Ένα blog με διάθεση εξερεύνησης σε γνωστές και άγνωστες πτυχές της Γης και της ανυπότακτης Ιστορίας των Ευρυτάνων
Πέμπτη 31 Δεκεμβρίου 2020
Σάββατο 19 Δεκεμβρίου 2020
Ο φυλακισμένος γιος στα κάτεργα της εθνικοφροσύνης και το σπαρακτικό Χριστουγεννιάτικο γράμμα της μάνας...
"Αυτή, λοιπόν, τη μοίρα επιφύλαξε ο αγγλοαμερικάνικος ιμπεριαλισμός κι ο δοσιλογισμός στις Μάνες της Εθνικής μας Αντίστασης...."
Ο αείμνηστος Ευρυτάνας Γεωργούλας Μπέικος (Κλειτσός Ευρυτανίας 1919 - Μόσχα 1975), ένας σπουδαίος λαϊκός αγωνιστής και πρωτοεμπνευστής/συντάκτης του περίφημου "Κώδικα Ποσειδώνα" αυτής της εμβληματικής χάρτας της Λαϊκής Εξουσίας (βλ. εδώ και εδώ), σε μια προσωπική εξομολόγηση τότε στα "πέτρινα χρόνια" μέσα από το θάλαμο μελλοθανάτων του μοναρχοφασιστικού καθεστώτος.
Εκεί όπου, το 1949, βιώνει αρχικά την ξαφνική είδηση του θανάτου του πατέρα του, που έφυγε με το παράπονο της ήττας, και μεταγενέστερα (1953) το επισκεπτήριο-εξομολόγηση της μάνας του για τα απίστευτα δεινά και τους ηθικούς εξευτελισμούς που υπέστη η οικογένεια, σε συνάρτηση και με ένα σπαρακτικό γράμμα που του στέλνει λίγο αργότερα, τα Χριστούγεννα της ίδιας χρονιάς, με το βαθύ πόνο μα και την αδιόρατη ελπίδα της μάνας που προσμένει..
Αυτοί οι λαϊκοί αγωνιστές που ήταν... τίποτα γι' αυτούς και όλα για τους άλλους, πλήρωσαν με βαρύ τίμημα την επιλογή να παλεύουν για τον εξανθρωπισμό του ανθρώπου!
Το εξαιρετικό κείμενο εμπεριέχεται στο δίτομο έργο του ίδιου του Γεωργούλα Μπέικου, που κοσμεί και την προσωπική μας βιβλιοθήκη και φέρει τον τίτλο : "Η λαϊκή εξουσία στην Ελεύθερη Ελλάδα" (εκδ. Θεμέλιο 1979).
Ιδού το σχετικό απόσπασμα:
======================
"Ο γέρος μας πέθανε, ξεσπιτωμένος και φαρμακωμένος για την ήττα μας, το 1949 στη Λάρισα. Ήμουνα στο θάλαμο μελλοθανάτων τότε στη Λαμία. Τρεις μήνες πεθαμένος ο πατέρας, δε μου το γράψανε, δεν το ΄ξερα, έγραφα εγώ στον πεθαμένο!
Και μια μέρα ήρθε στην απομόνωση ο Γιωργαλής ο Κουτσοπάνος.
Και πάνω στην κουβέντα απ' το παραθυράκι του υπόγειου μού λέει:
"Μωρέ σκατοτύχη, τώρα να πάει κι ο γέρος που ΄χε τόσες γνωριμιές!" - εννοούσε πολιτικά μέσα για να μην μ΄ εκτελέσουνε.
Σύξυλος εγώ.
-"Τ' είπες, βρε Γιωργαλή; Πέθανε ο πατέρας μου;"
Σύξυλος κι ο συγχωριανός μου, που δε φανταζότανε να μην το ξέρω, τρεις μήνες τώρα! Ας είναι!...
Ούτε να τον κλάψω δε γινότανε εκεί στο θάλαμο μελλοθανάτων...
Τόνε θάψανε στο νεκροταφείο της Λάρισας κι η μάνα μου πλήρωσε να φυλάνε τον τάφο. Τον Ιούνη του 1953 περνώντας μεταγωγή για τις φυλακές στα Τρίκαλα βρέθηκα στο Τμήμα Μεταγωγών στη Λάρισα, όταν, κατά σύμπτωση είχε έρθει κι η μάνα μου σ' αυτή την πόλη με σκοπό να ξεθάψει το γέρο και να πάρει τα κόκαλά του στο χωριό να τ' αποθέσει στο Κοιμητήρι. Έμαθε το πέρασμά μου, ήρθε στο τμήμα.
Οχτώ χρόνια είχα να την ιδώ.
