Ένα σπαρακτικό οδοιπορικό
στα πληγωμένα χωριά μας.
Από την Κρικελιώτισσα "Ακευσώ"
για τους αναγνώστες του blog "Ευρυτάνας ιχνηλάτης"
Κούτσα-κούτσα, ο Φλεβάρης σκαρφαλώνει στον θρόνο του Δωδεκάμηνου.
Τ’ αδέρφια του κοιτάζουν αφ’ υψηλού. Ύστερα από 4 χρόνια υφαρπαγής ωρών από τον «Κούντουρο», τον «Σημαδεμένο», ξεθηλυκώνουν τη φιλευσπλαχνία τους και του ρίχνουν στον κορβανά 8,640 δευτερόλεπτα!! Μια ολόκληρη μέρα, την 29η, εστεμμένος δραγάτης, βροχάρης, χιονιστής, κλαδευτής.
Κι αυτός «βαθύτατα υπόχρεως!!!» σταυροστραβοποδιάζεται σ’ έναν χορό αλλόκοτο, ξεχνώντας ν’ ανοίξει τις φλέβες του, να τρέξουν λεύτερα τα υπόγεια νερά του, να πλημμυρίσουν ζωή τα στήθια της Γης.
Ο Ήλιος, απόλυτος μονάρχης στις αλάνες τ’ ουρανού, φωτοστεφανώνει τις παγερές μέρες…
Μάταια, η Βασίλισσα του Χιονιά, προσπαθεί να ξυπνήσει τις νιφαδοθυγατέρες της ν’ αρματώσουν τη νυφιάτικη πομπή για να θαμάξει ο κόσμος τα πάλλευκα προικιά, να δει μια άσπρη μέρα…
«-Παράτα μας! της αντιμιλάει μια επαναστατημένη νιφαδούλα. Πού να πέσουμε; Στη χώρα του αγαπημένου μας Εύρυτου, έχει στήσει ο Χάροντας χορό. Τα χωριά ερήμωσαν. Όλοι πήραν των ομματιών τους, κυνηγώντας ο καθένας τη δική του χίμαιρα. Παιδιά δεν υπάρχουν. Παράτησαν το κρυφτό στις φυσικές κρυψώνες και ξεγελάστηκαν στη γλύκα του κυνηγητού σε λάγνες πολιτείες, σε ψηφιακές ηδονές. Με ποιόν θα παίξουμε χιονοπόλεμο; Με ποιόν θα φτιάξουμε της καρδιάς μας τον χιονάνθρωπο; Σε ποιόν θα γίνουμε στρωσίδι γλιστερό για να κυλήσει τις στεναχώριες του; Ποιός χωραφιάρης θα μας παρακαλέσει να χιονοστολίσουμε μέρες πολλές τα χωράφια για να ‘χει το καλοκαίρι χρυσή σοδειά;»
Πάγωσαν τα λόγια της στον αέρα. Και ξεπάγωσαν μέσα μου την κατεψυγμένη μου πεθυμιά, να πάρω τη «δανεική» μέρα του Κούτσαβλου και να την περπατήσω στα λόγγια και στα βουνά.
Ασυννέφιαστος ο ουρανός.
Στο Κρίκελλο, καμμιά δεκαπενταριά τζάκια καπνίζουν τη μοναξιά τους, στρίβοντας τον καπνό τους σε μηνύματα s.o.s., που μέχρι να φτάσουν ψηλά, έχουν χαθεί.
Άδειοι οι δρόμοι….
Οι μόνιμοι κάτοικοι πενήντα όλοι κι όλοι, διαβάτες των –ήντα, κλεισμένοι στα σπίτια τους, παίζουν δηλωτή με τη μοναξιά τους.
Τρεις-τέσσερις γάτες γλιστράνε στους πάγους, νιαουρίζοντας να ζευγαρώσουν την εφταψυχιά τους.
