Δευτέρα 27 Οκτωβρίου 2025

Τρύγος στη χώρα του Ευρύτου

 


 Ένα μοσχοβολιστό κείμενο από την Κρικελλιώτισσα "Ακευσώ"

για τους αναγνώστες του blog "Ευρυτάνας ιχνηλάτης"


Μεσούντος του Οκτώβρη, του Τρυγομηνά, του Μπρουμάρη

Κορφολογημένες οι κληματαριές. 

Μάννα εξ ουρανού η βροχή ξεδιψάει την άνυδρη γη.

Τα τσάμπουρα στο κατώι βράζουν.

Προκάναμε!!!!!«Να μαζέψουμε ό,τι έδωσε ο Θεός στην ώρα του! Μια νεροποντή ή ένα χαλάζι, μπορεί να ξεράνει από τη μια ώρα ως την άλλη τ’ αμπέλι….», γράφει στα 1964 ο Παιδαγωγός, ο Αντάρτης, ο Λογοτέχνης Ευρυτάνας, Γιάννης Βράχας.

Τότε, οι αγρότες εύχονταν ν’ αργήσει ο τρύγος για να ευχαριστηθούν οι φτωχοί τα σταφύλια και να χορτάσουν την πείνα τους τα κουτσουβέλια.

Κι όταν η φύση βάραγε το δικό της προσκλητήριο, όλες οι φαμελιές με καλάθια και κασόνια δεμένα στα φορτιάρικα, πήγαιναν κατά τ’ αμπέλια.

«- Καλ’μέρα μπαρμπαγιώργου! Καλά μπιρικέτια κι τ’ χρόν’ μι τα πιδιά σ’, μι τ’ αγγόνια σ’!

-Νάσι καλά κι ένα αϊτέρ! Έλα να φας σταφύλια!

Τσιακατήρα ή Τσιακατούρα

-Αν δεν εβάναμι δυο-τρεις τσακατήρις (μηχανήματα απλά που φτιάνουν στο χωριό με ντενεκέδες. Γυρίζουν με το φύσημα του αέρα ή με νερό και κάνουν κρότο που διώχνει τα πουλιά και τ’ αγρίμια), αν δεν σκοίνιαζα (ζώσιμο του χωραφιού με σχοινί, που φοβίζει τ’ αγριοπούλια), ούλου του χωράφ’, αν δεν έβανα τα σκιαζούρια, σαλώματα, αν δεν κρέμαγα τούτα τα παλιοσκούτια κι αν δεν είχα κι τουν παπούλ’ ιδώ ν’ ανάβ’ φουτιές του βράδ’ για τ’ ασβούδια κι για τ’ς αλ’πές, δε μάζουνα τίπουτα, θειακούλα μου. Γλέπ’ς τ’ απαράτ’σανι κι οι άλλ’ γυρ’βουλιά τα χουράφια τ’ς κι ούλα μαζώνουντι ιδώ στου δ’κόμ’ .»

Στου κύκλου τα γυρίσματα αποξεχάστηκε σιγά-σιγά του Οκτώβρη το προσωνύμι: «Νειαστής!»  

Θρονιάστηκε το Κακό στη χώρα του Ευρύτου.

Άχνουδα τα παιδιά ροβόλαγαν κατά τον κάμπο. Με το δισάκι, της μάνας γνοιάξιμο, γεμάτο μπομπότα, καρύδια, κάστανα και δυο-τρία σταφύλια να τα τρώνε στο δρόμο για την ξενιτειά και να θυμούνται το σπιτικό τους. 

Σκούριασαν τα τσαπιά και οι κοσιές. 

Σαράκιασαν τα κασόνια. 

Ορφάνεψαν τα στενορρύμια. 

Κλείσανε οι εμπατιές. 

Θέριεψαν τα βάτα.

Αράχνιασαν οι χαμοκέλες. 

Κρύφτηκαν  οι κοτρώνες-σημαδούρες στα σύνορα των χωραφιών.

Τα καταδιωγμένα χελιδονάκια της φτωχολογιάς δεν «κρύβουν πια σταφύλια στον αχυρώνα, δεν τα κρεμάνε στο ταβάνι του σπιτιού για να τρώνε σαν δεν θα υπάρχουν κλήματα».

Ίσως, κάποιο θα ξεγελαστεί στου αυγουστιάτικου πανηγυριού το χορό:  

«μπαίνω μες τ’ αμπέλι σα νοικοκυρά. 

Να κι ο νοικοκύρης, πόρχιτι κουντά.

Έλα νοικοκύρη μ’ να τρυγήσουμε

κόκκινα σταφύλια να πατήσουμε.»


Μα δε θα γευτεί το ντόπιο βρωμοστάφυλο. Θα προτιμήσει ν’ αγοράσει απ’ το σουπερμάρκετ τουμπανιασμένες ρόγες, βατσινωμένες με φυτοφάρμακα καρκινογόνα, ψευδεπίγραφες λάμιες ενός άγευστου, θανατηφόρου καταναλωτικού συστήματος. 