-Δεν τον βρήκα τον πατέρα σου, μου είπε κλαίγοντας. Τον ξέχωσαν, τον πέταξαν! Άλλον, φρεσκοθαμμένο, βρήκαμε στον τόπο του. Ούτε τα κόκαλά του, παιδάκι μου, ν' αξιωθούν να γυρίσουν στο χωριό! Τέτοια μαγκούφα τύχη, δεν του άξιζε του μακαρίτη. Τον πέταξαν! Μούιτε παπάς του νεκροταφείου, μούιτε νεκροθάφτες ξέρουν να σου δώκουν απόκριση. Τι να κάμω κι εγώ δεν ξέρω. Έφυγε ζωντανός απ΄ το χωριό, να γυρνούσε, ας ήταν και μια κάσα κόκαλα! Ούτ' αυτό!...
Σκούπισε τα μάτια της. Εμένα μ΄ έπνιγε κόμπος, δεν μπορούσα να βγάλω λέξη. Τελικά την παρηγόρησα:
-"Υπομονή, μάνα! Εσύ να ΄σαι γερή. Αυτός πάει πια, ο Θεός ας τον σχωρέσει. Κακό, που δεν τον βρήκες, μα τίποτα δε διορθώνεται, μη χολοσκάς!"
-Θυμάσαι τι σου 'λεγα; Ένα κέδρινο παλούκι! Κι όχι μαρμαρένια πλάκα, που μου 'ταζες. Ένα κέδρινο παλούκι, να τον έβρισκα.... Ένα κέδρινο παλούκι. Κι είχε τέσσερα παιδιά, ο μακαρίτης! Και βιό που βόγγαε και την υπόληψή του. Και πάει πλανταγμένος. Ναι, ναι, πλανταγμένος, δε σου το 'πα. Δεν πέθανε έσκασε! Έσκασε απ' το κακό του.
-"Μυαλό, μωρέ, ήταν αυτό που το φόραγαν αυτά τα παιδιά;"- το 'λεγε και το ξανάλεγε μέρα νύχτα, Και τραντάζονταν από τα νεύρα του, δυό δε δύνονταν να τον κρατήσουν στο κρεβάτι, ήθελε να σκοτωθεί.
-"Να ξαρματωθούν, έλεγε, στα καλά καθούμενα, να τους πάρουν και το σουγιά οι κατσ' κοκλέφτες μια ζωή! Και να κάτσουν, μωρέ, να τους πιάσουν στο γιατάκι και να τους βάνουν στο σημαδόβολο (σκοποβολή, εδώ εννοούσε τις εκτελέσεις) οι Σαμαροκώτσηδες κι οι πάσα κερατάδες, ε, δεν το 'λεγα, δεν το 'βαζε ο νους!"
Κι έσκασε! Ήταν νοικοκύρης, να πάει σαν τουρκόγυφτος; Τι να πω τώρα στο χωριό; Δε θέλω να βάλουν οι π'τάνες άσπρη βαμπακέλα (μαντήλα σ΄ ένδειξη χαράς). Θα πω ότι τον βρήκα κι έβαλα τα κόκαλα στο Κοιμητήρι στη Λάρισα, έτσι θα πω. Καλύτερα έτσι να πω. Τον πόνο σου, παιδάκι μου, μην τον βγάζεις στο παζάρι, στον περιγελάν.
Τα 'λεγε αυτά η γριά και ποτάμι το κλάμα. Κι εγώ δεν είχα λόγια να της απαντήσω. Αισθανόμουνα ένοχος, βαριά ένοχος που δε δώσαμε σ' αυτούς τους γέρους τη χαρά της νίκης, που την περιμένανε, τήνε πιστέψανε, τη λαχταρούσανε, προσφέρανε ότι δυνότανε γι' αυτή...
Κι η μάνα μου συνέχισε:
-Κι εγώ τώρα στο χωριό σα δαυλί καμένο μοναχή... Θα πεθάνω και θα με φαν οι γάτες... Όσου να βρωμίσω να πάρουν είδηση οι γειτόνοι... Και μοιρολογάω κλαψοπούλι της νύχτας. Κάθουμαι κουκουβάγια κι αφουγκραίνουμαι τους αέρηδες να σκούζουν στα παραθυρόφυλλα... Που... τους διάλεγε ο μακαρίτης ο πατέρας σου.
...................................................................
Τα Χριστούγεννα της ίδιας χρονιάς πήρα ένα γράμμα της, τ' αντιγράφω:
"Μ΄ έφαγε η μοναξιά. Δεν την νταγιαντάω άλλο. Έλεγα θα 'ρχόσουν αυτά τα Χριστούγεννα. Δε βαστιέται η ερημιά. Δεν είμαι αυτή που ήξερες. Τι να σου γράψω που ρωτάς; Ότι δε θα προκάνεις; Ολούθε πονίδια έχω, Κι αδυνάτισα, πολύ αχάμνηνα! Δε βλέπω. Με πατερίτσες πάω, όπου πάω. Και ποιος να μου βάλει έναν κέδρο στον κεφάλι να βρεις το κιβούρι μου, σα γυρίσεις; Να μην πάω σαν τον πατέρα σου... Αγριεύει το μυαλό μου τη νύχτα. Κι ο ύπνος δε με πιάνει. Ανάβω ένα κερί στη μέση στην κάμαρη, το κολλάω στο πάτωμα. Για τους πεθαμένους μας. Και τους μοιρολογάω.
