Πέμπτη 28 Μαρτίου 2024

Μιλήστε σε αυτήν...


Ένας καλός τρόπος για να αρχίσετε να σκέφτεστε τη φύση : μιλήστε για αυτήν.

Ή μάλλον καλύτερα μιλήστε σε αυτήν, μιλήστε στα βουνά, στα ποτάμια, στις λίμνες, στους ανέμους, όπως στους συγγενείς σας.

(Ινδιάνικο)

blog "Ευρυτάνας ιχνηλάτης"

Παρασκευή 22 Μαρτίου 2024

Κατσαντώνης : ένα ποίημα για το μαρτυρικό τέλος του.

Σκηνή από την αναπαράσταση της "Μάχης της Σπηλιάς" στο Σίχνικο Αγράφων (2015) - Σύλληψη και θανάτωση του Κατσαντώνη * φωτό: "Ευρυτάνας ιχνηλάτης"

Παραθέτουμε ένα σπουδαίο Ιστορικό Ποίημα που ιχνηλατήσαμε από τον επικό μας ποιητή Αριστοτέλη Βαλαωρίτη και αφορά το μαρτυρικό θάνατο του θρυλικού Αγραφιώτη επαναστάτη Κατσαντώνη, αυτού του ασυμβίβαστου μαχητή της λευτεριάς και της αξιοπρέπειας που πάλεψε αλύγιστος και μέχρι τέλους ενάντια στη συνασπισμένη τυραννική εξουσία των αληπασάδων και των κοτζαμπάσηδων (βλ. εδώ αφιέρωμα του "Ευρυτάνα ιχνηλάτη" ).

Παράλληλα να υπενθυμίσουμε ότι ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης (1824-1879) είχε βαθιά Ευρυτανική καταγωγή και μάλιστα από κλεφταρματολίτικη οικογένεια καθώς ήταν απόγονος των οπλαρχηγών Χρήστου και Μόσχου Βαλαώρα, από το χωριό Βαλαώρα Ευρυτανίας!

Ιδού:

*****

Εσείς όπου τον είδετε ψηλά στα κορφοβούνια,

σταυραητοί και πέρδικες, ξηφτέρια, χελιδόνια,

ελάτε να του στήσετε τραγούδι μοιρολόγι.

Τον Κατσαντώνη πιάσανε, κλάψτε πουλιά μου, κλάψτε.

Ένας παπάς τον πρόδωκε! Μαχαίρι να του γένη

η κοινωνιά που το ’βαψε τ’ αφορεσμένο στόμα,

θηλειά κι αστρίτης στο λαιμό τ’ άγιο του πετραχήλι,

να μη βρεθή πνευματικός να τον ξεμολογήση

κι αγαπημένα δάκτυλα τα μάτια του να κλείσουν!


Το γκαρδιακό τ’ αδέρφι του, ο Γιώργος ο Χασώτης,

έξυπνος ακουρμαίνεται, κοιμάτ’ ο Κατσαντώνης.

Η ευλογιά τον έψησεν, η θέρμη τον ανάφτει.


–Ξύπν’, αδερφέ μου, ξύπνησε στον ώμο να σε πάρω·

πλακώσανε οι λιάπιδες και θα μας πιάσουν σκλάβους.

–Τρέχ’, αδερφέ μου, γλίτωσε, μη με ψυχοπονιέσαι.

Κι αν μ’ αγαπάς και πιθυμάς να πάω φχαριστημένος,

κόψε μου το κεφάλι μου μη μου το πάρ’ ο Αράπης

και φέρ’ το πάνω στ’ Άγραφα, και διάλεξ’ ένα βράχο

και δος του το να το φορή, κορφή του να το κάμη,

να το φορή, να το βαστά σαν περικεφαλαία.

Έλ’, αδερφέ μου, γλήγορα, γλήγορα να με κόψης

να πάγω κει ψηλά ψηλά, να φύγω δώθε μέσα,

νάρχονται μαύρα σύγνεφα, νάρχοντ’ αστροπελέκια

να μου θυμάνε το καπνό, να μου θυμάν’ τη λάμψι

του τουφεκιού μου, π’ ορφανό στα χέρια σου θα μείνη.

Να τ’ αγαπάς, να το φιλής, να τόχεις σαν αδέρφι.


