετούν εις το στόμιον της μιάς εξόδου σάκκον ανοικτόν προς τα χείλη του στομίου και κατόπιν πηγαίνουν από την άλλην οπήν και το καπνίζουν με αναμένα πανιά διά να το προγκήσουν. Εκείνο πηδά να φύγη και πέφτει μέσα εις το σακκί. Επειδή δε, όπως είπα, δεν είναι πολύ έξυπνον, παρα­σύρεται πολλάκις εις τα κόλπα των κυνηγών, το προχειρότερον των οποίων είναι η τοποθέτησις κρέατος εις μέρη επικίνδυνα διά την ασφάλειάν του. Δεν είναι καθόλου φιλύποπτον, όπως η αλεπού, η οποία όταν εμυρίσθη κάποτε τοιαύτην ετοιμασίαν εις μέρος ύποπτον, ελοξοδρόμησε και είπεν:

-Ωχ αδελφέ! πρέπει να μου βάλετε και κρασί... Γεύμα δίχως κρασί δεν κάνει η αλεπού...

Πολλάκις το Κουνάβι καταδιωκόμενον χώνεται εις μίαν κουφάλαν, η οποία πιθανόν να μη έχη άλλην έξοδον, και σκαλώνει εις το υψηλότερον μέρος της, ώστε να μη ημπορούν να το τουφεκίσουν οι κυνηγοί. Τότε ανάβουν υπό την κουφάλαν άχυρα και τα κου­νάβια πίπτουν κάτω μεθυσμένα, σχεδόν αναίσθητα. Επίσης οι κυνηγοί γνωρίζουν, ότι άμα τον χειμώνα είναι μεγάλη λιακάδα, τα κουνάβια πηγαίνουν στις φωλιές των νυφιτσών, αι οποίαι έχουν την ποιητικήν ιδιοτροπίαν να της πλέκουν εις τας υψηλοτέρας κορυφάς των ελατιών. Τα κουνάβια όμως τας διώχνουν για να ηλιασθούν αυτά, οι δε κυνηγοί, οι οποίοι ηξεύρουν την αγάπην των αυτήν προς την θαλπωρήν των νυφιτσοφωλιών, πολλάκις έτυχε να τουφεκίσουν νυφίτσες για Κουνάβια, τουτέστι μπούφους για αηδόνια. Μ' όλα ταύτα οι πρωτόπειροι κουναβολόγοι (έμποροι κουνα­βιών) την παθαίνουν κάποτε και αγοράζουν νυφιτσοδέρματα ως μικροκουνάβια. Λέγεται δε ότι έγινε τόση κατάχρησις της πονηρίας αυτής εκ μέρους των χωρικών, ώστε να δημιουργηθή πλέον τάξις ειδικών κουναβολόγων.

Ωσαύτως έχει αναπτυχθή τάξις ειδικών σκύλων. Τα κουναβόσκυλα αυτά όχι μόνον δεν κυνηγούν τί­ποτε άλλο, αλλά και άμα ανακαλύψουν Κουνάβι το καταδιώκουν έως ότου το αναβιβάσουν εις κανέν δέν­δρον και αφού καταλάβουν το μέρος ώστε να το βλέ­πουν ότι είναι επάνω, γαυγίζουν, ειδοποιούντα τον κυνηγόν. Πολλά κουναβόσκυλα συλλαμβάνουν τα κου­νάβια εις το πήδημά των από τα δένδρα, αλλά, ως να γνωρίζουν πόσον πολύτιμον είναι το τρίχωμά των, τα αρπάζουν τεχνικά διά να μη τα μαδήσουν.

Το κουνάβι όπως και η αλεπού μαδά μέχρις απογυμνώσεως την άνοιξιν η οποία είναι και η εποχή των ερώτων των. Εις αυτήν δε την εποχήν αποκουτιαίνεται ώστε να ημπορούν να το πιάσουν και τα μικρά παιδιά. Λέγει ο μύθος ότι ένα Κουνάβι παρεπονείτο εις την Αλεπού κατά του Θεού, διότι νερουλιάζει τόσον τα μυαλά των την άνοιξιν. Η Αλεπού, εν τη πανσοφία της, συνέστησεν εις το κουνάβι να ευλογή τον Ύψιστον, διότι αν τούς παίρνη τα μυαλά τούς παίρνει ταυτο­χρόνως κατά την άνοιξιν και το τρίχωμά των, πράγμα το οποίον τα απαλλάσσει από τα μαρτύρια του κυνη­γιού, διότι δεν έχουν καμμίαν αξίαν άμα είναι μαδημένον το δέρμα των.

- Μπα ! είπε το Κουνάβι, για τα μαλλιά μας μάς κυνηγούν;

- Αμ γιατί σε κυνηγούν, θαρρείς; του απήντησε η αλεπού. Για να σε βάλουν δημογέροντα;

Και τοιουτοτρόπως περνούν τα μελίμηνά των θεία συνάρσει εν πλήρει ησυχία.

Τρίτη 7 Δεκεμβρίου 2021

Ο αγώνας φέρνει τη Νίκη και η επαγρύπνηση τη διαφυλάττει!



Είχαμε μια σημαντική ΘΕΤΙΚΗ ΕΞΕΛΙΞΗ όσον αφορά τον Αγώνα μας για τη σωτηρία των Αγράφων. Μια ΠΡΩΤΗ ΝΙΚΗ με πολυδιάστατη αξία!