Τη μέρα πάω κούτσα-κούτσα στα χωράφια, για να ξεσκάω. Κι εκεί ξεραίνω τα έλατα και τα κλαριά με τα τραγούδια μου. Λέω τραγούδια για τους σκοτωμένους και μοιρολόγια για τους φυλακωμένους.
-"Μάνα, με τους πολλούς σου υγιούς, μην πολυκαμαρώνεις! Ο ένας θα πάει αρματωλός, ο άλλος θα γίνει κλέφτης. Τον τρίτο τον καλύτερο θα τόνε παρ' ο Χάρος..."
Θα κλείσω τα μάτια και θα πάω με την καρδιά καμένη... Δε μου το χρωστάει ο Θεός ούτε να σε ιδώ, ούτε να με ιδείς. Τι του καμα;
...Κι έλεγα πως θα 'ρχόσουν φέτο τα Χριστούγεννα... Δόλια μάνα βλέπεις..."
Η μάνα μου δεν ξέρει γράμματα. Υπαγορεύει. Κι ύστερα απαιτεί να της διαβάσεις τι έγραψες. Δε δέχεται να της αλλάξεις μήτε λέξη, δεν αντέχει τις ελληνικούρες.
Αυτή, λοιπόν, τη μοίρα επιφύλαξε ο αγγλοαμερικάνικος ιμπεριαλισμός κι ο δοσιλογισμός στις Μάνες της Εθνικής μας Αντίστασης. Τα εγγόνια τους χρωστούνε τον ό ρ κ ο της Εκδίκησης. Το ηφαίστειο του μίσους ας μη σιγήσει στις καρδιές τους. Η Νέμεση είναι θεά ελληνική. Κι αδερφή της Θέμιδας...."
Κυριακή 13 Δεκεμβρίου 2020
Να ζεις στην Ευρυτανία το Σωτήριον Έτος 2020
Για την Πανδημία στην Ευρυτανία
Άρθρο - παρέμβαση του Γιώργου Μ. - Καρπενήσι
στο blog "Ευρυτάνας ιχνηλάτης"
Πόσο αξίζει η ανθρώπινη ζωή;
Η απάντηση που θα έδινε κάθε λογικός άνθρωπος θα έπρεπε να είναι: η αξία κάθε ανθρώπινης ζωής είναι ανεκτίμητη.
Αν όμως απευθυνόσουν σε ένα αστό οικονομολόγο πχ από αυτούς που συνέταξαν την έκθεση Πισσαρίδη, και ΑΝ ήταν ειλικρινής, θα σου απαντούσε τελείως διαφορετικά: η ανθρώπινη ζωή κοστίζει, όσο μπορεί να πληρώσει αυτός που την έχει για να τη διατηρήσει.
Αυτή είναι η κυρίαρχη ιδεολογία (αυτός είναι ο καπιταλισμός, θα έλεγε κάποιος άλλος) και με αυτή οδηγό ασκείται η πολιτική στο χώρο της υγείας. Είτε στο Μπουένος Άιρες, είτε στο Μπέργκαμο, είτε στη Μπουρκίνα Φάσο είτε στο Καρπενήσι η ζωή σου αξίζει αν έχεις να πληρώσεις γι’ αυτή.
Αυτή η βασική αρχή, η μετατροπή της υγείας και της ζωής σε εμπόρευμα, εξηγεί πολλά από τα «ακαταλαβίστικα», πολλά από τα «λάθη» και τις «παραλείψεις» της κυβέρνησης την περίοδο της πανδημίας. Πολύ απλά γιατί δεν είναι ούτε «λάθη» ούτε «παραλείψεις» ούτε τόσο «ακαταλαβίστικα». Συνειδητά, για να κερδοφορήσουν οι καπιταλιστικοί όμιλοι, γέμισαν 100% αεροπλάνα και βαπόρια το καλοκαίρι, συνειδητά αύξησαν τα νοσήλεια στις ιδιωτικές κλινικές, συνειδητά δεν προμηθεύουν μοριακούς αναλυτές στα νοσοκομεία για να δουλεύει ο ιδιωτικός τομέας κ.ο.κ
Έτσι, λοιπόν και στην Ευρυτανία, όπως και στην υπόλοιπη Ελλάδα: είναι απλά λάθος και σφάλμα το ότι ο πληθυσμός της υπαίθρου έχει αφεθεί στο έλεος; Και συμβαίνει μόνο τώρα αυτό; και οι προηγούμενοι τι έκαναν; πριν την πανδημία δεν πεθαίναμε εγκαταλειμμένοι; Θυμάστε το περιστατικό πέρυσι στο Λιθοχώρι; Πέντε ώρες έκανε να πάει το ΕΚΑΒ κι ο άνθρωπος πέθανε… Πόσα τέτοια ξέρουμε; Πόσες τέτοιες τραγικές ιστορίες κουβαλάει τούτος ο τόπος;
Η πανδημία στην Ευρυτανία
Για αρκετούς μήνες η Ευρυτανία ήταν συνώνυμο της κατά Μητσοτάκη-Τσιόδρα και Σία επιτυχημένης διαχείρισης της πανδημίας. Ντόπιοι άρχοντες (sic) επιδαψίλευαν δάφνες στους εαυτούς τους και καμάρωναν για την covid free Ευρυτανία. Ο καθένας είχε την δική του ερμηνεία: άλλος έλεγε για την Προυσσιώτισσα, άλλος για το τσίπουρο, άλλος για το ευρυτανικό DNA…
Εκείνη την πρώτη περίοδο, που όλοι ήταν μέσα στα μέλια, όσοι υποδείκνυαν τα στραβά, ήταν εκτός κλίματος, ξινοί που στενοχωριούνται για τις επιτυχίες της σοφής μας κυβέρνησης. Και ξινότεροι όλων οι κουκουέδες που ζητούσαν μέτρα για τη θωράκιση των δομών υγείας και πρόνοιας του Νομού. Παρ’ όλα αυτά, τις ανησυχίες μας τις συμμερίζονταν αρκετοί, αρκετοί άκουγαν προσεκτικά. Άλλωστε ήταν και αρκετοί που είχαν αρχίσει να βιώνουν τις επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης.
