Παρασκευή 23 Δεκεμβρίου 2011

Χωριάτικα Χριστούγεννα


Αφηγείται η κυρά-Λένη…

Παιδιά μου να ξέρετε ότι όσο μεγαλώνει ο άνθρωπος τόσο ο νους του γυρίζει στα παλιά σαν τ’ αλαργινό πουλάκι που ψάχνει ξανά για την πρώτη του φωλιά. Εκείνα τα Χριστούγεννα που έχουν χαραχτεί πολύ βαθιά στη δική μου μνήμη ήταν αυτά που έζησα σαν παιδί, και λίγο πιο μετά σα νέα, τα πρώτα χρόνια μετά το 1950. Το '50 με τον «επαναπατρισμό» γυρίσαμε ξανά στα χωριά μας. Από το '47 μας είχε διώξει κακήν κακώς ο στρατός γιατί πολλά χωριά της Ευρυτανίας ήτανε ανταρτοχώρια και το κράτος δεν ήθελε να βρίσκουν οι αντάρτες μας αποκούμπι και ψωμί από τους χωρικούς. Σκορπίσαμε, τότε, στους πέντε ανέμους, άλλοι στην Αθήνα, άλλοι στ’ Αγρίνιο, άλλοι μέσα στο Καρπενήσι και όπου βάζει ο νους. Όταν επιστρέψαμε -όχι όλοι- κοιτάγαμε να ξαναστήσουμε νοικοκυριό απ’ το τίποτα! Εμείς ήμασταν ορφανά, αφού ο πατέρας μας χάθηκε άδικα στα δίσεκτα εκείνα χρόνια και η μάνα μας η ηρωίδα άνοιξε τις φτερούγες της σαν περιστέρα και μας προστάτεψε και μας ανάστησε τίμια. Ξέρω, ξέρω, θέλετε να μάθετε κι’ άλλα για τότε, όμως τούτα θα σας τα πω άλλη φορά, σας το υπόσχομαι. Σήμερα θα σας μιλήσω για τα Χριστούγεννα και πως τα ζούσαμε εκείνα τα χρόνια.
Από το φθινόπωρο τα προσμέναμε πως και πως και περισσότερο εμείς τα παιδιά. Πώς να μην τα περιμένουμε, αφού τα Χριστούγεννα ήταν η γιορτή της ξεγνοιασιάς και μικροί μεγάλοι ξέραμε ότι τις μέρες εκείνες θα παίρναμε χαρά που τόσο την είχαμε ανάγκη εκείνα τα δύσκολα τα χρόνια. Θυμάμαι, λοιπόν, που το φθινόπωρο βγάζαμε, από κάτι ψευτοααμπελάκια στις πατωσιές και από κάτι κληματαριές, το μούστο που τον βάζαμε μέσα σε ξύλινα βαρελάκια. Η μητέρα μας έβγαζε λίγο κρασάκι και έφτιαχνε και μουστοκούλουρα. Οι άντρες του χωριού βγάζανε το τσίπουρο κι εκεί να δείτε γλέντι και τραγούδι και ας είχαμε μαύρη φτώχεια. Πιο πολύ όμως θυμάμαι τα φθινοπωρινά νυχτέρια με τα «ξεφλουδίσματα»! Αραδιάζαμε σωρό τα καλαμπόκια σε ένα δωμάτιο, εκεί μέσα στα φτωχόσπιτά μας, μαζεύονταν και οι γειτόνοι τα βράδια και καθόμασταν όλοι μαζί ολόγυρα και τα ξεφλουδίζαμε ως αργά. Πολλές φορές πιάναμε και το τραγούδι, φτιάχναμε και κανένα γλυκό, χαλβά ας πούμε, μερικοί βράζανε μέχρι και τραχανά! Οι άντρες σιάχνανε τα τσιγάρα τους στο φύλλο του καλαμποκιού, αυτό το μέσα-μέσα που ήτανε λεπτούλι και ψιλό. Έτσι τα κάνανε τότε τα τσιγάρα τα στριφτά, με λίγο καπνό που βάζανε στην άκρη στο χωραφάκι τους. Τα «ξεφλουδίσματα» κρατούσανε πέρα ως το Νοέμβρη. Είχαμε και τη σπορά, για να βγάζουμε και λίγο σιτάρι στα ορεινά μέρη μας!