Διάγουμε μέρες άνυδρες, κυοφορούσες τρισάθλια διατάγματα, αλλοσούσουμες συμπεριφορές. 

«Το μέλλον μας θα ‘χει πολλή ξηρασία», κραυγάζει ο αναρχικός ποιητής Μιχάλης Κατσαρός.

Κάποιοι, όμως, Ευρυτάνες, βαφτίζονται με της αυγής το φως στις ορμήνιες της μανιάς τους. Εξηντάρηδες πια στρατολογούν στις μέρες τους να τρυγήσουν, γιατί «το κρασί το γέροντα τον κάνει παλληκάρι!». Οι μεγαλύτεροι παραδομένοι στη σκληράδα των γηρατειών τους, τους παρακαλάνε να μαζέψουν και τα δικά τους σταφύλια, που καρπίζουν, ακόμη, στα στοιχειωμένα σωκήπια των παππούδων τους. 

Ψες το βράδυ, για πρώτη μου φορά, στα 70 μου, είπα να δοκιμάσω να πιω μούστο και να φτιάξω μουσταλευριά με τις συμβουλές της κουνιάδας μου, της Λίτσας.

Τι έχασα τόσα χρόνια!!! Στήσανε χορό γεύσεις γλυκόδροσες στ’ ουρανίσκου μου τον ουρανό. Σιχτίρισα τις πρωτευουσιάνικες γκουρμεδιές με τις αμφιβόλου προέλευσης γητειές. Γέμισα και πέντε μπουκάλια με μούστο για να ‘χω όλο τον χρόνο, απιθωμένα στην αγκαλιά του καταψύκτη. 

«Αλλοίμονο σ’ εκείνον που δε θα πιει ξυνόγαλο το Μάη και μούστο τον Άη-Δημήτρη», τσιμπολογάει τις μνήμες του ο Βράχας. 

Χαϊδεύω το ιερό του εγκόλπιο και σκέφτομαι να το ταχυδρομήσω, «ιεραρχικώς!», στην καρπενησιοκεντρική, ανάλγητη και χελωνοπερπατούσα εξουσία να το μελετήσει. Ν’ απαρνηθεί τα εγκληματικά της σχέδια, τα εναγκαλισμένα με το Κεφάλαιο. Να φέρει πίσω τους νέους που θ’ αναστήσουν τα πεθαμένα χωριά, όπου πάλι  «οι τρανές φωτιές τη νύχτα, τα τραγούδια και τα γέλια, η μουσική απ’ τα κουδούνια, τα κύπρια και τα τσοκάνια, της φλογέρας ο σκοπός, οι φωνές των παιδιών, τα βελάσματα των ζώων, το μουρμούρισμα του ελατιού, ο ξάστερος ουρανός, το ασημένιο φεγγάρι, κάνουν τον τόπο αληθινό παράδεισο». 


Λέξεις ντοπιολαλιάς:

Αϊτέρι: το ταίρι, σύντροφος, γυναίκα

Κοσιές: εργαλεία για κόψιμο του χορταριού

Κουτσουβέλια: μικρά παιδιά

Κύπρια: κουδούνια για γιδοπρόβατα κλπ

Μπιρικέτια: καλή σοδειά

Μπρουμάρης: ομιχλώδης

Νειαστής : απ’ το νεάω-ώ , οργώνω τη χέρσα γη

Σαλώματα: τα καλάμια του σιταριού

Σωκήπια: μικροί κήποι σε απόκρυφο σημείο

Τσοκάνια: μεγάλα κουδούνια για αγελάδες κλπ


Άρθρο της "Ακευσούς" από το Κρίκελλο 

(στο blog "Ευρυτάνας ιχνηλάτης" )

7 σχόλια:

ΕΥΡΥΤΑΝΑΣ ΙΧΝΗΛΑΤΗΣ είπε...


Ευχαριστούμε ολόψυχα την αγαπημένη μας "Ακευσώ" για το όμορφο κείμενο που μας δώρισε.

Καλλέργης είπε...

Υπέροχο το κείμενο με τη ντοπιολαλιά μαζί!

PHOTO ΤΙΤΛΟΙ είπε...

Διαμάντι λαμπερό και μοσχοβολιστό!!!

Ιωάννης είπε...

Ακευσώ , μου θύμισες το χωριό μου και σε ευχαριστώ πολύ για αυτό.

Κική Κωνσταντίνου είπε...

Tι όμορφο κείμενο και πόσο όμορφη η ντοπιολαλιά!
Ευχαριστούμε!

Μαρία Γ. είπε...

Έναν πλούτο λέξεων, εικόνων και "γεύσεων" μας χαρίζετε κάθε φορά! Σας ευχαριστώ πάρα πολύ!!

Chris' είπε...

Ξενιτεύτηκαν τα παιδιά, θέριεψαν τα βάτα, χέρσωσαν τα χωράφια και λίγοι μόνο ηλικιωμένοι κρατούν αυτό τον ευλογημένο τόπο. Αχ ρε Ευρυτανία ποιοι σε σταύρωσαν....