Οι συμβολικές κινητοποιήσεις την ημέρα δράσης για την υγεία και στην πρωτομαγιά αν και είχαν μια απήχηση δεν μπορούσαν αντικειμενικά να διαταράξουν το κλίμα ευδαιμονίας των ντόπιων εκπροσώπων της κυρίαρχης πολιτικής. Δεν ίδρωνε το αυτί τους για τίποτα. Κουβέντα για το Νοσοκομείο, τσιμουδιά για το Θεραπευτήριο, άκρα του τάφου σιωπή για την πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας. Κι ας μην υπήρχε γάντι, μάσκα, στολή προστασίας ούτε για δείγμα.
Το καλοκαίρι όλοι ήταν ανακουφισμένοι και οι κάτοικοι του Καρπενησίου και των χωριών προσπαθούσαν να μαζέψουν τα κομμάτια τους. Όλοι οι μεροκαματιάρηδες του Νομού προσπαθούσαν να σώσουν ό,τι σώζεται. Να επιβιώσουν για να γυρίσουν σε μια «κανονικότητα». Όχι «κανονικότητα» σαν αυτή που έταζε ο Μητσοτάκης με φόντο το ηλιοβασίλεμα της Σαντορίνης. Κανονικότητα οι άνθρωποι εννοούν μεροκάματο, ψωμί στο τραπέζι, να μπορούν να σπουδάσουν παιδιά, να στείλουν λεφτά στο φαντάρο, να μην χρωστάνε τα φάρμακα του γέροντα.
Πάλι σφαλιάρες: τα παιδιά που θα έφευγαν για σεζόν στα νησιά να βιώνουν τον εκβιασμό του ξενοδόχου, οι κτηνοτρόφοι να βιώνουν τον εκβιασμό του έμπορα και τις επιπτώσεις του καταρροϊκού πυρετού, οι επαγγελματίες την αναδουλειά.
Όλο αυτό το διάστημα φυσικά τίποτε δεν έγινε για να πούμε ότι έχουμε νοσοκομείο για να νοσηλευτούμε αν κολλήσουμε. Μοναδική διαφορά η πρόσληψη μερικών επικουρικών νοσοκόμων και μια καλύτερη διευθέτηση. Για να βγουν οι εφημερίες επιστρατεύονταν το φιλότιμο των ελάχιστων ειδικών γιατρών και οι αγροτικοί γιατροί.
Το να φτιαχτεί και να επανδρωθεί μονάδα ΜΕΘ στο Καρπενήσι θεωρούνταν (και θεωρείται) «πεταμένα λεφτά». Ο Πέτσας απλώς, με τον κυνισμό που τον διακρίνει, ομολόγησε αυτά που οι υπόλοιποι ντρεπόντουσαν να ξεστομίσουν.
Γιατροί για να μας γιατρέψουν; Δύο ειδικοί παθολόγοι, όλοι κι όλοι και ένας πνευμονολόγος που όταν ήρθε, στήθηκαν πανηγύρια. Πανηγύρια στον 21 ο αιώνα για τα αυτονόητα, αυτά που θα έπρεπε να είναι λυμένα εδώ και δεκαετίες. Όταν όμως η κυρίαρχη αντίληψη θέλει το νοσοκομείο μιας πρωτεύουσας νομού απλό πολυϊατρείο που θα έχει ένα γιατρό από κάθε ειδικότητα, ε τότε ναι ο δεύτερος γιατρός περισσεύει…
Τι κι αν φωνάζαμε; Οι «αρμόδιοι» κάνανε βαρκάδες στη Λίμνη, αγκαζέ νεοδημοκράτες και συριζαίοι.