Σαράντα μέρες πριν από τα Χριστούγεννα ξεκίναγε και η νηστεία. Εδώ που τα λέμε αναγκαστική πιο πολύ ήτανε, μπας κι είχαμε τότε κρέατα κάθε μέρα; Που και που τρώγαμε κρέας. Κάθε οικογένεια μεγάλωνε, τότε, κι ένα γουρουνάκι για τα Χριστούγεννα. Το ταΐζαμε καλαμπόκι, τριφύλλι, διάφορα χορτάρια του βουνού, όλο υγιεινές τροφές. Μια φορά με ρώτησαν κάποιοι νέοι σαν εσάς, αν του δίναμε και αποφάγια. Και τους είπα: «που να βρεθούν βρε παιδιά μου για να δώσουμε και στο γουρουνάκι, πείνα υπήρχε τότε, όχι περίσσευμα»!!! (γέλια).
Την προπαραμονή της μεγάλης γιορτής κάποιοι έμπειροι χωριανοί ετοίμαζαν το γουρουνάκι και το άφηναν λίγο να σιτέψει. Μετά φτιάχνανε από τα έντερα τα λουκάνικα με λίγο πράσo μέσα, αλατάκι, πιπεράκι, και τα κρεμάγανε στο κατώι. Εμείς πηγαίναμε στη βρύση και πλέναμε καλά-καλά το κρέας με το καθαρό τρεχούμενο νερό. Το κόβαμε σε λωρίδες, το αλατίζαμε με χοντρό αλάτι, το παστώναμε δηλαδή, μέσα σε ξύλινα δοχεία, τις καρδάρες, για να διατηρείται. Όταν θέλαμε να μαγειρέψουμε, βγάζαμε μια λωρίδα, την ξαλατίζαμε και τη μαγειρεύαμε. Το λίπος το βάζαμε μέσα σε ένα καζάνι σε φωτιά δυνατή και το ανακατεύαμε καλά-καλά με ξύλινες κουτάλες. Αυτό έλιωνε και κατόπιν το αδειάζαμε σε κάποιο καθαρό δοχείο και το χρησιμοποιούσαμε για βούτυρο. «Γλίνα» το λέγαμε. Μερικά μικρά κομματάκια κρέας που απέμεναν μαζί με λίπος, αυτά ήτανε οι «τσιγαρίδες». Ωραίες γινότανε, λουκούμι, μακάρι να είχαμε καμία τώρα δα που μιλάμε! Τίποτε δεν πήγαινε χαμένο εκείνα τα δύσκολα χρόνια, όλα τα αξιοποιούσε ο κόσμος. Αφού να φανταστείτε την κύστη του ζώου, την «κατρίτσα» που λέγαμε, την παίρναμε για «δώρο» εμείς τα παιδιά, τη φουσκώναμε και παίζαμε μπάλα. Τέτοιες μπάλες είχαμε τότε και κάτι άλλες φτιαγμένες από τυλιχτά κουρέλια. Για τα κοριτσάκια σκαρώνανε κάποιες πάνινες κούκλες, από κουρελάκια κι’ αυτές!
Θυμάμαι και το Χριστουγεννιάτικο τοπίο στην Ευρυτανία. Τι να σας πω παιδιά μου! Όσοι μεγαλώνετε στις πόλεις τέτοια ομορφιά δεν έχουν δει τα μάτια σας. Τότε, εκείνα τα χρόνια, έκανε και χιόνια πολλά, μπόια ολόκληρα. Να πέφτουν αργά- αργά οι άσπρες πεταλουδίτσες και να ντύνουν τον τόπο όλο. Έβλεπες τα έλατα, χιλιάδες δέντρα, στολισμένα στα ολόλευκα, τις βελανιδιές να καμαρώνουν σα νυφούλες μέσα στα άσπρα πέπλα τους και τα ψηλά βουνά ολόγυρα βαρυφορτωμένα από το χιονιά. Και η παγωμένη αστροφεγγιά να σου γαληνεύει την ψυχή. Σαν παραμύθι, ήτανε! Και τα τζάκια μας να καπνίζουν και να σκορπάνε τη μοσχοβολιά από το καμένο ξύλο. «Ο καλός ο νοικοκύρης το χειμώνα χαίρεται», έτσι λέγαμε οι παλιοί.
Παίρναμε και κάποιο ελατάκι από το πυκνό δάσος του χωριού και φτιάχναμε το χριστουγεννιάτικο δέντρο μας. Μη φανταστείτε λαμπιόνια και πολύχρωμες μπάλες και φανταχτερά στολίδια. Δεν είχαμε τότε τέτοια, ούτε ρεύμα δεν υπήρχε στα χωριά της Ευρυτανίας. Στήναμε στον οντά το ελατάκι και το γεμίζαμε τούφες-τούφες βαμβάκι. Αυτό ήταν, αλλά η ομορφιά του δεν συγκρίνονταν με τίποτε!
Την παραμονή βγαίναμε τα παιδιά για τα κάλαντα των Χριστουγέννων. Ξεκινάγαμε παρεούλες- παρεούλες, με κάτι πηρουνάκια και ντενεκάκια αντί για τρίγωνα, και από την κορφή του χωριού φτάναμε μέχρι κάτω στα τελευταία σπίτια, τραγουδώντας: «Καλήν ημέρα άρχοντες κι αν είναι ορισμός σας, Χριστού τη θεία γέννηση να μπω στ’ αρχοντικό σας…». Και στο τέλος «σ’ αυτό το σπίτι που ’ρθαμε πέτρα να μη ραγίσει κι ο νοικοκύρης του σπιτιού χρόνια πολλά να ζήσει»! Όλοι μας καλοδέχονταν και τα χεράκια μας γέμιζαν κουραμπιέδες, καρύδια, ρόδια, μήλα και καμιά δεκαρούλα.
Το προηγούμενο βράδυ των Χριστουγέννων ετοιμάζαμε όλοι μαζί και τα φαγητά μας. Φτιάχναμε και το «Χριστόψωμο» που ήτανε μια ζυμωτή κουλούρα με ένα ολόκληρο καρύδι στη μέση. Επάνω κάναμε σχεδιάκια χρησιμοποιώντας τις «κουπίτσες» από το βελανίδι. Κάποιες άλλες φορές, η μητέρα μας το ομόρφαινε πατώντας το με μια ξύλινη σφραγίδα που την έχω ακόμη για ενθύμιο.
Τη μέρα των Χριστουγέννων, στις 5 το πρωί, ανηφορίζαμε για την εκκλησία με τα φαναράκια, αυτά με το λαδάκι και το φυτίλι, στα χέρια. Σαν πυγολαμπίδες έφεγγαν μέσα στα χιόνια τούτα τα φαναράκια. Η μεγάλη λειτουργία των Χριστουγέννων ήταν σημαντικό γεγονός, γιατί είχαμε και την ευκαιρία να ανταμώσουμε όλοι οι χωριανοί ακόμη κι από τους πιο μακρινούς μαχαλάδες, για να πούμε τα νέα μας και να χαρούμε με αυτή την επικοινωνία.
Ύστερα κατεβαίναμε στα σπίτια μας, για το γιορτινό τραπέζι! Με τις πίτες, τις πρασόπιτες, τις τυρόπιτες και το χοιρινό με το καρμπολάχανο ή τις πατατούλες, με το κρασάκι μας και την καλή παρέα μας. Οι νοικοκυραίοι καψάλιζαν και ένα κλαδάκι από πουρνάρι στο τζάκι λέγοντας κάποια ευχή, το ίδιο έκαναν και οι μουσαφιραίοι, για το καλό! Πολύ όμορφα ήτανε εκείνη τη μέρα! Τα απογεύματα πηγαίναμε επισκέψεις στους Χρηστάδες και τις Χριστίνες. Εκεί γίνονταν τα καλύτερα ανταμώματα με ευχές, τραγούδια και πολύ κέφι.
Χαρά μεγάλη ήτανε τα Χριστούγεννα με οικογενειακή ατμόσφαιρα, αλλά να ξέρετε ότι  πάντα στις χαρές υπάρχει και μια μελαγχολία. Για όσους δεν ήτανε κοντά μας, αυτούς που είχαν χαθεί στον πόλεμο που ήτανε πρόσφατος ή λίγο αργότερα με τους ξενιτεμένους που μας λείπανε πολύ. Κι εμένα τα αδέρφια μου τα αγαπημένα, τράβηξαν στην άλλη άκρη της γης, στην ξενιτιά, για να βοηθήσουν την οικογένειά μας. Αχ, και να ξέρατε πως περιμέναμε στις γιορτές εκείνη την καρτούλα με τις ευχές από τους δικούς μας στα ξένα, και που πάντα υπήρχαν μέσα και κάποια δολάρια για τη μάνα και τα αδέρφια. Χαρά που κάναμε!
Πηγαίναμε τότε, μόλις λαβαίναμε το γράμμα, τις μέρες των Χριστουγέννων, στα μαγαζιά στο Καρπενήσι και πιο πολύ εμείς τα κορίτσια για να αγοράσουμε κανένα φορεματάκι, παπουτσάκια, κάτι τέλος πάντων, να δείξουμε κι εμείς «τα κάλλη μας» στην εκκλησία, να μας δει κάποιος νεαρός να σκιρτήσει η καρδούλα του. Έτσι είναι οι νέοι πάντα, παιδιά μου, όση φτώχεια και να υπάρχει η αισιοδοξία τους συντροφεύει. Και έτσι να είστε κι εσείς, να μην φοβάστε τίποτε, να πολεμάτε για τη ζωή και να κοιτάτε πάντα μπροστά, να μη σας λυγάνε οι δυσκολίες.
Μεγάλο γούστο είχε με τους καλικάντζαρους. Εμείς τα παιδάκια τους μεγαλοποιούσαμε στη φαντασία μας και οι γεροντότεροι φρόντιζαν ακόμη πιο πολύ γι’ αυτό! Επειδή ήμασταν μες στη ζαβολιά μας λέγαν να καθόμαστε ήσυχα γιατί θα κατεβούν τα «καλικαντζούρια» απ’ το τζάκι και θα ‘χουμε… κακά ξεμπερδέματα. Θυμάμαι μια φορά που ήμασταν πιο μικρά και είχαμε αναστατώσει τον τόπο. Τότε η μητέρα κατάβρεξε κρυφά το τζάκι κι ύστερα μας το 'δειχνε λέγοντάς μας ότι ήρθαν οι καλικάντζαροι… προς νερού τους κι έσβησαν τη φωτιά! Για πότε χωθήκαμε στα κρεβατάκια μας και κουκουλωθήκαμε, που να σας τα λέω!

Όλη η βδομάδα μέχρι την Πρωτοχρονιά κύλαγε με ετοιμασίες για την αλλαγή του χρόνου. Οι μεγάλοι φρόντιζαν τα ζώα με τροφές, πιο πολύ με τριφύλλια από τα δεμάτια που είχαν μαζεμένα από το καλοκαίρι για τις δύσκολες μέρες του χειμώνα. Το χειμώνα, εδώ που τα λέμε, δεν είχαμε και πολλές αγροτικές δουλειές. Κάναμε και τα ωραία νυχτέρια μας μέσα στα σπίτια, αφού συνήθως είχε κρύο και χιόνια.
Ώσπου την παραμονή της Πρωτοχρονιάς τα παιδιά βγαίναμε πάλι για τα κάλαντα, τα πρωτοχρονιάτικα αυτή τη φορά: «Αρχιμηνιά κι Αρχιχρονιά, ψηλή μου δεντρολιβανιά κι αρχή  καλός μας χρόνος, εκκλησιά με τ’ άγιο θρόνος. Αρχή που βγήκε ο Χριστός, Άγιος και Πνευματικός, στη γη να περπατήσει και να μας καλοκαρδίσει. Άγιος Βασίλης έρχεται, και δεν μας καταδέχεται, από την Καισαρεία, συ 'σαι αρχόντισσα κυρία…»
Νωρίς το βραδάκι της παραμονής, πηγαίναμε στη βρύση του χωριού και εκεί ρίχναμε ένα κερματάκι, ή σπόρους, κάνοντας ευχές. Λέγαμε: «όπως τρέχει το νεράκι σου βρύση μου να τρέχει η υγεία, η χαρά και η τύχη».
Το βράδυ οι άντρες διασκέδαζαν με κανένα χαρτάκι για το καλό, οι γυναίκες έφτιαχναν γλυκά και εμείς τα παιδιά, παίζαμε με την ψυχή μας. Το τζάκι ήτανε γεμάτο με ξύλα, τα μεζεδάκια σιγοψήνονταν στη θράκα, το τσίπουρο και το κρασάκι συνοδιά και όλοι μαζί λέγανε ιστορίες και τραγουδούσαν για να μπει χαρούμενα ο νέος χρόνος. Στις 12 τα μεσάνυχτα πατάγαμε κι ένα ρόδι για το γούρι. Ήταν έθιμο!
Το πρωί της πρωτομηνιάς πρώτα πηγαίναμε στην εκκλησία, όπου αλλάζαμε ευχές και τα κεράσματα: κανένα λουκούμι ή κάνα τσιπουράκι. Μετά γυρνούσαμε στα σπίτια μας για το πρωτοχρονιάτικο τραπέζι, όπου είχαμε πάλι χαρές και γλέντια. Κόβαμε και τη «βασιλόπιτα». Δεν είχαμε βέβαια τις σημερινές πολυτελείς βασιλόπιτες, αλλά τη δική μας την «αγιοβασιλιάτικη»! Τότε κάναμε την πίτα τη ζυμαρόπιτα, με καλαμποκάλευρο, βούτυρο, αυγά, πράσο και τυράκι. Βάζαμε μέσα για «τυχερά», ένα αχυράκι για να πάει καλά το νέο χρόνο η σοδειά, ένα φυλλαράκι πουρνάρι για να ‘χουν προκοπή τα ζώα και μια δεκαρούλα για την οικονομία του σπιτιού! Καλότυχος εκείνος που θα το ’βρισκε! Το βραδάκι πηγαίναμε για τις ευχές στους Βασίληδες και τις Βασιλικές. Οι άντρες χωριστά πρώτοι και αργότερα ακολουθούσαν οι γυναίκες μόλις τέλειωναν τις δουλειές του σπιτιού! Καρυδόπιτες, μπακλαβάδες, βραστά κάστανα πάνω στο τραπέζι, τσίπουρο και κρασί ήτανε τα κεράσματα για τις ονομαστικές εορτές.
Των Φώτων πάλι, ήτανε γιορτή μεγάλη. Την παραμονή των Θεοφανίων λέγαμε ξανά τα κάλαντα! Αυτό είναι ένα παλιό έθιμο που δεν το ξέρουν σήμερα τα παιδιά της πόλης. Τότε «τα λέγαμε» όμως με κάθε επισημότητα: «Σήμερα είναι τα Φώτα και ο Φωτισμός και χαρά μεγάλη και ο Αγιασμός.. Κάτω στον Ιορδάνη τον ποταμό, κάθεται η Παναγία η Δέσποινα, με τα θυμιατούρια στα δάχτυλα. Και τον Αϊ Γιάννη παρακαλεί: Άγιε μου Γιάννη και Πρόδρομε, δύνασαι βαφτίσεις Θεού Παιδί, δύναμαι και θέλω και προσκυνώ και τον Κύριό μου παρακαλώ….» και παίρναμε πάλι το κατιτίς μας εμείς τα παιδιά.
Στις 12 το βράδυ είχαμε ένα έθιμο ότι «ανοίγουν οι ουρανοί» και οι ευχές μας θα γίνουν πραγματικότητα. Δεν κοιμόμασταν, περιμέναμε με λαχτάρα αυτή τη στιγμή. Βγαίναμε έξω να βλέπουμε τα αστέρια τ’ ουρανού και κάναμε την ευχή ή γράφαμε σε χαρτάκια ευχούλες και τα κρεμάγαμε από μια κλωστούλα στα κλαράκια στις αυλές μας, ώσπου να ξημερώσει. Ακόμη και σήμερα κρατάει αυτό το παλιό μας έθιμο.
Ανήμερα των Θεοφανίων οι νοικοκυρές άδειαζαν το παλιό νερό από τη βαρέλα και τη γέμιζαν με καινούργιο, της μέρας! Ο παπάς του χωριού στη λειτουργία άγιαζε με ένα κλωνί ξερό βασιλικό τον κόσμο. Ύστερα πέρναγε και ράντιζε τα σπίτια, τα μαντριά, τα ζωντανά και τα χωραφάκια.
                                      