Ο Γιώργος εκατάλαβε πως τ’ ανεβαίν’ η θέρμη,

τον άρπαξε στον ώμο του κι απ’ τη σπηλιά πετιέται.

Επήρε τον ανήφορο, στο ξάγναντο προβαίνει,

εξήντα βλέπει Τσάμιδες που τον εκυνηγούσαν.

Κάθε φορά που σίμωναν, έστενε μετερίζι

του Κατσαντώνη το κορμί κι άδειαζε τ’ άρματά του.

Χαρά στη μάνα πόκανε παιδιά τέτοια λιοντάρια!

Έτσι κυνηγηθήκανε τα δυο πιστά τ’ αδέρφια,

όσο που βγήκε ο αυγερινός κι αχνίσανε τ’ αστέρια.

Τότε λαβώθηκε βαριά ο Γιώργος στο ποδάρι,

και τους επιάσαν ζωντανούς, στα Γιάννινα τους φέραν.


Και μιαν αυγή στον Πλάτανο, που από μικρό κλωνάρι

εχόντρυνε κι επλάτυνε, βυζαίνοντας το γαίμα,

την ώρα τους την ύστερη, βαριά σιδερωμένα

του Βάλτου, του Ξερόμερου τα δυο θεριά προσμένουν.

Χίλιων λογιώνε σύνεργα, δαυλιά, σφυρί κι αμόνι

σκόρπια στο χώμα βρίσκονται κι εκείνοι τα τηράνε.

Ο Γιώργος σαν κ’ εδάκρυσε για το γλυκό του αδέρφι.

Του Κατσαντώνη μια ματιά, κ’ εστρέφεψε το δάκρυ.

Κι εκεί που διηγούντανε τονα τ’ αδέρφι στ’ άλλο

τα περασμένα νιώτα τους, την κρύα τη βρυσούλα,

το φόβο του Αλήπασα, του Γκέκα τη λαχτάρα,

έξαφν’ αστράφτ’ ένα σπαθί και γέρν’ ένα κεφάλι:

«Χριστός ανέστη, πλάκωσα!» φωνάζ’ ο Κατσαντώνης

κι ένα φιλί, στερνό φιλί από μακρά τού ρίχνει.


Μες στα κλαριά του πλάτανου, μες στα χλωρά τα φύλλα

σα νάταν στο λημέρι της, εκρύφτηκ’ η ψυχή του,

κι εκύτταζε τον αδερφό που τόνε μαρτυρεύουν.


Δυο γύφτοι τον εστρώσανε δεμένονε στ’ αμόνι

κι αρχίσανε με το σφυρί να τόνε πελεκάνε.


Σκλήθραις πετάν τα κόκαλα, σκορπάνε τα μελούδια·

νεύρα, κομμένα κρέατα σέρνονται σαν ξεσκλίδια,

και κειος τηράει τον ουρανό και γλυκοτραγουδάει:


Χτυπάτε, πελεκάτε με·

σκυλιά, τον Κατσαντώνη

δεν τον τρομάζει Αλήπασας,

φωτιά, σφυρί κι αμόνι.


Μιαν ώρα πελεκούσανε, τα χέρια τους δειλιάζαν,

οι γύφτοι βαρεθήκανε και το λαιμό του κόβουν.

Ανοιγοκλούσ’ ο λάρυγγας, μαύρο πετά το γαίμα

και μες στον κόκκινό του αφρό, μες στη βραχνή γαργάρα

μισοκομμέν’ ακούονται του τραγουδιού τα λόγια:


Χτυπάτε, πελεκάτε με·

σκυλιά, τον Κατσαντώνη

δεν τον τρομάζει Αλήπασας,

φωτιά, σφυρί κι αμόνι.