Νεκρική σιγή και στη Δομνίστα. Δυό μικρά παντοπωλεία ανοιχτά, υπέργηρα κι αυτά, καρτεράνε τους 20 πελάτες τους να εξαργυρώσουν της ερμιάς τους το τίμημα.
Και μετά… χωριά-φαντάσματα… Σκοπιά… Άγιος Χαράλαμπος… Καστανούλα... Ροσκά...
Ανοίγω ορθάνοιχτα τα μάτια να υποδεχτώ την ομορφάδα της φύσης, τη ζεστασιά της ντομπροσύνης των κατοίκων. Μα τα σπίτια στέκουν βουβά. Διπλές οι αμπάρες στα ξωπόρτια. Σκουριασμένες σιδεριές στα παράθυρα. Άσπαρτοι κήποι. Χορταριασμένες αυλές.
Χτυπάω, φωνάζω:
-Είναι κανείς εδώ;
Άκρα του τάφου σιωπή… Βρόγχος πνιγηρός στη σκέψη. Κανείς δεν ξεπροβάλλει να μας καλημερίσει, να μας βρέξει τα σωθικά με του τσίπουρου την αγιοσύνη, να μας φιλέψει απ’ τα ολόδικά του καλούδια, να μας ξαλέσει χωρατά και κουτσοκέφαλα, να μας ζωντανέψει ζωές αλλοτινές, παγωμένες σε ξεθωριασμένες φωτογραφίες του τοίχου.
Οι παιδικές χαρές ορφανεμένες. Οι κούνιες πάνε πέρα-δώθε απ’ το σπρωξίδι του αέρα.
-Κούνα μας! Πιο ψηλά πήγαινέ μας! Τον παρακαλάνε. Να μην πεθάνουμε στης ακινησιάς τα πλοκάμια, μέχρι τον Ιούνιο, που θα ‘ρθουν οι φίλοι μας να μας ζεστάνουν με τα γέλια τους και τα ξαφνιάσματά τους.
Άφωνη, αργοσέρνω το βλέμμα σε γκρεμισμένα σπίτια. Ψηλά στ’ αγκωνάρια διαβάζω : «Χτίστηκε στα 1929, κάηκε στα 1942 και ξαναχτίστηκε….»
Σ’ έναν οβολιό από πέτρες, κείτονται μισοπεθαμένες εικόνες, μισοσβησμένες θύμησες, μακρινοί ήχοι: Σαρακο-φαγωμένα δοκάρια, θρυμματισμένα τζάμια, κιτρινισμένες στεφανοθήκες, ανάπηρες σαρμανίτσες, σακατεμένοι αργαλειοί, ξεβαμμένες φλοκάτες, μυστικά χωνεμένα σε ξεκοιλιασμένα μαξιλάρια, υμέναιοι ευτυχίας σε σιδερένια κρεβατοδεσίματα, μοιρολόγια μακρόσυρτα στου τζακιού το παραγώνι, ιστορίες μισοτελειωμένες στ’ αδραχτιού το ξύλο για πρωτολάτες της Λευτεριάς, για γυναίκες-αερικά, ζαλωμένες φαί, ρούχα, πυρομαχικά για τους λεβέντες των βουνών… Όλα, ένα κουβάρι στριφτοκομποθιασμένο στης Απόγνωσης τα λανάρια.