Η προσδοκία να ανοίξουν τα σχολεία με όρους ασφάλειας γρήγορα αντικαταστάθηκε με την ανησυχία γονέων, μαθητών, εκπαιδευτικών. Σε μια περιοδεία στα σχολεία με τον δημοτικό σύμβουλο της Λαϊκής Συσπείρωσης, διαπιστώσαμε ότι σε όλες τις βαθμίδες υπήρχαν τμήματα ακόμα και με 25 ή 27 μαθητές, ελλείψεις εκπαιδευτικών, ελλείψεις σε καθαρίστριες. Ήταν φανερό ότι τα σχολεία σε ενδεχόμενο ξέσπασμα επιδημίας εύκολα θα μετατρέπονταν σε εστία υπερμετάδοσης. Κι αυτό όταν ήδη τα κρούσματα πανελλαδικά είχαν πάρει την ανηφόρα και φαινόταν ότι ήταν θέμα χρόνου να χαθεί ο έλεγχος.
Στις 15 Οκτώβρη, με την επίμονη δουλειά των κομμουνιστών, αλλά και άλλων αγωνιστών εργαζομένων, πέντε εργατικά σωματεία και ο Αγροτοκτηνοτροφικός Σύλλογος Αγράφων οργάνωσαν συγκέντρωση για την υγεία όπου μπήκε συγκεκριμένο πλαίσιο πάλης. Στο κοινό ψήφισμα που υιοθετήθηκε αναφέρονταν:
«… τα «ήξεις αφίξεις» της κυβέρνησης όσον αφορά τα μέτρα αντιμετώπισης της πανδημίας, τα ελλιπή μέτρα και πρωτόκολλα στα σχολεία, και οι τεράστιες ελλείψεις στο Σύστημα Υγείας εντείνουν την ανησυχία για τις εξελίξεις του επόμενου διαστήματος».
Αυτή η κινητοποίηση -που ενόχλησε πολύ- μπορεί και πρέπει να αποτελέσει καμπή για το εργατικό κίνημα στο Καρπενήσι. Γιατί πέρα από τη μαζικότητα ήταν η πρώτη φορά μετά από δεκαετίες που έγινε κατορθωτή μια συσπείρωση σωματείων σε ταξική βάση και σε αντιπαράθεση με την κυβερνητική πολιτική.
Εν τω μεταξύ την 28 η Οκτωβρίου το Καρπενήσι πλημμύρισε τουρίστες από Θεσσαλονίκη και Αθήνα. Ήταν πια θέμα χρόνου να επέλθει το ξέσπασμα.
Τα πρώτα κρούσματα συνέπεσαν με τα λοκ ντάουν. Επισήμαινε τότε η Κομ. Οργάνωση Ευρυτανίας του ΚΚΕ: «… Δεν θα χρειαζόταν λοκντάουν αν υπήρχαν σοβαρά πρωτόκολλα στα σχολεία, στα Μέσα Μεταφοράς, αν δεν παιζόταν «η κολοκυθιά» με τις μάσκες… Άλλες θα ήταν οι δυνατότητες προστασίας της υγείας του λαού αν είχαν φτιαχτεί οι 3500 ΜΕΘ, αν είχε προσληφθεί το απαραίτητο αναγκαίο προσωπικό που έχει ανάγκη η χώρα βάσει της έκθεσης του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας…».
Γρήγορα, η κατάσταση πήρε τη μορφή χιονοστιβάδας. Ο κόσμος κλείστηκε στα σπίτια του, όμως τα κρούσματα συνέχισαν να πληθαίνουν. Μπορεί οι μοριακοί έλεγχοι που γίνονταν να ήταν κάμποσοι, όμως δεν γίνονταν δειγματοληπτικά και σταθμισμένα στον πληθυσμό, αλλά όπου εμφανιζόταν κάποιο κρούσμα…... Το χειρότερο όμως ήταν ότι τα αποτελέσματα των ελέγχων πολλές φορές καθυστερούσαν να βγουν με αποτέλεσμα να μην υπάρχει σαφής και έγκαιρη επιδημιολογική εικόνα, ενώ και η ιχνηλάτηση παρουσίαζε αδυναμίες, όπως και ο έλεγχος της καραντίνας όσων ήταν θετικοί και των στενών τους επαφών.
Την ίδια στιγμή, οι διάφοροι μηχανισμοί κατέγραφαν λαμπρές επιδόσεις σε πολλά σπορ: στην στοχοποίηση («αυτός μας έφερε τον ιό, έχει παιδί στη Θεσσαλονίκη), στην καταστολή μέσω προστίμων, στις «πατρικές» νουθεσίες («να φυλάγεστε») στον καταλογισμό όλων των ευθυνών στους κατοίκους («τι θέλετε; καμιά δεκαριά χιλιάδες ΜΕΘ;» ή «όποιος κολλήσει θα φταίει ο ίδιος» κ.α). Τελευταίο, αλλά όχι έσχατο, η επίθεση στις «ψεκασμένες αντιλήψεις» και στους «αρνητές του ιού», ξεχνώντας όμως ότι αυτές τις αντιλήψεις οι ίδιοι τις καλλιέργησαν με την αλλοπρόσαλλη πολιτική τους, ενώ ανοιχτά και οι ίδιοι φλέρταραν με τους φορείς αυτών των αντιλήψεων όταν ήμασταν …covid free. Τώρα οι «ψεκασμένοι» είναι ο βολικός εχθρός για να κρύψουν τις ευθύνες τους για την κατάσταση που έχει δημιουργηθεί. Πραγματικά, η υποκρισία τους σπάει κόκκαλα. Αυτοί που καταλογίζουν δεξιά και αριστερά ατομικές ευθύνες, ποτέ δεν διανοήθηκαν να αναλάβουν τις δικές τους ατομικές και συλλογικές ευθύνες για το πώς φτάσαμε ως εδώ.