Βέβαια των Φώτων είχαμε  πάλι γιορτές, τους Φώτηδες, τις Φανίτσες και τους Φάνηδες κι έτσι κάναμε το γύρο σε όλους τους εορταζούμενους, για τα χρόνια πολλά. Του Αϊ Γιαννιού τα ίδια, αλλά έλα που άνοιγαν και τα σχολεία μας κι έτσι τέλειωναν και οι γιορτές της ξεγνοιασιάς!
  
Χάρηκα, παιδιά μου, που με κάνατε να θυμηθώ εκείνα τα χρόνια στο αγαπημένο μου χωριό. Οι νέοι πρέπει να ξέρουν για τις ρίζες των προγόνων τους και για τα παλιά τα έθιμα. Με συγκινήσατε που ψάχνετε να τα μάθετε και να τα μεταδώσετε για να μην χαθούν. Για το τέλος, θέλω να σας πω ότι τότε ήμασταν όλοι σχεδόν το ίδιο, τι είχες εσύ θα μου ‘δινες, τι είχα εγώ θα σου ‘δινα, όλοι παλεύαμε για τα ίδια πράγματα, πώς να τα φέρουμε βόλτα μέσα σε τόσες δυσκολίες. Ανταμώναμε τα βράδια, δεν υπήρχανε τότε τηλεοράσεις για να κάθεται ο καθένας μόνος του ξεκομμένος να κοιτάζει στο γυαλί!  Έρχονταν οι γειτόνοι, πηγαίναμε κι εμείς σ’ αυτούς, κουβεντιάζαμε, πίναμε το κρασάκι μας και τραγουδάγαμε όλοι μαζί παρέα παλιά τραγούδια. Τέτοια πράγματα, όμορφα κι απλά. Είχαμε όμως πολύ μεγάλη αλληλεγγύη και αυτό είναι που μας βάστηξε! Γι’ αυτό παιδιά μου να θυμάστε ότι όταν κρατάτε το χέρι του συγχωριανού, του γείτονα, του φίλου, παίρνετε κουράγιο και δύναμη, για να αγωνιστείτε αντάμα για τη ζωή! Εύχομαι η Ελπίδα να σας συντροφεύει.

Χρόνια πολλά, καλή χρονιά σε όλους σας και πολλά χαιρετίσματα στους ξενιτεμένους μας που ποτέ δεν τους λησμονάμε.  

Ήταν μία νοσταλγική αφήγηση της κυρά Λένης  -  για το blog "Ευρυτάνας ιχνηλάτης"

Κυριακή 18 Δεκεμβρίου 2011

“Κλέαρχος – Μικρό Χωριό”!


Για πολύ καιρό η παραπάνω φράση αποτελούσε σύνθημα και παρασύνθημα, αντίστοιχα, των ανταρτών του ΕΛΑΣ Ευρυτανίας, προς τιμή του νεαρού νεκρού της θρυλικής μάχης του Μικρού Χωριού στις 18 Δεκέμβρη του 1942. 16χρονος μαθητής στο Γυμνάσιο ήταν ο "Κλέαρχος" (Κώστας Μπίρτσας) όταν παράτησε τα τετράδια και τα βιβλία για να αγκαλιάσει "τ’ άγιο τουφέκι" της λευτεριάς. Και γίνηκε σύμβολο και αετός στα λεύτερα ευρυτανικά βουνά μας!

Όμορφο Μικρό Χωριό
Το Μικρό Χωριό, ένα γραφικό ορεινό παραμυθάκι, βρίσκεται κουρνιασμένο στα 850 μέτρα, στην αγκαλιά της επιβλητικής Χελιδόνας. Από τα μισά του 15ο αιώνα ατενίζει από εκεί την πανοραμική θέα στην κοιλάδα του Καρπενησιώτη ποταμού. Ο Πουκεβίλ στις περιηγήσεις του καταγράφει το πανέμορφο Μικρό Χωριό με τις 30 οικογένειες. Πολλοί ήταν οι ξενιτεμένοι στην Κωνσταντινούπολη, πολλοί όμως και οι ντόπιοι ζηλευτοί πετράδες. Στα υψώματα της Χελιδόνας ήρθε  κρυφά στα 1823  ο Μάρκος Μπότσαρης για να προετοιμάσει την επίθεση στο πολυπληθές τούρκικο ορδί που στάθμευε στο Καρπενήσι. Μαζί του πολέμησαν και Μικροχωρίτες! Στην παλιά πέτρινη βρύση του χωριού, λέγεται ότι απίθωσαν το άψυχο σώμα του Μάρκου οι σύντροφοί του κατά τη διάρκεια της πορείας μεταφοράς της σωρού του προς το Μεσολόγγι, μετά την περίφημη μάχη του Κεφαλόβρυσου.
Τα περίτεχνα πέτρινα σπίτια, οι έξι βρύσες στην ωραία πλατεία με τα πλατάνια, η υπέροχη εκκλησία της Μεταμόρφωσης του Σωτήρα με το ιστορικό καμπαναριό, τα παλιά ξωκλήσια του 19ου αιώνα, το σχολείο που στεγάζει το Ιστορικό και Λαογραφικό Μουσείο, το Μνημείο Μνήμης αφιερωμένο στους εκτελεσθέντες από τους Ιταλούς, το Ηρώο του Κλέαρχου, το Μνημείο των θυμάτων της κατολίσθησης, η Βρύση του Μάρκου Μπότσαρη, η μικρή αλπική λιμνούλα, τα λαχταριστά ταβερνάκια και τα εξαιρετικά καταλύματα, και άλλα πολλά ακόμη, συνθέτουν την εξαίσια βουνίσια εικόνα του χωριού που παλεύει με το χρόνο και τη μοίρα μέσα στο ελατοσκέπαστο τραχύ τοπίο, αυτό με τους δασικούς δρόμους και τα μαγικά μονοπάτια που φτάνουν ως την κορφή της ξελογιάστρας Χελιδόνας!





