"Μια φορά κι έναν καιρό μέσα
στην παρθένα φύση των Αγράφων υπήρχε ένα χαριτωμένο ευρυτανικό χωριουδάκι. Είχε
λίγους κατοίκους αλλά ήταν όλοι πολύ ευτυχισμένοι γιατί ήταν μονιασμένοι και αγαπούσε
ο ένας τον άλλο. Αυτό το χωριουδάκι είχε και κάμποσα παιδάκια που συνήθισαν να
παίζουν στα λιβάδια με τα κατσικάκια και τα αρνάκια, κυνηγούσαν τις
πεταλουδίτσες, μάζευαν μέλι, καρπούς και λουλούδια και χαιρόντουσαν με πράγματα
απλά και όμορφα!
Ένα πρωί, στις
χριστουγεννιάτικες διακοπές, μαζεύτηκαν όλα τα παιδιά και κανονίσανε να πάνε εκδρομή
στο απέναντι βουνό που δεν είχαν ποτέ ξανά επισκεφτεί. Περάσανε ρυάκια,
περάσανε ποταμάκια και γεφύρια, ανεβήκανε μονοπάτια ώσπου φτάσανε στην ψηλή κορφή! Εκεί
κάτω από τα έλατα κάθησαν να ξεκουραστούν και να φάνε λίγο ψωμάκι με τυρί...
Όπως ξεκουράζονταν βλέπουν
ξαφνικά ένα όμορφο αρκουδάκι να περνά καμαρωτό-καμαρωτό. Έπειτα από λίγο περνά
και ένας λύκος με τη λύκαινα και τα παιχνιδιάρικα λυκόπουλά του, μετά νάσου και
η κυρία αλεπού που ρίχνει και μια πονηρή ματιά στα παιδάκια γελώντας! Περνάνε
και μερικά ελαφάκια πολύ χαριτωμένα με ωραία χρώματα και τα πλεχτά κερατάκια
τους. Κατόπιν τα σκιουράκια με ένα καλάθι καρύδια. Αργά-αργά καταφτάνει η
χελώνα κουβαλώντας το καβούκι της και ακολουθεί ο κυρ σκαντζόχοιρος αγκαθωτός-αγκαθωτός!
Καθυστερημένος μα τρεχαλητός φτάνει κι ο λαγός. Τελευταία ήρθανε τα πουλιά: η
πέρδικα, η κουκουβάγια, ο κούκος και το γλυκόλαλο αηδόνι!
Τα παιδιά απορήσανε.
Και ρωτήσανε με κάποια περιέργεια:
-«Εεεε, που πάτε
όλοι εσείς;;;»
Τα ζωάκια απάντησαν:
-«Μα δεν ξέρετε;;; Πηγαίνουμε
εδώ κοντά, στην καλύβα του μπάρμπα-Χρήστου που χρόνια τώρα μένει μονάχος του. Η γριούλα του δεν ζει πια και τα παιδιά του ξενιτεύτηκαν στη μακρινή χώρα. Σήμερα
έχει τη γιορτή του και δεν θέλουμε να την περάσει μόνος κι έρημος. Γι’ αυτό του
πάμε δώρα καρπούς και καλούδια του δάσους. Εκεί θα του μαγειρέψουμε, το αηδόνι
με την ωραία φωνή του θα μας τραγουδήσει και θα χορέψουμε όλοι μαζί αντάμα.
Ελάτε και εσείς παιδιά, θα περάσωμε ωραία»!
Στα παιδιά άρεσε η
ιδέα. Στα δισάκια τους είχαν φροντίσει να έχουν καρύδια, κάστανα, όμως μάζεψαν επιπλέον από το δάσος χρωματιστά κυκλάμινα και τρυφερά μανιτάρια για το
γιορτινό τραπέζι. Και ακολούθησαν τα ζωάκια…
Στην καλύβα του
μπάρμπα-Χρήστου το τζάκι έκαιγε φωτίζοντας το φτωχικό του. Ο παππούλης
ενθουσιάστηκε με την πομπή. Υποδέχτηκε με πολλή χαρά τους απρόσμενους
καλεσμένους που με τις χαρούμενες φωνούλες τους ξεσήκωσαν τον τόπο! Καταχαρούμενος
και ο γεράκος έβγαλε τη φλογέρα του και ξεκίνησε να παίζει γλυκά-γλυκά. Το
αηδονάκι δεν βάσταξε, ξεκίνησε να τραγουδά ενώ τα υπόλοιπα ζωάκια συνεπαρμένα μπήκαν
όλα γύρω- γύρω στο χορό!
Τα παιδιά
ενθουσιάστηκαν με το θέαμα. Έτσι δεν άργησαν να πάρουν μέρος στην
όμορφη γιορτή διασκεδάζοντας και αυτά με την ψυχή τους έως αργά το απόγευμα. Τότε, αφού χαιρέτισαν τον καλοσυνάτο
παππού και του ευχήθηκαν να ζήσει πολλά και ευτυχισμένα χρόνια, πήραν το δρόμο
της επιστροφής για το χωριουδάκι τους. Ήταν όλα πολύ χαρούμενα που για πρώτη
φορά γνώρισαν από κοντά τα ζώα του δάσους!
Γυρνώντας στο χωριό
διηγήθηκαν όλα όσα είδαν. Τα παιδιά πήραν μάλιστα και μία σπουδαία απόφαση: Παρακάλεσαν
τους συγχωριανούς τους κανείς πια να μην ξανακυνηγήσει στο παρθένο δάσος και να
μην στερήσει τη φύση και το χωριό τους από αυτά τα υπέροχα πλάσματα που
συντροφεύουν τον άνθρωπο. Όλοι οι
χωριανοί υποσχέθηκαν να τηρήσουν αυτή την υπόσχεση.
Κι έζησαν αυτοί καλά
και εμείς καλύτερα!
Χρόνια πολλά παιδιά μου..."