Αφηγείται για τους αναγνώστες μας η Ευρυτάνισσα κυρά-Λένη…
Ο θέρος…
«Ο Ιούνιος έχει να
κάνει με το θέρο. Από το σιτάρι βγαίνει το ευλογημένο ψωμί που τρώμε. Στα δικά
μας ορεινά χωριά δεν είχαμε τότε φούρνους για να το παίρνουμε έτοιμο. Μονάχοι
μας κάναμε ολόκληρη τη διαδικασία ώσπου να βγάλουμε το στάρι μας, ύστερα να το κάνουμε αλεύρι, για να το ζυμώσει η μάνα μας, να το ψήσει και να είναι έτοιμο για το τραπέζι μας.
Το σιτάρι το έσπερναν
οι χωρικοί μας κατά τα τέλη του Οχτώβρη κυρίως σε άνυδρα οργωμένα χωράφια. Μια
παλιά παροιμία έλεγε: “Οχτώβρης και δεν έσπειρες, λίγο στάρι θα πάρεις”! Μια
άλλη πάλι: “αν ρίξει ο Μάρτης δυό νερά κι ο Απρίλης άλλο ένα, χαρά εις τον
γεωργό που ‘χει πολλά σπαρμένα”! Όλο το διάστημα, λοιπόν, μέχρι τον Ιούνιο, το σιτάρι φυτρώνει, μεγαλώνει ο κορμός του και τελικά δημιουργεί το στάχυ.
Και φτάνουμε στο
θερισμό. Τον Ιούνη τον λέγαμε και Θεριστή! Τα λίγα μικρά σιτοχώραφά μας ήτανε χάρμα οφθαλμών. Να
βλέπεις χρυσαφένια τα στάχυα να λικνίζονται στο απαλό βουνίσιο αεράκι του
Ιουνίου. Και οι χωριανοί μας έτοιμοι και κείνοι για το μεγάλο γλέντι! Και το
λέω αυτό γιατί είχε τη δική του χάρη ο θέρος. Κοριτσόπουλα σαν τα κρύα τα νερά,
αγόρια γεμάτα ζωή από το οξυγόνο του έλατου, δυνατοί άντρες, άξιες γυναίκες, δραστήρια
μικρά παιδιά, ακόμη και οι μεγαλύτεροι σε ηλικία, όλοι μαζί στο θέρο! Και με
αλληλεγγύη: σήμερα στο δικό μου το χωράφι, αύριο στου γείτονα!
Ο θέρος γινόταν συνήθως
τα βραδάκια. Αρχίζαμε τη δουλειά με τραγούδια, ανέκδοτα, γέλια και χαρές. Το
φεγγαράκι λαμπερό-λαμπερό φώτιζε όλο το σύμπαν! Δεν θα ξεχάσω ποτέ σαν παιδί
αυτό το υπέροχο αγροτικό πανηγύρι στο χωριό. Και ν' ακούς και το τσοπανόπουλο
πέρα απ’ τη ραχούλα να παίζει ερωτικούς σκοπούς με τη φλογέρα του:
“Για
σένα φεγγαράκι μου πολλά τραγούδια λένε,
λένε
τραγούδια για χαρές, τραγούδια για αγάπες.
Αχ φεγγαράκι μου εσύ, κανέναν δεν προδίδεις,
τόσα
που βλέπεις κει ψηλά και δεν μας κατακρίνεις.
Απόψε
φεγγαράκι μου θα ‘θελα να μην φέξει
να
πάω στην αγάπη μου, κανένας να μην ξέρει”.
Και
άλλα πολλά τέτοια αξέχαστα τραγούδια έπαιζαν τα βοσκόπουλα με τις γλυκόλαλες
φλογέρες τους και μας συντρόφευαν στη δουλειά.
Όλοι μαζί θερίζαμε το σιτάρι με τα δρεπάνια, μαζεύοντας χεριές-χεριές τα χρυσαφένια στάχυα.
Καθένας πάνω στο δρεπάνι του είχε χαραγμένα και τ’ αρχικά με το όνομά του. Έχω
κρατήσει για ενθύμιο αυτό της άξιας μάνας μου. Μόλις ολοκληρώνονταν το θέρισμα και συγκεντρώνονταν όλα τα "χερόβολα" με τα στάχυα, οι άντρες τα έδεναν σε δεμάτια και κατόπιν τα κουβαλούσαν με τ' άλογα ή τα γαϊδουράκια δίπλα απ' τα αλώνια όπου εκεί τα έκαναν στοίβες, τις λεγόμενες θημωνιές. Όσο για τα θερισμένα χωράφια, σε αυτά έρχονταν πια η σειρά των ζώων για να τα βοσκήσουν. Όλα τότε είχαν μια
χρησιμότητα, τίποτε δεν πήγαινε χαμένο. Έτσι γινότανε ο θέρος
στα ορεινά χωριά της Ευρυτανίας.