Στα 1963, στις 13 του Γενάρη, μετά από 13 συνεχόμενες μέρες και νύχτες έντονης βροχόπτωσης, αποκολλήθηκε μεγάλο μέρος του βουνού καταπίνοντας τα 2/3 του  παλιού χωριού μαζί με 13 ανθρώπους (πόσο μεταφυσικά "γρουσούζικο" φαίνεται να μοιάζει αυτό το "13" για τους Μικροχωρίτες)! Οι περισσότεροι σώθηκαν γιατί ήταν Κυριακή και βρίσκονταν στην εκκλησία. Πέντε  χρόνια μετά οικοδομήθηκε, με έρανο, το Νέο Μικρό Χωριό σχεδόν δίπλα από το Παλιό, σε απόσταση μόλις 2 χλμ.

Σήμερα το Μικρό Χωριό (Νέο και Παλιό, με 124 και 83 σπίτια αντίστοιχα) αποτελεί έναν από τους πιο δημοφιλείς τουριστικούς προορισμούς της Ευρυτανίας μαζί βέβαια και με τα άλλα όμορφα χωριά της Ποταμιάς. Καμαρώνει, αντικρίζοντας απέναντι, και κάτω από την Καλιακούδα, το μόνιμο “ανταγωνιστή” του το ξακουστό Μεγάλο Χωριό!
Όμως το Μικρό Χωριό δεν είναι απλά ένας σαγηνευτικός ταξιδιωτικός προορισμός. Η περήφανη αντιστασιακή ιστορία του το κατατάσσει στο πάνθεον των ηρωικών χωριών του τόπου μας.

Η μαύρη σκλαβιά και η Αντίσταση
1941: Το Καρπενήσι βρίσκεται υπό ιταλική κατοχή. Τα περισσότερα χωριά της Ευρυτανίας θρηνούν νεκρούς από τον πρόσφατο ελληνοϊταλικό πόλεμο. Οι άπληστοι καταχτητές με ορισμένους ντόπιους συνεργάτες τους, δήθεν δραγουμάνους, που στην πραγματικότητα ήταν δωσίλογοι ντυμένοι με ιταλικές στολές (Τουρκοχρήστος, Κοροκίδας, Πατακιάς, Στέλας, Κιούσης κλπ)  εξορμούν στην ευρυτανική ύπαιθρο και λεηλατούν, άλλοτε ευθέως και ξεδιάντροπα και άλλοτε με χυδαίους έμμεσους εκβιασμούς, τους χωρικούς. Ταυτόχρονα διάφοροι άλλοι ξενόφερτοι μαυραγορίτες πηγαινοέρχονται μέσα στην πόλη και στα χωριά και μαζί με τα τομάρια της ιταλικής διοίκησης εκμεταλλεύονται με χίλια δυό τερτίπια τον φτωχό κόσμο ληστεύοντας τις περιουσίες και τη λιγοστή σοδειά των κατοίκων που μέσα στη μαύρη φτώχεια τους έχουν να αντιμετωπίσουν και αυτά τα καθάρματα. Όποιοι τολμούν να αντιδράσουν; Δολοφονίες, ξυλοδαρμοί, βασανιστήρια, βιασμοί γυναικών, στρατοδικεία και φυλακίσεις, είναι στο πρόγραμμα με διάφορα φτηνά προσχήματα. Η σκλαβιά μαζί με ένα μαύρο συρματόπλεγμα τυλίγει το Καρπενήσι.
Τον Οχτώβρη του 1941 ομάδες πολιτών που προέρχονται κυρίως από το παράνομο ΚΚΕ Ευρυτανίας, οργανώνουν με θαυμαστή επιτυχία ένα μεγάλο πανευρυτανικό συλλαλητήριο στο Καρπενήσι, με σύνθημα "κανείς να μην πεθάνει από πείνα"! Απαιτούν 10% παρακράτημα από τους μαυραγορίτες για να πηγαίνει στις άπορες οικογένειες. Η πλατεία του Καρπενησίου γεμίζει από κόσμο και ομιλητές, ενώ οι ένοπλοι ιταλοί, έκπληκτοι με τη μεγαλειώδη αποφασιστικότητα του ευρυτανικού λαού, τα χάνουν και δεν τολμούν να αντιδράσουν. Μετά από πολλές δαιδαλώδεις προσπάθειες και κινητοποιήσεις, το αίτημα κερδίζεται και έτσι αρκετά τρόφιμα διαμοιράζονται στις πιο φτωχές οικογένειες. Έτσι γλίτωσε η Ευρυτανία το θάνατο από την πείνα. Περίπου εκείνο τον καιρό βρίσκεται εκεί και ο Άρης Βελουχιώτης που θεωρεί την αγαπημένη του Ευρυτανία ιδανική για την έναρξη του ένοπλου απελευθερωτικού αγώνα. Φυσικά θα συγκροτηθεί και το ΕΑΜ Ευρυτανίας. 
Η πρώτη αντάρτικη ομάδα, με αρχηγό τον Άρη, ξεκινά από την καλύβα του Στεφανή στη Σπερχειάδα, κι ανηφορίζει στο Καρπενήσι έχοντας μόνο μερικά πιστόλια και κάνα δυο γκράδες. Έτσι, λίγοι στην αρχή, όμως θαρραλέα και αποφασιστικά βγαίνουν στον αγώνα τα καλύτερα παιδιά του λαού μας! Οργώνουν σαν τα αγρίμια τα βουνά, με στερήσεις, πείνα, κακουχίες, και χίλια βάσανα, αλλά δεν το βάζουν κάτω. Οργανώνονται, εξηγούν, στρατολογούν,  εξοπλίζονται, βάζουν τη σπίθα στο μπαρούτι της περήφανης συνείδησης του λαού. Στις 7 Ιουνίου 1942 το πρώτο αντάρτικο σώμα με προμετωπίδα τη σημαία που γράφει "Ελεύθερη Ευρυτανία-ΕΛΑΣ" και με το τραγούδι "Μαύρη είναι η νύχτα στα βουνά" μπαίνει με επικεφαλής τον Άρη Βελουχιώτη στη Δομνίστα, όπου κηρύσσει την έναρξη του ένοπλου απελευθερωτικού αγώνα. Αυτό ήταν! Το αντιστασιακό κίνημα που στην πορεία θα πάρει πελώριες διαστάσεις ξεκινά! Τα ρυάκια θα μεταβληθούν σε ποτάμια και ο ΕΛΑΣ θα γίνει ο μεγάλος λαϊκός στρατός της Λευτεριάς και της Λαοκρατίας.
Στις 28 του Οχτώβρη 1942 στο Κρίκελλο Ευρυτανίας, ο Άρης με τους αντάρτες του δίνει μια πολύ σημαντική νικηφόρα μάχη, την πρώτη σε όλη την κατεχόμενη Ευρώπη, διαλύοντας μια ιταλική φάλαγγα. Επιτυχείς μάχες δίνονται και στη Χρύσω κι αλλού. Ο ΕΛΑΣ δε σταματά! Καταφέρνει, συνεχώς, αποφασιστικά χτυπήματα στους φασίστες καταχτητές και στους ντόπιους προδότες. Η ανάπτυξή του είναι αλματώδης. Κομβική επιτυχία της αντίστασης αποτελεί το μεγάλο επιτυχημένο σαμποτάζ στη γέφυρα του Γοργοποτάμου στις 25 του Νοέμβρη. Ο αγώνας μεστώνει κι ο  ΕΛΑΣ σκορπάει την ατσάλινη δύναμη της λευτεριάς σε βουνά και λόγγους. Το τιμημένο αντάρτικο τουφέκι στέλνει περήφανα λυτρωτικά μηνύματα ξεσηκωμού και νέας ανάστασης! Έτσι το ηθικό του σκλαβωμένου λαού μας αναπτερώνεται. Η Ευρυτανία πάλλεται από επαναστατικό ενθουσιασμό και ο λαός πυκνώνει τις ελασίτικες γραμμές.