Ένα οδοιπορικό θανάτου, στα χωριά που κάποτε έσφυζαν από ζωή. Οι κάτοικοί τους έδωσαν πνοή αναστάσιμη στον τόπο, πέρασαν δια πυρός και σιδήρου και επέζησαν. Ξανάχτισαν πέτρα-πέτρα τ’ αλώνια της ύπαρξής τους για να χορεύουν πάνω τους ελπιδολάλητα παιδιά κι εγγόνια. Ονειρεύτηκαν να ‘ναι οι πόρτες ανοιχτές, να μη μείνουν μόνο σε χάρτες και πινακίδες τα ονόματα των πατρίδων τους. Ονειρεύτηκαν να ‘χουν αυτάρκεια, αλληλεγγύη, να μην τους πουλάνε κάθε χρόνο οι εταιρείες το δικό τους μεταλλαγμένο σπόρο, να μην εξαναγκάζονται να χρεώνονται από τις τράπεζες για να ξεπερνάνε τη δυστοκία των ημερών. Ευχήθηκαν να ‘χουν δίπλα τους έμπρακτο το ενδιαφέρον της εξουσίας. Αυτή, όμως, κωφεύει στο «κύκνειο άσμα» των χωριών, ακονίζει τα ψαλίδια της και πετσοκόβει άνανδρα τα 4 γράμματα της ζωής…
Στις πλατείες, στέκουν άπνοες οι προτομές των Ηρώων. Μισοσβησμένα τα ονόματα των υπέρ πατρίδος πεσόντων. Κάνω προσκλητήριο νεκρών. Δίπλα μου η Ηχώ δανείζεται τη φωνή μου και την απλώνει σε σάρες και καταράχια, σε γκρεμούς και διάσελα. Κι αυτή τρέχει, σκαρφαλώνει, σκοντάφτει, ματώνει, μπήγει τα σπλάχνα της βαθιά στο χώμα και τραγουδάει:
«Ήρωες άπαρτα βουνά, ήρωες με δώδεκα ζωές.
Κάστρα του Ολύμπου και του Παρνασσού φαντάσματα.
Ήρωες μέσα στα χαλάσματα….».
Γίνεται Κραυγή-Ανάθεμα για όσους βάλανε την υπογραφή τους στον ξολοθρεμό της αγροτιάς. Για όλους τους «Γενίτσαρους» που αρπάζουν, χρόνια τώρα, τα παιδιά μας «τα πιο εύμορφα, τα πιο έξυπνα», τα ρίχνουν στον «Μινώταυρο» της κίβδηλης ευζωίας, στους «Λαβύρινθους» της ματαιοδοξίας και του σκοταδισμού.
Μουντζώνει «τους πολιτικάντηδες» που φούσκωναν τα μυαλά των κατοίκων με παραμύθια της Χαλιμάς, φερμένα απ’ της ξενιτιάς τα σαπιοκάραβα. Τους έπεισαν ν’ αφήσουν το «Ησιόδειον άροτρον», και να κυνηγήσουν τη μισότυφλη Λάχεση στα εργοστάσια, στις οικοδομές, στα ορυχεία….
Διαολοστέλνει όσους με τα άπνοα σχέδιά τους και τις χρεωκοπημένες τους συνειδήσεις τσιμέντωσαν ταφόπλακα βαριά κι ασήκωτη στης υπαίθρου τα σπίτια.
Αφορίζει όσους ψευδοπροφήτες «ευαγγελίζονται!» στου «Θα» τ’ απονέρια, αναπλάσεις, αναβαθμίσεις, αναπαλαιώσεις σ’ ένα μέλλον βαθύζοφο. Και το μόνο που κάνουν καλά, γιατί έχουν δασκαλευτεί στα θρανία του αστικού-καπιταλιστικού τέρατος, είναι, να μοιράζουν «άρτον και θεάματα» για να μην κινδυνεύει η βασιλεία τους. Ξοδεύουν χρήματα σε έργα ανωφέλευτα, σε χορούς και πανηγύρια, σε φολκλορικά συναπαντήματα, κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού που τα χωριά μας νεκρανασταίνονται λίγο, μέσα απ’ «όνειρα θερινής νυκτός».
-Χλιμάρες! Γράφουν τα δάκρυα στον ουρανό της καρδιάς μου.
-Σαούρα! Σφυρίζει ο χειμωνιάτικος άνεμος στα φυλλώματα.
Τ’ ακούνε τα ελάφια, οι λαγοί, τα ζαρκάδια, οι κοκκινολαίμηδες και χώνονται πιο βαθιά στις φωλιές τους.