Τώρα πια, η εικόνα είναι πολύ δύσκολη. Υπάρχει μεγάλη διασπορά του ιού που απ’ ότι φαίνεται μετατοπίζεται προς την Δυτ. Ευρυτανία, η οποία σε ένα βαθμό σώζεται επειδή είναι αραιοκατοικημένη. Το παράδειγμα του Ραπτόπουλου είναι χαρακτηριστικό: ενώ υπάρχουν διασωληνωμένοι από την προηγούμενη εβδομάδα, οι μοριακοί έλεγχοι δεν έγιναν κατευθείαν, αλλά με καθυστέρηση. Άλλωστε, όταν υπάρχει μόνο ένα συνεργείο του ΕΟΔΥ που να πρωτοπάει; Φυσικά δεν υπήρξε καθυστέρηση στη… συκοφαντία αφού οι ασθενείς κατηγορήθηκαν ότι γλεντούσαν σε κάποια γιορτή (αλήθεια, ποιος άγιος γιόρταζε;). Και μπορεί η κατηγορία να διαψεύστηκε, ωστόσο η ρετσινιά έμεινε.
Σήμερα, μετράμε τρεις νεκρούς, έξι διασωληνωμένους και πολλές δεκάδες ενεργά κρούσματα. Στην κλινική covid του νοσοκομείου νοσηλεύονται περίπου 15 ασθενείς, ενώ ο πνευμονολόγος και ο ένας ειδικός παθολόγος είναι εκτός επειδή νόσησαν. Μένει ένας (!) παθολόγος να τα βγάλει πέρα με 10-12 μέρες συνεχή εφημερία, ενώ ταυτόχρονα το νοσηλευτικό προσωπικό παλεύει για να μην νοσήσει γιατί τότε θα κλείσει το νοσοκομείο. Οι εργαζόμενοι έχουν φτάσει στα όρια της κατάρρευσης ενώ κλήθηκε γιατρός που νοσούσε από covid να διασωληνώσει 32χρονο ασθενή! Και ενώ συμβαίνουν όλα αυτά, η ΝΔ και ο ΣΥΡΙΖΑ καβγαδίζουν για το ποιος από τους δυο βούλιαξε περισσότερο το νοσοκομείο!
Μάλιστα ο βουλευτής της ΝΔ το πάει ένα βήμα παραπέρα: μαλώνει όποιον κάνει κριτική ότι δήθεν επιδιώκει «μικροπολιτικά οφέλη». Πόσο θράσος χρειάζεται για να το εκστομίζει αυτό ειδικά ο συγκεκριμένος άνθρωπος;
Σήμερα, 12 Δεκέμβρη, η μεγάλη πλειοψηφία του κόσμου είναι κλεισμένη μέσα.
Βασιλεύει ο φόβος και η οργή.
ΤΩΡΑ όμως, κι όχι μετά, ΤΩΡΑ είναι η ώρα ο καθένας να βγάλει τα συμπεράσματα του και να αποφασίσει με ποιους θα πάει και ποιους θα αφήσει. Κανένας δεν θα μας σώσει, μόνοι μας έχουμε το χρέος να σηκωθούμε από τον λάκκο που μας έχουν ρίξει.
Και σίγουρα δεν θα μας σώσουν όλοι εκείνοι που τόσα χρόνια μας παράτησαν στην τύχη μας, εκμαύλισαν συνειδήσεις, εξανδραπόδισαν τους κτηνοτρόφους, έκλεισαν τα εργοστάσια, λεηλάτησαν τον πλούτο του τόπο μας, περιθωριοποίησαν τους «ενοχλητικούς».
Η πανδημία κάποια στιγμή θα τελειώσει, όμως τα βάσανα που περνάμε τώρα δεν πρέπει να ξεχαστούν. Αν μη τι άλλο, αυτή την περίοδο φάνηκε τι αξία έχει ο καθένας:
Ποια αξία έχει ο γιατρός κι ο νοσοκόμος, ποια αξία έχει ο δάσκαλος, ποια αξία έχει ο εργάτης καθαριότητας, ο υπάλληλος στο σούπερ μάρκετ, ο ντελιβεράς, ο κτηνοτρόφος και τόσοι άλλοι.«Είναι οι φτωχοί, οι δικοί μας, οι δυνατοί, είναι οι ξωμάχοι κι οι προλετάριοι…» που λέει κι ο ποιητής. Χωρίς αυτούς, χωρίς τον εργαζόμενο λαό δεν επιβιώνουμε ούτε μια μέρα.