Η μάχη του Μικρού Χωριού!
Η μάχη του Μικρού χωριού θεωρείται από τις σημαντικότερες στην αντιστασιακή εποποιία του τόπου. Τέτοιες μέρες ήταν, Δεκέμβρης του 1942, όταν ο Άρης με τα πιο διαλεχτά παλικάρια του ΕΛΑΣ, περνά από το Μικρό Χωριό Ευρυτανίας, το οποίο διαθέτει έναν από τους πιο δυνατούς εαμικούς πυρήνες, και γίνεται δεκτός από τους κατοίκους με ενθουσιώδεις εκδηλώσεις. Η φήμη του λαϊκού απελευθερωτικού στρατού φτερουγίζει ήδη από άκρη σε άκρη σε ολόκληρη τη Ρούμελη με επίκεντρο πάντα την αδάμαστη Ευρυτανία. Στα πρόσωπα των παιδιών τους, των αδούλωτων ανταρτών, οι χωρικοί βλέπουν το συμπαραστάτη, τον αρωγό, τον απελευθερωτή από τη μαύρη κατοχή και γενικότερα από την αφόρητη εκμετάλλευση του παρελθόντος. Είναι ξημερώματα της 18ης Δεκέμβρη, όταν οι αντάρτες πληροφορούνται, από ένα σύνδεσμο στο Κλαψί, ότι δύο πολυπληθείς ιταλικές φάλαγγες (1000 άντρες, άλλες πηγές κάνουν λόγο και για 2000) ξεμύτισαν από το κατεχόμενο Καρπενήσι και κατηφορίζουν προς το Μικρό και το Μεγάλο χωριό, για επίδειξη δύναμης και αρπαγές στα χωριά. Υπάρχει και μία εκδοχή ότι οι Ιταλοί ειδοποιήθηκαν από κάποιον προδότη πρόκριτο για την παρουσία ανταρτών στην περιοχή! Να σημειώσουμε, εδώ, κάτι που έχει μεγάλη σημασία: πριν λίγες μέρες, στις 7 Δεκέμβρη 1942, είχε προηγηθεί η πυρπόληση και η  λεηλασία της Χρύσως με την εκτέλεση 7 πατριωτών, καθώς και το κάψιμο, στις 10 Δεκέμβρη, του πανέμορφου  ιστορικού χωριού των Αγράφων. Οι αντάρτες που βρίσκονται εκείνη την ημέρα στο φιλόξενο Μικρό Χωριό δεν ξεπερνούν τους 200, αλλά δεν πτοούνται. Με ενθουσιασμό και επαναστατική φλόγα αποφασίζεται αμέσως το χτύπημα του φασίστα καταχτητή που επελαύνει. Ο Άρης, με τη βοήθεια και των ντόπιων, μαθαίνει τα πάντα για την περιοχή, χαρτογραφεί, εποπτεύει και εξετάζει προσεκτικά τον τρόπο και το σημείο που θα λάβει χώρα η επιχείρηση.
Η ενέδρα στήνεται στη Ρεματιά, στο δρόμο πριν το Μικρό Χωριό στου "Τσίρη". Tην κομβική ρεματιά, όπως και τα πλαϊνά περάσματα, καθώς και κάποιες επιλεγμένες εξόδους διαφυγής, ελέγχουν διάσπαρτα ακροβολισμένα αντάρτικα τμήματα του "Λάμπρου" του "Νικηφόρου", του Νάκου Μπελή και του Νίκου Καρκάνη. Παρόντες, επίσης, στα πιο καίρια πόστα είναι ο ανθός του αντάρτικου, οι: "Θάνος", "Πελοπίδας", "Λευτεριάς", "Παπα-κουμπούρας" και άλλοι ακόμη. Ο Άρης μπροστάρης και συντονιστής!
Οι Ιταλοί της μίας φάλαγγας που βαδίζουν σε πυκνή πολεμική διάταξη, δέχονται ξαφνικά τα πρώτα πυρά των “Αρειανών” που τους χτυπούν σε απόσταση αναπνοής και με καλό οπτικό πεδίο. Πρώτος σωριάζεται ο επικεφαλής "γαλονάτος". Είναι ο Διοικητής του Συντάγματος Καρπενησίου! Το σύνθημα είχε ήδη δοθεί. Οι ΕΛΑΣίτες χτυπούν ακατάπαυστα και συντονισμένα και οι επιδρομείς φασίστες πέφτουν σαν τα στάχυα. Πανικόβλητοι οι Ιταλοί προσπαθούν να ανασυγκροτηθούν και σε λίγο αρχίζουν να ανταποδίδουν τα πυρά. Ταυτόχρονα, η άλλη εχθρική φάλαγγα που έχει περάσει απέναντι στο Μεγάλο Χωριό, εντοπίζει τις θέσεις των ανταρτών και "βάζει" με όλμους. Η μάχη μαίνεται, επικρατεί "χαλασμός Κυρίου", αντιβουίζουν οι ρεματιές, καίγεται ο τόπος από τα πυκνά πυρά των αντιμαχόμενων. Αλλά ο αντάρτικος αιφνιδιασμός αποδεικνύεται απόλυτα επιτυχημένος και οι καταχτητές παθαίνουν καθολική πανωλεθρία. Δεκάδες Ιταλοί κείτονται νεκροί, πληροφορίες κάνουν λόγο για 70. Από τους αντάρτες νεκρός είναι μόνο ένας : ο αλησμόνητος "Κλέαρχος" το 16χρονο ατρόμητο ανταρτόπουλο από το Περίβλεπτο Φθιώτιδας. Ο Κλέαρχος, σύμφωνα με μαρτυρίες συμπολεμιστών του, πρόλαβε μονάχα να πει: "αχ, τους κερατάδες, μες την καρδιά με χτύπησαν" και πέταξε για να συναντήσει τον Κατσαντώνη και τον Μπότσαρη. Ο θάνατός του συγκλόνισε βαθιά τους συντρόφους του. Με τo προσυμφωνημένο σύνθημα της σάλπιγγας, οι αντάρτες, μετά τη μεγάλη τους επιτυχία, αποχωρούν όπως ακριβώς προστάζει η δοκιμασμένη ταχτική του αιφνιδιασμού. Ξημερώματα βρίσκονται στα Φιδάκια, κατόπιν στην Αγία Βλαχέρνα και στις 20 του Δεκέμβρη περνάνε στο Παπαρούσι, φτάνουν στο φουσκωμένο Μέγδοβα από όπου, ομάδες- ομάδες, περνάνε με το "καρέλι" απέναντι το ποτάμι και καταλήγουν στο χωριό Μαραθιάς όπου φιλοξενούνται στο σχολείο και σε σπίτια.


"Tο δόλιο το Μικρό Χωριό και πάλι ανταριάζει"...
Τα αιμοβόρα κτήνη του Μουσολίνι σκύλιασαν. Οι άνανδροι φασίστες ξεχύνονται στο "δόλιο το Μικρό Χωριό" και το πυρπολούν: σπίτια, αποθήκες, καλύβια, γίνονται παρανάλωμα του πυρός. Ληστεύουν όλα τα υπάρχοντα των κατοίκων που τα φορτώνουν σε καμιόνια. Πολλοί χωρικοί, γέροι, μανάδες και μικρά παιδιά καταφεύγουν στα γύρω βουνά παρακολουθώντας με σπαραγμό το βιός και τον κόπο τους να καίγεται και να λεηλατείται. Οι αδίστακτοι Ιταλοί όμως έχουν στο νου τους ακόμη πιο φρικιαστική συνέχεια.
Η ελεεινή επιχείρηση τρόμου ξετυλίγεται στην περιοχή. Και αφορά όχι μόνο το Μικρό μα και το γειτονικό Μεγάλο Χωριό. Συλλαμβάνουν κόσμο (ανάμεσά τους και κάποιους προκρίτους που δεν αποφάσιζαν να αποδράσουν έγκαιρα παρά τις προτροπές της τοπικής εαμικής οργάνωσης) και μέσα στο σχολείο τους υποβάλλουν σε ανείπωτα βασανιστήρια! Τους κρεμάνε με τριχιές, σπάνε χέρια και πόδια, βγάζουν μάτια με τις ξιφολόγχες, χαράζουν τα πρόσωπα των κρατουμένων, κι όλα αυτά για να προδώσουν οι χωρικοί τους αντάρτες, τα μαχόμενα παιδιά τους και τους συγχωριανούς τους. Αλλά οι περήφανοι Ευρυτάνες στέκουν παλικάρια και αλύγιστοι. Κανείς δεν μαρτυράει τίποτε! Οι βάνδαλοι δεν έχουν ιερό και όσιο. 