Το αλώνισμα…
Το
αλώνισμα γίνονταν συνήθως τον Ιούλη, γι’ αυτό και το μήνα τούτο τον λέγαμε
Αλωνάρη! Να ξέρετε όμως παιδιά μου πως το αλώνισμα δεν γινότανε τη νύχτα και
πανηγυρικά όπως ο θέρος που σας περιέγραψα πρωτύτερα. Όχι! Το αλώνισμα άρχιζε με την ανατολή του ήλιου και συνεχίζονταν
όλη μέρα μέσα στο λιοπύρι. Ήταν δουλειά σκληρή, όχι αστεία. Και όλοι βρίσκονταν επί ποδός: οι αλωνιστάδες και μαζί οι νοικοκυραίοι, άντρες, γυναίκες και παιδιά. Εμείς οι
μικρότεροι κουβαλούσαμε νερό από την πηγή στους ανθρώπους που κόπιαζαν. Τότε
δεν υπήρχαν τα ψυγεία και το νερό στο αλώνι μέσα σε λίγη ώρα κυριολεκτικά έβραζε! Κι άντε
πάλι, δώστου κι εμείς ξανά και ξανά στην πηγή φορτωμένοι με τις στάμνες. Οι γερόντισσες
μαγειρεύανε για να τρώνε οι αλωνιστές και
οι οικογένειες τα μεσημέρια που ξαπόσταιναν λιγάκι. Να σας πω εδώ, ότι ήταν και αρκετοί αλωνιστάδες, ή βαλμάδες όπως τους λέγανε, που έρχονταν από αλλού: ήσαν κάποιες παρέες
σαρακατσάνων που γύριζαν τα καλοκαίρια με τ΄ άλογά τους στα χωριά και
αναλάμβαναν αλωνίσματα. Αυτοί συνήθως πληρώνονταν σε είδος, σε καρπό δηλαδή.
Τα
αλώνια ήτανε επίπεδοι στρογγυλοί χώροι, σα μια μεγάλη υπαίθρια πίστα. Το δάπεδό
τους ήταν λιθόστρωτο. Τα έφτιαχναν σε μέρη που να τα πιάνει και ο
ήλιος αλλά και ο αέρας. Οι γεωργοί έμπηγαν στο κέντρο του αλωνιού έναν στύλο
από κέδρινο σκληρό ξύλο που τον έλεγαν “στρίγερο” και εκεί επάνω περνούσαν μια
πολύ μεγάλη τριχιά η οποία ήταν από μαλλί γίδινο, πλεγμένη όπως μια κοτσίδα και
πολύ γερή σαν καραβόσκοινο. Από εκείνη την τριχιά έδεναν συνήθως δυό άλογα. Αφού
πρώτα καθάριζαν καλά τ’ αλώνι, ύστερα έλυναν τα δεμάτια κι άπλωναν τα στάχυα από τη μια άκρη ως την
άλλη. Τότε έρχονταν η σειρά του αλωνιστή
που με το καμουτσίκι στο χέρι κέντριζε τ΄ άλογα και με φωνές και παραγγέλματα τα
οδηγούσε πότε προς τη μία κατεύθυνση έτσι όπως ξετυλίγονταν η τριχιά και πότε προς
την άλλη κατεύθυνση καθώς η τριχιά μαζεύονταν πάλι στο στύλο. Με αυτό τον τρόπο τα
ζώα φέρνανε γύρα παντού, πατώντας συνεχώς τα στάχυα μέχρι που τα κομμάτιαζαν! Κατά
το δείλι, για να υπάρχει και η βοήθεια του αέρα, οι νοικοκυραίοι με τα “δικούλια”
στα χέρια (είναι τα δικράνια, αυτά που μοιάζουν με τρίαινες) ξανεμίζανε ψηλά τα
σπασμένα στάχυα. Κάνανε δηλαδή το “λίχνισμα” και κατ΄ αυτό τον τρόπο ξεχώριζε
το άχυρο από τον καρπό. Στο τέλος με μεγάλα κόσκινα καθάριζαν καλά το σιτάρι
από τα διάφορα περιττά χοντράδια.
Το σιτάρι το έβαζαν οι νοικοκυραίοι μέσα σε τσουβάλια και το μετέφεραν στις
αποθήκες τους, μέσα στ’ αμπάρια όπως τα λέγαμε. Αυτά ήταν πολύ μεγάλα ξύλινα μπαούλα. Το
δε άχυρο το κουβάλαγαν στον αχυρώνα για να έχουν τροφή τα ζώα το χειμώνα με τα
πολλά τα χιόνια.