-Μην κλαις! Μου ψιθυρίζουν τα κέδρα, καθώς το βλέμμα μου δραπετεύει στην «Πιετά της Μάνας-Φύσης». Έλατα ημιθανή, γερμένα στην αγκαλιά των αδερφών τους με τις κορφές ψυχορραγούσες στην ανοιχτοσύνη του Σύμπαντος, μινυρίζουν :
«-Ηλί, Ηλί, λαμά σαβαχθανί;»
Αρχοντοθρεμμένες καστανιές, εκατοχρονίτισσες τροφοδρότρες, υψώνονται κατάξερες, αρνούμενες να προσυπογράψουν το πιστοποιητικό θανάτου τους.
Ακοίμητοι φρουροί τα θεόρατα βράχια.
-Πού βρήκες, Δημιουργέ, τόση αγριάδα, τόσα κοτρώνια, και τα ρίζωσες σε τούτη την πολύπαθη γη; Γιατί δεν κράτησες στα σακούλια της προσφοράς Σου, λίγο «καλλίβωλον» χώμα να το ισιάξεις, να το καλλιεργήσουν τα παιδιά Σου και να μην ξοριαστούν στα τετραθέμελα της οικουμένης;
Ο μοναδικός δρόμος που ενώνει τα χωριά, παρατημένος, φαγωμένος σε πολλά σημεία, με τους γκρεμούς να χάσκουν, με πέτρες που ξεκολλάνε από ψηλά και δεν ξέρεις πότε θα σκοτώσουν περαστικό.
Και μέσα σε όλη την εγκατάλειψη, ξεπροβάλλει πανύψηλος ένας πέτρινος όγκος που διαλαλεί την απαντοχή του Χρόνου. Μπροστάρης περήφανος, εκατόμματος βιγλάτορας, σημαιοφόρος στρατηλάτης, ένας έλατος. Γεννημένος άκρη-άκρη στων λιθαριών τη σχισμάδα, στέλνει αγωνιστικούς χαιρετισμούς στ’ απάτητα βουνά μας. Δίπλα του, φιγούρες αφαιρετικές, σμιλεμένες με κοφτερές λεπίδες, βαμμένες με τα χρώματα του θυμού και της αντάρας, αγρυπνούν. Ανάμεσά τους, νιογέννητα ελατάκια σκαρφαλώνουν στο φως, βυζαίνοντας την πίκρα της μοναξιάς τους, περιμένοντας τον Αύγουστο, ν’ ανηφορίσουν τα παιδιά στων παππούδων τους τα ριζιμιά, να θαυμάσουν το ανείδωτο, να φωτογραφηθούν, ξεδιπλώνοντας τα γέλια τους στα ριζά του πέτρινου δάσους.
Σε τούτη την περπατησιά μου, στην Πολιτεία της Λήθης, ένα γεράκι μόνο ισοζύγιαζε τη λευτεριά του, πάνωθέ μου, φτερουγίζοντας το δικό του «νόστιμον ήμαρ».
Κι ένας ήχος ζωντανός, καθάριος, γάργαρος, απ’ των νερών το κουτρουβάλιασμα, που κύλαγαν να συναντήσουν το ποτάμι τους. Ήταν η δροσιά του θεόσταλτη, να μου ξεπλύνει τη θλίψη, να φυτέψει στα σωκήπια του θυμητικού μου όλο το μεγαλείο των στολιδιών της Γης. Να μου θυμίσει πως αυτή η Μάνα θα ‘ναι εκεί να περιμένει στις εμπατές της όλα της τα «ξενιτεμένα», να τα γλυκονανουρίσει στους κόρφους της, να τους λύσει το ζωνάρι της ερημιάς, να τους κάνει κοινωνούς στα μυστήριά της.
Ήταν ένα διαλεχτό κείμενο
από την "Ακευσώ" του Κρίκελλου
(στο blog "Ευρυτάνας ιχνηλάτης")