Παραμονές Χριστουγέννων, στις 24 Δεκέμβρη, βασανίζουν και καίνε ζωντανούς τον αξιαγάπητο 42χρονο δασκαλόπαπα Δημήτρη Βαστάκη και τον ενωμοτάρχη Χ. Κατσίμπα. Τα καθάρματα δεν διστάζουν να κάψουν ζωντανή και μία ανήμπορη γυναίκα την Αθηνά Δερματά. 
Ακόμη 11 κρατούμενοι -κυρίως Μεγαλοχωρίτες  αλλά και Μικροχωρίτες- οδηγούνται έξω από το χωριό στη θέση Άνω Λόγγοβες όπου οι φασίστες του Μουσολίνι τους βάζουν να σκάψουν ζωντανοί τους τάφους τους. Στη συνέχεια τους εκτελούν αναγκάζοντας με τη βία το χωριό να παρακολουθήσει το αποτρόπαιο θέαμα της κτηνωδίας τους. Ήταν οι :  Χρήστος Φλέγγας, ετών 58, πρόεδρος της κοινότητας Μικρού Χωριού - Νίκος Κυρίτσης, ετών 75, παλαίμαχος πρόεδρος Μικρού Χωριού - Γιάννης Καριοφύλλης, ετών 54, δάσκαλος από Μεγάλο Χωριό - Χρήστος Μέρμηγκας, ετών 75, αρχίατρος από Μεγάλο Χωριό - Δημήτρης Δασκαλάκης, ετών 58, ανάπηρος από Μεγάλο Χωριό - Θεόδωρος Οικονόμου, ετών 56, ανάπηρος από Μεγάλο Χωριό - Γιάννης Μεσίρης, ετών 45, ανάπηρος από Μεγάλο Χωριό - Διονύσης Ματζούτας, ετών 26, τηλεγραφητής από Μεγάλο Χωριό, - Κώστας Αραπογιάννης, ετών 28, επαγγελματίας από Μεγάλο Χωριό - Βασίλης Παλιούρας, ετών 34, επαγγελματίας από Μεγάλο Χωριό - Ανδρέας Σιταράς, ετών 67, από Μεγάλο Χωριό.
Ο αείμνηστος δάσκαλος Γιάννης Καριοφύλλης με υψωμένη τη γροθιά βροντοφωνάζει μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα: "ζήτω η Ελλάδα, ζήτω η ελευθερία", στέλνοντας ουρανόμηκες μήνυμα λεβεντιάς ως τα πέρατα του αγωνιζόμενου κόσμου! Έτσι με σφιγμένη τη γροθιά βρήκαν τον λεβέντη Ευρυτάνα κάποιοι στενοί συγγενείς και συγχωριανοί του!
Η θυσία των ηρώων έδωσε νέα τεράστια ώθηση στον αντιστασιακό αγώνα του τόπου μας και ο ΕΛΑΣ εγκαθιδρύεται πλέον παντού. Γίνεται ο φόβος και ο τρόμος του μισητού εχθρού καταφέρνοντας σημαντικά χτυπήματα στον καταχτητή.  Οι Ιταλοφασίστες, δεν θα ξεμυτίσουν πάλι, μέχρι που  4,5 μήνες αργότερα, στα τέλη του Απρίλη 1943, θα αποχωρήσουν για ασφάλειά τους από το Καρπενήσι προς τη Λαμία. Τα χωριά ανασαίνουν, η πνοή της λευτεριάς και ο σπόρος της αναδημιουργίας ριζώνουν για τα καλά στον τόπο μας. Η Ελεύθερη Ελλάδα θα βρει την πιο έμπρακτη έκφρασή της στην ανταρτομάνα Ευρυτανία.
Αξίζει να υπενθυμίσουμε ότι στο Μικρό χωριό στεγάστηκε και το περίφημο Τυπογραφείο της Εθνικής Αντίστασης, αυτό το σπουδαίο επαναστατικό κέντρο πληροφόρησης, όπου τυπώνονταν πλήθος εφημερίδων της Ελεύθερης Ελλάδας των βουνών (πολλές από τις οποίες παρουσιάσαμε και θα συνεχίσουμε να παρουσιάζουμε από το blog μας) και το οποίο πυρπόλησαν παρακρατικοί επιδρομείς το 1946.
Εδώ έδρασε και η νεαρή Επονίτισσα του Μικρού Χωριού, η σπουδαία Ναυσικά Φλέγκα-Παπαδάκη, μετέπειτα γυναίκα του καπετάν Λευτεριά, η οποία και οργάνωσε τα πρώτα εθελοντικά παιδικά συσσίτια δίνοντας έτσι το έναυσμα για να οργανωθεί παντού η Αλληλεγγύη με αποτέλεσμα να γλιτώσουν από τη φονική πείνα 13.000 παιδάκια της Ρούμελης. Εκείνη η θρυλική νεαρή κοπέλα έγραψε σε ένα πρόχειρο χαρτάκι και τους στίχους για το περίφημο τραγούδι του Άρη και του Μικρού Χωριού που αργότερα μελοποιήθηκε από το μουσικοσυνθέτη της Αντίστασης Αλέκο Ξένο και πέρασε από στόμα σε στόμα και τραγουδιέται ακόμη:

"Βαριά στενάζουν τα βουνά, ο ήλιος σκοτεινιάζει,
το δόλιο το μικρό χωριό και πάλι ανταριάζει

Λαμποκοπούν χρυσά σπαθιά, πέφτουν τουφέκια ανάρια,
ο Άρης κάνει πόλεμο, με αντάρτες παλικάρια

Έλα βρε άπιστε Ιταλέ, φασίστα Μουσολίνι
να μετρηθούμε οι δυο μαζί, να δεις το τι θα γένει

Δεν έχεις γέρους και άρρωστους, μικρά παιδιά να σφάξεις,
ούτε κορίτσια ντροπαλά, ούτε χωριά να κάψεις

Παπάδες για να τυρρανάς, στη μέση στο παζάρι,
έχεις μπροστά σου σήμερα, τον Καπετάνιο Άρη

Που γρήγορος σαν τον αητό, σαν το γοργό το αγέρι,
φασίστες έσφαξε πολλούς, με δίκοπο μαχαίρι"!




Μία εφημερίδα της εποχής θα γράψει : "Το 21 τους λέγαν κλέφτες, σήμερα τους λεν ληστές. Τώρα, όπως και τότε, είναι οι αγωνιστές της Λευτεριάς"!

(Ήταν ένα αφιέρωμα  από τον "Ευρυτάνα ιχνηλάτη" για τη μάχη του Μικρού Χωριού, που έγινε σαν σήμερα).


ΥΓ1: Δείτε και ορισμένα κομβικά αφιερώματα του blog μας για την Αντίσταση στην Ευρυτανία:

ΥΓ2: Διαβάστε, επίσης, κάποια επιπλέον ντοκουμέντα από τον Παράνομο Αντιστασιακό Τύπο της εποχής που έχει δημοσιεύσει ανά καιρούς το blog μας :

Τρίτη 13 Δεκεμβρίου 2011

ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΑ ΜΕ ΙΣΤΟΡΙΑ (Ι) - Η άγνωστη μάχη της Βράχας

  

Στη Βράχα…
Τα παλιά μοναστήρια της Ευρυτανίας, εκτός του γεγονότος ότι αποτελούν σημαντικά βυζαντινά και υστεροβυζαντινά μνημεία, κρύβουν στα ανήλιαγα κελιά τους και σπουδαίες ιστορικές μνήμες καθώς τα περισσότερα εξ’ αυτών, απομονωμένα και καλά καμουφλαρισμένα μέσα στα απροσπέλαστα βουνά μας, αποτέλεσαν καταφύγια, τόπους περίθαλψης, αλλά και ορμητήρια επαναστατών αγωνιστών πριν και κατά τη διάρκεια της εξέγερσης του 1821. Ο Κατσαντώνης, ο Λεπενιώτης, ο γερο Δίπλας, ο Καραϊσκάκης, ο Μπότσαρης, ο Ανδρούτσος, ο Βελής και πολλοί ακόμη, βρήκαν, ανά καιρούς, απάγκιο και αποκούμπι στα διάφορα ευρυτανικά μοναστήρια. Να αναφέρουμε ενδεικτικά τις μονές Τατάρνας, Προυσού, Αγίας Τριάδας Σάϊκας, Παναγίας Γρανίτσας, Καταφυγίου, Μεσαμπελιάς, μα και πολλές άλλες για τις οποίες θα γίνουν μελλοντικά αφιερώματα από το blog μας. Σήμερα θα αναφερθούμε στη Μεταμόρφωση του Σωτήρα στο χωριό της Βράχας.
Το παλιό πέτρινο μοναστήρι της Βράχας, βρίσκεται φωλιασμένο μέσα στην αγκαλιά της άγριας ευρυτανικής φύσης, περιτριγυρισμένο από γάργαρες πηγές, βελανιδιές και καστανιές εκατοντάδων ετών και με τον θηριώδη ψηλόβραχο της Τσούκας να στέκει ακοίμητος φρουρός από πάνω του.  Πιθανολογείται μάλιστα ότι το όνομα Βράχα έλκει την καταγωγή του από αυτόν ακριβώς τον επιβλητικό βράχο. Το μοναστήρι χρονολογείται πολλούς αιώνες πριν, αλλά είναι άγνωστη η ακριβής χρονολογία της ίδρυσής του. Έχει, όμως, επιβεβαιωθεί η  “εκ βάθρου και θεμελίου” ανακαίνιση της μονής στα 1745-1753. Το προγενέστερο της ανακαίνισης κτίσμα, που υπήρχε εκεί, καταστράφηκε, στο μεγαλύτερο μέρος του, από επιδρομές, ενώ γίνεται λόγος και για μία θανατηφόρα επιδημία που έπληξε, στις αρχές του 18ου αιώνα, τον τόπο και ερήμωσε και τη μονή για παραπάνω από δυόμιση δεκαετίες. Τοιχογραφίες, μια μικρή καμπάνα της μονής (1585), μια παλιά δεσποτική εικόνα (“Ο Σωτήρ” 1664), τμήματα τέμπλου, καθώς και χειρόγραφα κι άλλα αξιολογημένα κειμήλια που χρονολογήθηκαν από το 16ο αιώνα, μαρτυρούν ως πιθανότερη χρονολογία ίδρυσης της μονής της Βράχας περίπου το 1600.
Πρόκειται για αγιορείτικο τρίκογχο ναό, με στοιχεία παρόμοια με αυτά των παλιών μοναστηριών της Στάνας Επινιανών και της Σωτήρας στην Α. Φραγκίστα. Εντυπωσιάζει το μικρό καθολικό με το επίχρυσο τέμπλο, την εξαιρετική διακόσμηση, τις σπάνιες τοιχογραφίες και τις περίτεχνες εικονογραφήσεις με πλήθος θεμάτων από την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη. Ως ζωγράφοι πιθανολογούνται οι αγιογράφοι Γεώργιος Γεωργίου και Γεώργιος Αναγνώστου μαθητές του Διονυσίου εκ Φουρνάς. Επίσης λέγεται ότι σε κάποιους τοίχους του ναού υπήρχαν και υπογραφές σημαντικών αγωνιστών της επανάστασης, μαζί και αυτή του Καραϊσκάκη, οι οποίες όμως σκεπάστηκαν με χρώμα (!) κατά τη δεκαετία του 1930, όπως δυστυχώς χαράχτηκε με τα ονόματα κάποιων άμυαλων επισκεπτών και ο διακοσμημένος εξωνάρθηκας του ιστορικού μοναστηριού! Οι Βραχηνοί μιλάνε και για μία υπόγεια σήραγγα διαφυγής που οδηγούσε από το μοναστήρι ως το ποτάμι και την οποία πιθανόν να χρησιμοποίησε και ο Καραϊσκάκης στην απόδρασή του που θα περιγράψουμε παρακάτω.
Να πούμε και “δυο κουβέντες γνωριμίας” για το χωριό της Βράχας, που αναπαύεται στη ραχοκοκαλιά της νότιας Πίνδου, στη Βορειανατολική Ευρυτανία, σε μια πανέμορφη φυσική θέση, μέσα σε μια ολοπράσινη βουνοπλαγιά με άφθονα κρύα νερά, σε υψόμετρο περίπου 880 μ. Πανέμορφοι ελατόφυτοι δασικοί δρόμοι ζώνουν ολόγυρα το χωριό. Σύμφωνα με το Γάλλο διπλωμάτη Πουκεβίλ η Βράχα επί τουρκοκρατίας ανήκε στα 28 χωριά των ευρυτανικών Αγράφων με 40 οικογένειες και ένα μοναστήρι. Στην επανάσταση του 1821 το χωριό βρέθηκε αρκετές φορές στο μάτι του κυκλώνα με αποτέλεσμα να πυρποληθεί ολοκληρωτικά από τούρκικα στρατεύματα. Η Βράχα επλήγη και από τους σεισμούς του 1966 (που είχαν επίκεντρο το παραπλήσιο φαράγγι του Μέγδοβα) και εξαιτίας αυτού του γεγονότος  κάποιοι κάτοικοι του πληγωμένου χωριού μετοίκησαν, τότε, στη Νέα Βράχα στο Σταυρό Φθιώτιδας.  Πολλοί, όμως, έμειναν! Στενά δεμένοι με τον τόπο τους, αρνήθηκαν να τον αποχωριστούν και κατόρθωσαν με την αγάπη και  τη φροντίδα τους να αναστήσουν ξανά το λατρεμένο τους χωριό. Στη Βράχα ξεχωρίζει ο τεράστιος γέρο πλάτανος ηλικίας 350-400 ετών που βρίσκεται στο “χοροστάσι” (πλατεία) όπως και η ιστορική εκκλησία του Αγ. Νικολάου. Επίσης υπάρχουν παλιές βρύσες, μύλοι, αλώνια, γεφύρια και αρκετά λιθόστρωτα σοκάκια. Στο χωριό συναρπάζει η διάχυτη καλοσύνη, η ευγένεια και η αυθόρμητη φιλόξενη διάθεση των αξιαγάπητων Βραχηνών, που κάνουν τον επισκέπτη να αισθάνεται οικεία και άνετα. 