Ο πλάτανος, σαν ένιωσε στη ρίζα του το γαίμα,

αλαίμαργα το ρούφηξε να μη το πιει το χώμα,

κι εστοίχειωσε κι εθέριεψε κι άπλωσε τα κλωνάρια

τόσο χοντρά κι’ ατάραγα και τόσο φουντωμένα,

που τάβλεπ’ ο Αλήπασας τη νύχτα στ’ όνειρό του

κ’ εφώναζε κ’ ελάμπαζε μην έλθ’ εκείν’ η μέρα

που τα κλαριά του πλάτανου την Πόλι θα πλακώσουν...

blog "Ευρυτάνας ιχνηλάτης"


Τρίτη 19 Μαρτίου 2024

Το αγριοπερίστερο


Στα πλαίσια της γνωριμίας μας με "Τα άγρια και τα ήμερα του βουνού και του λόγγου" παραχωρούμε για μια ακόμη φορά το λόγο στον αείμνηστο Ευρυτάνα συμπατριώτη μας Στέφανο Γρανίτσα (1880-1915) όπου μέσα από το ομώνυμο έργο του θα μας συστήσει με τη γλαφυρή γραφή του το αγριοπερίστερο!

Ιδού: 

*****

ΤΟ ΑΓΡΙΟΠΕΡΙΣΤΕΡΟ

Στα παραμύθια της Πεντάμορφης κι η θάλασσα κι η Γη συμπονούν τους ήρωας της Αγάπης. Η Θάλασσα τους δίνει ένα φτερό ψαριού κι η Γη ένα φτερό μερμηγκιού. Αλλά τους λόγγους που είναι σαν χτένια γύρω απ’ το Παλάτι ποιος θα τους περάση για να φέρη ή να δώση ένα μήνυμα; Τα δυο Βουνά π’ ανοίγουν και κλείνουν σαν φτερά πεταλούδας, ποιος θα τα διαβή για να φέρη τ’ αθάνατο νερό; «Τότε ο Βασιληάς των πουλιών προστάζει το Περιστέρι κ.λ.π.»

Τι μεγάλοι νατουραλισταί ήταν αυτοί που έκαμαν τα παραμύθια. Τ’ Αηδόνι φέρνει και παίρνει ερωτικά μηνύματα της γειτονιάς. Καλός μεσίτης για μικροαγάπες, για μικρονταραβέρια, για θερμοζάχαρες. Τα φτερά του δεν είναι για μεγάλα πράγματα. Για τους στρατοκόπους της αγάπης που θα περάση βουνά και γκρεμνούς και θα παλαίψη με Δράκους και Λάμιες είναι το Περιστέρι. Φτερό, νους και ψυχή του «είναι μεγάλα σαν την Αγάπη».

Φτερό. Λέγουν ότι παίρνει έως 120 μίλια την ώρα. Οι ερευνηταί του πετάγματος του εσκότωσαν ένα Περιστέρι στα περίχωρα της Νέας Υόρκης και η γούλα του (ο πρόλοβός του) ήτο ακόμη γεμάτος ρύζι το οποίον δεν ήτο δυνατόν να είχε φάγη άλλου από τους ορυζώνας της Καρολίνας.

Οι λογαριασμοί λοιπόν που έκαμαν κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι διάστημα τετρακοσίων αγγλικών μιλίων το πήρε εις εξ ώρας. Ο ουρανός συμπονών και αυτός, φαίνεται, τους μνηστήρας της Πεντάμορφης, του έδωκεν όσο γαλάζιο χρώμα είχε στον αιθέρα του, ώστε να μη διακρίνεται εύκολα.

Νους. Είτε βόσκει είτε πετά, έχει τας προφυλακάς του όπως και τ’ αγριόγιδα. Αν αι προφυλακαί του ή οι κολαούζοι, όπως λέγονται, σημειώσουν την εμφάνισιν Γερακιού, αμέσως πυκνώνουν και γίνονται ένα μονοκόμματο γαλάζιο σύννεφο. Ο λόγος είναι ο εξής.

Για ν’ αρπάξη το Γεράκι ένα Περιστέρι, πρέπει πρώτα να το ζυγαριάση, τουτέστι να το σημαδέψη με το μάτι του, όπως έλεγα. Αν τα Περιστέρια είναι σκόρπια, το σημάδεμα είναι οπωσδήποτε εύκολο. Αν όμως προφθάσουν και σμίξουν, δεν κατορθώνει να πάρη στόχον. Θα πέση απάνω στο σύννεφο, εκείνο θ’ ανοίξη, και το Γεράκι θα σπάση τα στήθια του στο χώμα.