Πρόκειται για μία πρόσφατη απορριπτική απόφαση του ΥΠΕΝ βάσει της οποίας φαίνεται να "μπλοκάρεται" η επιχειρούμενη εγκατάσταση ανεμοτεράτων στην εμβληματική Νιάλα αλλά και το Βοϊδολίβαδο Αγράφων.

(Δείτε ενδεικτικά... εδώεδώ κι εδώ).

Δεν ήταν μια "χαριστική" απόφαση. Ήταν ΚΑΤΑΚΤΗΣΗ, αποτέλεσμα του δικού μας μαχητικού αγώνα και της συνεπούς στάσης όλων εκείνων των ανυποχώρητων που δεν αποδέχθηκαν τα δήθεν "τετελεσμένα" και στάθηκαν στις επάλξεις!

Η πρώτη επίθεση της βαρβαρότητας αποκρούστηκε! Οι αλησμόνητοι νεκροί μας θα συνεχίσουν να κοιμούνται στην απόρθητη Νιάλα χωρίς να έχει βεβηλωθεί ο τόπος της θυσίας τους.
Τα πλάσματα του βουνού θα συνεχίσουν τον ελεύθερο  βίο τους στα αμόλυντα όρη μας.
Κι ο "παγωμένος αντάρτης" από ψηλά θα χαιρετά με το δικό του τρόπο εκείνους που πασχίζουν να  κρατούν το νήμα της Ιστορίας.

Όσοι βαδίσαμε σε μαζικές ή πιο μοναχικές πορείες, σε πόλεις και σε χωριά, μέσα σε βροχές και σε λιοπύρια, από το Σύνταγμα μέχρι το Καρπενήσι και την Καρδίτσα, την πεζοπορία στην ιστορική Νιάλα και την ανάβαση στο επιβλητικό Βοϊδολίβαδο, αλλά και όπου αλλού συμμετείχε ο καθένας μας υψώνοντας φωνή αντίστασης μέσα από πολύμορφες αγωνιστικές δράσεις (βλ. ενδεικτικά εδώεδώεδώ κι εδώ) - νιώθουμε σήμερα να ζεσταίνεται η ψυχή μας.

Γιατί τίποτε δεν πάει χαμένο, όταν κανείς δρα, μάχεται, αντιστέκεται!

ΟΜΩΣ, ας μην εφησυχαζόμαστε... 

Κάτι τέτοιο θα ήταν ολέθριο λάθος! Τίποτε δεν τελείωσε. Άλλωστε, η εμπειρία διδάσκει ότι μία κατάκτηση διαφυλάσσεται μόνο όταν αυτοί που την επιτυγχάνουν, επαγρυπνούν!

Συνεπώς τίθεται το καθήκον της συνέχισης του συλλογικού αγώνα αφενός για την περιφρούρηση της συγκεκριμένης κατάκτησης στην προαναφερόμενη περιοχή και αφετέρου για τη διάσωση (συνολικά) των θεόμορφων Αγράφων και του μοναδικού φυσικού κάλλους της αμόλυντης Ευρυτανίας που αποτελεί μία από τις καθαρότερες περιοχές της Ευρώπης και του πλανήτη!

Διότι τα σχέδιά τους δεν σταματούν εδώ. Στο στόχαστρο της παμφάγας ενεργειακής κερδοφορίας έχουν ήδη μπει πολλές ακόμη κορυφές των Αγράφων και όχι μόνο.

Συνεχίζουμε λοιπόν στα "χαρακώματα του δίκιου"!

Για να παραμείνουν ΟΛΑ τα βουνά μας λεύτερα.

Ο λαός μπορεί να καταφέρει τα πάντα, αρκεί να πιστέψει στις δικές του δυνάμεις. Αυτές τις τόσο πολύτιμες και ικανές δυνάμεις του, που οι αφεντάδες μας και οι ποικιλόμορφοι υπηρετίσκοι τους προσπαθούν με χίλιους δύο τρόπους και μεθοδεύσεις να τις λοιδορήσουν και να τις απαξιώσουν με στόχο να κατρακυλήσει ο κόσμος στη μοιρολατρία και την απάθεια κι έτσι να καταστεί ακίνδυνος για τους σχεδιασμούς τους.

Εμείς όμως μάθαμε ότι εύκολοι δρόμοι δεν υπάρχουν και μόνο εάν βαδίσουμε στα δύσκολα ενεργοποιώντας και πάλι τις συλλογικές μας δυνάμεις θα μπορέσουμε να σώσουμε και την Καράβα και τα Καμάρια και τη Βουλγάρα και τη Σαράνταινα και κάθε βουνό, κάθε κόκκο γης από  αυτό τον καθάριο ευλογημένο τόπο που μας δώρισε η Μάνα Φύση και που αποτελεί λαϊκή περιουσία κι όχι τσιφλίκι κάθε λογής "αρπακτικών" που ενίοτε εμφανίζονται και με εταιρικά διακριτικά.

Συνεχίζουμε, αντέχουμε, προχωράμε...

✓Να ανακηρυχθούν τα Άγραφα και η Ευρυτανία Προστατευόμενο Εθνικό Πάρκο!

ΥΓ. Κανένα βουνό ανυπεράσπιστο, κανένας υπερασπιστής του, ανυπεράσπιστος! Αλληλεγγύη-Λευτεριά στα αδέρφια που δικάζονται στην Καρδίτσα στις 7 Δεκέμβρη. Είμαστε όλοι στο πλευρό τους, από κάθε γωνιά της Ελλάδας.