Μοναστήρι τυλιγμένο στην ιστορία και στις εξεγέρσεις.
Το 1695 αλωνίζουν στην Ευρυτανία οι ορδές του πρώην Μανιάτη πειρατή Λυμπεράκη Γερακάρη, ο οποίος πουλά τις υπηρεσίες του εναλλάξ σε Τούρκους και Βενετσιάνους, με αποτέλεσμα να έχει δημιουργηθεί μία χαοτική κατάσταση τρόμου στον τόπο. Οι συμμορίτες του Γερακάρη πληροφορούνται ότι στο μοναστήρι της Βράχας καταφεύγουν διάφοροι απείθαρχοι καθώς και εξεγερμένοι κλεφταρματολοί και έτσι επελαύνουν επιχειρώντας να το πυρπολήσουν. Παρεμβαίνουν  όμως τα παλικάρια του  ξακουστού Ευρυτάνα  αρματολού του επονομαζόμενου “μικρού Χορμόπουλου”, που σε συνεργασία με τον ηγούμενο Δαμασκηνό δίνουν σκληρή μάχη και εντέλει γλυτώνουν το μοναστήρι, αν και μισοκαμμένο. Πιθανόν λόγω αυτού του συμβάντος, θα πρέπει να έγινε, πενήντα χρόνια μετά, δηλ. στα 1745, και η συνολική ανακαίνιση που προαναφέραμε, με έξοδα της οικογενείας Γεωργίου Χατζηδήμου από την Αγία Τριάδα. Να σημειώσουμε ότι στη συγκεκριμένη μάχη σκοτώθηκε το πρωτοπαλίκαρό του μικρού Χορμόπουλου,  ο καπετάν Λίσκος, που θάφτηκε δίπλα από το μοναστήρι.
Εδώ στη Βράχα θα βρεθεί, ουκ ολίγες φορές, και ο θρυλικός Ευρυτάνας επαναστάτης ο Κατσαντώνης, που και αυτός θα χρησιμοποιεί πολύ συχνά τη μονή  σαν επαναστατικό άντρο και κρησφύγετό του. Υπήρχε μάλιστα παλιότερα και κοντινή βρύση με το όνομά του, καθώς και ομώνυμη σπηλιά, ενώ η παράδοση αναφέρεται και σε πολλές διηγήσεις γερόντων της εποχής που μολογούσαν για τις απίθανες κόντρες του Κατσαντώνη με τον τότε ηγούμενο (λόγω κάποιων “δοσιμάτων” που απαιτούσε ο Αγραφιώτης επαναστάτης από την εύπορη μονή για λογαριασμό κάποιων χωρικών, απαίτηση όμως που αρνούνταν ο ηγούμενος) με αποτέλεσμα η μεταξύ τους διαφωνία να καταλήγει σε γερή… τσιπουροκατάνυξη!!! Επίσης, σύμφωνα με μία εκδοχή, και ο αδερφός του Κατσαντώνη, ο περίφημος Λεπενιώτης, μετά το βαρύ τραυματισμό του (πιθανότερη ημερομηνία το Πάσχα του 1812) από ενέδρα του τουρκολάτρη Νίκου Θέου και του κοτζαμπάση Γ. Κωστάκη, στην κοντινή Φουρνά, μεταφέρθηκε άμεσα από τους συντρόφους του στο μοναστήρι της Βράχας, όπου πιθανόν εκεί να απεβίωσε μετά από λίγες ημέρες. 
Στην περίοδο της ακμής του μοναστηριού, στις αρχές του 19ου αιώνα, λειτουργεί σχολή γραμμάτων και ανώτερο διδασκαλείο, γεωπονική σχολή μελισσοκομίας και δεντροκομίας. Υπάρχει αρχονταρίκι, μετόχι, βιβλιοθήκη και… θεραπευτήριο!!! Επίσης η  μονή διαθέτει σεβαστό αριθμό κοπαδιών, δεκάδες στρέμματα με καλλιέργειες, νερόμυλο κλπ. Εξαιτίας αυτού, το ακμαίο οικονομικά μοναστήρι γίνεται συχνός στόχος ληστειών από αρβανίτες και διάφορους άλλους περαστικούς επιδρομείς .