Οι κυνηγοί εξ άλλου λέγουν, ότι άμα τα ντουφεκίσης δεν μένουν πλέον δύο περιστέρια που να έχουν το ίδιο πέταμα. Αυτό που περνά τώρα έχει δέκα μι­λίων ταχύτητα, το άλλο που έρχεται πίσω έχει 60, το παραπίσω 40. Είναι τόσον δύσκολον επομένως να τους πάρη κανείς «μάτι», ώστε, αν ένας καλός κυ­νηγός με 60 τουφεκιές θα πιάση 55 κομμάτια μπε­κάτσες, είναι ζήτημα, αν με ίσον αριθμόν, σκοτώση 20 περιστέρια.

Αλλάζουν πέταγμα από τρόμο ή για να μη δώσουν «μάτι»; Πιστεύω το δεύτερον, αφού αυστηροί νατουραλισταί βεβαιούν, ότι όσα ήμερα περιστέρια είναι άσπρα δύσκολα απομακρύνονται από την αυλήν, διότι γνωρίζουν ότι το χρώμα τους δίνει στόχον στο Γεράκι.

Ψυχή. Οι κυνηγοί πιάνουν το βράδυ τις σπηλιές που έχουν τα περιστέρια τις φωλιές τους. Η σοφία με την οποίαν κατορθώνουν να μη δίνουν «μάτι» στο Γεράκι και στους κυνηγούς, δεν τους χρησιμεύει τώρα καθόλου. Τα παιδιά τους είναι μέσα στη σπηλιά και πρέπει να περάσουν να τα χαϊδέψουν, να τα φιλήσουν (φιλιώνται σαν τα περιστέρια) να τ’ αποκοιμίσουν. Αν πρόκειται να μη φθάσουν εκεί για να γλυτώσουν, το ίδιο τους είναι κι αν βρεθούν σκοτωμένα στην τσάντα του κυνηγού.

Άξιζε ή όχι ένα τέτοιο πουλί να φτερουγίζη μες στα σύννεφα των μεγάλων ηρωισμών της Αγάπης;

blog "Ευρυτάνας ιχνηλάτης"

Σάββατο 9 Μαρτίου 2024

Μια πηγή αναβλύζουσας χαράς


Ιχνηλατήσαμε ένα υπέροχο κείμενο για τη φύση και τους ανθρώπους του χωρίου Καλεσμένου Ευρυτανίας, από ένα παλιό δυσεύρετο βιβλιαράκι ηλικίας ~60 ετών που κοσμεί τη βιβλιοθήκη του "Ευρυτάνα ιχνηλάτη" και σας το μεταφέρουμε σήμερα εδώ στις ηλεκτρονικές σελίδες του. Τίτλος του: "Το Καλεσμένο Ευρυτανίας (Η φύση - οι άνθρωποι - η προσπάθεια). Συγγραφέας ο Παναγιώτης Γ. Παππάς, μετεκπαιδ. διδάσκαλος στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Τυπώθηκε στο Αγρίνιο το 1965 - Χαρτοτυπογραφικαί- βιβλιοδετικαί εργασίαι! Υποσημείωση: κατά την αντιγραφή διατηρήθηκε η ορθογραφία του πρωτοτύπου.

Απολαύστε το...

*****

Έτσι και σας φέρει ο δρόμος πάνω σε μια βουνοκορφή και απ' τ' αγνάντιο της αφήσετε λεύτερη τη ψυχή σας να πετάξη, ενώ θα δέχεστε τα πρώτα φιλιά από μια αδύναμη ηλιακτίδα για σας σταλμένη απ' το κροκοβαμμένο δίσκο της ανατολής, δεν έχετε παρά να φοβηθήτε, να ταραχτήτε από το γλυκό αναπετάρισμα του ψυχικού σας κόσμου.

Μέσα σας μια γλυκειά φορτούνα, τη στιγμή που οι δέκτες του ευατού σας, σάς φέρνουν μηνύματα απ' το πρωτόγνωρο τούτο θαύμα της φύσης. Αεράκι ανεβαίνει στη κορφή και σας ντύνει με το απαλό του, αόρατο ρούχο.

Τα χάνετε.Τι θαύμα και τούτο ! Πιάνετε τα χέρια σας, το σώμα σας να δήτε αν ξυπνητός τα βλέπετε όλα αυτά. Όσο μεγάλη θέα έχετε, τόσο πιο πολύ μέσα σας ευρύς ο ορίζοντας.