Χωρίς τους άλλους, μεγαλοσχήμονες που καταβροχθίζουν εκατομμύρια θα περνούσαμε μια χαρά!
Μπορούμε λοιπόν!. Έχουμε τη δύναμη να βαδίσουμε μαζί, να ζητήσουμε ζωή κι όχι απλά επιβίωση. Έχουμε το δικαίωμα να ζήσουμε με αξιοπρέπεια στα αγαπημένα μας βουνά και όχι μια χαμοζωή γεμάτη βάσανα και αγωνία!
Άρθρο - παρέμβαση του Γιώργου Μ. - Καρπενήσι
Τρίτη 8 Δεκεμβρίου 2020
"Σαν να το ζώνη τρανή λύπη..."
ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΜΟΥ
Ω! νάτο!νάτο, ξεπροβάλλει
με τα λευκά του τα σπιτάκια
που τα στολίζουν μύρια κάλλη
και μοιάζουνε με παλατάκια.
Δροσόλουστο κι ανθολουσμένο
σκορπάει γλυκειά μοσχοβολιά
Ω! το χωριό μ' τ' αγαπημένο!
σαν ανθισμένη μυγδαλιά.
Ω! νάτο! νάτο το αυλάκι
με το τρεχούμενο νερό
Ω! νάτο! νάτο το ρεματάκι
που παίζαμε ένα καιρό.
Ω! νάτο!.. ίδια όλα μένουν
η ΚαμαρόΡουσ' η Ξυνή
το λαγκαδάκι που λευκαίνουν
και μια εκκλησούλα μακρυνή.
Ω! να το σπίτι μου Ω! νάτο!
που μέσα είμαι γεννημένος
στέκει ολόλευκο χιονάτο
το σπίτι πουμ' αναθρεμμένος.
Το ίδιο είναι ούτε τρίχα
δεν μεταβάλθηκε σ' αυτό
ό,τι μικρό παιδάκι είχα
το βρίσκω πάλι το κρατώ.
Το ίδιο μα κάτι του λείπει
και μένει αμίλητο κρυφό
σαν να το ζώνη τρανή λύπη
κι έχει παράπονο κρυφό.
Το σπίτι που αχολογούσε
χίλιες φωνές δαιμονικά
και από κλάματ αντηχούσε
και από γέλια παιδικά.
Βουβάθηκε!.. μικρούς μεγάλους
τους πήραν δυο τρανά θεριά
του χάρου το δρεπάνι άλλους,
κι άλλους η μαύρη ξενητιά.
Κάτι με σέρνει στο χωριό μου
κάτι μακριά του μ' απωθεί
το βλέπω πάντα στ' όνειρό μου
πάντα η ψυχή μου το ποθεί.
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ
(ΤΥΜΦΡΗΣΤΟΣ) 1905
ΥΓ. "Συναντήσαμε" το... θέμα στην πετρόχτιστη βρύση της Ανατολικής Φραγκίστας, γενέτειρα του Ευρυτάνα λογοτέχνη Δημήτρη Παπαδόπουλου - "Τυμφρηστού" (1870-1930) και συγγραφέα, μεταξύ άλλων, και του εμβληματικού έργου "Η Ωραία του Πέραν"!
Τρίτη 1 Δεκεμβρίου 2020
Ευρυτανική πρασόπιτα
Από την Ευρυτάνισσα κυρά-Λένη
για τους αναγνώστες του blog "Ευρυτάνας ιχνηλάτης"
Στην Ευρυτανία από παλιά οι νοικοκυρές έφτιαχναν πολλές και διαφορετικές πίτες. Να ξέρετε, παιδιά μου, ότι τότε ήταν φτωχικά χρόνια και δεν υπήρχαν και πολλά κρέατα στη διατροφή μας. Άντε να τρώγαμε κρέας μια φορά το μήνα ή το πολύ-πολύ μία στο δεκαπενθήμερο. Αν κάποιος συγχωριανός μας πούλαγε καμιά γίδα, όσοι μπορούσαν αγόραζαν από κάνα κιλό. Κι αυτό διότι εκείνοι που διέθεταν κάποια λίγα αιγοπρόβατα, τα είχανε πιο πολύ για να συντηρούν με τα προιόντα τους την οικογένεια και όχι για να τα καταναλώνουν άσκοπα οι ίδιοι. Όσο για το ψάρι; κάπως σπάνιο ήταν κι αυτό... όταν τύχαινε να πάει κάποιος μέχρι το ποτάμι, κι αν βέβαια αυτό είχε ψάρια εκείνη την εποχή, ίσως να έφερνε καμιά πέστροφα ή κάποιο άλλο μικρό ψαράκι για καμιά τηγανιά! Βέβαια από κοτόπουλα, κουνελάκια και γαλακτοκομικά είχαμε αρκετά! Επίσης και από κηπευτικά, υπήρχαν σχεδόν τα πάντα, από τα δικά μας τα κηπάκια!