Ο Καραϊσκάκης και η άγνωστη μάχη της Βράχας.
Στα 1824 και ενώ μαίνεται ο εμφύλιος μεταξύ των εξεγερμένων, ο Γιώργης Καραϊσκάκης κατηγορείται για προδοσία (δήθεν για συνεργασία με τον Ομέρ Βρυώνη). Στήνεται μία δίκη-παρωδία σκηνοθετημένη από τον εγγλεζόδουλο Μαυροκορδάτο και την αυλή του. Παρεμπιπτόντως θα αναφέρουμε ότι ο λεγόμενος “διαβολοπρίγκηπας” ο Μαυροκορδάτος, ο ραδιούργος Φαναριώτης, το “τσογλάνι του Ρείζ εφέντη” όπως τον αποκαλούσε ο Καραϊσκάκης, υπήρξε και ο διαχειριστής του περιβόητου ληστρικού αγγλικού δανείου που αλυσόδεσε με τα χειρότερα δεσμά της εξάρτησης τη χώρα και το λαό μας… από τότε!!! Έτσι λοιπόν η κλίκα Μαυροκορδάτου χρησιμοποιώντας ένα δικό τους ψευδομάρτυρα ονόματι Βουλπιώτη, ανιψιό του εκλεκτού τους Ράγκου, καταφέρνουν να καταδικάσουν στη “δίκη της ντροπής” τον Καραϊσκάκη ο οποίος τελικά εξορίζεται. Τότε εκείνος, μαζί με 80 παλικάρια του, φεύγει από το Αιτωλικό και τραβά προς τα αγαπημένα του Άγραφα. Στη διαδρομή το ασκέρι του Καραϊσκάκη ενισχύεται με πολλούς εθελοντές, αγγίζοντας στο τέλος τους 1.500 μαχητές! Στόχος των “Καραϊσκάκηδων” είναι να ξαναπάρουν το αρματολίκι των Αγράφων που το θεωρούν ως το φυσικό τους οχυρό αλλά και σαν το ζωτικό τους χώρο ύπαρξης, αφενός λόγω του πρότερου βίου τους εκεί, και αφετέρου λόγω των φιλικά προσκείμενων ευρυτάνων χωρικών, οι οποίοι (αφού δεινοπαθούν από τον φιλάργυρο και τουρκολάτρη αρματολό Αγράφων Ράγκο που τους καταδυναστεύει, βασανίζει και λεηλατεί αλύπητα) προσδοκούν την επάνοδο του δίκαιου Καραϊσκάκη για να ανακουφιστούν. Κατά πόδας τον καταδιώκουν οι Γιαννάκης Ράγκος, Νίκος Στορνάρης, Γρηγόρης Λιακατάς με την υπόδειξη βέβαια του ύπουλου “πρεζιντέντε” Μαυροκορδάτου. Αργότερα προστίθεται και ο τουρκόφιλος Σταμούλης Γάτσος και ο αρβανίτης Καραταϊρης. Όλοι τούτοι λοιπόν, οι τάχα πατριώτες, έφτασαν να συνεργαστούν ακόμη και με τους Τούρκους και με το Σούλτζιε Κόρτζα αρκεί να εξουδετερώσουν το “γιο της καλόγριας” και να διατηρήσουν τα δικά τους “κεκτημένα” στην ταλαίπωρη περιοχή των Αγράφων. Μόνο ο Ν. Στορνάρης, ντροπιασμένος κάποια στιγμή από αυτή τη συνεργασία, αποχωρεί από την ανίερη συμμαχία των διωκτών. Οι υπόλοιποι συνεχίζουν την καταδίωξη του “ταραχοποιού” όπως τον αποκαλούν. Κλείνουν τα περάσματα, αλλά ο Καραϊσκάκης με συνεχείς ελιγμούς τους ξεφεύγει συνεχίζοντας το δρόμο του.

Όμως σε κάποια στιγμή παθαίνει σοβαρή κρίση από τη φυματίωση που τον ταλαιπωρεί αφάνταστα. Τότε λοιπόν, βαριά άρρωστος, μεταφέρεται από τους συντρόφους του πάνω σε ένα ξυλοκρέβατο και όλοι μαζί βαδίζουν ασταμάτητα με συνεχείς νυχτερινές πορείες μέσα στη δύσβατη ευρυτανική γη, ώσπου στις 15 Μάη 1824, μια επίλεκτη ομάδα, μαζί με τον άρρωστο καπετάνιο, φτάνει στο γνώριμο φιλόξενο Μοναστήρι της Βράχας. Οχυρώνονται εκεί. Ο αρχηγός είναι πλήρως εξουθενωμένος από την ασθένειά του. Οι καλόγεροι της μονής τον φροντίζουν, μάλιστα τρέφεται με… γάλα γαϊδούρας προσπαθώντας να ανακάμψει, αλλά δυστυχώς η υγεία του παραμένει σε άθλια κατάσταση. Έτσι την ηγεσία για την επικείμενη μάχη την αναθέτει στο αγαπημένο του πρωτοπαλίκαρο το γενναίο Αντώνη Ζαραλή. Εν τω μεταξύ οι συνασπισμένοι αντίπαλοι του Καραϊσκάκη καταφτάνουν από Ρεντίνα, Κλειστό, Φουρνά. Μαζί τους είναι και οι σύμμαχοί τους τα ασκέρια του Σούλτζιε Κόρτζα και άλλοι ακόμη Τούρκοι που έχουν έρθει από το Μαυρίλο. Στις 16 Μάη όλοι μαζί εφορμούν στο μοναστήρι της Βράχας. Οι οχυρωμένοι, έχοντας τις πλάτες τους καλυμμένες από το βουνό, ξεμπουκάρουν και λίγο πιο κάτω, στη θέση Κουκιά, κάνουν γιουρούσι στους αντιπάλους, τους οποίους σε πρώτη φάση κατατροπώνουν και τους εξαναγκάζουν σε προσωρινή υποχώρηση. Όμως εκεί, ο επικεφαλής Ζαραλής πληγώνεται θανάσιμα και σε λίγο ξεψυχάει μέσα στο μοναστήρι της Βράχας όπου έχει μεταφερθεί από τους συντρόφους του. Λένε ότι στο σελάχι του Ζαραλή βρέθηκε ένα πολυκαιρισμένο σημείωμα του Μαυροκορδάτου που τον προέτρεπε να δολοφονήσει τον Καραϊσκάκη με αντάλλαγμα το αρματολίκι των Αγράφων και άλλα οφίτσια. Ο πιστός και ανιδιοτελής Ζαραλής ούτε που καταδέχτηκε να το δείξει ποτέ στον αρχηγό του. Ο Καραϊσκάκης συγκλονίζεται από το θάνατο του καλύτερού του φίλου και καταρρέει ψυχολογικά. Αν και βαθιά συντετριμμένος, καταφέρνει να πραγματοποιήσει ένα έξυπνο αντιπερισπασμό και να ξεφύγει επιτυχώς από τον ασφυχτικό κλοιό. Ξεγλιστρώντας έτσι από το μοναστήρι της Βράχας, κατευθύνεται αρχικά προς τα Πολιτοχώρια πλησίον του Καρπενησίου, και από εκεί στη Γραμμένη Οξιά και στη Δομνίστα όπου θα βρει περίθαλψη, κατάλυμα και στήριξη από άλλους καπεταναίους. Από τη Δομνίστα λίγες μέρες αργότερα (27/5/1824) ο Καραϊσκάκης θα προβεί σε “δήλωση μετανοίας” προς το Μαυροκορδάτο επιδιώκοντας πρόσκαιρη συνθηκολόγηση με σκοπό να μεταβεί ακολούθως στο Ναύπλιο, όπου εδρεύει η Κεντρική Διοίκηση για να την μεταπείσει και να αποκατασταθεί το όνομά του. Οι πολιτικοί της Κεντρικής Διοίκησης για να εξασφαλίσουν τις λεγόμενες ισορροπίες θα μοιράσουν, λίγο αργότερα, το περιβόητο αρματολίκι των Αγράφων ανάμεσα στον Καραϊσκάκη και το Ράγκο μισό-μισό! Ο Μαυροκορδάτος θα συνεχίσει την υπονόμευση με δυσμενείς συνέπειες για τον Αγώνα στα Άγραφα, αλλά δεν είναι της παρούσης η συνέχεια επί αυτού του ζητήματος.  Να σημειώσουμε ότι στη μάχη της Βράχας χάθηκαν 7 παλικάρια του Καραϊσκάκη, ενώ από τους αντίπαλους οι απώλειες ξεπέρασαν τις 40! Οι καλόγεροι έθαψαν τους νεκρούς “Καραϊσκάκηδες” στον περίβολο του Μοναστηριού, ενώ κατά μία εκδοχή το σώμα του Αντώνη Ζαραλή, για να μην ατιμαστεί, θάφτηκε σε μυστικό σημείο σε κοντινό βουνό.
Τo 1833 με βασιλικό διάταγμα διαλύονται όσα μοναστήρια διαθέτουν κάτω από 6 μοναχούς. Ανάμεσά τους και η ιστορική μονή της Βράχας.  Από τότε το μοναστήρι πέφτει σε παρακμή. Κλάπηκαν σημαντικά ιστορικά κειμήλιά του, ενώ ο αδυσώπητος χρόνος άφησε τα ανεξίτηλα σημάδια του και πάνω στο πέτρινο κορμί του. Tο 1956 χαρακτηρίστηκε “Ιστορικό διατηρητέο μνημείο Ιερά μονή Μεταμορφώσεως του Σωτήρα την κατά Βράχας των Αγράφων”! Με την παρέμβαση που γίνεται τα τελευταία χρόνια, για αποκατάσταση της μονής, κυρίως με τις άοκνες προσπάθειες των Βραχηνών αλλά και τη συνδρομή της αρμόδιας εφορείας βυζαντινών αρχαιοτήτων, ενδεχομένως να μπορέσουν να αποκαλυφθούν ξανά αυτά τα μονάκριβα ιστορικά ίχνη. Μέχρι στιγμής κατασκευάστηκαν νέα κελιά πάνω στα θεμέλια των παλιών, αλλά οπωσδήποτε θα πρέπει να γίνουν πολλές ακόμη εργασίες για την πλήρη αποκατάσταση του ιστορικού μοναστηριού.   
“Λεφτά υπάρχουν”, σε αυτή τη χώρα, μόνο για τους μεγαλοπρονομιούχους;
Για την Ιστορία και τον Πολιτισμό;