Έτσι ακριβώς θα συμβή σαν βρεθήτε ποτέ σκαρφαλωμένοι στις κορφές της ψυχής σας. Σαν πατήσετε πόδι στέρεο και ανήφορο, ανήφορο περάσετε τα φαράγγια της ψυχής και ανεβήτε λεύτερα, ν' αγναντέψετε πέρα, το μεγάλο της άνοιγμα. Ίδια σαν και πρώτα, η ίδια ανατριχίλα, το αυτό γλυκό σφίξιμο μέσα σας, αν παρατήσετε τα χαμηλά μέρη της ψυχής, αν κάνετε βήμα πέρα απ' τις ανάγκες τις βιολογικές, πιο πέρα πολύ απ' τις μικρές έγνοιες της καθημέρα, που δένουν σαν αγριόβατα τη δύναμή της, αν μέσα μας θεριέψη η θέληση και πάρετε τη μεγάλη απόφαση να υψώσετε το τρανό μάτι της ψυχής σας, τότε για σας το πρώτο χάδι της αγάπης του κόσμου, το πρώτο φιλί της χαράς.

Τι όμορφο πράγμα, τι μεγάλη κατάκτηση, να έχης και συ σκαρφαλώσει σε μια κορφή και μαζί να έχης ανέβη στ' απώγεια της ψυχής σου. Ένα διπλό ανέβασμα. Μια μεγάλη διπλοπετυχημένη προσπάθεια. Πλατύς, απέραντος γύρω ο φυσικός ορίζοντας βαθύς, ξάστερος, ευρύτερος ο άλλος της ψυχής σου.

Και τότε η μέρα μέσα σου. Ο κρυστάλλινος φακός, να δης τη φύση, τους ανθρώπους την προσπάθεια των ανθρώπων. Μια ξαστεριά, ένας γαλάζιος φρεσκοπλυμένος ουρανός. Μια πηγή αναβλύζουσας χαράς.

Γίνεται πιο μεγάλη η χαρά σου, όταν συναντήσης τέτοιους ανθρώπους σκαρφαλωμένους πάνω στις βουνίσιες ράχες και ανεβασμένους στα υψώματα της ψυχής τους.

Νοιώθεις πως η ζωή των ανθρώπων αυτών είναι μια αλυσίδα πράξεων. Όλος ο δρόμος της ζωής τους είναι μια σφυροκοπημένη σειρά από αδειάλειπτους δημιουργικούς αγώνες. Είναι ένα συνεχές ιδρωκόπημα. Το ιδρωκόπημα που καταξιώνει τη ζωή.

Σε παρασύρει η μέθη τους αδιάκοπη προσπάθεια. Για γρήγορο, κεφάτο ανέβασμα. Για ψηλότερα μέρη. Αφήνουν μέρα, τη μέρα πίσω τους τα πεδινά βαρειά μέρη και τραβούν για το ξέφωτο, το πλατύ. 

Νοιώθεις μέσα τους να φτερακάει, η λεύτερη ψυχή τους και να δυναμώνει για το μεγάλο πέταγμα. Ως σε σένα φθάνουν, οι κτύποι της καρδιάς τους και σε ζυμώνουν, με τα νέα τούτα υλικά. Λυτρώνεσαι.

Είναι σπουδαίο πράγμα, να βρίσκεσαι κοντά στους ανθρώπους, που αγωνίζονται. Να ζης αντάμα μ' αυτούς, που παλεύουν και μοχθούν καθημερινά. Να βλέπης την πάλη τους και να διδάσκεσαι τα μυστικά της ζωής από γνήσιους δασκάλους, που γνωρίζουν μόνο τον αγώνα και τη μεγάλη αρετή, να δίνωνται στην κατάκτηση της ζωής. 

Αυτό είναι το μυστικό τούτων των ανθρώπων. Η πάλη. Και παλεύουν να ημερώσουν την ψυχή τους, όπως παλεύουν, να ημερώσουν και να υποτάξουν την ατίθαση φύση.

Άλλοι μένουν εδώ και ρίχνονται και στα δύο με το ίδιο πάθος, άλλοι ξενιτεύονται, για να ριχθούν πιο πολύ στην πάλη. Και οι δύο δρόμοι είναι σωστοί. Ο σκοπός είναι ο ίδιος. Ίδιο και το τέρμα (...)

blog "Ευρυτάνας ιχνηλάτης"