Στη
συνέχεια είχαμε τη διαδικασία του αλευριού. Πηγαίναμε το σιτάρι για άλεσμα στο
νερόμυλο του χωριού. Για τους μύλους θα σας μιλήσω κάποια άλλη φορά γιατί έχει
ξεχωριστό ενδιαφέρον. Εκεί, λοιπόν, το σιτάρι μετατρέπονταν σε αλεύρι και με αυτό οι
νοικοκυρές ζύμωναν το ψωμί του σπιτιού, ενώ έφτιαχναν και τραχανά,
πεντανόστιμες χυλοπίτες, γλυκά κλπ. Να σας πω με την ευκαιρία και ένα περιστατικό. Τα παιδιά πριν να πάνε το πρωί στο σχολείο τρώγανε από ένα πιάτο τραχανά.
Ήτανε μια δασκαλίτσα Αθηναία, κάπως ευαίσθητη και άμαθη στα χωριάτικα τα
χούγια. Ρωτούσε λοιπόν τα μικρά: “τι φάγατε σήμερα παιδάκια”; “Τραχανά κυρία”
απαντούσαν αυτά. Την άλλη μέρα η ίδια ερώτηση μα… και η ίδια απάντηση! Και έτσι
πήγαινε συνέχεια! Είχε να το λέει η καλή δασκάλα: “Βρε τι θα γίνει με δαύτα; Τραχανά
και τραχανά και κάθε μέρα τραχανά”! Και όμως εκείνα τα παιδάκια ήταν όλα με
μαγουλάκια κόκκινα, είχαν ψυχική ηρεμία και ζούσαν χαρούμενα και υγιή μέσα στην
ολοκάθαρη ευρυτανική φύση που μεγαλώνανε.
Ήταν
όμορφα χρόνια παρά τις δυσκολίες. Είχαμε την προκοπή μας. Μα όλα αυτά έσβησαν
με τον ερχομό των γερμανών ναζήδων που έφεραν τον όλεθρο σε όλη τη χώρα. Έτσι και στην Ευρυτανία. Μας κάψανε τα χωριά, μας λήστεψαν, μας
σκοτώσανε. Αγωνίστηκε τότε ο λαός μας αδελφωμένος με το ΕΑΜ μπροστά και καταφέραμε
και τους διώξαμε. Μετά τους Γερμανούς όμως ήρθανε οι Άγγλοι και οι Αμερικανοί που
μας κάθισαν κι αυτοί στο σβέρκο και μας οδήγησαν στον εμφύλιο. Τότε το κράτος μας
εξόρισε απ’ τα χωριά μας, ξεσπιτώθηκε ο κοσμάκης, καταστράφηκαν οι σοδειές και
τα χωράφια. Τίποτε πια δεν ήταν όπως πριν. Ρήμαξε η ύπαιθρος, κι έτσι πήρανε τα
μάτια τους και τα βλαστάρια μας και ξενιτεύτηκαν στα πέρατα του κόσμου. Ήταν η
εποχή που γράφτηκαν τα πιο πονεμένα τραγούδια. Αχ, της ξενιτιάς ο καημός είναι
αγιάτρευτος (“τα ξένα παίνατα, μα μην τα περπατείς”).
Σήμερα, οι ίδιοι τυράννοι ξανάρχονται με άλλη μάσκα. Δου-Νου-Του, Τρόικα, Αμερική, Ευρωπαϊκή Ένωση. Η μπότα ξαναπάτησε αυτό τον άγιο τον τόπο. Και μας λέει ξεδιάντροπα το γερμανικό το κράτος ότι δεν χρωστάει τίποτε σε αυτό το λαό!! Αλλά με τέτοιες κυβερνήσεις, πουλημένες στην ξένη ακρίδα, τι να περιμένει κανείς; Όμως υπάρχει και ο λαός, γιατί στο λαό μας ανήκει αυτός ο παράδεισος που λέγεται Ελλάδα, δεν είναι η χώρα μας τσιφλίκι μερικών χαραμοφάηδων πολιτικών και πέντε-δέκα ζάμπλουτων οικογενειών. Εμείς θα τους διώξουμε ξανά. Και η ύπαιθρος που διαλύθηκε θα πρέπει ν’ αναστηθεί. Γιατί αυτή η γη μάς έθρεψε και από αυτή τη γη θα αναγεννηθούμε ξανά.
Αισθάνομαι μεγάλη
υπερηφάνεια που κατάγομαι από τη λεβεντογέννα Ευρυτανία και χαίρομαι πολύ
παιδιά μου που σας ενδιαφέρει η παράδοση του τόπου μας. Να είστε γεροί και να
αγωνίζεστε για μια καλύτερη ζωή. Μην το βάζετε ποτέ κάτω εσείς οι νέοι, εδώ
εμείς περάσαμε τόσα και δεν παραδοθήκαμε στη μοίρα!»
Ήταν μια διήγηση της
κυρά-Λένης για το blog "Ευρυτάνας ιχνηλάτης"