Οι πίτες που φτιάχναμε με κάθε λογιών χορταρικά είχαν όμως... την τιμητική τους! Και ήτανε αρκετές. Θα αναφέρω μερικές από αυτές: Σπανακόπιτες, τυρόπιτες, κολοκυθόπιτες, καλαμποκόπιτες (ζυμαρόπιτες), γαλατόπιτες, τραχανόπιτες και πιο σπάνια τα Χριστούγεννα καμιά κρεατόπιτα με χοιρινό κρέας και χυλοπίτες!
Η πιο συχνή και πεντανόστιμη πίτα ήταν η παραδοσιακή μας πρασόπιτα!
Γι' αυτό σας δίνω τη συνταγή ώστε να μάθετε να την φτιάχνετε και εσείς η νέα γενιά!
ΥΛΙΚΑ:
*Για την παρασκευή των φύλλων θέλουμε :
1/2 κιλό αλεύρι, λίγο λάδι σε ένα φλυτζανάκι του καφέ και λίγο αλατάκι.
**Για να φτιάξουμε τη γέμιση χρειαζόμαστε :
1,5 κιλό πράσα, δύο τουλάχιστον ματσάκια φρέσκα κρεμμυδάκια, 1/2 κιλό τυρί φέτα, 1/2 κιλό κλωτσοτύρι (αν δεν βρείτε, τότε βάλτε ανθότυρο), 3 αυγά, και ένα νεροπότηρο λάδι. Αν σε κάποιους αρέσουν κι άλλα μυρωδικά χόρτα (όπως για παράδειγμα σέσκουλο) μπορούν να προσθέσουν. Εγώ συνήθως δεν βάζω, προτιμώ την πιο παραδοσιακή συνταγή για την οποία αρκεί το άρωμα από το πράσο και το φρέσκο κρεμμυδάκι.
ΕΚΤΕΛΕΣΗ:
Καθαρίζουμε σχολαστικά τον πάγκο μας για να λάμπει από καθαριότητα.
Ζυμώνουμε ώστε η ζύμη να βγει μαλακή. Πάντα ζυμώνουμε με κρύο νερό. Αφήνουμε για λίγη ώρα τη ζύμη να "ξεκουραστεί" και μετά την κόβουμε κομματάκια-κομματάκια στο μέγεθος μπιφτεκιού!
Στη συνέχεια παίρνουμε τον ξύλινο πλάστη και ξεκινάμε να ανοίγουμε τα φύλλα.
Τα φύλλα είναι 7 στον αριθμό και λίγο χονδρούτσικα!
Πλένουμε με άφθονο νερό τα πράσα και τα κρεμμύδια. Κατόπιν τα ψιλο-κόβουμε και τα τοποθετούμε σε μια λεκανίτσα. Ρίχνουμε αρκετό αλατάκι και τα τρίβουμε πολύ καλά με τα χέρια μας. Τα αφήνουμε για 10 λεπτά...
Ύστερα τα ξε-πλένουμε με πολύ νερό μέσα στο σουρωτήρι. Τα στίβουμε πολύ καλά και τα βάζουμε σε μία λεκανίτσα.
Εδώ να πω ότι κάποιοι μπορούν, αν θέλουν, να ζεματίσουν τα πράσα και τα κρεμμύδια για την αψάδα.
Τρίβουμε με τα χέρια μας τα τυριά, κι αυτά επίσης, σε κάπως χονδρούτσικα κομματάκια.
Χτυπάμε τα αυγά και τα ρίχνωμε μέσα, όπως επίσης και το λάδι.
Αλάτι δεν θα βάλουμε τώρα, διότι περιέχει το τυρί. Τα ανακατεύουμε όλα μαζί πολύ καλά.
Στη συνέχεια, λαδώνουμε το ταψί μας και απλώνουμε μέσα σε αυτό το πρώτο φύλλο. Μετά το ραντίζουμε από άκρη σε άκρη με τη γέμιση που φτιάξαμε, κατόπιν απλώνουμε το επόμενο φύλλο στο οποίο επαναλαμβάνουμε ξανά το ίδιο, δηλαδή ραντίζουμε και πάλι, και συνεχίζουμε με αυτό τον τρόπο ώσπου να τελειώσουνε τα 7 φύλλα.
Αφού στρώσουμε και το τελευταίο φύλλο μας, κατόπιν κόβουμε την πίτα σε τετράγωνα κομμάτια ή "μπακλαβαδωτά"! Την αφήνουμε να ψηθεί στο φούρνο μας στους 180 βαθμούς, για μία περίπου ώρα.
Αν έχετε και γάστρα για να ψήνετε, τότε το αποτέλεσμα θα είναι απίστευτα πιο νόστιμο! Όπως και να 'χει, ενδιάμεσα πρέπει να προσέχουμε την πίτα για να μην μας αρπάξει. Όταν ροδίσει, τότε τη σκεπάζουμε με μια λαδόκολλα.
Αυτή είναι η παραδοσιακή μας ευρυτανική πρασόπιτα και... καλή σας όρεξη!!!